Μουσείο
Μπενάκη. Ένθρονη Παναγία βρεφοκρατούσα
|
Βαρβάρα Ν.
Παπαδοπούλου - Αγλαΐα Λ. Τσιάρα
Mε τον καταστροφικό
κρητικό πόλεμο του 1645-1669 πολλοί Κρήτες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν και να
καταφύγουν ως πρόσφυγες στα Επτάνησα. Ανάμεσα τους πολλοί ήταν οι ζωγράφοι που
εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Ζάκυνθο και αργότερα στην Κέρκυρα, ενώ αρκετοί
κατέφυγαν για να εργαστούν μόνιμα ή προσωρινά σε άλλες περιοχές. Ένας από τους
ζωγράφους αυτούς ήταν και ο Γεώργιος Νομικός, το έργο του οποίου αποτελεί το
αντικείμενο αυτής της μελέτης.
Ο Γεώργιος
Νομικός 1, όπως συνάγεται από τις πηγές, καταγόταν από την Κρήτη, έζησε όμως και
εργάστηκε στο τελευταίο τέταρτο του Που και στις αρχές του 18ου αιώνα στα
Επτάνησα και την Ήπειρο. Το όνομα του μαρτυρείται για πρώτη φορά στη Ζάκυνθο το
1672, όπου εργαζόταν ως αγιογράφος2. Λίγα χρόνια αργότερα θα πρέπει να
εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά, αφού το 1687 αναφέρεται ως «αδελφός» του ναού του
Αγίου Νικολάου των Ξένων3 . Ωστόσο, το όνομα του αναγραφόταν ήδη το 1676 σε
επιγραφή που υπήρχε στην εικόνα της Γέννησης, στο ναό της Φανερωμένης στην
Κεφαλονιά. Στην ίδια επιγραφή υπήρχε μια ιδιαίτερα σημαντική πληροφορία για το
ζωγράφο. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι ήταν εβραίος και ότι έγινε χριστιανός:
«ήμουνα οβρέος και γίνηκα χριστιανός»4.
Επόμενος
σταθμός του Νομικού ήταν η Άρτα όπου, σύμφωνα με τις υπογραφές και τις
χρονολογίες που φέρουν δύο εικόνες και ένα βημόθυρο, προκύπτει ότι εργάστηκε
εκεί το 1699, 5. Από την Άρτα ο Νομικός μετέβη το 1705 στα Ιωάννινα. Στο χωριό
Λυγκιάδες αγιογράφησε το καθολικό του κατεστραμμένου Αγίου Γεωργίου 6. Η επιγραφή
που υπήρχε στο ναό ανέφερε ότι ο ζωγράφος καταγόταν από την Κρήτη 7. Το ίδιο
έτος ζωγράφισε επίσης μια δεσποτική εικόνα του Χριστού για τη μονή Βύλιζας στο
χωριό Ματσούκι Ιωαννίνων8. Από την εποχή αυτή και μετά δεν υπάρχουν πληροφορίες
για το ζωγράφο. Ωστόσο, ο Λ. Ζώης αναφέρει ως χρονολογία θανάτου του Γ. Νομικού
το έτος 1712, πληροφορία που δυστυχώς δεν είμαστε σε θέση να διασταυρώσουμε 9.
Με βάση
τις πληροφορίες αυτές θα επιχειρηθεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή, ώστε να
γίνει περισσότερο κατανοητό το πλαίσιο, μέσα στο οποίο εντάσσεται το ζωγραφικό
έργο του Νομικού. Η Ζάκυνθος 10 και η Κεφαλονιά, όπου εντοπίζεται αρχικά η
καλλιτεχνική δραστηριότητα του Νομικού, βρίσκονταν ήδη υπό ενετική κυριαρχία το
17ο αιώνα και ακολουθούσαν τη μοίρα των κτήσεων της Βενετίας. Μετά την κατάληψη
του Χάνδακα από τους Τούρκους το 1669 και τη μαζική μετανάστευση κρητικού πληθυσμού,
η Ζάκυνθος αρχικά και κατόπιν τα υπόλοιπα Επτάνησα αποτέλεσαν τόπο υποδοχής
αρκετών προσφύγων 11. Ανάμεσα τους καλλιτέχνες, αγιογράφοι, ξυλόγλυπτες και
δάσκαλοι συνέβαλαν δυναμικά στη μετάδοση και διατήρηση της κρητικής τέχνης και
του πνεύματος στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά, αφομοιώνοντας δημιουργικά την
ντόπια παράδοση. Οι πολιτικές συνθήκες ευνόησαν την άνθηση της εκκλησιαστικής
τέχνης 12. Η «ατελώς ανεπτυγμένη» φεουδαρχία, παρά την οξύτητα ανάμεσα στις
κοινωνικές τάξεις13 και το καλό επίπεδο του διαμετακομιστικού εμπορίου, έδιναν
ώθηση στα πολιτιστικά δρώμενα. Οι συχνότατοι σεισμοί 14 και οι επιδημίες, παρά
την αρνητική διάσταση τους, στάθηκαν αφορμή για ριζικές ανακαινίσεις στους ναούς
των δύο νησιών 15, καθώς και για αύξηση της ζήτησης νέων καλλιτεχνών και ανανέωση
της τέχνης. Πολλοί ναοί ανοικοδομήθηκαν και διακοσμήθηκαν με τοιχογραφίες,
φορητές εικόνες και ξυλόγλυπτα τέμπλα 16.
Ανάμεσα
στους καλλιτέχνες που εργάστηκαν στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά ήταν και ο
Εμμανουήλ Τζάνες, ο Ηλίας Μόσκος, ο Θεόδωρος Πουλάκης, ο Φιλόθεος Σκούφος, οι
οποίοι με τα έργα τους και τη δημιουργία εργαστηρίων καθιέρωσαν την
εικονογραφία και την τεχνοτροπία της όψιμης κρητικής τέχνης 17. Μέσα σε αυτό το
κλίμα λοιπόν εργάζεται το 1672 ο Γ. Νομικός στη Ζάκυνθο, σύμφωνα πάντα με τη
μοναδική μαρτυρία του Ζώη, αλλά για την περίοδο αυτή της ζωής του εικασίες μόνο
μπορούν να γίνουν. Με δεδομένη την κρητική καταγωγή του υπάρχει το ενδεχόμενο
να ήρθε στη Ζάκυνθο μετά το 1669, κατά τη διάρκεια του μεγάλου προσφυγικού
ρεύματος. Δεν αποκλείεται όμως να ζούσε εκεί νωρίτερα, αφού η παρουσία των
εβραίων στη Ζάκυνθο μαρτυρείται αρκετά δυναμική ήδη πριν από το 166918 και
μνημονεύεται πάντα στις εκάστοτε απογραφές 19. Οι περισσότεροι εβραίοι στη
Ζάκυνθο ήταν κρητικής καταγωγής, γεγονός που πιστοποιείται και από τη δημιουργία
στην πόλη συναγωγής που ονομαζόταν «κρητικό συναγώι». Η οικονομική τους
κατάσταση ήταν αρκετά καλή, γι' αυτό και κατόρθωσαν, παρά την αντιπάθεια που
αντιμετώπιζαν, να επηρεάσουν βαθιά τις δομές της κοινωνίας του νησιού20. Ο
Νομικός επομένως θα πρέπει να ζούσε αρχικά στο νησί ως μέλος της εβραϊκής
κοινότητας, στην οποία πιθανώς ανήκε έως το 1676, χρονολογία που αναγραφόταν
στην εικόνα της Κεφαλονιάς και αναφέρει τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό. Δεν
αποκλείεται όμως να είχε γίνει νωρίτερα χριστιανός, αφού είναι γνωστό ότι ήδη
το 1672 εργαζόταν ως αγιογράφος, πράγμα που θα ήταν ανέφικτο ενόσω ήταν
εβραίος.
Ένα άλλο
επίσης στοιχείο που συνηγορεί στην παραπάνω υπόθεση είναι επίσης το επώνυμο
του. Ο ζωγράφος δεν ήταν δυνατόν ως εβραίος να έφερε το επώνυμο Νομικός, αφού
οι εβραίοι και ιδιαίτερα οι ρωμανιώτες δεν είχαν επώνυμα21. Το επώνυμο θα
πρέπει να του δόθηκε αφού έγινε χριστιανός. Σύμφωνα μάλιστα με τη συνήθεια της
εποχής το επώνυμο αυτό θα πρέπει να ανήκε στον
ανάδοχο ή ήταν δηλωτικό του επαγγέλματος του αναδόχου. Η αλλαγή της πίστης του
ζωγράφου αποτελεί ένα ιδιαίτερα προβληματικό σημείο για τη μελέτη του βίου του,
αφού δεν συμβαδίζει με την πορεία της τέχνης του. Είναι άγνωστο πότε ο ζωγράφος
έγινε χριστιανός, όπως άλλωστε άγνωστοι παραμένουν και οι λόγοι που τον οδήγησαν
σε αυτή τη μεταστροφή. Άγνωστο επίσης είναι αν ο Νομικός είχε διδαχθεί την
τέχνη της ζωγραφικής, ενόσω ήταν εβραίος. Πάντως το 1680, όταν ζωγραφίζει την
εικόνα που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη22, ήταν ένας καλός ζωγράφος, που ήξερε
να χρησιμοποιεί με ιδιαίτερη επιδεξιότητα το χρωστήρα του και να αντιγράφει έργα
παλαιότερων σημαντικών κρητικών ζωγράφων. Το 1687 ο Νομικός είναι μέλος του
αδελφάτου του Αγίου Νικολάου των Ξένων στο Αργοστόλι 23. Αναλαμβάνει μάλιστα
την υποχρέωση να κάνει δύο εικόνες για το τέμπλο του ναού και ένα αρτοφόριο. Μετά
την Κεφαλονιά τα ίχνη του ζωγράφου εντοπίζονται στην Ήπειρο, όπου φαίνεται ότι
εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα, αρχικά στην Άρτα και λίγο αργότερα στα
Ιωάννινα.
Η επιλογή
της Άρτας 24 δεν ήταν τυχαία, αφού η τελευταία αποτελούσε την εποχή εκείνη μια
αξιόλογη πόλη, δεύτερη σε σημασία μετά τα Ιωάννινα. Η προνομιούχος γεωγραφική
της θέση της επέτρεπε να έχει πλούσια γεωργική παραγωγή, την οποία και εξήγε 25.
Παράλληλα, η εγγύτητα της με τη θάλασσα, αλλά και τα ορεινά, έδινε στην πόλη
μεγάλες δυνατότητες εμπορικών συναλλαγών, στα πλαίσια του ελλαδικού και του
ευρωπαϊκού χώρου, καθιστώντας την υπολογίσιμο εμπορικό κέντρο 26. Η εγκατάσταση
στην πόλη γαλλικού προξενείου το 1702 επιβεβαιώνει αυτό το γεγονός 27. Ωστόσο,
την εποχή αυτή η πόλη και η γύρω περιοχή δέχθηκαν τις αρνητικές συνέπειες
κάποιων ιστορικών συγκυριών, που σχετίζονται με τον ενετοτουρκικό πόλεμο
του
1684-1699. Το 1696 λεηλατείται από το στρατό του Λυμπεράκη Γερακάρη, συμμάχου
τότε των Βενετών28.
Εκκλησιαστικά
η Άρτα υπαγόταν στη μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτης, για τη δράση της οποίας
ελάχιστες μαρτυρίες υπάρχουν 29. Παρά τις ελλιπείς γνώσεις μας, μπορούμε
(οστόσο να υποθέσουμε ότι η Εκκλησία της Άρτας αποτέλεσε ενδεχομένως έναν καλό
παραγγελιοδότη εικόνων, αφού πάντοτε η Εκκλησία έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην
παραγωγή και τη διακίνηση σημαντικών έργων 30. Στην επιλογή του Νομικού να
εργαστεί στην Άρτα θα πρέπει να συνετέλεσε και η υπάρχουσα πνευματική και πολιτιστική
δραστηριότητα, όπως αυτή συνάγεται από τις πηγές. Η παρουσία μιας σημαντικής
σχολής, της Ελληνικής Σχολής, γνωστής και ως Σχολή Μανωλάκη, η οποία συστήθηκε
το 1666 από τον καστοριανό έμπορο Μανωλάκη, προσήλκυσε το ενδιαφέρον λογίων,
όπως ο Γεράσιμος Παλλάδας, και έδωσε σημαντική πνευματική ώθηση 31 στον τόπο. Στην
πόλη και τη γύρω περιοχή παρατηρείται επίσης σημαντική οικοδομική και
καλλιτεχνική δραστηριότητα, αφού αρκετοί ναοί ανεγείρονται ή αγιογραφούνται 32.
Από τους ζωγράφους πάντως που εργάστηκαν στην περιοχή αυτή την εποχή ελάχιστοι
είναι γνωστοί, όπως ο ιερέας Νικόλαος που αγιογράφησε την περίφημη μονή του
Σέλτσου 33 και ο οποίος ακολουθεί τη συντηρητική τάση. Ωστόσο, οι κάτοικοι της
Άρτας φαίνεται ότι ήταν εξοικειωμένοι με την καλλιτεχνική κίνηση τών Επτανήσων,
γεγονός που επιβεβαιώνεται από τις τοιχογραφίες του Αγίου Βασιλείου στην πόλη 34
αλλά και από τις κρητικές εικόνες που έχουν εντοπιστεί στην πόλη και είναι έργα
σημαντικών κρητικών ζωγράφων, όπως ο Γεώργιος Κλότζας 35 και ο Εμμανουήλ Τζάνες
36.
Η εικόνα
του τελευταίου με τον ένθρονο Χριστό πρέπει να προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους
Αρτινούς, οι οποίοι είναι γνωστό ότι τουλάχιστον δύο φορές παράγγειλαν εικόνες
με το ίδιο εικονογραφικό θέμα και την ίδια τεχνοτροπία 37. Δεν γνωρίζουμε πόσο
διάστημα παρέμεινε στην Άρτα ο Νομικός. Από τις τέσσερις σωζόμενες εικόνες του,
οι τρεις φέρουν τη χρονολογία 1699. Δεν αποκλείεται βέβαια ο ζωγράφος να μην
ήρθε ποτέ στην Άρτα, αλλά να έστειλε από την Κεφαλονιά τις εικόνες που του
παρήγγειλαν οι Αρτινοί. Το γεγονός όμως ότι αμέσως μετά αγιογράφησε το καθολικό
της μονής του Αγίου Γεωργίου στους Λυγκιάδες μας οδηγεί στην εικασία ότι ο
ζωγράφος θα πρέπει να εργάστηκε στην Άρτα, όπου το έργο του έγινε γνωστό και ο
ίδιος απέκτησε κάποια φήμη.
Το 1704/5
ο ζωγράφος αγιογραφεί το καθολικό του Αγίου Γεωργίου στο χωριό Λυγκιάδες που
βρίσκεται απέναντι από την πόλη των Ιωαννίνων. Τα Ιωάννινα
γνωρίζουν
την εποχή αυτή μεγάλη άνθηση, αφού αποτελούν το μεγάλο εμπορικό, οικονομικό και
πνευματικό κέντρο της Ηπείρου 38. Έχοντας ήδη ξεπεράσει τις τραγικές επιπτώσεις
της εξέγερσης του Διονυσίου (1611) 39 και ουσιαστικά αμέτοχη στα επαναστατικά
κινήματα εναντίον των Τούρκων 40, η πόλη επεκτείνεται και αναδιοργανώνεται
ριζικά, τόσο σε επίπεδο σχέσεων εξουσίας, όσο και σε επίπεδο κοινωνικής
διαστρωμάτωσης, ενώ παράλληλα αναπτύσσει έντονη εμπορική και βιοτεχνική
δραστηριότητα 41. Από τα μέσα του 17ου αιώνα λειτουργούν εδώ και στις γύρω
περιοχές σχολές, όπου δίδαξαν σπουδαίοι λόγιοι 42, ενώ παράλληλα παρατηρείται
ένας οικοδομικός πυρετός στην κοσμική και την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική 43.
Στο χώρο της μνημειακής ζωγραφικής το 17ο αιώνα και στις αρχές του 18ου
επικρατεί η καλλιτεχνική παράδοση των ομάδων μετακινούμενων ζωγράφων, καμιά
όμως από αυτές δεν προέρχεται από την περιοχή των Ιωαννίνων 44.
Το
μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στους Λυγκιάδες 45 ιδρύθηκε το 1681 από το λόγιο
Βησσαρίωνα Μακρή 46, μια σημαντική προσωπικότητα, ο οποίος την ίδια εποχή διηύθυνε
παράλληλα και τη σχολή Μάνου Γκιούμα στα Ιωάννινα. Η μονή ξανακτίστηκε από τον
Παΐσιο τον Μικρό 47 το 1704-1705. Δυστυχώς η μονή δεν σώζεται σήμερα, αφού καταστράφηκε
το 1899 για να κτιστεί ο
ενοριακός
ομώνυμος ναός. Έτσι σήμερα ελάχιστα στοιχεία γνωρίζουμε γι' αυτή. Η χαμένη
σήμερα επιγραφή του καθολικού, από την οποία αντλούμε σημαντικές πληροφορίες
για το ζωγράφο, διασώθηκε μεταγραμμένη 48. Από αυτή πληροφορούμεθα ότι η καλλιτεχνική
δραστηριότητα του Νομικού δεν περιοριζόταν μόνο στην αγιογραφία φορητών
εικόνων, αλλά επεκτεινόταν και στην τοιχογραφία. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Παΐσιος
προσκάλεσε τον Νομικό να αγιογραφήσει το νέο καθολικό, έχοντας υπόψη του τη φήμη
του ζωγράφου, αποκλείοντας έτσι τις διάφορες ομάδες ζωγράφων, που την εποχή
αυτή εργάζονταν στην περιοχή γύρω από τα Ιωάννινα. Το 1705 ο Νομικός υπογράφει
τη δεσποτική εικόνα του Χριστού στο τέμπλο του καθολικού της μονής Βύλιζας Ματσουκιού
49, στην περιοχή των Τζουμέρκων. Στον ίδιο
αποδίδεται
και η δεσποτική εικόνα της ένθρονης Βρεφοκρατούσας 50. Μετά τη Βύλιζα τα ίχνη
του Νομικού χάνονται. Η τελευταία, ανεπιβεβαίωτη, πληροφορία για το ζωγράφο
είναι, όπως ήδη αναφέραμε, του Ζώη, ότι πιθανώς πέθανε το 1712.
Τα έργα
του Γεωργίου Νομικού
Τα
σωζόμενα έργα του Νομικού είναι τα εξής: Η εικόνα της ένθρονης Βρεφοκρατούσας,
του 1680, που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη, το βημόθυρο στο τέμπλο του Αγίου
Μερκουρίου στην Άρτα, οι εικόνες του αγίου Ιωάννη Προδρόμου στη μονή Κάτω
Παναγιάς και της Πεντηκοστής στη μονή Φανερωμένης, επίσης στην Άρτα, και του
ένθρονου Παντοκράτορα 51 στη Βλαχέρνα της Άρτας. Τα τρία τουλάχιστον από τα
τέσσερα έργα του Νομικού που βρίσκονται στην Άρτα χρονολογούνται στο 1699.
Επίσης, έργα του είναι οι δεσποτικές εικόνες του Χριστού και της Παναγίας στη
μονή της Βύλιζας στο Ματσούκι του νομού Ιωαννίνων (1705). Στα απολεσθέντα έργα
του συγκαταλέγονται η εικόνα της Γέννησης στο ναό Φανερωμένης στην Κεφαλονιά, του
1676. 52 , η εικόνα 53 με το ίδιο θέμα από το ναό της Πα
ναγίας
«της Δάφνης» στην Άρτα 54, του 1699, και οι τοι
χογραφίες
του καθολικού του Αγίου Γεωργίου Λυγκιάδων, του 1704-1705. Από το σωζόμενο έργο
του ζωγράφου και από τις λιγοστές μαρτυρίες προκύπτουν ορισμένα συμπεράσματα. Ο
Νομικός πιθανώς μαθήτευσε στην Κρήτη ή στα Επτάνησα κοντά σε αγιογράφους που
κατείχαν την τέχνη της κρητικής σχολής. Αλλά και ως αυτόνομος αγιογράφος ο
Νομικός ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές και είχε την ευκαιρία να δει έργα μεγάλων
καλλιτεχνών και να εμπνευστεί από αυτά 55. Ιδιαίτερα επισημαίνεται η σχέση του
με το έργο του Εμμανουήλ Τζάνε, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω. Γνώστης,
επομένως, διαφόρων προτύπων αποκτά ένα πολύ καλό επίπεδο και την ικανότητα να
φιλοτεχνεί τοιχογραφίες και φορητές εικόνες. Συνεπής στην τάση
της εποχής
του, που ευνοεί τη συνύπαρξη συντηρητικών και ανανεωτικών τάσεων 56, υιοθετεί
μια διάθεση εκλεκτισμού, την οποία βλέπουμε σε όλα του τα έργα. Όπως και πολλοί
σύγχρονοι του ζωγράφοι έχει την ευχέρεια να ζωγραφίζει με την παραδοσιακή
τεχνοτροπία και να προσθέτει εμβόλιμα δυτικά στοιχεία, χωρίς να απομακρύνεται
από τις αρχές της κρητικής τέχνης.
Εντυπωσιακή
είναι η χρωματική ποικιλία των παραστάσεων, που δηλώνεται περισσότερο στην
απόδοση των φτερών του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και στην παράσταση της
Πεντηκοστής. Στοιχεία μετριότερης καλλιτεχνικής ποιότητας δεν λείπουν από το
έργο του, όπως είναι λόγου χάρη η ασάφεια του σχεδίου σε μερικά σημεία
(περιγράμματα μορφής Προδρόμου), η τυποποίηση και η ξηρότητα με την οποία
αποδίδει ορισμένα χαρακτηριστικά για το λόγο αυτό είναι δύσκολο να μιλήσουμε
για ομοιομορφία ή σταθερότητα στο σύνολο του έργου του. Παρά την ανομοιομορφία
αυτή ο Νομικός θεωρείται καλός ζωγράφος και η αξία του καταφαίνεται ακόμη
περισσότερο από το γεγονός ότι
ήταν εβραίος
που έγινε χριστιανός και επομένως σπούδασε τη ζωγραφική τέχνη όψιμα. Από τις
εικόνες του φαίνεται ότι ο Νομικός θαύμαζε το
έργο του
Τζάνε 57 και ακολούθησε τα πρότυπα του. Η σταθερότητα του ύφους, η καινοτόμος
διάθεση και η μεγάλη δημοτικότητα που χαρακτήριζε το έργο του
Τζάνε,
φαίνεται ότι λειτούργησε ελκυστικά για τον Νομικό, ο οποίος φρόντιζε να αντλεί
από το μεγάλο ζωγράφο τα στοιχεία εκείνα που περισσότερο του ταίριαζαν, είτε
αυτά είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τέχνης του (στέρεα δομημένο και
ακριβές σχέδιο, πλάσιμο μορφών με πολλά φώτα και πλαστικότητα) είτε είναι οι
επιλογές που έκανε από την πλούσια εικονογραφική παράδοση (βυζαντινά πρότυπα
Μου και 15ου αιώνα και ιταλικά της πρώιμης ιταλικής Αναγέννησης).
Τέλος, ο
Νομικός, εκτός από την ενσωμάτωση αυτών των δανείων διακρίθηκε και για την
ικανότητα να δημιουργεί νέα εικονογραφικά στοιχεία, όπως στην παράσταση της
Πεντηκοστής.
Παραπομπές
1.
Φ.ΤΙιομπίνος,'Έλληνες αγιογράφοι μέχρι τό 1821, Αθήνα 1984,
σ. 293. Μ.
Χατζηδάκης - Ευγ. Δρακοπούλου, Έλληνες ζωγράφοι
μετά την
Άλωση (1450-1830), 2, Αθήνα 1997, σ. 244 (στο εξής: Χα
τζηδάκης -
Δρακοπούλου).
2. Λ.
Ζώϊ\ς, Λεξικόν ιστορικόν και λαογραφικόν Ζακύνθου, Α, μέ
ρος β',
Αθήναι 1963, σ. 479-480 (στο εξής: Λεξικόν). Ο Ζώης δίνει
πληροφορίες
για τον Νομικό, χωρίς όμως να τις σχολιάζει ή να πα
ραθέτει τις
πηγές, από όπου άντλησε τις πληροφορίες αυτές.
3. Η
πληροφορία προέρχεται από τον κώδικα του ναού του Αγίου
Νικολάου
των Ξένων στο Αργοστόλι (έτη 1642-1773, φ. 31). Συ
γκεκριμένα,
για την εγγραφή του Νομικού αναφέρεται από το γα-
στάλδο Τζε
Λογοθέτη ότι στις 9 Μαΐου 1687 «ό Γιώργος Νομικός,
ζωγράφος
εγγράφεται αδελφός του ναοϋ καί υπόσχεται γιά τό
αδελφάτο..
.νά κάμει δύο έορτάδες τοϋ τέμπλου καί νά 'χει δώσει
τό άρτοφόρι
μέ χρυσάφι περό της εκκλησίας», βλ. Γ. Μοσχόπου-
λος,
Ανέκδοτα στοιχεία για την εκκλησιαστική τέχνη στην Κεφα
λονιά
(17ος-19ος αι.) (Αγιογράφοι-ξυλογλύπτες-αργυρογλύπτες),
Κεφαλληνιακά
Χρονικά 2 (1977), σ. 222 κ.ε. Ο Μοσχόπουλος ανα
φέρει επίσης
ότι το τέμπλο του ναού του Αγίου Νικολάου
καταστράφηκε
κατά τους σεισμούς του 1953 και τα έργα του Νομικού
δεν
σώθηκαν.
4.
Χατζηδάκης - Δρακοπούλου, ό.π. Η πληροφορία προέρχεται
από το
αρχείο του Γ. Σωτηρίου. Ωστόσο, σχετική έρευνα στο Βυ
ζαντινό
Μουσείο, όπου φυλάσσεται το αρχείο του Σωτηρίου, απέ
βη άκαρπη.
Το ίδιο άκαρπες απέβησαν και οι προσπάθειες μας να
εντοπίσουμε
την εικόνα της Γέννησης. Δεν αποκλείεται η εικόνα
να χάθηκε
στο μεγάλο σεισμό του 1953 που έπληξε την Κεφαλονιά.
5. Βλ. τον
κατάλογο των εικόνων που ακολουθεί.
6. Δ.
Καμαρούλιας, Η μονή Αγίου Γεωργίου Λυγκιάδων, Τα μονα
στήρια της
Ηπείρου, Αθήνα 1996, Α, σ. 394-397 (στο εξής: Μονα
στήρια),
όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.
7. Βλ.
υποσημ.48.
8. Δ.
Καλούσιος, Η Βύλιζα, Ματσούκι Ιωαννίνων 1992, όπου και η
σχετική
βιβλιογραφία. Δ. Καμαρούλιας, Η μονή Βύλιζας, Μονα
στήρια, σ.
439 κ.ε.
9. Ζώης,
Λεξικόν, σ. 479. Ο Ζώης κάνει επίσης λόγο για την οικο
γενειακή
κατάσταση του Νομικού.
10. Η
Ζάκυνθος αποτελούσε ενετική κτήση από το 1485, βλ. Ντ.
Κονόμος,
Ζάκυνθος, πεντακόσια χρόνια (1478-1978), Γ': Πολιτική
ιστορία,
τχ.Α (1478-1800), Αθήνα 1981, σ. 27 κ.ε.
11. Για τις
συνέπειες του ενετοτουρκικού πολέμου βλ. Κονόμος,
ό.π.,σ.129,137,149κ.ε.
12. Ντ.
Κονόμος, Κρήτη καί Ζάκυνθος, Αθήνα 1968, σ. 18,19. Πα την
τέχνη στην
Κεφαλονιά ενδεικτικά βλ. Γ. Μοσχόπουλος, ό.π. (υποσημ.
3), σ. 215
κ.ε. Ο ίδιος, Συμπληρωματικά για την εκκλησιαστική τέχνη
στην
Κεφαλονιά (17ος-19ος αι.) (Καλλιτέχνες και εργαστήρια ζω
γραφικής),
Κεφαλληνιακά Χρονικά 4 (1982), σ. 266-318. Ο ίδιος, Οι
κρήτες
ξυλόγλυπτες Ιωάννης και Άντζολος Μοσκέτης στην Κεφαλ
λονιά (ΙΖ'
αι.), Ο Ερανιστής 12 (1975), σ. 241-261. Επίσης, ο ίδιος,
Στον χώρο
των Επτανησίων καλλιτεχνών. Εργασιακές σχέσεις και
αμοιβές
(17ος-19ος αι.). Διαπιστώσεις και συμπεράσματα, Δωδώνη
ΚΣΤ'
(1997), σ. 123-136, όπου και η πιο πρόσφατη βιβλιογραφία.
13. Για το
«Ρεμπελιό των Ποπολάρων», που συνέβη ανάμεσα στα
έτη 1628
και 1631, βλ. Κονόμος, ό.π. (υποσημ. 10), σ. 100 κ.ε.
14. Από
τους μεγαλύτερους σεισμούς του Που αιώνα που συντά
ραξαν τα
Επτάνησα ήταν του 1676, βλ. ΙΕΕ, ΙΑ', Αθήνα 1975, σ.
214.
Επίσης, Μοσχόπουλος, Στον χώρο των Επτανησίων καλλιτε
χνών, ό.π.
(υποσημ. 12), σ. 129 και υποσημ. 9, όπου και η παλαιότε
ρη
βιβλιογραφία.
15.
Μοσχόπουλος, ό.π. (υποσημ. 3), σ. 217 κ.ε. Ο Μοσχόπουλος
αναφέρεται
σε πραγματικό «καλλιτεχνικό οργασμό» μετά από
κάθε
σεισμό, καθώς και στην οικονομική ευημερία των μοναστη
ριών.
Επίσης, γενικά στοιχεία για την καλλιτεχνική κίνηση στη
Ζάκυνθο
κατά το 17ο αιώνα, βλ. Ζ. Μυλωνά, Μουσείο Ζακύνθου,
Αθήνα 1998,
σ. 34-37.
16. Εκτός
από τους ναούς πολλά ήταν και τα δημόσια κτίρια που
κτίστηκαν
αυτή την εποχή, όπως νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, σι
ταποθήκες
κ.ά., βλ. Μυλωνά, ό.π., σ. 25-27.
17. Π.
Βοκοτόπουλος, Εικόνες της Κερκύρας, Αθήνα 1990, σ. 103 κ.ε.
18. Για
τους εβραίους της Ζακύνθου, βλ. Λ. Ζώης, Ιστορία της Ζα
κύνθου,
Αθήναι 1955, σ. 371-372. Ο Ζώης αναφέρει ότι οι εβραίοι
ασχολούνταν
με το εμπόριο και την ιατρική, και συχνά αντιμετώ
πιζαν την
περιφρόνηση των χριστιανών, οι οποίοι, για το λόγο αυ
τό,
προκαλούσαν και εξεγέρσεις εναντίον τους.
19. Στην
απογραφή του 1651 η εβραϊκή κοινότητα αριθμούσε 385
μέλη, σε
σύνολο πληθυσμού στο νησί 18.072 κατοίκων. Στην απο
γραφή του
1667, που έγινε από τον επίσκοπο Ιεραπόλεως G. Sebastiani,
αναφέρονται
800 «πλούσιοι εβραίοι, κάτοικοι Αιγιαλοί)» βλ.
Κονόμος,
ό.π. (υποσημ. 10), σ. 136.
20.
Κονόμος, ό.π., σ. 57. Ο ίδιος, Κρήτη καί Ζάκυνθος (υποσημ.
12), σ. 18,
σημ. 41.
21. Οι
πληροφορίες προέρχονται από την επιμελήτρια του Εβραϊ
κού Μουσείου
στην Αθήνα, κ. Ζαννέτ Μπαττινού, την οποία και
ευχαριστούμε
ιδιαίτερα για τις γόνιμες συζητήσεις που είχαμε μαζί
της. Οι
παραπάνω όμως πληροφορίες έρχονται σε αντίθεση με όσα
αναφέρει ο
Ζώης για την οικογένεια των Νομικών. Συγκεκριμένα,
ο Ζώης
αναφέρει ότι η οικογένεια προερχόταν από τη Μεθώνη και
ήταν
εγγεγραμμένη στη «Χρυσόβιβλο» της Ζακύνθου το 1504. Πα
ραθέτει
επίσης κατάλογο των Νομικών που ζούσαν στη Ζάκυνθο
στα τέλη
του 17ου αιώνα, βλ. Ζώχ\ς,Λεξικόν, σ. 479-480.
22.
Ευχαριστούμε την κ. Αναστασία Δρανδάκη για τη φωτογρα
φία της
εικόνας του Μουσείου Μπενάκη και τη συνεργασία που
είχαμε μαζί
της. Για την εικόνα βλ. παρακάτω.
23.Βλ.υποσημ.
3.
24. Για τη
βυζαντινή Άρτα βλ. Βαρ. Ν. Παπαδοπούλου, Νέα αρ
χαιολογικά
στοιχεία για τη βυζαντινή πόλη της Άρτας, Πρακτικά
Διεθνούς
Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου, Άρτα 1992,
σ. 375-400,
όπου και εκτενής βιβλιογραφία.
25. Βλ.
Ήπειρος. ΗΉπειροςκατά τους νεώτερους χρόνους (Λ. Βρα-
νούσης - Β.
Σφυρόερας), Αθήνα 1997, σ. 264 κ.ε. (στο εξής: Ήπει
ρος).^ 1702
η Άρτα, σύμφωνα με αναφορά του γάλλου προξένου
Ρ. Garnier,
ήταν σχεδόν «τόσο μεγάλη όσο και η Μασσαλία». EivaL
γνωστό ότι
το 1675 η πόλη είχε πληθυσμό 8.000 κατοίκων, οι οποίοι
αυξήθηκαν
στις αρχές του 18ου αιώνα σε 11.000, ό.π., σ. 257,258.
26. Η Άρτα είχε
δύο λιμάνια στον Αμβρακικό, τη Σαλαώρα και την Κόπραινα, γνωστά ήδη από τη
βυζαντινή εποχή, βλ. Βαρ. Ν. Παπαδοπούλου,
Η βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της (μεταπτυχια
κή
διπλωματική εργασία), Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 1998, σ. 11 και
υποσημ. 35
και 36. Γενικότερα για την εμπορική κίνηση της Άρτας
βλ. Κ.
Βακαλόπουλος, Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού. Ήπειρος,
Θεσσαλονίκη
1992, σ. 360. Γ. Σιορόκας, Το γαλλικό προξενείο της
Άρτας
(1702-1789), Ιωάννινα 1981, σ. 41. Ε. Παννακοπούλου, Γαλ-
λοελληνική
εκμετάλλευση οασών στη δυτική Ελλάδα (1710-92),
Αθήνα 1987.
Η ίδια, Η Άρτα επίκεντρο του ανταγωνισμού των ξέ
νων κατά το
15ο και το 16ο αιώνα, Μνημοσύνη IB' (1991-1993), σ.
307-325. Η
πόλη λειτουργούσε επίσης και ως κέντρο ανταγωνι
σμού
ανάμεσα στη Βενετία και άλλες μεγάλες ιταλικές πόλεις.
27. Βλ.
Σιορόκας, ό.π. Η Άρτα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως
«η πόλη των
προξένων», γιατί ήταν μία από τις λίγες ελληνικές πό
λεις που
συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του ευρωπαϊκού εμπορίου,
βλ.
Ήπειρος, σ. 258.
28. Για τις
καταστροφές που υπέστη η Άρτα από τον Λυμπεράκη
Γερακάρη
βλ. ΙΕΕ, Ή αναγέννηση του Ελληνισμού, ΙΑ, Αθήνα
1975, σ. 32
(Ι. Χασιώτης). Σεραφείμ Ξενόπουλος, Δοκίμιον ιστορι
κόν περί
Άρτης καίΠρεβέζης, εν Αθήναις 1884, επανέκδοση Μου-
σικοφιλολογικού
Συλλόγου Άρτας «Σκουφάς», Άρτα 1986, σ. 109
και
347-351. Επίσης Ι. Τσούτσινος, Η μάχη της Άρτας, σύντομη
αναδρομή
στο Δεσποτάτο και την Τουρκοκρατία, ΗπειρΕστ 20
(1971),
Αφιέρωμα (1821-1971), Σύμμεικτα, σ. 331-815.
29. Βλ. Η
εκκλησία κατά την Τουρκοκρατία (Α. Γλαβίνα), Ήπει
ρος, σ.
314.
30. Μ. Γ.
Κωνσταντουδάκη, Οί ζωγράφοι του Χάνδακος κατά τό
πρώτο ήμισυ
του 16ου αΙώνος οί μαρτυρούμενοι έκ των νοτα-
ριακών
αρχείων, Θησαυρίσματα 10 (1973), σ. 291-380. Αθ. Παλι-
ούρας,
Παραγωγή, χρήση και διακίνηση των εικόνων στην Κρήτη
τον 16ο και
17ο αι., Πεπραγμένα ΣΤ'Διεθνούς Κρητολογικού Συ
νεδρίου,
Β', Χανιά 1991, σ. 410 κ.ε.
31. Για τη
Σχολή Μανωλάκη βλ. Η Ήπειρος κατά τους νεώτερους
χρόνους (Ε.
Νικολαΐδου), Ήπειρος, σ. 303.
32. Στην
πόλη της Άρτας αγιογραφούνται αυτή την εποχή ο βυζα
ντινός ναός
της Παρηγορήτισσας, ο ναός του Αγίου Βασιλείου,
της
Μεταμόρφωσης, του Αγίου Μάρκου κ.ά. Ανάλογη δραστη
ριότητα
παρατηρείται και εκτός πόλεως, όπου αγιογραφούνται ο
ναός του
Αγίου Βασιλείου στη Γέφυρα, το καθολικό της μονής
Κορωνησίας,
το καθολικό της μονής Σέλτσου, καθώς και οι ναοί
του Αγίου
Γεωργίου και της Αγίας Παρασκευής στα Πιστιανά.
33.
Καμαρούλιας, Η μονή Σέλτσου, Μοναστήρια, σ. 290 κ.ε.
34. Για το
βυζαντινό ναό του Αγίου Βασιλείου στην πόλη της
Άρτας και
τις μεταβυζαντινές του τοιχογραφίες, βλ. Α.Κ. Ορλάν
δος,
Βυζαντινά μνημεία της Αρτης, ΑΒΜΕ Β' (1936), σ. 115 κ.ε.
Παπαδοπούλου,
ό.π. (υποσημ. 26), σ. 152. Ο ζωγράφος, το όνομα
του οποίου
αγνοούμε, είναι καλός καλλιτέχνης επηρεασμένος κυ ρίως από την ιταλική τέχνη.
Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις αντιγράφει
θέματα από δυτικές χαλκογραφίες.
35. Μ.
Παπαδάκη, Μια εικόνα του ζωγράφου Γ. Κλόντζα με θέμα τη
μνηστεία
της Αγίας Αικατερίνης, ΗπειρΧρον 26 (1984), σ. 147 κ.ε.
36. Ευαγγ.
Παπαθεοφάνους-Τσουρή, Άγνωστη εικόνα του Εμμ.
Τζάνε και
αντίγραφο της στην Άρτα, AAA XIV (1981), σ. 234-246.
37.
Πρόκειται για την εικόνα του ένθρονου Χριστού στο τέμπλο του
ναού του
Αγίου Βασιλείου και τη δεσποτική εικόνα με το ίδιο θέμα
στο ναό της
Αγίας Θεοδώρας. Για την εικόνα του Αγίου Βασιλείου,
βλ.
Παπαθεοφάνους-Τσουρή, ό.π., σ. 243 κ.ε. Η εικόνα στο τέμπλο
της Αγίας
Θεοδώρας συντηρήθηκε πρόσφατα στα εργαστήρια της
8ης
Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, όπου διαπιστώθηκε ότι
πρόκειται
για πιστό αντίγραφο της εικόνας του Τζάνε.
38. Γ.
Κουρμαντζής, Από τη βυζαντινή στην οθωμανική πόλη,
15ος-18ος
αι., Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Ιστορίας, «Ήπειρος,
Κοινωνία-Οικονομία»,
Γιάννινα 1987, σ. 21-22. Το ότι τα Ιωάννινα
ήταν μια
πολυάνθρωπη πόλη με μεγάλη εμπορική κίνηση πιστο
ποιείται
και από τις περιγραφές των περιηγητών της εποχής, βλ. J.
Spon - G. Wheler, Voyage d'Italie, de Dalmatie, de Grèce
et du Levant,
fait aux années 1675 et 1676, Lyon MDCLXXVII, A, σ. 140. Επίσης,
για τον
ανερχόμενο θεσμό των γιαννιώτικων συντεχνιών βλ. Γ.
Παπαγεωργίου,
Οι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά τον 19ο και στις
αρχές του
20ού αι., Ιωάννινα 1988.
39. Βλ. Η
Ήπειρος κατά τους νεώτερους χρόνους, Ήπειρος, σ. 245
κ.ε. ΙΕΕ Ι,
Αθήνα 1974, σ. 328.
40. Πα τα
επαναστατικά κινήματα στο Σούλι και τις γύρω περιοχές,
βλ. Η
Ήπειρος κατά τους νεώτερους χρόνους, Ήπειρος, σ. 244 κ.ε.
41. Πάπυρος
- Λαρούς, Μπριτάνικα 31,1988, λ. Ιωάννινα. Ιστορία
των
Ιωαννίνων (Λ. Βρανούσης).
42. Για την
παιδεία στα Ιωάννινα βλ. Φ. Οικονόμου, Τά σχολεία της
ενιαίας
Ηπείρου στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, Αθήναι 1987.
43. Δ.
Κωνστάντιος, Ήπειρος. Η αρχαιολογική έρευνα για τη βυ
ζαντινή και
μεταβυζαντινή περίοδο, ΗπειρΧρον 30 (1992), σ. 74.
44. Οι
ομάδες των ζωγράφων προέρχονταν κατά κανόνα από την
ύπαιθρο και
οι κυριότερες ήταν οι εξής: οι Καπεσοβίτες, οι Χιονιαδί-
τες, οι
Καλαρρυτινοί, οι Ζαγορίσιοι (Άνω Πεδινά) και οι ζωγράφοι
από την
Κορύτιανη και το Φορτόσι Κατσανοχωρίων. Επίσης υπήρ
χαν
μικρότερες συγκροτημένες ομάδες από το Μέτσοβο, το Τσεπέ-
λοβο, τη
Σαμαρίνα και άλλες περιοχές, βλ. Δ. Κωνστάντιος, Ομάδες
ζωγράφων
στην Ήπειρο την όψιμη Τουρκοκρατία, Πρακτικά Διε
θνούς
Συνεδρίου Ιστορίας, «Ήπειρος, Κοινωνία-Οικονομία», Γιάν
νινα 1987,
σ. 241 κ.ε.
45. Το
μοναστήρι υπέστη καταστροφές από τους Τούρκους, αλλά
ξανακτίστηκε
από τον Βησσαρίωνα Μακρή λίγο αργότερα και
ανακαινίστηκε
στις αρχές του 18ου αιώνα από τον Παΐσιο τον Μι
κρό, επίσης
σημαντικό λόγιο και συγγραφέα πολλών βιβλίων. Λί
γα χρόνια
αργότερα η μονή καταστράφηκε ολοσχερώς από τους
Τούρκους
και ανοικοδομήθηκε εκ νέου το 1705, βλ. Καμαρούλιας,
ό.π.
(υποσημ. 6), σ. 394 κ.ε.
46. Για τον
Βησσαρίωνα Μακρή βλ. Ευαγγ. Σαβράμη, Ό Βησσα
ρίων
Μακρης, ΗπειρΧρον 5 (1930), σ. 30 κ.ε.
47. Ευλ.
Κουρίλας, Παΐσιος Μικρός, ό εξ 'Ιωαννίνων, ΗπειρΕστ F
(1954), σ.
657-671.
48. Χ.
Σούλης, Έπιγραφαί και ενθυμήσεις ήπειρωτικαί, Ηπειρ
Χρον 9
(1934), σ. 93, αριθ. 37. Ο Σούλης αναφέρει ότι η επιγραφή
βρισκόταν
στο υπέρθυρο του ναού και την αντέγραψε ο πατέρας
του, που
ήταν τότε δάσκαλος στους Λυγκιάδες. Παραθέτουμε εδώ
την
επιγραφή, όπως δημοσιεύεται: Τώ ύπερμάχω ευσεβών βασιλέ
ων και
άσθενούντων ίατρω, υπερασπιστή πτωχών και αιχμαλώτων
ελευθερωτή
Γεωργίω τροπαιοφόρω. Άνοίγηρέ σοι ναόν εις όόξαν
μεν τοϋ
Κυρίου τιμήν δε σοϋ και μνήμην επι Κυρίου Κλήμεντος
τοϋ
Πανιερωτάτου και λογιωτάτου Μητροπολίτου Ιωαννίνων,
πρότερον
μεν ό διδάσκαλος Βησσαρίων ό Μακρής, ύστερον δε ό
οίκέτης
εκείνου Παΐσιος ό Μικρός, ου συνδρομή Θεοϋ δε συνερ-
γοϋντος
ίστορήθη ό θείος ούτος ναός δια χειρός Γεωργίου Νομι
κού Κρητός.
Έν ετει σωτηρίω αψε κατά μήνα Ίανουάριον.
49. Το
καθολικό, μονόκλιτη βασιλική με νάρθηκα και εξωνάρθη-
κα, είναι
αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό. Οι αγιογραφίες του χρο
νολογούνται
στο 1797, βλ. Π. Βοκοτόπουλος,ΛζΙ 27 (1972), Χρονι
κά, σ. 469.
Στο καθολικό, αλλά και στο γειτονικό παρεκκλήσιο του
Προδρόμου,
υπάρχουν επίσης εικόνες επτανησιακών εργαστη
ρίων και
κρητικής τέχνης.
50. Για τις
εικόνες βλ. τον κατάλογο που ακολουθεί.
51.
Πρόκειται για την εικόνα στον επισκοπικό θρόνο του ναού. Η
εικόνα
φέρει επιζωγραφήσεις του 19ου αιώνα, οι οποίες στο κα
τώτερο
σημείο της έχουν απολεπιστεί και διακρίνεται η υπογρα
φή του
Νομικού και η χρονολογία ,ΑΧΝΗ' (1658). Η εικόνα δεν
έχει
συντηρηθεί και συνεπώς δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για
την
ορθότητα ανάγνωσης της επιγραφής. Πάντως, εάν αποδειχθεί
ότι η
εικόνα του Χριστού στη Βλαχέρνα χρονολογείται στο 1658,
ενδεχομένως
να αλλάξουν πολλά στοιχεία για τη ζωή και το έργο
του
Νομικού.
52. Βλ.
υποσημ. 3.
53. Η
εικόνα σωζόταν έως και το 1898, όταν την είδε ο Γ. Λαμπά-
κης στην
περιοδεία που έκανε στα μνημεία της Αρτας. Σύμφωνα
με τον
Λαμπάκη η εικόνα έφερε τις επιγραφές: Εις χάριν ευλάβει
ας Νικολάου
και Χειρ Γεωργίου Νομικού, ετει από Γενήσεως Χ(ριστο)ϋ ,αχη&, βλ. Γ.
Λαμπάκης, Περιηγήσεις ημών ανά τήν Ελλάδα, ΔΧΑΕ,
περ. Α', τχ. Γον (1903), σ. 89. Ατυχώς παρά τη σχετική έρευνα
δεν στάθηκε δυνατό να εντοπίσουμε την εικόνα.
54. Πα το
ναΐσκο της Παναγίας «της Δάφνης» βλ. Ξενόπουλος,
ό.π.
(υποσημ. 28), σ. 138. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ΑΔ 30 (1975),
Χρονικά, σ.
231.
55. Στην
Κρήτη το 17ο αιώνα δρουν γνωστοί αγιογράφοι, όπως ο
Ιερεμίας
Παλλάδας, ο Φραγκίσκος Καβερτζάς, ο Εμμανουήλ Λα-
μπάρδος, ο
Φιλόθεος Σκούφος, ο Θεόδωρος Πουλάκης κ.ά., τους
οποίους
συναντούμε αργότερα στη Ζάκυνθο, την Κέρκυρα, την
Κεφαλονιά
και την Ήπειρο.
56.
Βοκοτόπουλος, ό.π. (υποσημ. 17), σ. 103.
57. Για το
έργο του Τζάνε βλ. Ν. Δρανδάκης, Ό Εμμανουήλ Τζάνε
Μπουνιαλής,
Αθήνα 1962. Χατζηδάκης - Δρακοπούλου, σ. 408-423.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου