«Ο Παις του Κριτίου» (περ. 480 π.Χ.) |
Γράφει ο Γεράσιμος
Γ. Γερολυμάτος
(ζωγράφος)
Τα
ερωτήματα για την αιώνια αλήθεια του κόσμου και των όντων, είναι η ενασχόληση
της φιλοσοφίας και των φιλοσόφων της κάθε εποχής. Και η κάθε εποχή δίνει τις
δικές της απαντήσεις. Όταν θελήσει να μιλήσει κανείς για την τέχνη, θα πρέπει
να αναφερθεί αναπόφευκτα και στη φιλοσοφία. Άλλωστε και η φιλοσοφία έκανε την
τιμή στην τέχνη να ασχοληθεί σοβαρά μαζί της, επειδή η τέχνη ήταν βασικός φορέας
και εκφραστής του θρησκευτικού αισθήματος και του αντικειμένου του «Λόγου περί
θεών». Σχετικά με την τέχνη και την ανθρώπινη μορφή των θεών στα έργα της
τέχνης, οι φιλόσοφοι εξέφρασαν διάφορες απόψεις, ανεξάρτητα από την πίστη τους
στη θεϊκή αρχή, που οι περισσότερες κινούνταν προς την κατεύθυνση της
απομυθοποίησης..
Ο
Ηράκλειτος [1] δεν πίστευε πως στα
έργα της τέχνης, έργα ανθρώπινα, υπάρχει τίποτε από την αληθινή ουσία του θεού,
και ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος [2], θεμελιωτής της
ελεατικής φιλοσοφικής σχολής, καταδίκασε τον ανθρωπομορφισμό της εποχής του,
την ιδέα, δηλαδή, ότι οι Θεοί έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Για εκείνον
υπήρχε ένας μόνο Θεός, που διέφερε ολότελα από τους θνητούς ανθρώπους και
ταυτιζόταν με το όλο υπάρχον και αρνήθηκε την ευθύνη της θεϊκής συμμετοχής στα
έργα των καλλιτεχνών.
Ο Εμπεδοκλής [3] υποστήριξε, ότι τους τεχνίτες, που είχαν μάθει την τέχνη τους από τους θεούς, τους αντικατέστησαν ζωγράφοι που δάσκαλός τους ήταν η δική τους εξυπνάδα και πως δεν πρέπει να φανταζόμαστε τους Θεούς ως ανθρωπόμορφους, ούτε ως τερατόμορφες υπάρξεις, αλλά μόνο ως ιερή, ανέκφραστη διάνοια, που με γρήγορη σκέψη περιτρέχει ολόκληρο τον κόσμο (Ποίημα Περί Φύσεως). Παρόμοια εκφράστηκε ο Πυθαγόρας [4] για τους καλλιτέχνες, που πίστευαν ότι είχαν μάθει την τέχνη τους από τους θεούς και πως οι θεοί συνεργούσαν στην κατασκευή των έργων τους, διεκδικώντας για τον εαυτό τους και την ιδιότητα της σοφίας. Ο Αριστοτέλης [5] διατύπωσε με ακρίβεια τον ορισμό αυτής της «σοφίας» των καλλιτεχνών, που προέρχεται από τους Θεούς, ερμηνεύοντάς την ως «αρετή τέχνης», προκοπή δηλαδή της τέχνης, που οφείλεται στην τέλεια γνώση των τεχνικών της κανόνων. Όμως φαίνεται ότι συμφωνεί τελικά με τον Ξενοφάνη σχετικά με τον μη ανθρωπομορφισμό των Θεών: «αλλά ίσως δεν είναι καλύτερο να παριστάνουμε τους θεούς μ΄αυτό τον τρόπο, αλλά το πράγμα έχει όπως νόμιζε ο Ξενοφάνης»[6].
Ο Εμπεδοκλής [3] υποστήριξε, ότι τους τεχνίτες, που είχαν μάθει την τέχνη τους από τους θεούς, τους αντικατέστησαν ζωγράφοι που δάσκαλός τους ήταν η δική τους εξυπνάδα και πως δεν πρέπει να φανταζόμαστε τους Θεούς ως ανθρωπόμορφους, ούτε ως τερατόμορφες υπάρξεις, αλλά μόνο ως ιερή, ανέκφραστη διάνοια, που με γρήγορη σκέψη περιτρέχει ολόκληρο τον κόσμο (Ποίημα Περί Φύσεως). Παρόμοια εκφράστηκε ο Πυθαγόρας [4] για τους καλλιτέχνες, που πίστευαν ότι είχαν μάθει την τέχνη τους από τους θεούς και πως οι θεοί συνεργούσαν στην κατασκευή των έργων τους, διεκδικώντας για τον εαυτό τους και την ιδιότητα της σοφίας. Ο Αριστοτέλης [5] διατύπωσε με ακρίβεια τον ορισμό αυτής της «σοφίας» των καλλιτεχνών, που προέρχεται από τους Θεούς, ερμηνεύοντάς την ως «αρετή τέχνης», προκοπή δηλαδή της τέχνης, που οφείλεται στην τέλεια γνώση των τεχνικών της κανόνων. Όμως φαίνεται ότι συμφωνεί τελικά με τον Ξενοφάνη σχετικά με τον μη ανθρωπομορφισμό των Θεών: «αλλά ίσως δεν είναι καλύτερο να παριστάνουμε τους θεούς μ΄αυτό τον τρόπο, αλλά το πράγμα έχει όπως νόμιζε ο Ξενοφάνης»[6].
Ο
Πλατωνικός Σωκράτης, στην «Απολογία» του αναφέρει πως η δημιουργία είναι
προνόμιο των Θεών για να επισημάνει, μιλώντας για τη γλυπτική, ότι πρώτοι
εκείνοι οι παλιοί τεχνίτες, προσωποποίηση των οποίων ήταν ο Δαίδαλος,
δημιούργησαν πριν χίλια και δύο χιλιάδες χρόνια την ανθρώπινη τέχνη [7]. Για τον Πλάτωνα η
ανθρώπινη τέχνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα υστερότερο φανέρωμα και
ανθρώπινο δούλεμα της τέχνης, που έχει την αρχή της στο Θεό [8] κι ακόμα, πως η
συνάρτηση εκείνων με το Θεό οδήγησε τους ανθρώπους στη δημιουργία της
γλυπτικής. Η αρχή της τέχνης αυτής πιστεύει πως οφείλεται στη σχέση του
ανθρώπου με το θεό, που έκανε τον άνθρωπο να ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα. Ακριβώς
το χωρισμό αυτό από την ζωϊκή κατάσταση της απλής συνείδησης, εκφράζει και
χαρακτηρίζει πρώτα-πρώτα η θρησκευτική πίστη και η ίδρυση βωμών και αγαλμάτων,
όπως βλέπουμε να λέει ο Πρωταγόρας, μια άποψη που συμμερίζεται και ο Πλάτων [9].
Ο Μ.
Ανδρόνικος [10]
σημειώνει πως: «Μόνο στα ύστερα χρόνια του αρχαίου κόσμου, όταν το άτομο γίνεται το
μέτρο της ζωής, η λειτουργία της γλυπτικής χάνει αυτό το χαρακτήρα της, που της
έδινε ουσιαστικά κοινωνική αξία. Στα χρόνια του Πλάτωνα αν και είχε αρχίσει η
μεταβολή αυτή, δεν είχε ακόμα κάνει τη γλυπτική να χάσει εντελώς το θεμελιακό
της τούτο γνώρισμα τη σχέση της με τη θρησκεία. Η σχέση αυτή της γλυπτικής με
τη θρησκεία γεννάει και την ιδιαίτερή της θέση στο στοχασμό του Πλάτωνα. Γιατί
και η σχέση του φιλοσόφου με τη θρησκεία είναι ανάλογη με της γλυπτικής. Όσο κι
αν έχει κερδίσει μιαν απόλυτη φιλοσοφική και καλλιτεχνική αυτονομία δεν παύει
να μένει ο πιστός της πατροπαράδοτης θρησκείας». Έτσι ο φιλόσοφος, που και
ο ίδιος υπήρξε στην αρχή ποιητής, στέκει με φιλική διάθεση απέναντι στην τέχνη
(την γλυπτική), που κι ο δάσκαλός του υπηρέτησε και άρρηκτα δεσμά με τη
θρησκεία την καθαγιάζουν με ιερότητα, που απαγορεύεται να την θίξει κάθε
μυαλωμένος άνθρωπος [11]. Παρόλο που η τέχνη
καταπλήττει τον άνθρωπο που στέκεται μπροστά της και του κλέβει τη λογική,
κάνοντας την ίδια δουλειά που κάνουν και οι σοφιστές και έχει την ίδια αξία με
τη σοφιστική διδασκαλία [12], την κάνει τελικά
αποδεκτή στην ιδανική του «Πολιτεία». Όμως ο εσωτερικός πόνος και η ψυχική του
πάλη, εκδηλώνονται στην αντίθεση των δυο δυνάμεων, καρπός των οποίων είναι ο
διάλογος «Ίων». Εκεί βρίσκεται ανάμεσα στην αλήθεια της φιλοσοφίας και στην
ωραία απάτη της τέχνης που ασκεί μια ευχάριστη έλξη. Οι στίχοι του Goethe στον Faust αντανακλούν την
εσωτερική πάλη της ψυχής του. «Δυό ψυχές κατοικούν μές΄τα στήθη μου, η μια
θέλει να χωρισθή απ΄την άλλη...».
«Κόρη» 6ος αι. π.Χ., Αθήνα |
Σύμφωνα με
τον Β. Λαουρδά [13]:
«Ο Πλάτων κατόρθωσε με τόσην διαύγειαν να
ιδή και να αισθητοποιήση τον καλλιτέχνην και τον φιλόσοφον εις το σημείον της
οξυτέρας διαφοράς των, διότι κατά την εποχή αυτήν, έζη και τους δύο ως
αντιτιθεμένας δυνάμεις εις την ψυχήν του. Αυτούς τους τύπους τους esthetes, τους προ-λογικούς,
τους ανθρώπους του ωραίου και όχι του Αληθούς ο Πλάτων δεν τους έβλεπε μόνον ως
ανθρώπους κυκλοφορούντας εις του πνεύματος την αγοράν. Κάτι περισσότερον και
πολύ τραγικώτερον, τους έζησεν ο ίδιος εις την ψυχήν του, τους έζησε με την
ιδίαν του ύπαρξιν, όταν προ της συναντήσεώς του με τον Σωκράτη, είχεν επιδοθεί
και αυτός εις την συγγραφήν διθυράμβων και δραματικών έργων». Εάν δεν γνώριζε τον Σωκράτη θα ήταν και αυτός ένας από
τους πολλούς ποιητές της εποχής του 4ου αιώνα. Ένας esthete, όπως ο Φαίδρος και ο Ίων, χωρίς τίποτε το μόνιμο και το
υπεύθυνο στη ζωή του. Για να φτάσει το Φως της Ουσίας της φιλοσοφίας η μόνη
αναγκαία προϋπόθεση ήταν η σκληρή πειθανάγκη του Λόγου. Και συνεχίζει: «Δια να φθάση εκεί, εχρειάσθη ν΄αποκαθάρη
πρώτον την ψυχήν του από όλα τα αβέβαια και τα θολά, τα ασαφή και τα περίπου,
εχρειάσθη επομένως να παύση να είναι «καλλιτέχνης». Έτσι, μολονότι ο Πλάτων
έχει απογυμνώσει την τέχνη με την άσκηση έντονης κριτικής, δεν του είναι δυνατό
να την καταδικάσει και αποτελεί μια συνειδητή αντινομία της φιλοσοφικής του
σκέψης.
Την λαϊκή
μυθική πίστη για τη θεϊκή δύναμη των δαιδαλικών αγαλμάτων να βαδίζουν και να
φεύγουν δεν αμφισβητεί ούτε και ο Πλάτων, όχι επειδή πίστευε στην αλήθεια αυτής
της λαϊκής παράδοσης, αλλά από εκτίμηση και βαθειά κατανόηση στη λαϊκή πίστη
και από σεβασμό στους Θεούς και στις παραδόσεις [14]. Τα στοιχεία αυτά
μετέδωσε και στο μαθητή του Αριστοτέλη [15]. Αλλά, όπως λέει ο M.P. Nilsson [16]: «ο Πλάτωνας έμεινε
συνδεδεμένος με την παλιά θρησκεία και δεν θεώρησε τον εαυτό του θρησκευτικό
αναμορφωτή αλλά έναν φιλόσοφο». Αν ίσως μας φαίνεται ανεξήγητο το ταίριασμα
της απλοϊκής πίστης με τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του δεν μπορούμε να το
αρνηθούμε, γιατί ο ίδιος μας βεβαιώνει κατηγορηματικά για αυτήν και ειρωνεύεται
πικρά την ορθολογιστική προσπάθεια των σοφών της εποχής του να ξεθεμελιώσουν
την αφελή αυτή αρχαία πίστη [17]. Ο ίδιος πάλι εξηγεί
το λόγο που δεν έβαλε σκοπό του να αντιμετωπίσει τη μυθολογική τούτη στρατιά
των δαιμόνων, αλλά προτιμά να μένει στην απλή πίστη του λαού [18]. Τι επιχείρημα πιο
πειστικό για την ευσέβειά του από την καταδίκη της ποίησης που ασέβησε στους
θεούς [19]. Βέβαια η ευσέβεια
αυτή εκδηλώνεται στις συγκεκριμένες θεότητες του τόπου του με τον ίδιο τρόπο
που θα εκδηλωνόταν και του πιο απλοϊκού Αθηναίου. Οι λατρευτικές αυτές
εκδηλώσεις δε μένουν στην επιφανειακή και άβαθη σημασία, όπου πάντα καταντούν
οι λατρευτικοί τύποι στη μάζα των πιστών [20], αλλά αποτελούν
έκφραση μιας πνευματικότητας άξιας του φιλοσόφου. Στις άψυχες εικόνες των Θεών
που υπάρχουν στα ιερά προσφέρουμε κάθε λογής δώρα, γιατί πιστεύουμε πως έτσι θα
έχουμε φίλους και προστάτες τους πραγματικούς έμψυχους Θεούς, που εικονίζουν τα
αγάλματα. Η ορατή εικόνα του Θεού μετέχει στη θεότητα, όπως η ορατή ανθρώπινη
ομορφιά μετέχει στην Ιδέα της ομορφιάς. Άγαλμα και Θεός δεν είναι δυνατό να
χωριστούν, γιατί το πρώτο εκφράζει το Θεό που το καθιερώνει [21].
«Σύμπλεγμα του Λαοκόοντα»
Αγήσανδρου, Πολύδωρου, Αθηνόδωρου, 1ος αι. π.Χ.
|
Ο
Αριστοτέλης πρακτικότερος ωστόσο από το δάσκαλό του, δαπάνησε τη φιλοσοφική του
διάθεση για την έρευνα του αισθητού κόσμου. Δεν μπορεί να αποδεχθεί τις ιδέες
του Πλάτωνα έξω από τα πράγματα. Η τέχνη και η ποίηση γενικά δεν εξοβελίζονται
από την κοινωνία, όπως κάνει ο Πλάτων στην «Πολιτεία», αλλά αποτιμούνται με
κριτήρια οικεία και επομένως κρίνονται κατάλληλες να υπηρετήσουν την ανθρώπινη
κοινωνία. Ο άνθρωπος είναι «ζώον
μιμητικόν» και μάλιστα «μιμητικώτατον
των ζώων», δηλαδή όν καλλιτεχνικό από τη φύση του. Έχω τη γνώμη πως εδώ, με
την έννοια του «καλλιτεχνικού όντος», θα πρέπει να νοείται η ευρύτερη
πνευματική πλευρά της συνείδησης, έχοντας υπόψιν, ότι η μίμηση είναι μια πράξη
συνειδητή που αντιγράφει και επαναλαμβάνει για κάποιο πνευματικό σκοπό, όχι οτιδήποτε
από τη φύση, αλλά μόνο αυτά που από τις διάφορες μορφές της, έχουν για τον
άνθρωπο χαρακτήρα θεϊκό. Αν η φύση ήταν ταυτόσημη μέσα στη συνείδηση με το θεό,
όπως συνέβαινε στις αρχαίες θρησκείες, τότε το αντικείμενο της μίμησης, δηλαδή
της τέχνης, ως μετέχων του θείου είναι σε επίπεδο συνείδησης κι αυτό
θρησκευτικό. Η Ηθική του Αριστοτέλη δεν αποστρέφεται το θρησκευτικό στοιχείο.
Το έργο τέχνης πρέπει να έχει και να μεταφέρει το πνεύμα του ηθικού χαρακτήρα,
ώστε να μπορέσει να επιδράσει θετικά στην ανθρώπινη κοινότητα. Ο Αριστοτέλης
ζητά από την τέχνη να επηρεάζει ηθικά τους ανθρώπους. Χαρακτηρίζει δε την
ποιότητα των έργων των καλλιτεχνών της εποχής του με γνώμονα το ηθικό τους
περιεχόμενο, «ο μεν γαρ (Πολύγνωτος)
αγαθός ηθογράφος» [22] και προτρέπει ότι: «οι νέοι δεν πρέπει να βλέπουν τα έργα
ζωγραφικής του Παύσωνος (πρόκειται πιθανό για έναν σκιτσογράφο του α΄μισού του 4ου αι.) αλλά του Πολύγνωτου ή άλλων ζωγράφων ή
γλυπτών, που τα έργα τους έχουν ηθικό χαρακτήρα» [23].
Η παιδεία και η σωστή αγωγή συνιστούν τις καλύτερες
προϋποθέσεις για την επιβίωση και την προκοπή της ανθρώπινης κοινότητας [24]. Πάντως δεν τηρεί
ούτε αυτός ανεπιφύλακτη στάση απέναντι σε κάποιες πλευρές της τέχνης και
προτείνει πως: «Προπάντων πρέπει παντού
να φυλαγόμαστε από τη γοητεία που ασκεί το ευχάριστο και την ηδονή, γιατί δεν
είμαστε αδέκαστοι στην κρίση μας απέναντι της» [25]. Η ηθική άποψη του
Αριστοτέλη μολονότι αποτελεί συνέχεια των απόψεων των προκατόχων του, βρίσκεται
σε έντονη αντιπαράθεση με δύο βασικές προαριστοτελικές θέσεις. Από τη μια με
τις απόπειρες των Προσωκρατικών να πραγματευτούν κάποια προβλήματα του
ανθρώπινου πρακτικού βίου, μέσα από κοσμολογίες και περιεκτικές θεάσεις της
φύσης, και από την άλλη, με τον καινοτόμο προσανατολισμό προς τη Λογική και το Λόγον, προσανατολισμό που πήρε η ηθική
έρευνα με τη σωκρατική-πλατωνική φιλοσοφία. Ο Αριστοτέλης δούλεψε και με τις
δύο παραδόσεις με στόχο να φέρει σε συνάφεια τις δυο αυτές θέσεις και να
διασφαλίσει την αδιάλειπτη συνέχεια από τη φύση στην ανθρώπινη ορθολογικότητα,
έτσι ώστε να καθιδρύσει μια νέα ηθική διδασκαλία που να θεμελιώνεται πάνω στα
ερείσματα και το κύρος που προσφέρουν οι δύο προγενέστερες [26].
Όπως είδαμε διαμορφωτές της υστερο-αρχαϊκής αντίληψης για το
μύθο και για την τέχνη ήταν κυρίως οι φιλόσοφοι. Σημαντική ήταν όμως και η
συμβολή των ποιητών.
(Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό «ΕΝΝΕΑΔΑ», τευχ. 20ο,
2005)
Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου με τον τίτλο: «Τα φυσικά πρότυπα στην τέχνη και στην Θρησκεία-μια
επισκόπηση της εξέλιξης του πολιτισμού». Β΄ΜΕΡΟΣ: Αρχαίος κόσμος, Κεφ. 3: «Οι
περί Θεών και Όντων», φιλοσοφίες των αρχαίων Ελλήνων, παρ. 3.4: Η Φιλοσοφία για
την Τέχνη και τους καλλιτέχνες»
[1] ΗΡΑΚΛ. (22 Β5 = Ι 151) Ν2 «…και τοις αγάλμασι δε τουτέστιν εύχονται, οκοίον εί τις δόμοισι
λεσχηνεύοιτο, ού τι γινώσκων θεούς ουδ΄ήρωας οίτινές είσι…»
[2] ΞΕΝ: «τας μορφάς
αυτών (δηλ.των Θεών) ομοίας εαυτοίς έκαστοι διαζωγραφούσιν, ως φησιν ο
Ξενοφάνης: Αιθίοπές τε μέλανας σιμούς τε Θράικές τε πυρρούς και γλαυκούς»,
παραφρ. Κλήμεντος.
[3] ΕΜΠ: (31-Β-23=Ι -321) :
(ΝΗ) «…ώς δ΄οπόταν γραφέες
αναθήματα ποικίλλωσιν ανέρες αμφί τέχνης υπό μήτιος εύ δεδαώτε…»
[4] «Πυθαγόρας τούτο
μεμψάμενος σοφόν μεν μόνον το θείον είπεν ονομάζεσθαι»
[5] ΑΡΙΣΤ: (Ηθικά Νικομ. 1141 α 12) «την δε σοφίαν έν τε ταίς τέχναις τοις ακριβεστάτοις τας τέχνας
αποδίδομεν, οίον Φειδίαν λιθουργόν σοφόν και Πολύκλειτον ανδριαντοποιόν,
ενταύθα μεν ούν ουδέν άλλο σημαίνοντες την σοφίαν ή ότι αρετή τέχνης εστίν
[=προκοπή της τέχνης]»
[6] ΑΡΙΣΤ: «Ποιητ.25,1460b35»
[7] ΠΛΑΤ. «Ιων. 534b»
[8] ΠΛΑΤ: «Νομ. ΙΙΙ 667d»
[9] ΠΛΑΤ: «Πρωτ. 320d-22a», «Σοφ. 265e», «Τιμ. 37c.»
[10] ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ: «Ο Πλάτων και η Τέχνη». Εκδ.
Νεφέλη. Αθήνα-1986. σ. 150.
[11] ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ : (αυτ. σ. 156)
[12] ΠΛΑΤ: «Γοργ. 582b. 23»
[13] ΠΛΑΤ: «Ίων». Κριτική και ερμηνευτική έκδοσις υπό
Βασιλείου Λαουρδά, Εκδ. Οίκος Αφοί Κ. Μακρυγιάννη. Πειραιάς. 1937, (σ. 20)
[14] ΠΛΑΤ: «Μεν. 97d», «Ευθ. 11b, 15b»
[15] ΑΡΙΣΤ: «Ποτέ δεν
πρέπει να δείχνουμε υπερβολικό σεβασμό, παρά μόνο, όταν πρόκειται για τους
Θεούς». «Περί Φιλοσοφίας -Αποσπ. 14.)
[16] M.P.NILSSON: «Greek Piety» σ.
124
[17] ΠΛΑΤ: «Φαίδρ. 229c», «αλλ΄ει απιστοίην, ώσπερ οι
σοφοί, ουκ αν άτοπος είην...»
[18] ΠΛΑΤ: «Φαίδρ. 229c-230a», «εμοί δε προς αυτά ουδαμώς έστι σχολή το δε αίτιον, ω φίλε, τούτου τόδε,
ου δύναμαί πω κατά το Δελφικόν γράμμα γνώναι εμαυτόν, γελοίον δη μοι φαίνεται
τούτο έτι αγνοούντα τα αλλότρια σκοπείν. Όθεν δη χαίρειν εάσας ταύτα, πειθόμενος
δε τω νομιζομένω περί αυτών, ο νυνδή έλεγον, σκοπώ οι ταύτα αλλ΄εμαυτόν»
[19] ΠΛΑΤ: «Φαίδρ. 279bc: Ουκούν ευξαμένω
πρέπει τοίσδε πορεύεσθαι;...Ω φίλε Παν τε και άλλοι όσοι τηδε θεοί, δοίητέ μοι
καλώ γενέσθαι τάνδοθεν», «Φαίδ. 118a: ο δη τελευταίον εφθέγξατο, Ω
Κρίτων, έφη, τω Ασκληπιώ οφείλομεν αλεκτρύονα, αλλά απόδοτε και μη αμελήσητε».
[20] ΠΛΑΤ: «Πολ. ΙΙ 365d»
[21] ΠΛΑΤ: «Φαίδρ. 251a», «είτα προσορών ως θεόν σέβεται,
και ει μη εδεδίει την της σφόδρα μανίας δόξαν, θύοι αν ως αγάλματι και θεώ τοις
παιδικοίς»
[22] ΑΡΙΣΤ: «Ποιητ. VI. 1450a.27»
[23] AΡΙΣΤ: «Ιάμβλιχ.
Προτρ.»
[24] ΒΑΣ. ΚΥΡΚΟΣ: Από τον πρόλογο του ZEMB: «Αριστοτέλης» σ.16-17.
[25] ΑΡΙΣΤ: «Ηθικ. Νικ. Β9, 1109a. 33-b. 13»
[26] JOHN PETER ANTON: (αυτ. σ. 298)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου