Στον
Δ΄ τόμο του δεύτερου δοκιμίου του ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων περιγράφει μέρος
-προφανώς- της πρώτης διαπραγμάτευσης που είχαν οι Τούρκοι με τους Έλληνες λίγο
πριν πέσει η Τρίπολη (1861, σ. 209-212). Σε μια συζήτηση της οποίας ηγέτης
είναι ο ολιγόλογος Κολοκοτρώνης, ο Φιλήμων επιλέγει να αναδείξει ως
πρωταγωνιστή τον Αναγνωστόπουλο. Ο λόγος είναι απλός: θέλει να τονίσει την
ταυτότητα της Επανάστασης.
Ιωάννης Φιλήμων
|
Στο συμπέρασμα αυτό
οδηγεί και μια υποσημείωση-πρόσχημα του Φιλήμονα σχετικά με την προσπάθεια
«υποβάθμισης του Υψηλάντη» από τον επίσκοπο Γερμανό. Ο Φιλήμων κάθε άλλο παρά
ψεύδη συνήθιζε να καταγράφει. Σκοπός του είναι η ανάδειξη της πραγματικής (ή
μάλλον της αυθεντικότερης) Φιλικής Εταιρείας μετά την διαμάχη δεκαετιών μεταξύ
Αναγνωστόπουλου και Ξάνθου. Ενώ ο Φιλήμων στο τέλος του Δ΄ τόμου περιγράφει την
ύλη του επόμενου τόμου, ξέρει ότι συνέχεια δεν θα υπάρξει. Φροντίζει λοιπόν να
ξεκινήσει τον τελευταίο του τόμο με κλήση ενός νεκρού μάρτυρα: του Τσακάλωφ,
που θα πιστοποιούσε, αν ζούσε, ποια ήταν η αληθινή Εταιρεία και ποιον στόχο
επεδίωκε μέσα από την Επανάσταση. Μετά τα διαρκή υπονοούμενα για την
Καποδιστριακή Φιλική Εταιρεία, ο Φιλήμων παραθέτει ντοκουμέντα μιας ξεχασμένης
υπόθεσης: του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου στο Παρίσι, στο οποίο μετείχε ο
Τσακάλωφ. Αυτό γινόταν στην περίοδο κατά την οποία η ρωσική πολιτική επιζητούσε
ένα γαλλοκεντρικό εταιρικό αντίβαρο στην υποχρεωτική -από το 1807- συμμαχία του
τσάρου με τον Ναπολέοντα. Το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο, που είχε αποδοκιμάσει
έντονα ο Κοραής, έπαψε να χρειάζεται το 1813, όταν ο Ναπολέων, ηττημένος στην
Ρωσία, βάδιζε προς την έξωση. Να λοιπόν που το κεφάλαιο «άλωση της Τριπολιτσάς»
έγινε αφορμή να ξαναβγάλει ο Φιλήμων στην επιφάνεια την λεγόμενη «Φιλική
Εταιρεία».
Δοθείσης παρά του καδή
της Τριπόλεως της περί διαπραγματεύσεως συμβιβασμού αδείας, ο Καϊμακάμης έγραψε
τη 12η Σεπτεμβρίου προς τον Μαυρομιχάλην, εξ ονόματος όλων των αγάδων, επί του
προκειμένου· τη δ’ επιούση, ημέρα Τρίτη, συνήλθον έξω της πύλης του Αγίου
Αθανασίου ο Σεχ Νετσήπ εφέντης, Διβάν εφέντης και Ιουσούφ βεγής μπινά-εμίν,
αντιπροσωπεύοντες τους εντοπίους Τούρκους· ο Δεφτέρ κεχαγιάς και Νακήπ εφέντης,
αντιπροσωπεύοντες τον Καϊμακάμην· τους δ’ Αλβανούς ο Ελμάζ βεγής μετά δυο
ετέρων· εκ μέρους δε των πολιορκητών ο Μαυρομιχάλης, Γερμανός Πατρών, Κρεββατάς
και Αναγνώστης Δεληγιάννης ως εκ προσώπου των πολιτικών ή προεστώτων· ο
Κολοκοτρώνης, Αναγνωσταράς και Ιατράκος ως εκ των «αρμάτων» ή οπλαρχηγών· και ο
Αναγνωστόπουλος[1] ως εκ προσώπου του Υψηλάντου. Πικρότατον ήτο το ποτήριον
τούτο δια τους Τούρκους, ως εξελθόντας προς διαπραγμάτευσιν περί κτήσεων, ζωής
και τιμής μετά των προ εξαμηνίας ραγιάδων· γλυκύτατον δε διά τους Έλληνας, ως
βλέποντας τεταπεινωμένους ενώπιον αυτών τους χθες δεσπότας, δίδοντας δε τον
νόμον αυτοίς και ικανοποιουμένους επί ταις τοσαύταις γενομέναις θυσίαις.
Μετά τας συνήθεις
προσρήσεις προσηνέχθη αυτοίς υάσμινον αραβικόν (καχβές), και μετά τα αμοιβαία
συνήθη παράπονα πρώτος έλαβε τον λόγον ο
ΣΕΧ ΝΕΤΣΗΠ ΕΦΕΝΤΗΣ:
Ειπέτε μας σ’ τον Θεόν σας, τι πράγματα είναι ταύτα και ποια τα αίτια; Εσείς
μόνοι σας είσασθε οι Μωραΐτες, ή όλο το μιλλέτι [έθνος] σας; Έχετε κανένα
κεφάλι [αρχηγό]; Είσθε ακουμπισμένοι εις κανένα κιράλη [βασιλιά]; Αυτός θέλει
σας εξουσιάζει, ή μόνοι σας θέλει μείνετε, ζητούντες βοήθειαν μόνον από αυτόν
τον κιράλη;[2]
ΓΕΡΜΑΝΟΣ: Ημείς μην
ημπορούντες πλέον να υποφέρωμεν τα τόσα δεινά, οπού από σας εδοκιμάζαμεν,
απεφασίσαμεν εν τοιούτον, και η Ευρώπη βλέπουσα τα δίκαιά μας απεφάσισε, δια να
μας βοηθήση.
ΣΕΧ ΝΕΤΣΗΠ ΕΦΕΝΤΗΣ:
Πολλά καλά δι’ αυτά· είστε όμως ακουμπισμένοι εις κανένα κιράλη;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Αγάδες,
κατά το γράμμα, το οποίο εχθές βράδυ εγράψατε προς τον ενδοξότατον Πετρόμπεγην,
εις το οποίον εγράφετε και ασπασμούς εις τον υψηλότατον πρίγκιπα Υψηλάντην, και
με το οποίον μας επροσκαλέσατε εις συνομιλίαν, ο πρίγκιψ δεν έλειψεν αμέσως,
οπού να κάμη γενικόν συνέδριον όλων των εδώ ευρισκομένων προυχόντων, με τους
οποίους απεφασίσθη, δια να έλθωμεν να ακούσωμεν τα προβλήματά σας. Έχομεν όλην
την πληρεξουσιότητα να αποφασίσωμεν και να βεβαιώσωμεν κάθε συμφωνίαν. Ιδού
λοιπόν κατά την προσταγήν του πρίγκιπος και την θέλησιν όλων ήλθαμεν. Εγώ
εστάλην εκ μέρους του, δια να βεβαιώσω όλους τους αγάδες και κάθε Μουσουλμάνον,
ότι τους υπόσχεται ασφάλειαν ζωής, τιμής και υπαρχόντων· και εν γένει κάθε
κεφάλαιον, οπού ήθελε συμφωνηθή, θέλει θεωρείται ως κεφάλαιον νόμου αμεταθέτου
ως από το μέρος της Υψηλότητός του. Προσέτι βεβαιώ την ενδοξότητά σας ότι
ημπορείτε ελευθέρως να ειπήτε την γνώμην σας εις τους ευγενεστάτους άρχοντας
και καπετανέους, διότι κοινή γνώμη του πρίγκιπος και της πατρίδος εστάλθησαν με
πληρεξουσιότητα. Δια δε, αν ήμεθα επακουμβισμένοι εις καμίαν δύναμιν, από την
διήγησιν, οπού θέλω σας κάμει, γενήτε κριταί μόνοι σας. Από την Ρωσίαν όχι
μόνον μεγάλος άνθρωπος δεν ημπορεί να εύγη, αλλ’ ούτε μικρός, χωρίς την είδησιν
του αυτοκράτορος. Ο πρίγκιψ Αλέξανδρος Υψηλάντης, ένας τόσον μεγάλος, ευγήκεν
από την Ρωσίαν φανερά εις την Βλχαχίαν, εύγαλε φερμάνι, με το οποίον
προσεκάλεσεν όλους τους λαούς της Ελλάδος να πιάσουν τα άρματα με απόφασιν, ή
να ελευθερώσουν την πατρίδα των, ή να αποθάνουν. Ευθύς λοιπόν οπού οι λαοί της
Ελλάδος ήκουσαν την φωνήν του αρχιστρατήγου των, έπιασε και η Πελοπόννησος τ’
άρματα. Η Ευρώπη και η Ρωσία μας βοηθούσαν μυστικά διά την φιλίαν, οπού εις το
φαινόμενον είχον με τον σουλτάνον· αλλ’ όταν είδεν η Ρωσία τον επονείδιστον
θάνατον του πατριάρχου Γρηγορίου, απεφάσισε τον εξολοθρευμόν της τουρκικής
διοικήσεως και του αρχηγού αυτής. Τούτο όμως εχρειάζετο να αποφασιθσή με την
γνώμην και των επιλοίπων βασιλέων της Ευρώπης· διό και έγινε συνέλευσις αυτών
εις την Βιέννην, οίτινες και το απεφάσισαν κάμνοντες αρχήν να μας βοηθούν πλέον
εις το φανερόν.
ΣΕΧ ΝΕΤΣΗΠ ΕΦΕΝΤΗΣ (τους
οφθαλμούς αυτού πήξας τη γη): Άδικα απεφάσισαν, αν απεφάσισαν ένα τέτοιο πράμα.
Αυτοί δεν έπρεπε να αποφασίσουν, χωρίς να μας ερωτήσουν.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Και
πότε ήθελον αποφασίσει τόσον δίκαια; Και ήτον δυνατόν να αφήσωσι δια
περισσότερον καιρόν τον σουλτάνον, όστις ήλθεν από την Ανατολήν χωρίς κανένα
δικαίωμα, μας ήρπαξε τα υπάρχοντά μας, κατακρατεί την γην των πατέρων μας, και μας
θυσιάζει ασπλάγχως ωσάν τα πρόβατα;
ΔΙΒΑΝ ΕΦΕΝΤΗΣ: Το θέλημα
του Μεγαλοδύναμου είναι μεγάλο. Σαράντα τώρα χρόνους η Φραγκιά και μάλιστα ο
Μόσκοβος έβαλαν σ’ τον νου τους να εξολοθρεύσουν την Τουρκιά· ο Θεός όμως την
εφύλαξε· ώστε, για να χαθή ή να μένη, αυτό κρέμαται από τον Θεόν και όχι από
τον κιράλη της Μοσκοβιάς.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ: Αυτά βέβαια
κρέμανται από τον Θεόν.
ΚΡΕΒΒΑΤΑΣ: Ημείς σας
λέγομεν εκείνο, οπού απεφασίσθη από τους βασιλείς· τι όμως θέλει κάμει ο Θεός,
τούτο μένει να το ιδούμεν ακολούθως.
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ: Και τι
μερχαμέτι [έλεος] ζητείτε από τον Θεόν, όταν σεις εφυλακίσατε τους προεστούς
και τους εβασανίσατε, εν ω ημείς έξω επεριποιήθημεν τους εδικούς σας;
ΤΟΥΡΚΟΙ: Αμφιβάλλομεν,
αν εδικοί μας έξω ζουν, καθώς λέτε· μολοντούτο δεν επειράξαμεν τους εδικούς
σας.
ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ: Τι δεν
επειράξατε; Και πόσοι από τους άρχοντες και αρχιερείς έζησαν σ’ την φυλακήν; ή
πόσοι από τους δούλους έμειναν; Έπειτα, όσαι γυναίκες ευγήκαν από μέσα, δεν
είναι εγκαστρωμέναι;
ΣΕΧ ΝΕΤΣΗΠ ΕΦΕΝΤΗΣ: Σ’
αυτό δεν πταίομεν ημείς οι Τούρκοι· ήτον η θέλησίς τους.
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ: Αφτ’ αυτά·
είναι καιρόν να μιλήσουμε γιατί ήλθαμεν εδώ, και όχι να λέγωμεν τέτοια. Σας
προβάλλομεν τρια κεφάλαια, τα οποία αύριον θέλομεν εγγράφως·
Α΄ Να μας δώσετε τα
ζητήματά σας όλα εγγράφως·
Β΄ Αν έχετε
πληρεξουσιότητα να αποφασίσετε· και
Γ΄ Εις πόσας ομιλίας
ημπορούμεν να τελειώσωμεν.
ΤΟΥΡΚΟΙ: Τα δυο θέλομεν
δώσει· για το τρίτον όμως δεν ημπορούμεν, διότι δεν το ξεύρομεν.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ημείς
τοιαύτην προσταγήν έχομεν από τον πρίγκιπα.
ΔΙΒΑΝ ΕΦΕΝΤΗΣ: Πολύ
καλά· θέλει το ειπούμεν μέσα· ειπέτε μας όμως, ποιος θέλει μας υπογράψει τας
συμφωνίας μας; έχετε μεγαλύτερον; και ποιος είναι;
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Ο
Υψηλάντης και ημείς θα υπογράψωμεν. Μεγαλύτερον έχομεν αυτόν. Ο αδελφός του
είναι αρχηγός όλου του έθνους, και αυτός επίτροπός του εδώ. Όταν έλθη ο αδελφός
του, αυτός πλέον δεν έχει καμίαν εξουσίαν.
ΤΟΥΡΚΟΙ: Ημείς δεν τα
γνωρίζομεν αυτά· πηγαίνοντες μέσα, θα τα ειπούμεν εις όλους.
ΓΕΡΜΑΝΟΣ: Αγάδες, ας
είμεθα βέβαιοι και ημείς και εσείς, ότι ο Θεός τώρα μας τηρά αποπάνω, και,
όποιος από μάς απατά τον άλλον, θα δώση λόγον έμπροσθεν του Θεού. Η τύχη των
Τούρκων της πόλεως κρέμαται από σας τους απεσταλμένους, και στοχασθήτε, ότι το
παραμικρόν σφάλμα σας θέλει φέρει τον αφανισμόν των.
ΔΙΒΑΝ ΕΦΕΝΤΗΣ: Έτσι
είναι, έτσι. Αϊ ανθρωπότης!
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
(αποτεινόμενος προς τους πολιτικούς): Τι θα θέλετ’ αυτά! Αν τ’ άρματά μας τους
υποχρεώνουν να ομολογήσουν νικημένον τον εαυτόν τους, ας στοχασθούν καλά κι ας
παραδοθούν· αν δεν δώσουν τ’ άρματα, τους τα παίρνομεν (κτυπών την χείρα επί
του ξίφους).[3]
Διελύθη ούτως η πρώτη
αύτη συνέντευξις, ην εχαρακτήρισαν μάλλον ανακρίσεις πλάγιαι, εγκλήσεις και
αντεγκλήσεις απ’ ευθείας. Οι Τούρκοι, ων η γνώμη εστίαζε προς την γλώσσαν,
εψηλάφουν κυρίως την αρχήν του ελληνικού πολέμου, και επιτηδείως επεδείκνυντο,
ότι ουδόλως βιάζονται προς άμεσον συνθηκολογίαν. Οι Έλληνες εξ εναντίας
εμεγάλυναν τας περί αρχής του πολέμου υπονοίας αυτών, και ταχείαν επεζήτουν την
παράδοσιν της πόλεως.
[1]
Περί τούτων αναφέρων ο μητροπολίτης Γερμανός εν τοις Υπομνήμασιν αυτού (σελ.
72) λέγει «και ένας άνθρωπος του Υψηλάντε». Οποίος περιφρονητέος εγωισμός!
[2]
Κυριότερον υπενόη την Ρωσίαν ο Τούρκος.
[3]
Η αποφασιστική αύτη παρατήρησις του Κολοκοτρώνου έκοψε το νήμα της ακαιρολογίας
και περιττολογίας των άλλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου