της Ευαγγελίας Ρουμελιώτη -Δαρσινού
Πέρασε ο Γιώργης στο
Πανεπιστήμιο, στην Ιατρική, κι αντί να πετάει από τη χαρά του, κάθισε με τον
πατέρα του στο τραπέζι, αμίλητος και βουρκωμένος.
«Μην κάνεις έτσι, μωρέ
παιδί μου θα βρούμε μια λύση…», τον παρηγορούσε ο γέρος.
Η οικογένεια του
Γιώργη, όπως οι περισσότερες οικογένειες στο χωριό, ήταν φτωχή. Πάλευαν με τα
χωράφια, με τα λίγα ζωντανά τους και μερικές ρίζες ελιές να τα φέρουν βόλτα.
Δύσκολα χρόνια σαν έχεις παιδιά να μεγαλώσεις. Πόσο μάλλον να θες να τα
σπουδάσεις. Γι’ αυτό την εποχή εκείνη, όταν υπήρχαν πολλά παιδιά στην
οικογένεια αποφάσιζαν να σπουδάσει ένα, εκείνο που «έπαιρνε» τα γράμματα. Τα
άλλα έμεναν να βοηθούν στα χτήματα και στη μίζερη καθημερινότητα του χωριού.
Ο Γιώργης είχε
κατεβάσει το κεφάλι. Η μάνα του, από την ώρα που ο Γιώργης της είπε τα
ευχάριστα, έκλαιγε συνεχώς γιατί, καλά- περίκαλα- πέρασε στην Ιατρική ο Γιώργης
μα, με τα λόγια δεν μπορεί να σπουδάσει. Χρειάζονται λεφτά και εκείνα τα
ρημάδια δεν υπάρχουνε.
Σηκώθηκε ο πατέρας
αποφασιστικά.
«Άκου Γιώργη… Θα
φύγεις από το χωριό, θα προκόψεις που ο
κόσμος να χαλάσει.»
Κι ο Γιώργης μάζεψε τα
λιγοστά μπογαλάκια του και ήρθε στην Αθήνα.
Στην αρχή νοίκιασε
κάποιο μικρό δωματιάκι, στην αυλή ενός σπιτιού κατά τα Εξάρχεια. Είχε μέσα ένα
κρεβάτι, ένα τραπέζι να τρώει και να διαβάζει και δυο καρέκλες. Σε μια γωνίτσα
έβαλε μια γκαζιέρα, να ψήνει τον καφέ του και να φτιάχνει κανένα τηγανιτό αυγό.
Η μάνα του έστελνε κάθε βδομάδα σε ένα
χάρτινο κουτί του μπακάλη, πότε χυλοπίτες και ψωμί ζυμωτό, πότε μυζήθρα και
χορτόπιτα, τυλιγμένα σε λαδόκολλα.. Μα δεν τον πείραζε, τα έτρωγε για να μη
χαλάσει ούτε δραχμή από το λιγοστό χαρτζιλίκι που του έκρυβε η μάνα του σε
φάκελο, στον πάτο του κουτιού, μαζί με δυο αράδες.
«Γιώργη μου, να είσαι
καλά, και να κάνεις το κουράγιο σου…Εγώ ότι μπορώ το κάνω. Σε φιλώ, η μάνα
σου.»
Εκείνα τα λόγια ήταν
βάλσαμο στην ψυχή και δύναμη για να πετύχει, να γίνει κάποιος και να ξεφύγει
απ’ τη φτώχεια και τη μιζέρια.
Ήταν στο τέλος της
δεκαετίας του ’60. Τα καλύτερα νιάτα έφυγαν τότε στην Αυστραλία και τη
Γερμανία. Ερήμωσε η Ελλάδα. Κάποιοι γύρισαν ύστερα από πολλά χρόνια, οι
περισσότεροι δεν γύρισαν ποτέ.
Πέρασε ο πρώτος
χρόνος, πέρασε και ο δεύτερος και τα πράγματα δυσκόλεψαν. Ο γέρος δεν είχε πολύ
κουράγιο. Που και που, δυο λέξεις στο χαρτί. «Εμείς δεν έχουμε υγεία, πρόσεξε
εσύ Γιώργη μου…». Σφίχτηκε η καρδιά του Γιώργη και έκατσε να σκεφτεί τι θα
κάνει. Στο μεταξύ είχε γίνει φίλος με δυο άλλους συμφοιτητές του, το Δημήτρη
και το Θανάση και τα λέγανε.
Ο Θανάσης ήταν και
αυτός από το διπλανό χωριό και καταλάβαινε από φτώχεια. Όσο μπορούσε τον
βοηθούσε μα μήπως είχε περισσότερα κι αυτός;
Ο Δημήτρης ήταν σε
καλύτερη κατάσταση. Η μάνα του είχε μαγειρείο σε ένα στενάκι κάπου στην
Ασκληπιού κι έβγαζε καλό μεροκάματο.
«Να ‘ρχομαι να βοηθάω
τη μάνα σου ρε Δημήτρη τα βράδια στο μαγαζί, να τρώω τουλάχιστον κανένα πιάτο
φαΐ…»
«Τι λες ρε Γιώργη, αν
αρχίσεις από τώρα τη δουλειά, δεν παίρνεις πτυχίο κακομοίρη μου. Θα σπουδάζεις…μέχρι να
ασπρίσουν τα μαλλιά σου. Άσε, κάτι άλλο θα σκεφτούμε.»
Ένας βαρύς
αναστεναγμός ξέφυγε από το στήθος του Γιώργη και είπε την πικρή κουβέντα:
«Θα τα
παρατήσω ρε παιδιά, δεν πάει
άλλο…», και βούρκωσαν τα μάτια του.
Πέσαν πάνω του οι
άλλοι.
«Τι λες καημένε, που θα τα παρατήσεις κοτζάμ άντρας
και θα πας να αρμέγεις γίδια στο χωριό…
…Εμείς θα σου δίνουμε
ένα μέρος από το χαρτζιλίκι μας μέχρι να σκεφτούμε τι θα κάνουμε.»
Αλλά ο Δημήτρης είχε
τότε μια καλύτερη σκέψη:
«Άκου Γιώργη, πόσα
χρόνια θέλεις να πάρεις πτυχίο; Τέσσερα- πέντε. Θα έρχεσαι να τρως στην ταβέρνα
μεσημέρι βράδυ και η κυρά- Χαρίκλεια θα κρατάει τεφτέρι…»
«Τι θες να πεις ρε
Δημήτρη;»
«Πως όταν με το καλό
τελειώσεις και πιάσεις δουλειά, της επιστρέφεις όλα τα χρωστούμενα με το
παραπάνω»
Ξαφνιάστηκαν οι άλλοι
δύο με την πρωτότυπη σκέψη του όμως ήταν λογική και έβγαζε το Γιώργη από το
βραχνά του καθημερινού φαγητού.
Ο Δημήτρης του έδωσε
θάρρος.
«Ξέρεις πόσο σε αγαπάει και σε εκτιμάει η μάνα μου»
«Μα τόσα χρόνια δανεικά…», ψιθύρισε ο Γιώργης.
«Ε, και; Γραμμένα θα είναι. Φοβάσαι μη χάσουμε το λογαριασμό;»
Η κυρα- Χαρίκλεια που
ήταν ψυχούλα, μόλις άκουσε το σχέδιο τους γέλασε και το δέχτηκε…αμέσως! Πώς να
μην κάνεις θυσίες για τέτοια παιδιά, που στο μυαλό τους έχουν να γίνουν
καλύτεροι άνθρωποι;
Έτσι και έγινε. Ο
Γιώργης απαλλαγμένος από το άγχος του φαγητού, έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα.
Έγραψε στους γονείς του πως βρήκε δουλειά, να λιγοστέψουν το χαρτζιλίκι, να
ανασάνουν κι αυτοί λίγο. Μόνο τα κουτιά της μάνας του ήθελε να λαβαίνει, με
πεσκέσια και μυρουδιές για να έχει μέσα στην ψυχή του το χωριό και τους δικούς
του.
Μόλις έφταναν τα
πράγματα φρέσκα, τα έπαιρνε και έκανε γιορτή με τους φίλους του στο μαγεριό της
κυρά- Χαρίκλειας. Μ’ ελιές, μυζήθρα και ένα μπουκάλι κρασί από το βαρέλι του
πατέρα, έπιναν στην υγειά τους και την απόκτηση του πολυπόθητου πτυχίου.
«Ωραίο κρασί έχει ο
πατέρας σου Γιώργη», έλεγε η κυρά- Χαρίκλεια.
«Μωρέ, μόλις πάρω εγώ
το πτυχίο, θα σου φέρω ένα βαρέλι να έχεις, να πίνεις και να με θυμάσαι. Γράψε
μόνο στο τεφτέρι τι σου χρωστάω…»
«Γράφω γιε μου,
γράφω…».
Να είναι καλά ο
Δημήτρης και η κυρά- Χαρίκλεια, τον έσωσαν τον Γιώργη. Έτοιμος ήταν να τα
παρατήσει και να γυρίσει στο χωριό. Ένιωθε πολύ υποχρεωμένος με την αγάπη που
του έδειχναν. Για αυτό όταν τα βράδια έπεφτε πολύ δουλειά στο μαγεριό, πήγαιναν
μαζί με το Δημήτρη να βοηθήσουν την κυρα- Χαρίκλεια να σερβίρει. Εκεί στο
μαγαζί μαζεύονταν και μόνιμοι πελάτες, φοιτητές κα εργάτες από τη γειτονιά
ακόμα και άνεργοι καλλιτέχνες.
«Αγαπημένοι μου
γιατροί, μπορώ να έχω ένα ποτηράκι κρασάκι ακόμα ή απαγορεύεται στην ηλικία μου;», τους
ρωτούσε ο κύριος Μπετόβεν.
Οι άλλοι ξεσπούσαν σε
γέλια. Ήταν ένας γεράκος με άσπρα μαλλιά, που οι άκρες τους ανέμιζαν στον αέρα,
με γκρι φθαρμένο κουστουμάκι και μαύρο παπιγιόν. Κανείς δεν ήξερε το όνομά του
και τον έλεγαν Μπετόβεν, γιατί με το βιολί του γυρνούσε όλα τα στενά των
Εξαρχείων και έπαιζε μουσική, μαζεύοντας μερικά ψιλά για να ζήσει.
«Εγώ λέω δεν πρέπει
να πιεις άλλο», απαντούσε ο Δημήτρης
«Εγώ λέω να πιεις
διότι, ο οίνος ευφραίνει καρδία», έλεγε ο Γιώργης.
«Τότε θα πιω εις υγεία
της Ευφροσύνης μου», έλεγε ο Μπετόβεν και κατέβαζε το ποτηράκι.
Ευφροσύνη λέγαν την
άπιστη που τον πρόδωσε- όπως τους ομολόγησε- και από τότε γυρνάει στους δρόμους
παίζοντας βιολί και ελπίζοντας να τον ακούσει και να γυρίσει πίσω.
Η κυρά- Χαρίκλεια τους
μάλωνε.
«Φτάνει τώρα, αρκετά ξεκουραστήκατε,
διάβασμα πάλι».
Και ο χρόνος περνούσε
σα νεράκι. Ήρθε ο καιρός που οι φίλοι έκοψαν τα γλέντια και τα κρασιά κα
κλείστηκαν να διαβάσουν, να πάρουν το πτυχίο. Βρίσκονταν πια στο τελευταίο
έτος. Ο Γιώργης με την επιμονή του φίλου του άφησε το δωμάτιο και εγκαταστάθηκε
στην αποθηκούλα, δίπλα στο μαγεριό, για να μην χάνει χρόνο στο πήγαινε έλα. Του
έδωσε και η κυρα-Χαρίκλεια όλα τα χρειαζούμενα, του έκλεισε την πόρτα και τον
φοβέρισε:
«Δε θα βγαίνεις από
εκεί μέσα παρά μόνο για κατούρημα!»
Και πράγματι, ούτε δυο
βήματα πιο κάτω δεν πήγαινε στο παράθυρο του Δημήτρη, να ανταλλάξουν δυο
κουβέντες. Η κυρα-Χαρίκλεια κέρβερος!
Ώσπου, όλα τελείωσαν.
Οι τρεις φίλοι ολοκλήρωσαν τις εξετάσεις και στο τέλος της εξεταστικής περιόδου
χώρισαν για λίγο.
Ο Γιώργης πήγε στο
χωριό να δει τους δικούς τους. Ο πατέρας του περίμενε στο κατώφλι.
«Καλώς τον γιατρό»,
έσπασε η φωνή του μόλις τον είδε.
«Ε, όχι και γιατρός
κιόλας!», του απάντησε γελώντας
Αγκαλιάστηκαν και
δάκρυσαν και οι δυο. Εκείνος έσκυψε και φίλησε τα χέρια του τα μαραμένα, ύστερα
τα έσφιξε πάνω στην καρδιά του.
«Πέτυχα πατέρα».
«Πέτυχες παιδί μου…».
Κι έμειναν να
κοιτάζονται στα μάτια.
Τον επόμενο χρόνο ο
Γιώργης θέλησε να τελειώσει ακόμα ένα χρέος. Κάλεσε τους φίλους του και
ανηφόρισε στο μαγεριό της κυρά- Χαρίκλειας με ένα μπουκάλι κρασί που έφερε από
το χωριό.
«Κόπιασε κυρα-
Χαρίκλεια, σου ‘χω κρασάκι περσινό, υπόλοιπο, κατευθείαν για πονοκέφαλο.»
Τσούγκρισαν όλοι
χαρούμενοι τα ποτήρια τους για να ευχηθούν καλή σταδιοδρομία. Η κυρα- Χαρίκλεια
κέρασε μεζεδάκια και κολοκυθάκια τηγανιτά. Έφαγαν, τραγούδησαν, κέρασαν τον
κόσμο που ήρθε στο μαγαζί για τα καλορίζικα του πτυχίου ώσπου μέθυσαν.
Σαν έφυγαν οι πολλοί
κι έμειναν μόνοι τους, ο Γιώργης σηκώθηκε όρθιος. Ήταν πολύ σοβαρός και οι
άλλοι σταμάτησαν απότομα τα γέλια. Έβγαλε με επισημότητα ένα άσπρο χαρτί,
τυλιγμένο σε ρολό, το άνοιξε και είπε με τρεμάμενη φωνή:
«Αυτό είναι το πτυχίο
μου κυρα- Χαρίκλεια. Χωρίς εσένα, δε θα το είχα πάρει.»
«Να’ σαι καλά Γιώργη
μου, μα θα το έπαιρνες το πτυχίο σου γιατί πάλεψες πολύ και το αξίζεις παιδί
μου.»
«Κυρα- Χαρίκλεια, θέλω
πάνω στο πτυχίο να βάλεις την υπογραφή
σου».
Οι άλλοι κοιτάχτηκαν
ξαφνιασμένοι.
«Τι κάνεις εκεί ρε
Γιώργη…Μη χαλάς το πρωτότυπο», είπε ο Δημήτρης.
Στο μεταξύ, αμήχανα η
κυρα-Χαρίκλεια πήρε με δέος το χαρτί στα χέρια της και το κοίταξε ώρα πολύ από
πάνω μέχρι κάτω. Ο Γιώργης επέμενε.
«Υπόγραψε κυρα-
Χαρίκλεια, χωρίς εσένα δε θα το έπαιρνα τούτο το πτυχίο…».
Τον κοίταξε στα μάτια
εκείνη και ύστερα το έδωσε γλυκά πίσω.
«Δεν ξέρω γράμματα
παιδί μου…»
Κι εκεί, στο σημείο
που έπιασε το πτυχίο η κυρα- Χαρίκλεια με τα λαδωμένα δάχτυλά της σχηματίστηκε
μια σκούρα κηλίδα. Ο Γιώργης φίλησε με ευλάβεια το λεκέ από το λάδι και ύστερα
την αγκάλιασε.
«Την πήρα την υπογραφή μου κυρα- Χαρίκλεια, μη μου
στεναχωριέσαι…Μα τώρα φέρε και τα τεφτέρια…»
«Ποια τεφτέρια Γιώργη μου;»
«Αυτά που κράταγες για
το φαί μου τόσα χρόνια. Τι τα έκανες τα τεφτέρια κυρα-Χαρίκλεια;», τη ρώτησε με
αγωνία.
Βούρκωσε η κυρα-
Χαρίκλεια.
«Εδώ μέσα τα έχω Γιώργη μου, όλα γραμμένα…» και
ακούμπησε τα λαδωμένα χέρια της πάνω στην καρδιά της.
Δεν άντεξε, τα ‘βαλε
τα κλάματα ο Γιώργης κι ας ήταν κοτζάμ άντρας και μέλλων γιατρός. Αλλά και οι
άλλοι δεν ήταν καλύτεροι! Ρουφούσαν από τη συγκίνηση τις μύτες τους. Ήταν μια
περίεργη, μεθυσμένη παρέα που έκλαιγαν και γελούσαν, μέχρι που ξημέρωσε.
Η ιστορία είναι
αληθινή και μας τη διηγήθηκε συγκινημένος ένα βράδυ ο Θανάσης –ένας εκ των
τριών φίλων. Είχε πριν λίγο συναντήσει καθ’οδόν το Γιώργη. Πετυχημένοι γιατροί
και οι δύο στις συνοικίες της Δυτικής Αθήνας, θυμήθηκαν τα παλιά δύσκολα
χρόνια.
Αυτό λοιπόν το βράδυ
που συναντήθηκαν, ο Γιώργης τον οδήγησε στο νέο του ιατρείο που άνοιξε στο
κέντρο του Περιστερίου.. Ύστερα μπαίνοντας στο γραφείο του έδειξε στον τοίχο,
στην καλύτερη θέση, μέσα σε πολυτελή κορνίζα, το πτυχίο του.
Εκεί κάτω δεξιά, στην
άκρη του πτυχίου μια σκούρα λαδιά…
Ήταν η υπογραφή της
κυρά- Χαρίκλειας.
(Το διήγημα της
Ευαγγελίας Ρουμελιώτη –Δαρσινού, απέσπασε το Β΄ Βραβείο στον 1ο Λογοτεχνικό
Διαγωνισμό Ποίησης-Διηγήματος Δ. Αθήνας-2002, που διοργάνωσε ο ΑΣΔΑ και το
διαδημοτικό περιοδικό πολιτισμού ΕΝΝΕΑΔΑ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου