Η Άκρα Ταπείνωση,
Ιερεμίας Παλλαδάς (45Χ36cm)
|
Ο Ιερεμίας Παλλαδάς (ή Πουλαδάς), ήταν Κρητικός ζωγράφος
φορητών εικόνων και ένας από τους πιο φημισμένους αγιογράφους της εποχής του.
Γιος του ιερέα Στέφανου και αδελφός του επίσης ζωγράφου Τζώρτζη Πουλαδά, ήταν
ήδη ώριμος και φημισμένος ζωγράφος το 1612 και ζωγράφιζε εικόνες για τη Μονή
Σινά, αλλά και για τα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας.
Αν και ήταν
Σιναΐτης ιερομόναχος, ζούσε στον Χάνδακα (Ηράκλειο Κρήτης), από όπου και
καταγόταν. Έχαιρε μεγάλης φήμης μεταξύ των συγχρόνων του, που τον θεωρούσαν
άξιο μιμητή των «δοκίμων παλαιών εικονογράφων», δίδασκε δε την τέχνη σε
μαθητευόμενους αγιογράφους.
Σε σύμβαση
της εποχής αναφέρεται πως, ο βαρελοποιός Αντώνης Γερακάρης συμφώνησε με τον
ζωγράφο Ιερεμία Παλλάδα, ιερομόναχο, να μάθει στον γιο του σε διάστημα 5 ετών «ζογραφικιν
και γράματα καί νά τού δίχνι σκόλι καματερή ντασενια κολορε και πάσα άλον».(1)
Ήταν
προσκολλημένος στην παραδοσιακή τεχνοτροπία και σπάνια χρησιμοποιούσε ιταλικά
στοιχεία. Πέθανε πριν το 1660 μ.Χ.
Άγιος Ιωάννης Ερημίτης,
Κάτω δεξιά φέρει την ύπογραφήν τού άγιογράφου:
[ χειρ Ίερεμ]είου Παλλάδα, (1X 65)
|
(Από απόσπασμα
του αρχείου του μουσείου της Κέρκυρας, όπου βρίσκεται η εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Ερημίτη, μαθαίνουμε τα εξής:
«Ό Παλλάδας
είναι και άλλοθεν εις ημάς γνωστός, εργασθείς μάλιστα εν τη Μονή του Σίνα
(1612) Περί αυτού ομιλεί ό Νεκτάριος, ό μετέπειτα πατριάρχης Ιεροσολύμων, εις την
'Επιτομήν του «ως επιστήμονος και σοφού ζωγράφου... του οποίου ή τέχνη του
ζωγραφεϊν υπό πάντων θαυμάζεται ως αξία και συγκρίνεται με τάς ζωγραφιάς τών
δοκίμων παλαιών εικονογράφων.» Και πράγματι ό Ιερεμίας Παλλάδας υπήρξε
σύγχρονος του Δαμάσκηνου και είργάζετο· κατά τον τρόπον αύτοΰ ή δε ημετέρα
είκών έχει πάντα τα στοιχεία, τα όποια χαρακτηρίζουν τα παλαιότερα έργα τής
Κρητικής Σχολής. Περί τής οικογενείας του ζωγράφου γνωρίζομεν, οτι κατήγετο εκ
Κρήτης είναι δε πιθανόν, οτι ή περί ής λόγος είκών μετεκομίσθη εκείθεν υπό
συγγενών αύτοΰ μετά τήν υπό τών Τούρκων κατάληψιν τής νήσου. Διότι εις Κέρκυραν
εγκατεστάθη τότε ή οικογένεια Παλλάδα, εκ τής οποίας γνωστός είναι εις ημάς και
ό ιερεύς Στέφανος. Ή είκών είχεν έπισκευασθή βαναύσως: Το χρυσουν βάθος εΐχεν
επιχρισθή δια χρυσοκόνεως, ήτις ήλλοίωσε τά περιγράμματα τών βράχων και μάλιστα
τής κεφαλής του 'Αγίου, κάτωθεν δε του επιχρίσματος εξηλείφθη εντελώς το
είκονιζόμενον πλοϊον. 'Επίσης άτέχνως εΐχον ζωγραφισθή εκ νέου οι κατά τήν
άριστεράν πλευράν βράχοι, ή ομάς τών ασκητών, οί βράχοι τής ετέρας πλευράς και
ή εις το κάτω μέρος παράστασις τοϋ βοσκού. Ή υπογραφή επίσης του ζωγράφου εΐχεν
άλλοιωθή και τό «Ιερεμίου» μετεγράφη «Γεωργίου». Ή αξία του έργου τούτου εϊναι
μεγάλη και δια τήν έξαίρετον τέχνην και δια τήν σπάνιν τών έργων του Παλλάδα»).
(1) NC, b. 217 (Manoli Piri), 1. 2 (1628-1630), φ. 289v -290r (21 Ιουνίου
1630).Τα ίδια αναφέρονται και σε επόμενη σύμβαση μαθητείας με τον ιερομόναχο
ζωγράφο Ιερεμία Παλλάδα, βλ. Μαρία ΚΑΖΑΝΑΚΗ-ΛΑΠΠΑ, ΟΙ ζωγράφοι του Χάνδακα κατά
το 17ο αιώνα. Ειδήσεις από νοταριακά έγγραφα, Θησαυρίσματα 18, 1981, 234-236
(όπου συγκεντρώνονται περισσότερες πληροφορίες για τον ζωγράφο) και 256-259.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου