του Ω Α
Μέρες πού
είναι, καιρός πού είναι, άς πούμε κι ένα παραμύθι…
Παραμύθι
ένα από τήν συλλογή μου "όσα φέρνει η μνήμη".
-Άναψε τήν
γκαζόλαμπα κι έριξε, λοιπόν, η γιαγιά μας η καλή στη θράκα τα κάστανα, κάθισε
στην κόχη της, φόρεσε τα γυαλιά χαμηλά στη μύτη της, κι άρχισε να πλέκει την
φανέλα της και να μας λέει: Παραμύθι – παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι.. κόκκινη
κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη. Δός της μπάτσο, δός της κλότσο να γυρίσει,
παραμύθι να αρχινήσει…και μείς, εμείς τριγύρω της, φωλιασμένα κλωσόπουλα τ΄
Απρίλη, την ακούγαμε μ΄ ανοιχτό τό στόμα..
- Ήτανε
πού λέτε παιδιά μου, σε έναν τρανό κουλουριασμένο ατελείωτο κατάλογο, από
πάπυρο καμωμένο, γραμμένα πολλά γεγονότα, σημαντικές προσωπικότητες και άλλα. Όλα
γραμμένα με τό Νύ και με τό Σίγμα με απόλυτη αλφαβητική σειρά. Σ’ αυτόν τον
μακρύ κατάλογο πλησίασε, λοιπόν, ένας ανθρωπάκος με την πορφυρή του χλαμύδα και
με την κάπα του ριγμένη στους ώμους - είχε ένα κρύο κεί απόξω! - πού τον
κρατούσε σφιχτά κι αγέρωχα, η αγέραστη κι αειθαλής Παραμυθού γριά -πολύ πιο
γριά από μένα - η Ιστορία.
- Είμαι ο
Αυγείας είπε, κοντοστάθηκε και στύλωσε τα ποδάρια του σάν μουλάρι. Ψάξτε στο
«Α», ψάξτε γλήγορα, γλήγορα ρε!!! στο ΑΛΦΑ. και χτυπά την ράβδο της εξουσίας
των κοπαδιών του καταποδιαστά τρείς – τέσσερες φορές καταγής.
–Και ποιός
είσαι συ ρέ, για να ψάξουμε να σε βρούμε; ρώτησε με αυστηρότητα σκληρή ο
καλαμαράς τής Ιστορίας.
- Είναι
γνωστό το ποιός είμαι!…είμαι Βασιλιάς! Γιός του Ήλιου!.
- Ξέρεις
Μεγαλειότατε, οι Βασιλιάδες είναι πάρα πολλοί, δεν χωρούν και δεν μπαίνουν όλοι
στα κιτάπια της. Πες μας συγκεκριμένα, ποιά είναι τα έργα σου;.
Τότε είναι
που μπήκε στη συζήτηση ο αρχιγραμματέας, πού βαστούσε βιογραφικά σημειώματα,
ημερολόγια, ληξιαρχικές πράξεις και ντοκουμέντα, για τις συνεδριάσεις της
Ιστορικής Επιτροπής.
- Ψάξτε
στο «Η», γλήγορα στό ΗΤΑ.
- Είναι
εκείνος ο Αυγείας, εκείνος στην περιουσία του οποίου και στη δούλεψή του,
δούλεψε πρίν πολλά – πολλά χρόνια ο Ηρακλής. «Θυμόσαστε άραγε παιδιά μου τους
στάβλους, τα γελάδια και τις κοπριές τού Αυγεία;», έ παιδιά μου; ρώτησε η
γιαγιά μας, και πήγε να βγάλει τα κάστανα, να μας τα μοιράσει...
Ο
αρχιγραμματέας κούνησε στενάχωρα την κεφάλα του:
-‘Αχ!
αναστέναξε, και μονολόγησε… αυτός ο Ηρακλής! Πόσες μηδενικές ασημαντότητες
έσυρε μαζί του, καί σέρνει στην Ιστορία!. κι η γιαγιά μου συνέχισε να ετοιμάζει
τα προικιά μας, η ξοχέρα!!!
-Γέμισε
θαλπωρή και γλυκιά ευωδία η κάμαρα, θάμπωσαν τα παραθύρια, μάς πήρε ο ύπνος στα
ψαθιά και στα κιλίμια, ήρθαν τα ονείρατα.. τα μεσάνυχτα, ήρθαν τα κικιρίκου …κι
έζησαν αυτοί καλά και μείς καλύτερα.-
Παραμύθι
δύο, από τήν συλλογή μου "όσα φέρνει η μνήμη"
Παραμύθι –
παραμύθι, το κουκί και το ρεβίθι.. κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη.
Δός της μπάτσο, δός της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι να αρχινήσει…
- Καί εκεί
πού όλα ήσαν εντελώς φυσιολογικά και φυσικά καί καθημερινά συμβαίνοντα, Παιδιά
μου.. στήν άκρη σ ένα ξέφωτο του δάσους, νάτος περνά βιαστικός καί τρεχάτος
μπροστά από τον Λιόνταρο, ένας στρουμπουλός παχουλούλης αγκαθιάρης
σκαντζόχοιρος. Πήγαινε στην φωλιά του, εκεί στην τρύπα του κάτω από τα ξηρά
ζεστά φυλλώματα, πού ετοίμασε πρίν από τά πρώτα κρύα χιόνια, για να
ξεχειμωνιάσει. Τι τό ‘θελε όμως, ο δόλιος, να σπάσει άθελα τήν ρουτίνα καί τήν
απόλαυση του Λιόνταρου τού βασιλιά, πού ρέμβαζε χορτάτος καί ξαπλαρωμένος τό
χουζούρεμά του στον προσήλιο, ύστερα από ένα γευστικότατο γεύμα. Μαζί μέ την
φαμίλια του κατασπάραξαν πρίν κάμποση ώρα, μιά γριά αντιλόπη, μια ανήμπορη,
κουτσή και στραβοκάνα πού δεν μπόρεσε τούτη τήν φορά νά ξεφύγει με τό τρέξιμό
της, όπως όλη η αγέλη της, από τα σκληρά, γαμψά νύχια και τα πεινασμένα σαγόνια
των λιονταρών.
Έτσι, η
άτυχη χόρτασε πρώτα την πείνα του Λιόνταρου πού λιάζονταν τώρα αμέριμνος, και
την πείνα της λέαινας ύστερα με τα μικρά της πού τά μάθαινε – λίγο πιό πέρα –
πώς να ξεσκίζουν σάρκες, πώς να τίς νά καταπίνουν καί νά σπάνε κόκαλα, ενώ ένα
λιγοστό σμήνος από όρνια, έφερνε κύκλους στόν Ουρανό ακριβώς από πάνω. Και
καθώς ό Ηλιάτορας έγερνε σιγα- σιγά στήν απεραντοσύνη τής Δύσης του, τότε έγινε
καί τό συναπάντημα του φιλαράκου μας, του σκαντζόχοιρου με τον αντρειωμένο
ακαμάτη, πλέον, καί χορτάτο Λιόνταρο, βασιλιά τού δάσους.
-Γιατί ρέ
περνάς από μπροστά μου! του είπε ορθά κοφτά.
-Μα!!!..
Μεγαλειότατε…εγώ δεν.. καί τού κόπηκε η βηματισιά καί η ανάσα αφθορί.
–
Ετοιμάσου ρέ! Τώρα, ναί τώρα ρέ, αμέσως, νά σέ βαρέσω! γιατί έτσι μ΄ αρέσει,
έτσι γουστάρω ρέ! τόν ξαναείπε επιτακτικά καί μέ τρομερό βρυχηθμό, πού νά σού
κόβονται τά ύπατα καί τά γόνατα από τό σβέρκο.
Κουλουριάστηκε
αίφνης στό άκουσμα αυτό ο σκαντζόχοιρος, μέ τήν καρδούλα του νά τρέμει καί νά
φτερουγίζει, και άντε τώρα όλοι εμείς Παιδιά μου, νά βρούμε πού είναι τά
ποδαράκια του, πού τό στήθος του, πού η Ψυχή του. Καί πρίν προλάβει καλά – καλά
νά τυλιχτεί σέ αγκαθωτή μπάλα σαν κι αυτή πού κλοτσάτε στην αλάνα, καμιά τρία
κιλά βάρος όλο κι όλο, γκντάπ!!! τρώει μια ξερή ξαφνική γροθιά μέ τήν μπροστινή
αριστερή ποδάρα του λιόνταρου. Καί μέ τήν δεξιά τό ίδιο θάτανε, αλλά.. λέμε
τώρα…
Σύμφωνα μέ
τούς νόμους τών φυσικών, μαθηματικών, επιστημόνων, τεχνοκρατών, πτυχιούχων καί
περισπούσδαστων σπουδαρχήδηδων επαϊόντων καί τών δεδομένων μάζα, όγκος, βάρος,
δύναμη κρούσης, δράσης, αντίδρασης, θερμοκρασία, ένταση, πνοή καί κατεύθυνση
ανέμου, χαμηλά βαρομετρικά, μήκος αγκαθιών, χαίτης καί νυχοποδαριών, και άλλα
τέτοια ξιππασμένα καί σπουδαγμένα, ο σκαντζόχοιρος έπρεπε να πεταχτεί μακριά,
πολύ μακριά 12,68 όλάκερα μέτρα, αλλά έκαμε μόνον 3,55 μέτρα ακριβώς! Τα
υπόλοιπα τά έκαμε καί τά κάμνει ακόμα περισσότερα τρέχοντας καί γρυλίζοντας
ενδόμυχα καί εκδικητικά ο Λιόνταρος, ο δυνατός ο βασηλιάς, κούτσα – κούτσα
παλιμπυγηδόν!!!
Τελικό
γενικό Ηθικόν Δίδαγμα: όπου οι Νόμοι της Φύσης λειτουργούν, οι όποιοι αφύσικοι
καί ανήθικοι Νόμοι τής σοφίας καί αφασίας τών μυαλών τών (υπ)ανθρώπων,
αυτοκαταργούνται.-
Καί ζήσαν
αυτοί οι κίναιδοι χειρότερα κι εμείς καλύτερα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου