Του Κωνσταντίνου Δ. Σάμιου
''Δρομείς-θρύλοι της Ολυμπίας-Μυθιστορηματική αφήγηση της
ζωής 24 Αρχαίων Ολυμπιονικών Δρομέων''
Ήταν η ώρα που ο ήλιος
άχνιζε πάνω από τα κοντινά βουναλάκια στ΄ανατολικά της Ιεράς Άλτις. Τα κοκόρια
άρχιζαν τη δική τους μονομαχία ξυπνώντας σιγά-σιγά τους θεατές της 157ης
Ολυμπιάδας. Κοντά στο Στάδιο οι Ελλανοδίκες έτοιμοι από ώρα, είχαν ετοιμάσει το
πρωϊνό των αγωνιζομένων στο τελευταίο Ολυμπιακό αγώνισμα. Ήταν η τελευταία
ημέρα των Ολυμπιακών. Οι αθλητές αρκετοί. Από χρόνια πολλά, άλλοι έλεγαν από
την 120ή Ολυμπιάδα, άλλοι από την 121η, οι αθλητές που έρχονταν στην Ολυμπία
δεν ήσαν μόνο από τις καθαρά Ελληνικές πόλεις. Στην αρχή λίγοι, έπειτα πιο
πολλοί, οι πόλεις των επιγόνων της Μακεδονικής κατάκτησης στην Εγγύς Ανατολή
και της Αφρικής, έρχονταν να τιμήσουν και να θυμηθούν αλλοτινές εποχές κλέους
και ρώμης.
Άλλωστε η Ελλάδα, η παλιά Ελλάδα, είχε φθάσει στα όρια της ερήμωσης. Αδύνατες πόλεις-φαντάσματα αλλοτινών εποχών. Η δίψα του χρυσού και της Ανατολής, το μεγάλο όραμα του Αλέξανδρου, είχε «αδειάσει» κυριολεκτικά την Eλλαδική ενδοχώρα από τους κατοίκους της. Μόνο η Μακεδονία υπήρχε ακόμα και οι φιλότιμες προσπάθειες της Αχαϊκής Συμπολιτείας που κράταγαν την φλόγα να σιγοκαίει. Η πανίσχυρη Ρώμη ήταν έτοιμη να συντρίψει και την ό,ποια ελευθερία ή το φάντασμά της τριγυρνούσε στην έρημη χώρα.
Άλλωστε η Ελλάδα, η παλιά Ελλάδα, είχε φθάσει στα όρια της ερήμωσης. Αδύνατες πόλεις-φαντάσματα αλλοτινών εποχών. Η δίψα του χρυσού και της Ανατολής, το μεγάλο όραμα του Αλέξανδρου, είχε «αδειάσει» κυριολεκτικά την Eλλαδική ενδοχώρα από τους κατοίκους της. Μόνο η Μακεδονία υπήρχε ακόμα και οι φιλότιμες προσπάθειες της Αχαϊκής Συμπολιτείας που κράταγαν την φλόγα να σιγοκαίει. Η πανίσχυρη Ρώμη ήταν έτοιμη να συντρίψει και την ό,ποια ελευθερία ή το φάντασμά της τριγυρνούσε στην έρημη χώρα.
Ανάμεσα στους αθλητές που ξυπνούσαν, ένας καθόταν με τα μάτια ανοιχτά. Όλη τη νύχτα ξάγρυπνος. Στα μάτια του περνούσε όλη η ζωή του. Οι Νίκες, οι ιαχές, η λαχτάρα του κόσμου, ο γυρισμός στο νησί του, το σφίξιμο στην αγκαλιά της Λευκοθέας, της γυναίκας του, τα κλαμένα μάτια του πατέρα και της μητέρας. Οι μνήμες που χάνονταν και γύριζαν, τα παιδικά χρόνια με το τρέξιμο στο λιμάνι της Ρόδου. Εκεί στα σκέλη του Φάρου…στο Στάδιο που αντίκριζε κάθε φορά τον ήλιο που ανέβαινε στη θάλασσα. Τα πρωινά μπουγάζια που τον ξαλάφρωναν από τη ζέστη και την υγρασία του νησιού. Το τρέξιμο στην παραλία με το κύμα να σκάει στα πόδια του, ενώ η άμμος έγραφε τα γυμνά του πόδια. Αυτά τα πόδια, χιλιάδες φορές, εκατοντάδες φορές…αυτά τα πόδια θα έτρεχαν γυρίζοντας τα στάδια. Και θα νικούσαν. Τα κοίταζε. Μέσα στο μισοσκόταδο παρατηρούσε αυτούς τους μυς που δε γνώριζαν ήττα. Μετά στράφηκε προς το μνημείο των παλαιών Ολυμπιονικών. Στο μυαλό του ήλθε το όνομα του Χίονι, του Άστυλου, του Αγέα, του Δρύμου και τόσων άλλων. Αχ! Πόσο θά΄θελε να ήταν απόψε όλοι εδώ μαζί του και να τρέχαν όλοι μαζί. Σαν μια μυστική παρέα που θα φανερώνονταν ξαφνικά και θα τρέλαιναν όλο τον κόσμο. Πόσο θα΄θελε σήμερα να ήταν μαζί του…
Ο σεβάσμιος
Ελλανοδίκης ήρθε κοντά του. Τον κοίταζε πολύ ώρα. Τα εξασκημένα γεροντικά του
μάτια έλαμψαν μόλις τον αναγνώρισε. Πήγε
κοντά του…
-Έλα παιδί μου
Λεωνίδα, σήκω…
Αυτή τη φράση του την
είχε πει τρεις κιόλας φορές στις τρεις προηγούμενες Ολυμπιάδες. Αυτή ήταν η
τέταρτη και η τελευταία. Ο Λεωνίδας σήκωσε τα κουρασμένα βλέφαρα και τον
κοίταξε. Ήταν ο ίδιος που τον είχε ξυπνήσει 12 χρόνια πριν, όταν αμούστακο
παιδί ακόμα είχε ξυπνήσει φοβισμένος στο άγγιγμά του. Ήταν ο ίδιος που
βλέποντας και παρατηρώντας τον στις προπονήσεις είχε πιστέψει στη μεγάλη του
αξία και το ταλέντο που θα έμενε στην Ιστορία. Και δεν είχε πέσει έξω. Ο Μέγας
Λεωνίδας λοιπόν από τη Ρόδο, την πανέμορφη και παντοτινά αξεπέραστη σε ομορφιά
Ρόδο, επί τρεις συνεχείς Ολυμπιάδες, κέρδιζε όλα τα αγωνίσματα δρόμου. Το
Στάδιο, τον Δίαυλο και τον Οπλίτη Δρόμο…Η προσωπικότητά του τεράστια. Δώδεκα
πρώτες νίκες σε τέσσερεις συνεχείς Ολυμπιάδες. Αήττητος. Το πέρασμά του από την
Ολυμπία έμεινε χαραγμένο στους αιώνες, όπως και του ομώνυμου Λεωνίδα, του
ατρόμητου Σπαρτιάτη βασιλιά που έπεσε στις Θερμοπύλες. Βέβαια εκτός από
λίγους-ελάχιστους-ειδικούς, ο Λεωνίδας του Αθλητισμού δεν αναφέρθηκε πουθενά. Η
μνήμη του χαμένη. Τα δεκάδες «γιατί» δεν αρκούν για να γιατρέψουν την ιστορική
αφασία που βιώνουμε σήμερα, ή μάλλον τα τελευταία 172 χρόνια που υπάρχουμε σαν
Κράτος…
Μια ιστορία αφασία που
λατρεύει τους χθεσινούς στάρ και αποθεώνει τους αυριανούς. Που λατρεύει το
χρήμα και αποθεώνει την εφήμερη δόξα, που εξαργυρώνει τα φαντάσματα των Άστυλων
και των Λεωνίδων, που σβήνει από την Ιστορία τα ονόματα του Αγέα και του
Δρύμου, που νικώντας στην Ολυμπία επέστρεψαν τρέχοντας στις πόλεις τους για να
αναγγείλουν αυτοί πρώτοι τις νίκες τους. Που χαντακώνει την αγνή προσπάθεια και
μεγαλοποιεί τα ψεύτικα σώματα και τα ρεκόρ της ναδρολόνης, της αυξητικής
ορμόνης, της ΕΡΟ και όλων των άλλων χημικών παρασκευασμάτων. Γιατί τάχα; Για τα
λεφτά και την εφήμερη δόξα. Και πώς θα νιώθουν άραγε όλοι αυτοί, όταν ξέρουν
ότι αυτά δεν τα έκανε το κορμί τους μόνο του, αλλά όλες αυτές οι ουσίες και οι
τεχνικές; Πώς θα κοιμούνται τα βράδια; Άραγε οι εικόνες που θα βλέπουν τι θα
είναι; Σύριγγες και φιαλίδια;
Ο Λεωνίδας ο Ρόδιος
όμως δε σκεφτόταν τίποτα από όλα αυτά. Οι δώδεκα νίκες του σ΄ένα κόσμο που οι
σπίθες της ελευθερίας του τρεμόπαιζαν κάτω από τις Ρωμαϊκές κοόρτεις, ήταν ίσως
και η τελευταία πράξη του δράματος των Αρχαίων Ολυμπιακών και ο Λεωνίδας ήταν
ίσως ο τελευταίος των Μεγάλων. Έξι χρόνια μετά, η Ελλάδα παρέδιδε και την
τελευταία εστία αντίστασης. Κοντά στην Κόρινθο θα παίζονταν οι τελευταίες
σκηνές του έργου, της καθυπόταξης μιας εγκαταλελειμένης ουσιαστικά χώρας. Οι
ηρωϊκές προσπάθειες της Αχαϊκής Συμπολιτείας δεν μπορούσαν να σώσουν τίποτα πια. Η Ρωμαϊκή πλημμυρίδα θα
σάρωνε εύκολα κάθε αντίσταση. Η βαθιά
ελληνική νύχτα είχε αρχίσει.
Για δεκάδες αιώνες, αυτό το παχύ σκοτάδι
αμνησίας και ιστορικής άγνοιας θα κάλυπτε τα πάντα. Μέσα σ΄αυτό το σκοτάδι
χάθηκαν οι μορφές των Αρχαίων Ολυμπιονικών, και πρώτα απ΄όλους το όνομα του
μεγαλύτερου ίσως απ΄αυτούς, του Λεωνίδα, που ήταν και ο τελευταίος μεγάλος πριν
την οριστική πτώση και υποταγή της Ελλάδας…Ίσως γι΄αυτό εξηγείται και ότι
πουθενά δεν αναφέρονται και του Λεωνίδα οι δώδεκα νίκες. Του ταχυπόδαρου Ροδίτη
που κανονικά θα πρέπει το άγαλμά του να γεμίζει το στάδιο της Ρόδου, δίπλα από
εκείνο του Διαγόρα, του μεγάλου πυγμάχου που έμεινε στη ιστορία για τις νίκες
του ίδιου, των παιδιών και εγγονών του στην Ολυμπία τον 5ο αιώνα π.Χ. Κι αυτή
την ιστορική ασέβεια οφείλουμε όλοι να
επανορθώσουμε, για να ξέρουμε και να θυμόμαστε, ότι πριν από εμάς που κρατάμε
τη φλόγα των Δρόμων αναμμένη, υπήρχαν τόσοι και τόσοι θαυμαστοί. Κι αυτούς τους
γεννήτορες μιας προαιώνιας παράδοσης πρέπει να τους τιμούμε…
Ο Λεωνίδας ο Ρόδιος
ανήκει σ΄εκείνη την ξεχωριστή κατηγορία των ανθρώπων που γεννήθηκαν για να
δείχνουν τον Δρόμο. Αξεπέραστος σε όλα. Σεμνός και μετρημένος. Μετά τον 12ο
άθλο του γύρισε στη Ρόδο. Προπονούσε τα μικρά παιδιά. Συγκλονίστηκε, όταν έξι
χρόνια μετά τον τελευταίο του θρίαμβο στην Ολυμπία έμαθε για τη νίκη των
Ρωμαίων. Φαντάστηκε τον Ρωμαίο διοικητή του Ελληνικού Θέματος να δίνει τον
κότινο στο διάδοχο του και έκλαψε. Αποτραβήχτηκε εκεί στη Ρόδο και ξεχάστηκε.
Αυτός ο Αιώνιος Δρομέας. Ο τέσσερεις φορές τριαστής (1) με τα δώδεκα στεφάνια,
ξεχάστηκε. Ο άνθρωπος που μοιάζοντας με τον μεγάλο Άστυλο, τρεις και κάτι
αιώνες μετά, κατάφερε να σπάσει όλους τους κανόνες της Φυσικής και της
Βιολογίας, κερδίζοντας μέσα σε μια ημέρα τα 200 περίπου μέτρα και δύο φορές τα
400 περίπου μέτρα, (Δίαυλος και Οπλίτης Δρόμος), αγωνίσματα που δε
συμβιβάζονταν μεταξύ τους, συνδυάζοντας ταχύτητα και αντοχή σε μια αξεπέραστη
ποιότητα. Κάνοντας τους σημερινούς ειδικούς να σφυρίζουν, λέγοντας θεωρίες για τη
συμμετοχή λίγων-ικανών δρομέων να συναγωνισθούν με ίσους όρους τους
επαγγελματίες δρομείς τύπου Άστυλου ή Λεωνίδα κλπ. Όλα αυτά είναι κούφιες
αερολογίες και παραμύθια για μικρά παιδιά. Ο Λεωνίδας και ο Άστυλος, αλλά και
αρκετοί άλλοι που θα αναφερθούν στη συνέχεια, δεν έκαναν αθλητισμό με ρολόγια
και μεζούρες, με σύριγγες και καταπότια. Από μικρά παιδιά βίωναν τον αθλητισμό
στις αλάνες και τους δρόμους των ιδιαίτερων πατρίδων τους και έτρεχαν. Ναι,
έτρεχαν με τα γυμνά τους πόδια στα στάδια της Ελλάδας, κατάπιναν τα χιλιόμετρα
δοξάζοντας τους εαυτούς τους και τις πόλεις τους. Κάνοντας τα λαρύγγια των
θεατών να συσπώνται βγάζοντας κραυγές που γέμιζαν την Ιερά Άλτι της Ολυμπίας
και των άλλων Πανελληνίων Αγώνων.
Ο Λεωνίδας ο Ρόδιος
που σήμερα με αυτά τα λόγια που διαβάζουμε ξανάρχεται στη ζωή, στη μνήμη και
την ιστορική συνέπεια, ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος των Δρόμων για δώδεκα
συνεχόμενα χρόνια. Από το 164 έως το 152 π.Χ. Σ΄αυτή την πορεία αντιμετώπιζε
άξιους αντιπάλους. Έλληνες από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μα νικούσε μ΄ένα
ανεπάληπτο επικό στυλ που καμιά αναφορά
πλην του Παυσανία (5,13,54) δεν απασχόλησε τους αρχαίους ή νεώτερους
ιστορικούς…
Σηκώθηκε και κοίταξε
το γέροντα Ελλανοδίκη. Κάθισε ανακούρκουδα, το ίδιο και ο γέρος. Τα μάτια του
γυάλισαν. Γύρισε για λίγο, κοίταξε τον ήλιο του Ιούλη, σκούπισε τα μάτια του
και του μίλησε. Άρχισε να του λέει για τις αλλοτινές εποχές. Του ανέφερε
δεκάδες ονόματα Ολυμπιονικών. Οι περισσότεροι έλαμψαν για μια φορά κι ύστερα
χάθηκαν. Του είπε ανέκδοτες ιστορίες που τις είχε ακούσει από τους γέρους
Ελλανοδίκες κι αυτοί από άλλους και οι άλλοι από τους πιο παλιούς. Αιώνες
Ιστορίας στην Ολυμπία. Ο γέρος μιλούσε και τα μάτια του φεγγοβολούσαν. Έκλαιγε
χωρίς να σταματάει να μιλάει. Σ΄αυτόν τον Ροδίτη ακουμπούσε αιώνες μνήμης. Για
τις αλλοτινές εποχές που θα φεύγαν μαζί του…Ο γέρος έβλεπε για 50 χρόνια την
Ολυμπία να μαραζώνει. Οι κερκίδες σιγά-σιγά άδειαζαν. Οι αθλητές άλλαζαν. Μόνο
αυτός, ο σεμνός Λεωνίδας, το παιδί του, όπως τον έλεγε, θύμιζε τα παλιά, τα
ξεχασμένα. Χάρις σ΄αυτόν και τις νίκες του, τις θαυμαστές του νίκες για τόσα
χρόνια η Ολυμπία φέτος είχε ξαναγεμίσει κόσμο. Όλοι στοιχημάτιζαν ότι φέτος
ήταν η σειρά του να χάσει. Οι σαλπιγκτές σάλπισαν. Στο Στάδιο και στον Δίαυλο ο
Λεωνίδας είχε συντρίψει κάθε απόπειρα αντίδρασης από τους νεαρώτερους κατά πολύ
ανταγωνιστές…
Ο γέρος ήπιε λίγο
νερό, του έδωσε, σταμάτησε να μιλάει. Ο ήλιος είχε ανεβεί. Ο σαλπιγκτής σήμανε
ότι οι δρομείς του Οπλίτη Δρόμου έπρεπε να ετοιμασθούν. Στο τρίτο σάλπισμα
(μισή ώρα μετά το πρώτο) έπρεπε να έχουν παραταχθεί στην Ιερά Άλτι, στο Στάδιο.
Οι θεατές σαν τα μυρμήγκια γύρω-γύρω στις κερκίδες. Ο γέρος έδωσε στον Λεωνίδα
τα όπλα του, του έδωσε την ασπίδα, του έδεσε τον θώρακα, του έβαλε το κράνος,
του έδεσε τις περικνημίδες. Λίγο πριν σηκωθεί δένοντας το τελευταίο κορδόνι,
έσκυψε και του αγκάλιασε τα πόδια, τα γόνατα. Αυτά τα αήττητα πόδια που θα
έτρεχαν τον τελευταίο Αγώνα. Ο Λεωνίδας τον έπιασε, αγκαλιάστηκαν.
- Έλα παιδί μου, είπε
ο γέρος, πήγαινε, η Ιστορία σε περιμένει…
Παρατάχθηκαν οι είκοσι
δρομείς, κοιτάχτηκαν. Μόνο τα μάτια πρόδιναν την ένταση. Ο σαλπιγκτής σάλπισε
για τρίτη φορά. Ξεχύθηκαν. Σε μια άκρη του Σταδίου ο γέρος σκούπιζε τα δάκρυα.
Ήταν η τελευταία φορά, το ήξερε, και για εκείνον. Η καρδιά του χτύπαγε
παράξενα. Είχε εμπιστευτεί στον Λεωνίδα την ιστορία των Δρόμων. Οι δρομείς
πέρασαν μπροστά του. Ο Λεωνίδας ήδη είχε ξεχωρίσει. Ο γέρος Ελλανοδίκης τον
κοιτούσε και η καρδιά του σκιρτούσε. Ο κόσμος ούρλιαζε καθώς ένας νέος δρομέας
από την Αντιόχεια, ο Ελλάνικος πλησίαζε τον Λεωνίδα. Ο νεαρός πλησίαζε και
πλησίαζε. Στο πρώτο του Σταδίου οι φωνές του πλήθους μεγάλωναν. Οι περισσότεροι
ανθρωποφαγικά ήθελαν τον Λεωνίδα να χάσει. Ο γέρος είχε βουβαθεί. Να, μπήκαν
στην τελευταία στροφή, δίπλα-δίπλα. Ο Ελλάνικος περνά. Όχι…ο Λεωνίδας. Ο Λεωνίδας
ανοίγει τον βηματισμό. Αχ, αυτά τα πόδια, τα γόνατα που σηκώνονταν ψηλά. Ναι,
το είχε ξαναδεί αυτό ο γέρος Ελλανοδίκης…11 φορές. Το΄χε ξαναδεί. Ο κόσμος
βουβάθηκε, φθάνουν στο τέρμα. Ο Λεωνίδας 12 φορές θριαμβευτής. Μια φωνή, ο
γέρος και έπειτα το Στάδιο να κοντεύει να γκρεμιστεί. Οχλοβοή. Ο Λεωνίδας
φεύγει από τις αγκαλιές των παραληρούντων θεατών. Τρέχοντας πάει κοντά στον
φίλο του τον Ελλανοδίκη…Ολύμπιος το όνομά του…
Τα άψυχα μάτια του τον
κοιτούσαν ακόμα τη στιγμή που έκοβε το νήμα. Η καρδιά του σπαρτάρησε για
τελευταία φορά. Στο θρίαμβο του μεγαλύτερου Δρομέα που πέρασε από την Ολυμπία.
Από την Ιστορία της Ολυμπίας.
Ο Λεωνίδας
αγκαλιάζοντας το άψυχο κουφάρι έστεκε εκεί μόνος…Θριαμβευτής, αλλά μόνος. Οι
θεατές διαλύθηκαν, ο θόρυβος σταμάτησε. Πήρε το 12ο στεφάνι και γύρισε στην
Ιστορία…
1. (Όσοι νικούσαν και
στους 3 αγώνες δρόμου ονομάζονταν τριαστές).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου