MURILLO Esteban, The angels' kitchen, Η κουζίνα των αγγέλων,
1646
|
Από τους
συντηρητικότερους Ισπανούς δασκάλους της ζωγραφικής, ο Μπαρτολομέ Εστεμπάν
Μουρίλο ή Μουρίγιο, (Bartolomé Esteban Murillo, 1617 – 1682) είναι πάντα
ευδιάκριτος. Δεν μπορείς να μην ξεχωρίσεις την αγάπη του για την παιδική ζωή,
κι αμέσως ως άλλο εκκρεμές η τέχνη του μετεωρίζεται μεταξύ της τρυφερότητας
προς τον παιδόκοσμο και της χλιαρής θρησκευτικότητας. Οι αιθεροβατούσες
Μαντόνες του, όμορφες αλλά δίχως χαρακτήρα, ίπτανται αγέρωχες μεταξύ των νεφών
του ελέους. Έστω και σήμερα ίσως, που μπορούμε να αντιληφθούμε πώς υποδέχονταν
το θρησκόληπτο ισπανικό κοινό τις ανευρες Παναγιές. Ήδη στα πρώτα του έργα όπως
η «Παναγία με το Ροζάριο«, ακροβατεί αναποφάσιστος μεταξύ του φλαμανδικού
ρεαλισμού και του ιταλικού μανιερισμού. Μην τον αδικήσουμε, όμως, ήταν ο πρώτος
Ισπανός που απέκτησε πανευρωπαϊκή φήμη και μέχρι το 19ο αιώνα ήταν ο μόνος του
οποίου τα έργα ήταν θαυμάζονταν έξω απ’ τον ισπανόφωνο κόσμο.
MURILLO Esteban, The immaculate conception,1665. Η άμωμος σύλληψη
|
Ξεχώρισε
για τη μαεστρία στην ανάμιξη λεπτών και διάφανης απαλότητας ανταύγεων όπου
έβγαζε καταρράκτη την ευαισθησία του σε θρησκευτικά θέματα ή τις καθημερινές
οικογενειακές σκηνές της γειτονιάς. Γίνεται βέβαια λόγος κατά πόσο τα
εκκλησιαστικά του έργα θα μπορούσαν να φέρουν στην επιφάνεια την ποθούμενη
ευλάβεια, αλλά τούτο είναι μάλλον αδύνατο να κριθεί πλέον, ούτε καν
κατ΄εκτίμηση δεν μπορούμε να μιλάμε αν
όντως ήταν γλυκανάλατος ή ένδοξα αποδεκτός.
The little fruit seller, 1675
|
Πέρα από
κενές νοήματος φλυαρίες, ο Μουρίγιο είναι αυτός που αντιπροσωπεύει καλύτερα τη
νέα γλώσσα της πίστης, υπηρεσία στην οποία έδειξε την ιδιαίτερη ευαισθησία του,
έχοντας κλίση σε ευγενικές και γλυκές αξίες. Με μια εκπληκτική ευκολία
δημιούργησε μια γαλήνια και ειρηνική ζωγραφική, όπως ήταν ο χαρακτήρας του,
στην οποία κυριαρχούν η δημιουργική ισορροπία, η λεπτότητα και η αγνότητα των
μοντέλων του, τα οποία ποτέ δεν άγγιξαν ακραία συναισθήματα.
The two trinities, 1682
|
Εξαίσιος
χρωματιστής και αριστοτέχνης σχεδιαστής διανοείται τους πίνακές του με μια
ανεφέλωτη αίσθηση της ομορφιάς και μια αρμονική μετριοπάθεια, μακριά από το
δυναμισμό του Ρούμπενς και την υπερβολική ιταλική θεατρικότητα. Τυπικός και οριοθετημένος με μια εσωτερική πειθαρχία
στα θέματα των Ευαγγελίων, μας αιφνιδιάζει ευχάριστα όταν μας ξεναγεί στις
σκηνές της καθημερινής ζωής, τα πορτρέτα και τις εικόνες από τους δρόμους. Σε
αυτές, το ενδιαφέρον του ζωγράφου εστιάζεται στα παιδιά και τους νέους, τους
χαρακτήρες, τα παιχνίδια, τις διασκεδάσεις και τις απασχολήσεις τους.
Βέβαια,
έτσι ήταν ολόκληρος ο 17ος αιώνας σχεδόν, πέρα ως πέρα στη γηραιά ήπειρό μας.
Από τον ολλανδικό βορρά μέχρι τον ισπανικό νότο και τη μεσογειακή σικελία ο
περιθωριακός κόσμος απολαμβάνει την τιμητική του στους καμβάδες. Η κουζίνα, η
αλάνα, ο δρόμος, το πορνείο, η δαντελού, η ταβέρνα, ο νερουλάς, οι
κουτσομπόλες, ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος
και από τις κύριες ενασχολήσεις της ευρωπαϊκής ζωγραφικής του 17ου αιώνα, με
κορύφωση τη χρυσή εποχή της ολλανδικής τέχνης.
Στη
Σεβίλλη οι σχετικές σπουδές του 1630 του Μουρίγιο (1617-1682) ήταν από νωρίς
αναγνωρισμένες όπως και τα πρώιμα έργα του Βελάσκεθ, με τα οποία ήταν
εξοικειωμένος ο Μουρίγιο. Αυτό που τον διαφοροποιεί στις σκηνές του με τα
χαμίνια, καθώς αυτές αναπτύσσονταν στις δεκαετίες του 1640 και 1650, είναι η
τάση του να αποτυπώνει όχι αφηγήσεις ή να μεταδίδει ηθικά μυνήματα -αυτά είναι
ενδημικά σ’ όλη τη ζωγραφική του είδους- όσο η συμπάθεια, η συμπόνοια, η
φινέτσα κι η ανθρωπιά του.
Από τον
λιτό κι όμως τρυφερό νατουραλισμό του ξυπόλυτου και ρακένδυτου «χαμινιού που
ξύνει ψείρες» μες στ’ ανοιχτό πουκάμισό του με τις δυνατές αντιθέσεις φωτός και
σκιάς και τις οφειλές του στον Βελάσκεθ και τον Θουρμπαράν (και πιο πίσω, στον
Kαραβάτζιο), ανοίγει ένας δρόμος προς κάτι προσωπικότερο και ιδανικότερο.
Προς ένα
γενικευμένο στιλιζάρισμα των παιδιών κι όταν ακόμη μασουλάνε το ψωμί τους ή
παίζουν ζαβολιάρικα με τις αμάδες και τους κύβους τους. Προφανώς στοχάζονταν τη
δική του oρφάνια από μάνα και πατέρα που τον έφεραν να ανατραφεί από το
Σεβιλιάνο ζωγράφο Juan del Castillo. Ήταν η αφετηρία του και εν τέλει ο
προορισμός του.
Ένα
εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των έργων του είναι η φωτεινή ομίχλη, γεμάτη με
αγγέλους και χερουβείμ, που περιβάλλει τους ήρωες και τους αγίους, τα παιδιά
και τις κοπέλλες του. Τα λίγα πορτρέτα που ζωγράφισε είναι εξαιρετικά ζωντανά.
Το 1660 βοήθησε σημαντικά να ιδρυθεί μια δημόσια ακαδημία της τέχνης στη
Σεβίλλη και μάλιστα εκεί υπηρέτησε ως πρώτος της Πρόεδρος.
MURILLO Esteban, Two Women at a Window, 1670,
|
Το αίσθημα
είναι στοχαστικό κι όχι καταγγελτικό αλλά με μελαγχολία και αμφισημία.
Αινιγματική, ωραία κι ακόμα περισσότερο γοητευτική είναι η εικόνα δύο γυναικών
στο παράθυρο. Η μια είναι νέα, ένα σχεδόν κορίτσι με γυμνωμένους ώμους που
χαμογελά σκυμμένη από το περβάζι με τρόπο προκλητικό. Πλάι της μια μεγαλύτερη
γυναίκα, σχεδόν γριά, γελά, κρύβοντας το γέλιο της με τη μαντήλα, για κάτι που
ο θεατής δεν βλέπει και αναρωτιέται τι να είναι. Είναι ένα έξοχα καμωμένο έργο.
Με τη ζωγραφική του ποιότητα και τη συνθετική του απλότητα, καθώς και με το
θέμα του, μας στέλνει έναν αιώνα μπροστά στις σκοτεινές αμφισημίες του Γκόγια
κι ακόμη πιο πέρα, στους πιστούς Γάλλους μαθητές του Γκόγια, το Μανέ και το
Ντεγκά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου