του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Οι δυο
κόσμοι της φαντασίας και της πραγματικότητας, διεισδύουν ο ένας μέσα στον άλλο,
δημιουργώντας μια αξεχώριστη μαγική πίστη στη ζωή των προϊστορικών ανθρώπων.
Όμως προκύπτει ένα νέο ερώτημα, πιο επιτακτικό αυτή τη φορά, σχετικά με την
αλήθεια της πίστης αυτής. Αν η πίστη των πρωτόγονων, που ήταν για εκείνους μια
αναμφισβήτητη αλήθεια, αποδείχθηκε μετά από χιλιετίες πλάνη, ποιος μπορεί να
εγγυηθεί με βεβαιότητα ότι και οι δικές μας αλήθειες δε θα αποδειχθούν στο
μέλλον επίσης πλάνες;
Αν η
μαγική αντίληψη των πρωτόγονων για την τέχνη ήταν μια πλάνη, άποψη που
υποστηρίζουν οι ορθολογιστές, αυτό δεν έχει καμιά σημασία για την τέχνη ως ιστορία.
Πόσο μάλλον, όταν απέναντι στην αλήθεια ενός ιστορικού φαινομένου, αντίκεινται μόνο διάφορες απόψεις περί της ερμηνείας του.
Γιατί αυτή η αδυναμία αναγνώρισης της αλήθειας, όταν
η ίδια η μαγική τέχνη προσφέρει τις μαρτυρίες και τις αποδείξεις του γεγονότος;
Αυτή η αντίληψη της τέχνης, καθ-ιερώθηκε εξαρχής ως μαγική και σαν τέτοια έγινε
κοινωνικά αποδεκτή ως αξία.
Ως τέτοια τη γνώρισαν οι άνθρωποι και μέσα από αυτήν οικοδόμησαν για δεκάδες χιλιάδες χρόνια τον πολιτισμό τους. Μέσα απ΄ αυτήν εκφράστηκαν οι αλήθειες τους. Η τέχνη του σήμερα είναι η ιστορική εξέλιξη εκείνης. Αυτή υπήρξε η αλήθεια και η βάση της τέχνης μας στην αδιάσπαστη αλυσίδα του χρόνου. Η ιστορία συντίθεται από τα ιστορικά της στοιχεία και όχι από τις πολυποίκιλες ερμηνείες τους, που αποτελούν υποκειμενικές εκτιμήσεις. Αν δεχθούμε ότι η αντικειμενική ιστορία έχει την αξία της ιστορικής αλήθειας, τότε τα ιστορικά στοιχεία που τη συνθέτουν, δηλ. τα έργα τέχνης κάθε εποχής, που συμμετέχουν σε αυτή την αλήθεια, είναι μέρη της, Είναι και αυτά αληθινά και άρα δεν μπορούν να είναι ψευδή. Αλλιώς, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η αλήθεια αποτελείται από αληθή και ψευδή μέρη, οπότε στην ουσία την αναιρούμε.
Ως τέτοια τη γνώρισαν οι άνθρωποι και μέσα από αυτήν οικοδόμησαν για δεκάδες χιλιάδες χρόνια τον πολιτισμό τους. Μέσα απ΄ αυτήν εκφράστηκαν οι αλήθειες τους. Η τέχνη του σήμερα είναι η ιστορική εξέλιξη εκείνης. Αυτή υπήρξε η αλήθεια και η βάση της τέχνης μας στην αδιάσπαστη αλυσίδα του χρόνου. Η ιστορία συντίθεται από τα ιστορικά της στοιχεία και όχι από τις πολυποίκιλες ερμηνείες τους, που αποτελούν υποκειμενικές εκτιμήσεις. Αν δεχθούμε ότι η αντικειμενική ιστορία έχει την αξία της ιστορικής αλήθειας, τότε τα ιστορικά στοιχεία που τη συνθέτουν, δηλ. τα έργα τέχνης κάθε εποχής, που συμμετέχουν σε αυτή την αλήθεια, είναι μέρη της, Είναι και αυτά αληθινά και άρα δεν μπορούν να είναι ψευδή. Αλλιώς, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η αλήθεια αποτελείται από αληθή και ψευδή μέρη, οπότε στην ουσία την αναιρούμε.
Αναφερόμενος
ο H. Read[1] στην πραγματική ουσία της τέχνης παραπέμπει στις απαρχές
της, στην τέχνη των πρωτόγονων και επισημαίνει πως:
«Μπορούμε να μάθουμε περισσότερα για την πραγματική φύση της τέχνης από
τις πρώτες εκδηλώσεις της στον πρωτόγονο άνθρωπο (και στα παιδιά) παρά από τη
διανοητική επεξεργασία της στις μεγάλες περιόδους του πνευματικού πολιτισμού».
Και παρακάτω: «Ο πρωτόγονος άνθρωπος και
το παιδί δεν κάνουν διάκριση, όπως εμείς με τον λογοκρατικό τρόπο σκέψης μας,
ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδεατό».
Τι είναι
όμως η αλήθεια; Είναι ένα αποκλειστικό προνόμιο του λογοκρατικού νου; Είναι κάτι που το κατακτούμε μόνο σε κάποια συγκεκριμένη ηλικία, ως έπαθλο, ή αποτελεί κατάκτηση ενός μόνο υψηλού πολιτισμού; Μπορούμε
να δεχθούμε, ότι ο πρωτόγονος και το παιδί, εξαιτίας της έλλειψης λογοκρατικού
νου, δε μετέχουν στο γίγνεσθαι, ή ότι δεν έχουν μια δική τους αλήθεια; Μήπως απλά, η αλήθεια αυτή δεν έχει φτάσει στο επίπεδο εκείνο, όπου συσκοτίζεται πλέον από την σκοπιμότητα της ενηλικίωσης; Είναι αυτό η
ευλογία ή η κατάρα τους; Οπωσδήποτε όχι, και μας διαβεβαιώνει για αυτό ο ίδιος ο Κύριος, όταν αναφερόμενος στα παιδιά είπε: "Αλήθεια σας λέγω, ότι αν δεν γίνετε σαν και αυτά, δε θα μπορέσετε να εισέλθετε στην Βασιλεία των Ουρανών..". Σίγουρα η αλήθεια τους δεν έχει την πολύπλοκη δομή του
ορθολογιστή, αλλά υπερέχει στο ότι διατηρεί μιαν άμεση βιωματική σχέση με την
πηγή της που είναι ο κόσμος. Για τον πρωτόγονο συμπεραίνουμε πως το πραγματικό
και το ιδεατό (υπερβατικό) ταυτίζονται, έχουν την ίδια αξία. Όμως: «...στα κατοπινότερα στάδιά της η τέχνη
επικαλύπτεται από τρόπους ζωής και σκέψης που δεν ανήκουν στην ουσία της». Η τέχνη, δηλαδή, στις μέρες μας,
έχει επικαλυφθεί από λογοκρατικά επιχρίσματα και από συσσωρευμένα πολιτισμικά
στοιχεία που δεν ανήκουν στην αρχική ουσία της.
Εδώ
ακριβώς εστιάζεται η αντίφαση, που εκδηλώνει το πρόβλημα της σύγχρονης τέχνης
και γενικότερα της εποχής μας. Από τη μια πλευρά ολόκληρη η πορεία μας
θεωρείται πως ήταν εσφαλμένη και μακριά από την αλήθεια, αφού η σκέψη και ο
πολιτισμός της ανθρωπότητας καθ-ιερώθηκαν πάνω σ΄αυτή τη μαγική πλάνη. Από την
άλλη, όμως, η τέχνη της εποχής μας έχει απομακρυνθεί από την αληθινή ουσία που
εντοπίζεται στις απαρχές της τέχνης. Αυτή είναι συνοπτικά η κρίση, που
αντιμετωπίζει η τέχνη στις μέρες μας και μοιάζει με κρίση ταυτότητας. Αιτία
είναι η λογοκρατική αντίληψη για την τέχνη, που αξιώνει το τέλος της τέχνης
εκείνης, που δεν διακρίνει το πραγματικό από το υπερβατικό. Η αντίθεση αυτή
εκδηλώνεται πρόδηλα στη σύγκρουση του Κλασικισμού και του Ρομαντισμού τον 18ο
αι.
Αν θέλουμε
να βρούμε την αιτία αυτής της κρίσης, θα πρέπει να την αναζητήσουμε στη
μονόπλευρη κυριαρχία του πραγματικού. Η λατρεία προς τον Ορθολογισμό (Rationalism), που άρχισε να επικρατεί από την Αναγέννηση και δώθε,
στένεψε τα πλαίσια μέσα στα οποία κινούνταν ελεύθερα η ψυχοπνευματική ύπαρξη
του ανθρώπου, στερώντας της το όνειρο και το μύθο. Ο παραγκωνισμός της
υπερβατικής πλευράς της τέχνης άνοιξε στην εποχή μας ένα τεράστιο ρήγμα στη
συνέχεια του πολιτισμού. Γνωρίζουμε, πως συχνά, είναι άλλο η αλήθεια και άλλο η
πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι το λογικό επιφαινόμενο της αισθητής
αντίληψης, που υποστηρίζεται πάντα από την απόδειξη των αισθήσεων. Έτσι, ένας
άνθρωπος, που στην πραγματικότητα δίνει την οπτική εντύπωση πως είναι καλά,
μπορεί στην αλήθεια να είναι άσχημα. Βλέποντας για παράδειγμα τη σελήνη, στην
πραγματικότητα αντιλαμβανόμαστε μόνο τη μια επίπεδη και κυκλική όψη της, αυτή
που υποπίπτει στις αισθήσεις. Η αλήθεια, όμως, είναι, πως η σελήνη είναι
σφαιρική και έχει τόσες όψεις όσες και οι πλευρές θέασής της.
Αν
αντιτείνει κάποιος πως η γνώση είναι που αποδεικνύει την αλήθεια των πραγμάτων,
όπως στο παράδειγμα με τη σελήνη, θα απαντούσα πως ναι, όμως η αλήθεια
προϋπήρχε της γνώσης και της απόδειξης. Δεν δημιουργήθηκε απ΄αυτές, απλώς
επιβεβαιώθηκε από αυτές με τη διάνοια. Ανεξάρτητα από την ανθρώπινη γνώση, λοιπόν, η
αλήθεια του κόσμου και των πραγμάτων διατηρεί την αντικειμενική της οντότητα
και η γνώση της έχει αξία μόνο για μας, επειδή ανακαλύψαμε ότι η γνώση της μας
είναι χρήσιμη. Η αλήθεια του κόσμου και όσα τον αφορούν, είναι βέβαιο ότι θα
υπήρχαν και δίχως εμάς, ακόμα και αν δεν υπήρχαμε ώστε να την ανακαλύψουμε.
Ο Antrei Tarkofski[2] αναρωτιέται: «Τι σημαίνει άραγε αλήθεια; Ποιο είναι το
μήνυμά της; Πρόκειται για κάτι το τόσο ανθρώπινο ώστε από μια
αντικειμενική, εξωανθρώπινη και απόλυτη σκοπιά, να μην υπάρχει κάποιο ισοδύναμό
της. Όμως αυτό το ανθρώπινο, σημαίνει συγχρόνως και κάτι περιορισμένο,
εγκλωβισμένο μέσα στα ανθρώπινα όρια. Το να συνδέσεις το ανθρώπινο με το σύμπαν
είναι κάτι το αδιανόητο. Το ίδιο συμβαίνει και με την αλήθεια. Το να προσπαθείς
να κατακτήσεις κάποιο μεγαλείο μέσα από τα δεδομένα σου όρια (αυτά τα
ευκλείδεια και φτωχά, σε σύγκριση με το άπειρο όρια) σημαίνει να αποδείξεις πως
είσαι ένας άνθρωπος και τίποτα άλλο…Η θρησκεία είναι η μόνη σφαίρα που διαθέτει
ο άνθρωπος για τη σύλληψη του Παντοδύναμου. Και παντοδύναμο, είπε κάποτε ο Λάο
Τσε, είναι αυτό που δεν βλέπουμε, δεν ακούμε, και δεν αισθανόμαστε».
Η
πραγματικότητα, λοιπόν, ως κατάφαση της λογικής αφορά αποκλειστικά εκείνο το
μέρος των πραγμάτων και των καταστάσεων που συνειδητά αντιλαμβάνονται οι
αισθήσεις. Ενώ η αλήθεια το σύνολο των πραγμάτων, όπου συνυπάρχουν τόσο το
πραγματικό όσο και το υπερβατικό, το εκδηλωμένο και το ανεκδήλωτο. Όπως το
συνειδητό και το υποσυνείδητο, που σαφώς διαχωρίζονται, αλλά συνθέτουν μαζί την
ενότητα της ύπαρξης. Με την έννοια αυτή, η αλήθεια, είναι το λειτουργικό
περιεχόμενο μιας υπαρξιακής ενότητας. Το πραγματικό, ως αντικείμενο των
αισθήσεων, για να εκδηλωθεί χρειάζεται το χώρο, το αληθινό δεν δεσμεύεται πάντα
απ΄ αυτόν. Όμως, ενώ το αληθινό είναι πάντα εν δυνάμει πραγματικό, όταν κάποτε
εκδηλωθεί στις αισθήσεις, το πραγματικό δεν ενέχει σε όλες τις περιπτώσεις την
αξία του αληθινού όταν αποκλείει το υπερβατικό. Έχει μόνο τη μαρτυρία των
αισθήσεων, αλλά γνωρίζουμε πως οι αισθήσεις δεν μπορούν να καλύψουν όλο το
φάσμα της αλήθειας. Κοιτάζοντας στον ορίζοντα τις ράγες του τραίνου, τις
βλέπουμε στην πραγματικότητα να συγκλίνουν. Η αλήθεια είναι πως αυτό δεν
ισχύει, είναι μια πλάνη. Όχι μόνο, επειδή, οι αισθήσεις είναι από τη φύση τους
περιορισμένες, αλλά επειδή και ο «στρατηγός» νους είναι επίσης περιορισμένος,
αν και μέσω της διαίσθησης θα είναι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από τις
αισθήσεις. Πρέπει να τονιστεί η υλική διάσταση της πραγματικότητας και η
πνευματική της αλήθειας, με βάση ακόμη και την ετυμολογική τους προέλευση που
είναι διάφορη.
Στην τόσο
φιλοσοφική ελληνική γλώσσα, διαχωρίζεται σαφώς η έννοια της αλήθειας[3] από την έννοια της
πραγματικότητας, καθώς εννοούνται δύο διαφορετικά πράγματα. Δεν είναι τυχαίο,
λοιπόν, πως οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν την λέξη «αλήθεια» =
(α-στερητικό+λήθη), για να εκφράσουν αυτό που δεν είναι λάθος ή ψέμα, αυτό που
ως ορθό παραμένει γνωστό και που σαν τέτοιο δεν έχει ξεχαστεί. Ο Πλάτων μάλιστα
ισχυρίζεται ότι η γνώση είναι ανάμνηση. Η μνήμη, λοιπόν, υπονοείται ως αντίθετη
της λήθης, για να εκφράσει το γεγονός πως η αλήθεια είναι μια διαχρονική, αν
και εξελίξιμη γνώση, που ο πυρήνας της μεταφέρεται δια της μνήμης από το
παρελθόν, όπως και η γνώση, και η ορθότητα της οποίας έγινε αντιληπτή από τους
ανθρώπους ήδη από το απώτερο παρελθόν. Ο άνθρωπος δεν είχε ανέκαθεν οξυμένη την
διανοητική λειτουργία της μνήμης, για αυτό και η εξέλιξή του, μέχρι την
εμφάνιση του νοήμονος ανθρώπου (Homo Sapience), ήταν πολύ αργή. Ο νοήμων άνθρωπος με την οξυμένη
ικανότητα της μνήμης, σαν ένα εξαιρετικό εφόδιο στο διανοητικό του εξοπλισμό,
πέτυχε στα 40.000 περίπου χρόνια της παρουσίας του, έναν πολιτισμό που δε
γίνεται να συγκριθεί με εκείνον που κατάφεραν οι πρώιμοι άνθρωποι σε
εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια.
Ο
πρωτόγονος και το παιδί έχουν μια δική τους αίσθηση τάξης για τον κόσμο όπου
ζουν, με διαφορετικές σχέσεις αναλογιών και μεγεθών, από εκείνες του κοινού
λογοκρατικού νου. Ο ήχος μιας βροντής, ή ενός κεραυνού, δεν αφήνει την ίδια εντύπωση στον
λογοκράτη με εκείνη που δημιουργεί στον πρωτόγονο και στο παιδί. Όμως δε
στερούνται του πυρήνα της αλήθειας. Ο
άνθρωπος του Ωρινιάκ (περ. 30.000 π.Χ), είναι βέβαιο πως διέθετε οξεία μνήμη,
όπως αποδεικνύεται από τα ακριβή σχέδιά του, και άρα ήταν σε θέση να
επιβεβαιώνει τις σχέσεις της απλής του αλήθειας. Το ίδιο και το παιδί, παρόλο
που η ικανότητα της μνήμης του είναι υπό ανάπτυξη, ως μια tabula rasa, και άρα η αίσθησή του
για την αλήθεια υπό εξέλιξη. Ζει όμως, άμεσα, μέσα σε αυτό, που θα «καταλάβει» αργότερα μέσα από
το αποστασιοποιημένο και πιθανόν παραμορφωμένο του εγώ, ως ενήλικας.
G. De Chirico: «Ο μεγάλος μεταφυσικός» 1917 |
Αυτή η
σχέση αναλογιών και αίσθησης του κόσμου διατυπώνεται από τον H. Read[4] εύστοχα σε ό,τι αφορά την αισθητική, όμως μπορούμε να την
χρησιμοποιήσουμε αναλογικά και σ΄αυτή την περίπτωση: «Η αίσθηση των
ευχάριστων σχέσεων (ανάμεσα στις μορφές και τα σχήματα των πραγμάτων) είναι η
αίσθηση της ομορφιάς, η αντίθετη αίσθηση είναι η αίσθηση της ασχήμιας».
Το ίδιο
συμβαίνει ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα. Έτσι μπορούμε να πούμε, ότι
ορισμός της αλήθειας, είναι η αίσθηση ενότητας και τάξης του φυσικού κόσμου και
των φαινομένων του, που αντανακλάται ως μια νοητή τάξη μέσα στο νου του
ανθρώπου. Αυτή η τάξη που επιβεβαιώνει με ακρίβεια τις αρμονικές σχέσεις μεταξύ
των πραγμάτων που συντελούν στο σχηματισμό της μέσα από σωστές αναλογίες και
μεγέθη, μας δείχνει πως η αλήθεια έχει άμεση σχέση με τη μνήμη. Επειδή, μόνο
εκείνος που διαθέτει μνήμη με καταγραμμένες εμπειρίες μπορεί να επιβεβαιώνει
κάθε φορά την ορθότητα και την ακρίβεια των σχέσεων, των αναλογιών και των
μεγεθών των πραγμάτων.
Αν
θελήσουμε αντίθετα να ορίσουμε το ψεύδος, θα λέγαμε πως είναι η αίσθηση μιας
ανακρίβειας στις σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων εξαιτίας των μη αναλογικών
μεγεθών, που έρχονται σε ασυμφωνία με τη νοητή τάξη του νου και ως εκ τούτου
αντανακλούν την αίσθηση μιας αταξίας. Αυτή είναι και η κατάσταση που γενικά
συγχύζει την τέχνη και την εποχή μας. Οι H. Jaffe-E.Rotters[5] σημειώνουν: «Η λέξη πραγματικότητα εκφράζει κάτι πολυσήμαντο.
Οι άνθρωποι επιχείρησαν πάντα να γνωρίσουν την αλήθεια. Η αλήθεια όμως
καθρεπτίζεται με ποικίλους τρόπους και με διαφορετικές εικόνες στη συνείδηση
και στη ζωή των ανθρώπων. Κάθε γενιά, κάθε εποχή νιώθει τον κόσμο αλλιώτικα από
την προηγούμενη, γι΄αυτό και κάθε εποχή έχει άλλη αντίληψη της πραγματικότητας.
Από την άποψη αυτή πραγματικότητα είναι βιωμένη αλήθεια, ενσταλλαγμένη στις
εικόνες που κάνουν οι άνθρωποι διάφορων εποχών για να μπορέσουν να ερμηνεύσουν
τον κόσμο. Η δική μας εικόνα του κόσμου, η δική μας πραγματικότητα φαίνεται
διαφορετική από αυτή των προγόνων μας».
Καθώς η
αλήθεια παραδίδεται από γενιά σε γενιά- η πραγματικότητα δεν παραδίδεται, αφού
είναι αυτό το μέρος της αλήθειας που υπόκειται στην αλλαγή των αντικειμενικών
συνθηκών- επιβεβαιώνεται ή απορρίπτεται η ακρίβεια των σχέσεων της στην
πραγματική ζωή, σε σχέση με τις νέες συνθήκες αντίληψης και ζωής. Η αλήθεια
αυτή συμπληρώνεται, τροποποιείται, φωτίζεται ακόμα περισσότερο, ποτέ όμως δεν
αναιρείται συνολικά η ύπαρξή της, αφού βασίζεται πάνω σε ορισμένες θεμελιώδεις
βασικές σχέσεις που είναι διαχρονικές και κοινές σε όλους. Για αυτό το λόγο
βρίσκει κανείς πολλά κομμάτια της κοινής αλήθειας, διάσπαρτα μέσα σε όλους τους
μύθους και τις θρησκευτικές παραδόσεις των λαών της ανθρωπότητας, εξελιγμένα ή
εκφυλισμένα στο βαθμό που η κατακτημένη γνώση το επέτρεψε, αλλού περισσότερο κι
αλλού λιγότερο.
Είναι η
γνώση μας για την αλήθεια που εξελίσσεται, αλλά είναι μια εξέλιξη που φωτίζει
κάθε φορά νέες πλευρές της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ανακαλύπτεται μια «άλλη»
αλήθεια. Η αλήθεια είναι πάντα εδώ και υπόκειται στη διαχρονική μας έρευνα.
Πρόκειται, λοιπόν, για μια αλήθεια με πολλές εκφράσεις και όχι για πολλές
αλήθειες. Αυτό μας δίνει μια ιδέα για την εξέλιξη της σχέσης του ανθρώπου με το Θεό. Είναι τελείως διαφορετική η αντίληψη του θεού στην προϊστορική εποχή, από
αυτήν του 21ου αι. Αυτό δείχνει, ότι καθώς ο άνθρωπος εξελίσσεται εσωτερικά
αλλάζει μαζί του ταυτόχρονα και η ιδέα που έχει για τον θεό.
Η εικόνα
που έχουμε για τον θεό γίνεται ολοένα πιο τέλεια, αλλά η τελειότητα αυτή αφορά
μόνο τη δική μας εξέλιξη, είναι η δική μας κατάκτηση στον αγώνα για τη γνώση. Ο Θεός, που ήταν και παραμένει τέλειος για τον εαυτό του, δεν έχει ανάγκη
περισσότερης τελειότητας. Ως δημιουργός της εξέλιξης βρίσκεται έξω απ΄ αυτήν
και ο ίδιος δεν υπόκειται στους νόμους της. Η αλήθεια του θεού δεν αναιρείται,
ούτε αντικαθίσταται από μια άλλη αλήθεια, αλλά είναι αυτή η ίδια αλήθεια, που
διαρκώς φωτίζεται από πολλές πλευρές, με τον ίδιο τρόπο, που ένα αντικείμενο
αναπαρίσταται από πολλές οπτικές γωνίες στα έργα των κυβιστών ζωγράφων.
Ένα
έργο τέχνης ως αληθινή έκφραση, όταν στερείται της μαγικής του
φύσης και πόσο μάλλον της κοινωνικής του αναφοράς δεν είναι τέχνη. Είναι μεν ένα
πραγματικό αντικείμενο, αλλά όχι ένα αληθινό έργο τέχνης. Έτσι, η πλάνη
εμφανίζεται συχνά με το πρόσωπο μιας φαινομενικής πραγματικότητας.
(Το κείμενο είναι απόσπασμα από την πολυσέλιδη μελέτη μου με τον τίτλο: "Τα φυσικά πρότυπα στην Τέχνη και την Θρησκεία - Μια επισκόπηση της εξέλιξης του πολιτισμού"
(Μέρος Α΄ Προϊστορία, Κεφ. 7. Η Κοινωνική συγκρότηση του Είναι, παρ. 7.3)
Σημειώσεις-παραπομπές:
[1] H. READ: «
Η Τέχνη σήμερα», (ό.π., σ. 38)
[3] Η α-*ληθ-εια,
με α-στερητικό στις ρίζες *λαθ- και *ληθ-, απ΄ όπου το λαθ-ος
και η λήθ-η, το λαν-θάνω και ο λήθ-αργος,
βρίσκεται στο *ε-τυμον των λέξεων, που η φανέρωσή του στο σημερινό φως είναι
πηγή και αιτία ευεξίας. Το ψέμα αντιθέτως, που πηγάζει απ΄ τη λήθη, απ΄το λά-θος, απ΄το λα-ν-θάνω (=μένω
άγνωστος) και απ΄το λήθ-αργο, είναι
αιτία αρρώστιας, α-σθέ-νειας. Η
α-λήθεια ως ετυμολογικό αντίθετο της α-μνησίας.
[4] H. READ: «Φιλοσοφία της
Μοντέρνας Τέχνης», Εκδ. Κάλβος-Αθήνα, σ. 16
[5] H. JAFFE-E. ROTTERS:
«Η Ζωγραφική στον 20ο αιώνα», Εκδ. Νεφέλη-Αθήνα 1984, σ. 12
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου