«Γεννήθηκα το 1887 στον
Πειραιά˙ οι γονείς µου κατάγονταν από τη Χίο. Η µητέρα του αείµνηστου Πορφύρα
κι η δικιά µου ήταν αδελφάδες, το γένος Συριώτη. Τις εγκύκλιες σπουδές τις
πέρασα στον Πειραιά. Κι όποιος ξέρει τι σηµασία έχει η παρουσία στην κριτική
τούτη ηλικία ενός προσώπου σαν τον λαµπρόν εκείνο παιδαγωγό, που θύµιζε αρχαίον
Έλληνα, τον αείµνηστο Ιάκωβο ∆ραγάτση, νοιώθει γιατί οι µαθητές του φυλάγουν σ΄
όλη τους τη ζωή, µέσα στην καρδιά τους, τη µνήµη της µορφής του….
Είχα το σπάνιο προνόµιο
να ‘χω ξάδελφο έναν ποιητή. Από το στόµα του, πρωτάκουσα τα τραγούδια του λαού
µας, του Σολωµού και των άλλων. Μαγικός κόσµος ανοίχτηκε στα µάτια του παιδιού…
Του χρωστώ αιώνια αγάπη κι ευγνωµοσύνη. Κι αναµφίβολα χρέος µου είναι εδώ να
µνηµονεύσω τον Νιρβάνα, τον Λαµπελέτ, τον Μελά, τον ζωγράφο Μηλιάδη, που
πάντοτε µου παραστάθηκαν…
Εκεί κάτω, εις τα βράχια
της Φρεαττύδας που καθηµερινά µας πήγαινε την αδελφή µου κι εµένα η γιαγιά µας
ανάµεσα στα τραχιά εκείνα βράχια, όπου η αύρα έσειεν απαλά το µίσχο του φυτού
που φύτρωνε στις κουφάλες των βράχων, στο χώµα το θεοφόρο, το σπαρµένο από τα
θραύσµατα των αγγείων, ανάµεσα από τα χαίνοντα πηγάδια που µου µιλούσαν για
τους αρχαίους κατοίκους αυτής της γης, της γης µου, εµόρφωνα τη συνείδησή της,
έπλαθα την ιστορία της…»
Αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία
του ζωγράφου, αρχιτέκτονα και Καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου
Δημήτρη Πικιώνη, του σπουδαίου αυτού Πειραιώτη και Φρεαττυδιώτη, που πέθανε
στις 27 Αυγούστου του 1968 και όχι στις 28 που αναγράφεται σχεδόν σε όλες τις
βιογραφίες του. Η κηδεία του ήταν που έγινε στις 28 Αυγούστου στο Α’ κοιμητήριο
Αθηνών.
Γεννημένος στον Πειραιά
το 1887, γράφει στα αυτοβιογραφικά του σημειώματα για τους Χίους γονείς του,
ότι από αυτούς έλαβε διαφορετικά κληρονομικά στοιχεία. Από τη μητέρα του έλαβε
τις ηθικές ροπές, ενώ τις αντίστοιχες καλλιτεχνικές από τον πατέρα του. Αυτή η
κληρονομιά από τους γονείς του, πότε συνυπήρχε αρμονικά μέσα του, κάποτε όμως
τα στοιχεία αυτά βρίσκονται διχασμένα και αντιτιθέμενα.
Ο
αλλοτινός γαλήνιος όρμος της Φρεαττύδας αποτέλεσε πηγή έμπνευσης πολλών και
σπουδαίων πνευματικών μορφών του Πειραιά.
Ολοκληρώνει τις
εγκύκλιες σπουδές του στον Πειραιά, ενώ από μικρό παιδί θα εκδηλώσει κλίση προς
τη ζωγραφική. Με το που τελειώνει το γυμνάσιο νιώθει ότι χάνει μια ευκαιρία να
πάει στις Ινδίες όπου ήδη βρίσκονται τα αδέλφια της μητέρας του. Ύστερα από
προτροπή των γονιών του δίνει εξετάσεις και εισάγεται στο Πολυτεχνείο στη Σχολή
Πολιτικών Μηχανικών. Την ίδια περίοδο όμως περισσότερο βρίσκεται στους χώρους
της Σχολής Καλών Τεχνών όπου γνωρίζει και συνδέεται με στενή φιλία με τον De
Chirico που εκείνη την εποχή ζούσε στην Αθήνα. Στη Σχολή Καλών Τεχνών θα
γνωρίσει επίσης τον Γεώργιο Μπουζιάνη όπως και άλλες σπουδαίες καλλιτεχνικές
προσωπικότητες όπως τον Κωνσταντίνο Παρθένη που θα σταθεί ο πρώτος δάσκαλος και
εκπαιδευτής του στη ζωγραφική.
Οι Παρθένης και Περικλής
Γιαννόπουλος είναι εκείνοι που θα μιλήσουν στον πατέρα του και τελικά θα τον
πείσουν να στείλει τον Δημήτρη στο Μόναχο για να σπουδάσει τη ζωγραφική.
Ακολουθεί το Παρίσι όπου από τύχη συναντά και πάλι τον Παρθένη με τον οποίο
αλωνίζουν στην κυριολεξία όλους τους καλλιτεχνικούς χώρους της γαλλικής
πρωτεύουσας. Αν και η αρχιτεκτονική δεν είναι η πρώτη του επιδίωξη θα την
ακολουθήσει για την κάλυψη των οικονομικών του αναγκών.
Η επιστροφή του στην
Ελλάδα το 1912 θα συμπέσει με μια πολυτάραχη περίοδο διαρκών πολεμικών
επιχειρήσεων. Δύο βαλκανικοί πόλεμοι, εθνικός διχασμός και Πρώτος Παγκόσμιος
πόλεμος. Διαρκείς επιστρατεύσεις, στα διαλείμματα των οποίων έρχεται σε επαφή
με την ελληνική φύση, με τη λαϊκή τέχνη αλλά και τις βυζαντινές αγιογραφίες,
στοιχεία που τον στρέφουν προς μια μορφή «λαϊκής αρχιτεκτονικής» που μελετά
ειδικά στο νησί της Αίγινας. Αποτέλεσμα της κυρίευσής του στη μορφή της λαϊκής
αρχιτεκτονικής είναι το πρώτο του σπίτι που θα χτίσει το 1923 στις Τζιτζιφιές,
στην αριστερή όχθη του Ιλισού. Το 1925 ταυτόχρονα με την δημοσίευση της μελέτης
του «Η λαϊκής μας τέχνη κι εμείς» χτίζει το δεύτερο του σπίτι στα Πατήσια.
Το 1930 θα χτίσει το
σπίτι του ζωγράφου και φίλου του Σπύρου Παπαλουκά και το 1933 το Δημοτικό
Σχολείο του Λυκαβηττού. Από το 1930 ο Πικιώνης είχε γίνει καθηγητής της
αρχιτεκτονικής σχολής στην έδρα της διακοσμητικής. Δικό του δημιούργημα και το
Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης στο οποίο εντάσσονται στοιχεία Βορειοελλαδίτικης
αρχιτεκτονικής. Ακολουθεί η πολυκατοικία της οδού Χέυδεν πάνω σε κάτοψη του
αρχιτέκτονα Μητσάκη.
Ο
Πικιώνης το 1930 θα χτίσει το σπίτι του ζωγράφου και φίλου του Σπύρου Παπαλουκά
Το μεγαλύτερο σε έκταση
έργο του Πικιώνη αν είχε πραγματοποιηθεί θα ήταν η οικοδόμηση του
συνεταιριστικού οικισμού της Αιξωνής στα νοτιοανατολικά του Λεκανοπεδίου πέρα
από τον Υμηττό. Και παλαιότερα ο Πικιώνης είχε δραστηριοποιηθεί σε κάτι ανάλογο
μελετώντας μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό την ίδρυση μιας πρότυπης ελληνικής
κοινότητας στους Δελφούς.[1]
Ήδη από το 1937 ο
Στρατής Μυριβήλης καλούσε τον κόσμο να συμπαρασταθεί στο έργο του Πικιώνη που
αποσκοπούσε στη διάσωση των σπιτιών του νεοαθηναϊκού πολιτισμού.
«Πρέπει να ενισχύσουμε
όλοι την κίνηση που γίνεται με πυρήνα τον Πικιώνη, για να παύσει η καταστροφή
κάθε αρχιτεκτονικής αρχοντιάς που μας παρέδωσε η Αθήνα του πρώτου ημίσεος της
εθνικής μας ελευθερίας. Ίσως θα έπρεπε αυτή η κίνηση να άρχιζε κάπως νεώτερα πριν
γκρεμισθούν τόσα πολλά συμπαθητικά σπίτια ή μέγαρα που είχαν την αξία τους την
αισθητική ή την ιστορική μέσα στη σύντομη και τόσο φτωχή ιστορία του
νεοαθηναϊκού πολιτισμού. Διότι είναι η αλήθεια πως έως τώρα η σκαπάνη των
βαρβάρων μας τροχαλαστήδων της μεταπολεμικής περιόδου έχει κάμει καταστροφές
ανεπανόρθωτες στην παλιά Αθήνα και από την άλλη μεριά έχει σηκώσει ουρανομήκεις
ασχημίες, στερεά θεμελιωμένες από τσιμέντο και σίδερο…. Και να συλλογιέται
κανείς ότι την σκαπάνη του γκρεμιστή την κρατάνε οι μαστροχαλαστήδες του κακού
γούστου. Αυτοί κρατάνε τον παρά και δρουν εκ του ασφαλούς. Γκρεμίζουν
χαριτωμένα έργα του Κλεάνθη και χτίζουν πολυκατοικίες. Κόβουν τα θεόχτιστα
κυπαρίσσια της Πλάκας και σηκώνουν τσιμεντένιους τοίχους».[2]
Ήδη
από το 1937 ο Στρατής Μυριβήλης καλούσε τον κόσμο να συμπαρασταθεί στο έργο του
Πικιώνη που αποσκοπούσε στη διάσωση των σπιτιών του νεοαθηναϊκού πολιτισμού.
Το 1955 ο Πικιώνης
οικοδομεί τον Ξενώνα των Δελφών έχοντας την συναίσθηση της ευθύνης που του
επιβάλλει ο ιερός χώρος. Αυτή η ευθύνη είναι που τον οδηγεί να βρίσκεται ο
ίδιος καθημερινά στην πραγμάτωση των σχεδίων του. Η αυτεπιστασία κρίνεται από
τον ίδιο ως επίπονη αλλά απαραίτητη εργασία, καθώς μειώνεται έτσι ο κίνδυνος
«παρερμηνείας» του αρχιτεκτονικού σχεδίου από τους εργολάβους που κινούνται
πάντα έχοντας κατά νου το κέρδος. Για να είναι λοιπόν σίγουρος ότι αυτό δεν θα
συμβεί βρίσκεται ο ίδιος για ώρες στο εργοτάξιο.
Ακολουθεί η Έπαυλις
Ποταμιάνου στη Φιλοθέη. Η διαμόρφωση των χώρων πέριξ της Ακρόπολης και του Λόφου
του Φιλοπάππου μαζί με τον Άγιο Δημήτριο Λουμπαδιάρη υπήρξε έργο δικό του.
Το
σχέδιο του Πικιώνη για το περίπτερο του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη
Το 1957 ο Πικιώνης
αποχωρεί από το Πολυτεχνείο συνεχίζοντας ακατάπαυστα τα σχέδια και τις μελέτες.
Ανάμεσα στις μελέτες του ξεχωρίζει αυτή του Δημαρχείου Βόλου όπου ο Πικιώνης
οραματίζεται να στήσει τις προτομές του Ρήγα και των Φιλικών με τέτοιο τρόπο
που μαζί με το οικοδόμημα να αποτελούν ένα μάθημα, μια αναδρομή στην μακρά
ιστορία του ελληνικού έθνους. Το 1966 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας
Αθηνών.
Καλύτερη όμως κατανόηση
του έργου του και του χαρακτήρα του μας δίνει η γραφή του Κωνσταντίνου Δοξιάδη
που σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» φ. 1ης Σεπτεμβρίου 1968 που φέρει
τίτλο «Δημήτρης Πικιώνης, ένας μεγάλος Δάσκαλος», καταγράφει τις εντυπώσεις του
από την αντίληψη που ο ίδιος είχε διαμορφώσει καθώς είχε υπάρξει και ο ίδιος
μαθητής του Πικιώνης και στη συνέχεια φίλος του.
«Εδώ και σαράντα χρόνια
έβλεπα να περνάει μπροστά από το σπίτι μας ανεβαίνοντας προς το Γαλάτσι, έναν
κοντό και σκυφτό άνθρωπο που κοιτούσε τις πέτρες, τα βράχια και τα άγρια χόρτα
του άστρωτου δρόμου, σαν να ζητούσε να τους μιλήσει. Λίγα χρόνια αργότερα, όταν
γνώρισα τον Δημήτρη Πικιώνη σαν καθηγητή μου στο Πολυτεχνείο κατάλαβα σιγά –
σιγά πως πραγματικά βρισκόταν σε έναν συνεχή διάλογο με ό,τι ήταν φυσικό και
απλό στο γύρω του χώρο. Στους μακρινούς περιπάτους που κάναμε μαζί στο Γαλάτσι,
στα Τουρκοβούνια κι αργότερα στη Σαλαμίνα και σ’ άλλα νησιά και ακόμα στο σπίτι
του ή στην Πλάκα και στις αίθουσες του Πολυτεχνείου, κατάλαβα πως είχε έναν
δικό του τρόπο να βλέπει τον κόσμο γύρω του κι έναν δικό του τρόπο να μεταδίδει
την γνώση του και να γίνεται σεβαστός από κείνους που μπορούσαν να τον
καταλάβουν.
Έτσι γνώρισα τον Δημήτρη
Πικιώνη, τον Μεγάλο Δάσκαλο, που άφησε τον κόσμο αυτό, αλλά που μας άφησε μια
μεγάλη κληρονομιά που μας δημιουργεί μεγάλες υποχρεώσεις. Ο Δημήτρης Πικιώνης
ήταν ο δάσκαλος που μας δίδασκε να προσέχουμε και την πιο ταπεινή εκδήλωση και
να αποδίδουμε σημασία στην ποιότητα. Ήταν ο δάσκαλος που μπόρεσε να δέσει την
αρχιτεκτονική με κάθε άλλη πνευματική εκδήλωση στη ζωή μας και να την κάνει
πραγματικό βιώμά του. Πολλοί τριγύρω μας τον ονόμαζαν δάσκαλο της «λαϊκής
αρχιτεκτονικής», μα εκείνος ζητούσε μια καθολική ελληνική έκφραση, θυμίζοντας
τον Σολωμό που έλεγε «ελληνικό είναι το αληθινό».
Άλλοι τον θεωρούσαν
«αφηρημένο», «ρομαντικό» ή «αισθητικό», ενώ εκείνος έψαχνε να βρει μια
αρχιτεκτονική σε ανθρώπινη κλίμακα. Άλλοι πάλι τον θεωρούσαν «συνεπαρμένο» από τα
«βυζαντινά», όταν, ας πούμε, έμπαινε να διδάξει Διακοσμητική κι εκείνος άναβε
ένα κερί και διάβαζε το Ευαγγέλιο, κι έπειτα το έκλεινε και έφευγε από την τάξη
χωρίς να πει άλλο τίποτε, γιατί ζητούσε να μεταδώσει την αλήθεια με μια
θρησκευτικότητα. Έτσι ο καθένας σχημάτιζε μια διαφορετική εικόνα για τον
Πικιώνη, γιατί στη ζωή του καθώς και στη διδαχή του δεν ακολούθησε την
πεπατημένη, αλλά άνοιξε δικούς του δρόμους, που άλλοι τους καταλάβαιναν κι
άλλοι όχι και ο καθένας τους καταλάβαινε με τρόπους που βρίσκονταν πιο κοντά
στην δική του ιδιοσυγκρασία.
Επισημαίνει πιο κάτω ο
Δοξιάδης ότι:
«Ο Πικιώνης δεν γίνεται
μόνο ο Μεγάλος Δάσκαλος των αρχιτεκτόνων που σπούδασαν στον τόπο μας, στην
τελευταία γενιά, μα ένας Μεγάλος Δάσκαλος που το έργο του έχει σημασία σε
παγκόσμια κλίμακα. Όταν μια μέρα γραφεί η σημασία της συμβολής της κάθε σχολής
και του κάθε ατόμου στην δημιουργία μιας πραγματικά καινούργιας αρχιτεκτονικής
έκφρασης, τότε μοιραία θα αποδοθεί στον Πικιώνη ο τίτλος ενός πρωτοπόρου της
Σχολής, που προσπάθησε να διδαχθεί από τον τόπο σε αντιδιαστολή από την σχολή
που προσπάθησε να διδαχθεί από τις σύγχρονες παγκόσμιες δυνάμεις.»[3]
Ο Πικιώνης προσπάθησε να
σώσει το ανθρώπινο μέτρο, την αρχοντική λιτότητα, την ηρεμία στην αρχιτεκτονική
των οικοδομημάτων, να διασώσει δηλαδή την ευγένεια της παλιάς Αθήνας ενάντια
στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση της αρχιτεκτονικής που έβλεπε να επιβάλλεται.
Ο Πικιώνης αποτέλεσε τη συνέχεια της Σχολής της Φρεαττύδας, του μικρού αυτού
αλλοτινού όρμου που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης πολλών και σπουδαίων πνευματικών
μορφών του Πειραιά.
[1]
Διάλεξη του Π. Ψωμόπουλου με την ευκαιρία αναδρομικής έκθεσης του Πικιώνη στο
Α.Τ.Ι. που δημοσιεύθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1968 στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗΣ» με τίτλο «Δ. Πικιώνης. Μια ανεξίτηλη παρουσία στον νεοελληνικό χώρο».
[2]
Εφημερίδα «Η ΕΘΝΙΚΗ», φ. 10 Φεβρουαρίου 1937, άρθρο Στρατή Μυριβήλη με τίτλο
«Τα σπίτια που πεθαίνουν», σελ. 1.
[3]
Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», φ. 1ης Σεπτεμβρίου 1968, άρθρο Κωνσταντίνου Δοξιάδη με
τίτλο «Ο Δημήτρης Πικιώνης: Ένας μεγάλος Δάσκαλος», σελ. 1 & 6.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου