ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Στην προσμονή του Μεσσία

Διήγημα για κάποια Χριστούγεννα της Κατοχής

του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου

Η σημαία του αγκυλωτού σταυρού, άρχισε να κυματίζει θυμωμένα πάνω στις λευκές μαρμαρυγές της Ακρόπολης, καθώς ένας ξαφνικός αγέρας βάλθηκε να χαϊδεύει τις μαρμαροκολώνες και να σφυρίζει συνθηματικά, δημιουργώντας αντίλαλους στα αετώματα και στις στέγες των ναών. Θα΄λεγες πως τα φαντάσματα των ιερέων είχαν αρχίσει κείνες τις μυστήριες δοξαστικές ψαλμουδιές, μπρος στους βωμούς των θεών, με τα κεφάλια στεφανωμένα από φύλλα δάφνης, αρχαία σχήματα σαβανωμένα, τυλιγμένα στους καπνούς των θυσιαστηρίων, ζωντανεμένα ξανά στην προσμονή του χρυσού αιώνα. Στάχτη και σκόνη, αναστημένες στους ήχους των παιάνων και στις κλαγγές των όπλων, σκεπτικοί σεβάσμιοι πατέρες με λευκές χλαμύδες και σφιγμένα δόντια στη σκέψη ενός λαού.
 
Δεκέμβρης του 1942. Τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής, συνεχίζουν τον εκφοβιστικό πόλεμο κάτω από ένα φάσμα εξαθλίωσης του Ελληνικού λαού, πότε με μπλόκα και ομαδικές συλλήψεις, και πότε με εκτελέσεις. Χθες αιματοκυλίστηκε ο Βύρωνας, σήμερα τα Εξάρχεια, αύριο μόνο ο θεός ξέρει, που θα φτερουγίσουν θανάσιμα τα όρνια του Ναζισμού, ποιες πόρτες θα σφραγίσει η βούλα του θανάτου. Όλη η Αθήνα, απέραντο νεκροταφείο, ότι αφήνει χορτασμένος ο λαίλαπας του Γ΄Ράιχ, το αποτελειώνει σαδιστικά η τρομερή πείνα. Η γη του Σωκράτη και του Περικλή, ματώνει φρικτά, παραπατώντας στην πορεία της για τον τελειωτικό χαμό ή την οριστική λύτρωση. Η Γερμανική τρομοκρατία που σκοπό έχει, την ηθική ισοπέδωση, κοντραρίζεται αποτελεσματικά, από τις δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης, στις οποίες είναι ενταγμένοι Έλληνες κάθε ηλικίας και τάξης, άνθρωποι άγνωστοι προηγουμένως μεταξύ τους, δεμένοι με ένα ιδανικό και μια κοινή επιδίωξη. Το στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Χαϊδαρίου αποτελεί τον Γολγοθά και οι τοίχοι της Καισαριανής τον κρανίου τόπο των πατριωτών.  Φρεσκοσκαμμένο χώμα που κλείνει μέσα του τα σπέρματα της λευτεριάς, λουλούδια που θα κοπούν κάποτε από χέρια παιδιών για να στολιστεί ο Επιτάφιος, χαμόγελα ασφάλειας και ξεγνοιασιάς.

Ημέρα Τετάρτη, 24 Δεκεμβρίου του 1942.

«ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΣ. ΕΚΚΛΗΣΗ.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΤΟΧΗΣ.
ΕΚΔΟΤΗΣ: ΦΡΟΥΡΑΡΧΕΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ/ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ.

Για την κατοχύρωση της ασφάλειας των μετόπισθεν και των γραμμών συγκοινωνιών, διατάσσωμεν:

  1. Όποιος βρίσκεται κατέχων όπλα και εκρηκτικές ύλες που δεν έχουν δηλωθεί στη διοίκηση της πλησιέστερης γερμανικής μονάδας ΘΑ ΤΟΥΦΕΚΙΖΕΤΑΙ.

  1. Όποιος δίνει άσυλο σε παρτιζάνους ή τους προστατεύει ή τους βοηθεί με ιματισμό, τρόφιμα ή όπλα ΘΑ ΤΟΥΦΕΚΙΖΕΤΑΙ.

  1. Εάν ανακαλυφθεί ότι κάποιο πρόσωπο γνωρίζει κάτι σχετικό με μια ομάδα ανταρτών ή ακόμη και έναν μόνο αντάρτη χωρίς να ανακοινώσει την σχετικήν πληροφορία στην πλησιέστερη στρατιωτική διοίκηση, το πρόσωπο αυτό ΘΑ ΤΟΥΦΕΚΙΖΕΤΑΙ.

  1. Όποιος παρέχει πληροφορίες στον εχθρό ή στους παρτιζάνους σχετικά με τη θέση γερμανικών μονάδων ή στρατιωτικών εγκαταστάσεων ΘΑ ΤΟΥΦΕΚΙΖΕΤΑΙ.

  1. Κάθε χωριό όπου έχει αποδειχθεί ότι υπάρχουν παρτιζάνοι ή όπου σημειώθηκαν επιθέσεις εναντίον Γερμανών ή Ιταλών στρατιωτών ή απόπειρες σαμποτάζ αποθηκών πολεμικού υλικού ΘΑ ΠΥΡΠΟΛΕΙΤΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ. Επί πλέον όλοι οι άρρενες κάτοικοι του χωριού ηλικίας 18 ετών και άνω ΘΑ ΤΟΥΦΕΚΙΖΟΝΤΑΙ. Οι γυναίκες και τα παιδιά θα κλείνονται σε στρατόπεδα εργασίας.

ΕΛΛΗΝΕΣ

Η ευημερία της χώρας σας και η τύχη των οικογενειών σας βρίσκεται στα χέρια σας. Οι Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις, όπως αναφέρεται στην διαταγή αυτή, θα ενεργήσουν με δικαιοσύνη αλλά χωρίς οίκτο, και με τόση αυστηρότητα όση απαιτεί η κάθε περίπτωση»

Τα τρομαγμένα μάτια των περαστικών καρφώθηκαν βιαστικά στο τοιχοκολλημένο χαρτί που έφερε την σφραγίδα του Όμπερστουρμπαφύρερ της Ες- Ντε. Η πρόταση ΘΑ ΤΟΥΦΕΚΙΖΕΤΑΙ, φάνηκε να είναι η μόνη που χαράχτηκε με ανεξίτηλα γράμματα στη μνήμη αυτών που την διάβασαν. Τα υπόλοιπα τυπογραφικά στοιχεία που την τριγύριζαν, μαύρα σε άσπρο φόντο, έμοιαζαν με σιδηροδρομικό συρμό, όπου το κάθε βαγόνι λέξη με την λογική αναγκαιότητα του, προσπαθούσε να δώσει μιαν όμορφη συνολικότητα για να καλύψει την ασχήμια της μηχανής.

« Ίσως θα ήταν καλύτερα», σκέφτηκε ο Γιάννης, «αν πέταγαν στην άκρη όλα τα στολίδια και έγραφαν απλά, θα τουφεκίζεσαι γιατί δεν έχεις την τύχη να ανήκεις στην τάξη των ανώτερων ανθρώπων του Γ΄Ράιχ».

Οι περαστικοί έφευγαν, με το κεφάλι να κοιτά ανήσυχα τριγύρω, με τα χέρια χωμένα μές΄στις τσέπες και με χίλιες-δυό διαφορετικές σκέψεις ο καθένας στο μυαλό του. Τη θέση τους απέναντι στο χαρτί έπαιρναν άλλοι. Τραγικές μάσκες, σε ρόλους που ποτέ δεν θέλησαν να παίξουν πάνω στο παλκοσένικο του πολέμου.

«Πάμε Δάμονα, έχουμε αργήσει, θα περιμένουν οι άλλοι»

Ο Γιάννης Κυρίτσης και ο Δάμων Καρτάλιας, προχωρούσαν βιαστικά αφήνοντας στον παγωμένο αέρα σαν άσπρη ομίχλη  τις ζεστές ανάσες τους. Διασταυρώθηκαν με ένα φορτηγό του Δήμου, πάνω από τα ξύλινα παραπέτα που είχαν μάλλον προστεθεί για να καλυφθούν οι ανάγκες, εξείχαν κοκαλωμένα χέρια και πόδια. Η ημερήσια σοδειά της πείνας από δρόμους και πεζοδρόμια, όπου οι πεινασμένοι Αθηναίοι άφηναν την πνοή τους.

«Ποιοι θα είναι οι επόμενοι; Εγώ, εσύ; Οι γονείς μας; Οι φίλοι μας; Πάνε τρεις μέρες που΄φαγα λίγο ψωμί....»

«Κουράγιο Δάμονα, κουράγιο τελειώνουν τα βάσανα μας. Η λευτεριά έρχεται, δεν μας ξέχασε...»

«Θυμάσαι ρε Γιάννη τον Κωστή τον Μενέγο;...Τον ψηλό ντε...της 9ης ομάδας. Τον εκτελέσανε χθες το πρωί με άλλους τρεις. Για σκέψου ρε...τον λέγαμε πρόβατο, που δεν μπορούσε να σκοτώσει μυίγα, και να σου τον τώρα νεκρό με την κατηγορία του σαμποτέρ...ήταν παλικάρι, ε Γιάννη;»

Με την κουβέντα, έφτασαν χωρίς να το καταλάβουν στην οδό Κυναιγήρου. Σταμάτησαν μπροστά σε μια πράσινη πόρτα πού΄χε τον αριθμό 70. Κοίταξαν προσεκτικά τις γωνιές του δρόμου. Ερημιά. Μερικά χαρτιά μόνο που τα τραβολογούσε ο αέρας. Κτύπησαν τρεις φορές, μέτρησαν μέχρι το είκοσι και ξαναχτύπησαν δύο. Η ξύλινη πόρτα μισάνοιξε, χάθηκαν μέσα στο σκοτεινό άνοιγμα, ο άνεμος δεν πρόλαβε να μπει και έτσι κουτούλησε πάνω στα πράσινα ξύλα, σφύριξε θυμωμένος. Ένα χάρτινο ολόγεμο φεγγάρι κοίταζε κρυφά την σκηνή.

«Άντε παιδιά, αργήσατε. Καθήστε. Δεν πρέπει να δημιουργούμε υποψίες».
«Μας συγχωρείτε..» Απολογήθηκε ο Δάμονας, «αλλά ήρθαμε από άλλο δρόμο».
«Έχουν σφίξει τα πράγματα, καλά θα κάνουμε να μη ξανασυναντηθούμε για κάνα δυό εβδομάδες...Παντελή, τον ασύρματο!»

Μές΄στο δωμάτιο κυριαρχούσε το σκοτάδι. Στα μάτια των νεοφερμένων τα μαύρα σχήματα άρχισαν να παίρνουν μορφή σιγά-σιγά. Υπήρχαν άλλοι πέντε καθισμένοι τριγύρω, τους ήταν γνωστοί όλοι. Ένα λαμπατέρ άναψε δίνοντας το χλωμό φως του. Στον τοίχο, πάνω από τον καναπέ ένα κάδρο εικόνιζε τον Αθανάσιο Λευκαδίτη μέσα σε ένα πλαίσιο από σχοινί που κατέληγε σε έναν σταυρόκομπο. Παραδίπλα, ένα τριφύλλι-Ημερολόγιο, με την χρονολογία 1938 και με τις λέξεις «Ευτυχία-Ειρήνη» γραμμένες στα δύο πάνω φύλλα του. Στον απέναντι τοίχο μια φωτογραφία σε ξύλινο πλαίσιο με μια παρέα Προσκόπων, από κάτω μια τρομπέτα, και δύο τύμπανα με μια σπασμένη μπαγκέτα. Μια πόρτα οδηγούσε στην πίσω αυλή. Ο Παντελής Σημαιοφορίδης άφησε πάνω στο τραπέζι μια συσκευή. Το λαμπατέρ έσβησε. Στο γύρισμα του κουμπιού ακούστηκαν στρυφνές οι παρουσίες των παρασίτων μέσα από υπόκωφους θορύβους και αλλεπάλληλα σκαμπανεβάσματα της εντάσεως. Ο Παντελής ρύθμισε τα κύματα. Τα παράσιτα χάθηκαν, δεν ακουγόταν τίποτα. Ένα κόκκινο λαμπάκι μόνο έδειχνε τη ζωή του ασυρμάτου. Η ώρα ήταν οκτώ. Ξαφνικά μια φωνή διέκοψε τη νεκροφάνεια της συσκευής και την μονοτονία του σκοταδιού. Μαζεύτηκαν τριγύρω γεμάτοι αγωνία.

«Ραδιοφωνικός σταθμός Καϊρου.
Νεώτερο πολεμικό ανακοινωθέν.

Αι συμμαχικαί δυνάμεις, συνέχισαν και σήμερον δεύτερη κατά σειράν ημέρα την νικηφόρον προέλαση των, εναντίον των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, που τελούν υπό την αρχηγίαν του στρατηγού Ρόμελ. Ήδη, σύμφωνα με πληροφορίες του Βρετανικού γραφείου επιχειρήσεων, πραγματοποιείται εκκένωσις των κεκτημένων περιοχών της νοτίου, δυτικής και ανατολικής Τυνησίας από τα γερμανικά στρατεύματα με υποχώρηση στο βόρειο τμήμα της χώρας. Τα Ιταλικά στρατεύματα έχουν την ίδια τύχη. Η Όγδοη Βρετανική στρατιά σε συνδυασμό με τα στρατεύματα του στρατηγού Αϊζενχάουερ, σφυροκοπούν τις οπισθοφυλακές του Ρόμελ. Είναι πλέον σίγουρο ότι η Βόρειος Αφρική αποτελεί χαμένη υπόθεση για τους Ναζί»...

«Τους φάγαμε παιδιά, τους φάγαμε!» Φώναξε πνιχτά κάποιος που αισθάνθηκε ξαφνικά ένα γαργάλημα στο στόμα και στο στομάχι του.
«Πάψε Αρίστο!» Του φώναξε ένας άλλος, που είχε κιόλας στην σκέψη του φέρει τις εικόνες των κατεστραμμένων τανκς, την μυρουδιά της καμμένης σάρκας, τους λεκέδες της χρυσοκίτρινης απεραντοσύνης.

«Έλληνες! Οι ημέρες της ελευθερίας σας πλησιάζουν....ζζζζζζζ....εναντίον των κατακτητών με κάθε δυνατό μέσο. Ο Άξονας έπαψε να είναι αήττητος...ζζζζζζζζζζιιιιι Γέννηση του Θεανθρώπου θα φέρει αγάπη και...ζζζζζζζζζιιιιι»

«Παντελή, τι στο καλό συμβαίνει;»
«Παρεμβολές! Κάνω ότι μπορώ... Να, έφτιαξε»

«Επί γης ειρήνη και ανθρώποις ευδοκία, οι ελπίδες δεν χάθηκαν. Ο ελεύθερος μαχόμενος Ελληνισμός, σας εύχεται η γέννηση του Κυρίου να δώσει..ζζζζζζζζιιι..πάλι όλοι μαζί ελεύθεροι τις χαρές της λύτρωσης.
Χρόνια πολλά και ελεύθερα»
Νεώτερο ανακοινωθέν αύριο στις 11 μ.μ.»

Ο εθνικός ύμνος εξασθενημένος, με μικροπαρεμβολές, ακούστηκε μές΄το μικρό δωμάτιο σαν φωνούλα από το υπερπέραν, μια βραχνή φωνούλα που΄κρυβε το μεγαλείο του ψηλού ιδανικού, μια ρυθμική θέληση ύπαρξης. Σηκώθηκαν όλοι χαιρετώντας το άυλο φάσμα της λευτεριάς που χόρευε και πήδαγε από καρδιά σε καρδιά. Την έβλεπαν με ένα εκτυφλωτικό φως να την τριγυρίζει, να δίνεται σε φωτεινές δέσμες που εναλλάσσονταν, με τόση ρευστότητα, πότε στη μορφή ενός στρατιώτη με τρύπια ματωμένα ρούχα, έτοιμου να φωνάξει από τα βάθη του Άδη «Θέλω να γυρίσω πίσω», πότε στη μορφή μιας παιδούλας που κλαίει δίπλα στην άψυχη κούκλα της και πότε σαν πολεμόχαρο τέρας που σαλαγάει δίστομο σπαθί πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Φορούσε ή όχι αγκάθινο στεφάνι, είχε ή όχι ματωμένα χέρια, κουβαλούσε βαρύ αγκυλωτό σταυρό; Ψάλλοντας σιγανά, την γνώρισαν στο πρόσωπο της μαυροφορεμένης μάνας που παίρνει τον δρόμο του νεκροταφείου, είδαν την κόψη της στις τρύπες που ανοίγουν τα μυδράλια πάνω στους τοίχους των εκτελέσεων, την είδαν να φιλά τα πεσμένα κορμιά δίνοντας υπόσχεση τον γυρισμό της. Οι καρδιές τους χτυπούσαν στον ρυθμό του ύμνου, η λογική χόρευε στους ρυθμούς της σάρκας.

Με το τέλος του εθνικού ύμνου, έπεσε και η συσκευή στην νεκροφάνεια της, έμενε μόνο το κόκκινο λαμπάκι σαν φωτοβολίδα, που σε λίγο έσβησε και αυτή. Κάποιος άναψε ένα πορτατίφ. Χύθηκαν σε κλάσματα δευτερολέπτου οι σκιές, από τα σώματα, στους τοίχους και έμειναν εκεί, κλεισμένες μέσα στις άχρωμες φιγούρες τους.

«Κρύψτε τον ασύρματο παιδιά!...Όχι, όχι εδώ...καλύτερα στο κοτέτσι».

Ο Παντελής πήρε με προσοχή την συσκευή, άνοιξε μια μικρή πόρτα και βγήκε στην αυλή. Ο έφορος άρχισε να ψάχνει μέσα σε μια μικρή καταπακτή κάτω από τον καναπέ, έβγαλε ένα μάτσο χαρτιά.

«Πάρτε όλοι από λίγα, να τα σκορπίσετε παντού».

Άρχισε να δίνει στον καθένα από ένα μάτσο προκηρύξεις. Τις έδωσε όλες.

«Ο Κένταυρος θα πολυγραφήσει και άλλες σύντομα...να προσέχετε».

 Έχωσαν τις προκηρύξεις κάτω από τα σακάκια και τα πουλόβερ.

«Την άλλη φορά» συνέχισε ο έφορος, «το σύνθημα θα είναι ένα κτύπημα, τρία και έξι, θα σας ειδοποιήσω πότε θα ξανασυναντηθούμε...».

Ξαφνικά, από έξω στο δρόμο ακούστηκαν τριξίματα φρένων και ποδοβολητά μποτών. Οι καρδιές τους σφίχτηκαν στην ξαφνική συνειδητοποίηση των ήχων. Μές΄στο δωμάτιο ακούγονταν μονότονοι, ιδρωμένοι, παράξενα ρυθμικοί, οι κτύποι των φλεβών στο κοίλωμα των μελιγγιών τους. Η πανάρχαια μουσική του φόβου και της αγωνίας που βγαίνει σαν από ορχήστρα, από κάθε χιλιοστό της σάρκας. Πρώτος συνήλθε ο Νίκος.

« Οι Γερμανοί! Να βγούμε από πίσω!»

Είπε, και όρμησε στην πόρτα που΄βγαζε στην αυλή και στον πίσω δρόμο. Στην πόρτα ακούστηκαν κιόλας τα χτυπήματα των κοντακιών και οι φωνές των Γερμανών. Τον ακολούθησαν ταραγμένοι και οι άλλοι, οδηγημένοι από τα ένστικτα τους στον δρόμο της σωτηρίας, τους κοκάλωσε όμως η ριπή ενός πυροβόλου και η πονεμένη κραυγή του Παντελή...Το ολόγεμο φεγγάρι είχε βαφτεί κόκκινο, στην προσμονή του Μεσσία.

Το φορτηγό ανέβαινε τον χωματόδρομο ξεφυσώντας και μουγκρίζοντας, σαν βαρυφορτωμένος άνθρωπος. Πίσω, στο βάθος αχνοφέγγιζε η Αθήνα ξαπλωμένη βαριά, κουκουλωμένη τεμπέλικα με τα κλινοσκεπάσματα της. Στα πλάγια του χωματόδρομου, το φως του χειμωνιάτικου ήλιου στραφτάλιζε πάνω στα βρεγμένα φύλλα των δέντρων, και στα νερά που είχαν από βραδύς μαζέψει οι λακκούβες των αναχωμάτων. Στη μέση του δρόμου, μερικά σπουργίτια τσιμπολογούσαν φλύαρα το μάννα που έστειλε ο Θεός. Η εμφάνιση του φορτηγού στη στροφή τα τρόμαξε, χάθηκαν πετώντας χαμηλά μέσ΄τις φυλλωσιές.

Ο Δάμονας κοίταξε τους στρατιώτες που κάθονταν απέναντι του. Πρόσεξε πως απόφευγαν να τον κοιτάξουν στα μάτια, χαμογέλασε αχνά.  Ήταν σχεδόν συνομήλικοι του. Ό άκρα δεξιά μάλιστα, είχε το κεφάλι σκυμμένο από την αρχή του σύντομου ταξιδιού. Ο Δάμονας τον έπιασε δυο-τρεις φορές, να κοιτάει με την άκρη του ματιού του επίμονα, το τριφυλλάκι που φορούσε στο πέτο του σακακιού του. Δίπλα στον Δάμονα καθόταν ο Αρίστος και παραδίπλα ο Γιάννης, δεν μιλούσαν, είχαν όμως τα χέρια σφιχτά δεμένα. Έλεγαν πολλά. Ο Δάμονας έφερε στη σκέψη του εκείνη την νύχτα. Η μανία των Ναζί κόπασε μόνο αφού σκότωσαν εν ψυχρώ τον έφορο, τον Νίκο, τον Παντελή, τον Κώστα και τον Παύλο. Τους τρεις τους, τους οδήγησαν στα υπόγεια της οδού Μέρλιν, για να τους ανακρίνουν. Δεν έβγαλαν τίποτα. Η απόφαση του στρατοδικείου ήταν θάνατος δια τουφεκισμού.

8.30 π.μ. Τόπος: Πεντέλη. Απόσπασμα αποτελούμενο, εξ ενός αξιωματικού και επτά οπλιτών.

Από τα σηκωμένα παραπέτα του φορτηγού, έβλεπε τις πέτρες του δρόμου να μακραίνουν, τα δέντρα να τρέχουν προς τα πίσω. Όχι, δεν λυπόταν για τα δεκαεννιά του χρόνια, ούτε για τα χαμένα του όνειρα, σκεφτόταν μόνο μια μάνα που΄παιρνε τον δρόμο του νεκροταφείου με το κεφάλι ψηλά, με μια ..καμένη καρδιά. Το φορτηγό σταμάτησε δίπλα σε ένα ξέφωτο. Η μηχανή του αργόσβησε ανακουφισμένη. Αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο χέρι του. Γύρισε και κοίταξε τον Γιάννη, κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια, ένιωσε στην φούχτα του τους παλμούς του. Τον κυρίευσε μια αίσθηση ανθρωπιάς, ανάμικτης με αίμα και σάρκες. «Γεια χαρά...Χρυσαετέ...»

Τους κατέβασαν κάτω. Ο Αρίστος γνώρισε στο ξέφωτο την ανάμνηση μιας εκδρομής, εκεί κάτω από τα τρία δέντρα είχαν στήσει την γωνιά τους οι Λέοντες, σε μια εκδρομή της ομάδας. Άρχισαν να προχωρούν στο κέντρο του ξέφωτου. Ο Γερμανός στρατιώτης πλησίασε τον Δάμονα και τον σταμάτησε. Γνώρισε στο πρόσωπο του, τον στρατιώτη που τον κοίταγε επίμονα. Κάτι του είπε συγκινημένος στη γλώσσα του και τον χαιρέτισε προσκοπικά. Οι συνάδελφοι του τον κοίταξαν απορημένοι. Ο Δάμονας τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ο αξιωματικός του τους χώρισε αγριεμένος και τον χαστούκισε. Ο Δάμονας γύρισε κοντά στους άλλους, ο στρατιώτης μάζεψε από κάτω τα γυαλιά του και τα φόρεσε βιαστικά. Αρνήθηκαν να δέσουν τα μάτια τους. Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλο, ενώ απέναντι τους στα είκοσι μέτρα έπαιρναν θέσεις οι επτά στρατιώτες. Στη σκέψη του Δάμονα τριγύριζαν με ταχύτητα οι λέξεις, πατρίδα, ζωή, χρέος, αγάπη, λευτεριά. Μπερδεύτηκε. Κοίταξε δίπλα του. Οι άλλοι κοιτούσαν μπροστά. Κοίταξε και εκείνος.

«Πυρ!!!»

Έξι τουφεκιές δόνησαν τη γαλήνη του δάσους. Ένα αγριοπερίστερο τινάχτηκε ψηλά πεισμωμένο και χάθηκε στον ορίζοντα προς την μεριά της Αθήνας.

1980

(Α΄Βραβείο λογοτεχνικού διαγωνισμού-Έπαθλο Γ. Ζαλοκώστα-1981)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...