ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Αρχαία Ελλάδα- Η Μουσική στο πέρασμα των αιώνων



[Β] Μέρος

Επιμελείται-γράφει
ο μουσικός Χρήστος Δημ. Γεωργακόπουλος

Μουσικά συστήματα-Θεωρία

 

Είναι αδύνατον να περιγράψουμε με συντομία το εξαιρετικά πολυσύνθετο σύστημα μουσικής θεωρίας των αρχαίων Ελλήνων, ιδίως αν σκεφτούμε τις άπειρες παραλλαγές του από φυλή σε φυλή και τη συνεχή εξέλιξή του επί χίλια χρόνια. Εν τούτοις γνωρίζουμε το μονοφωνικό χαρακτήρα αυτής της μουσικής, που αποτελεί κοινό γνώρισμα όλως αυτών των παραλλαγών. Η περίπτωση της ετεροφωνίας (της ύπαρξης δηλαδή άλλων συνηχητικών γραμμών) δεν αλλοιώνει τον καθαρά μονοφωνικό χαρακτήρα της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Το αρχαίο ελληνικό τονικό σύστημα αποτελεί τη βάση του συστήματος της νεώτερης εποχής. Μετά το πεντατονικό σύστημα της πρώιμης εποχής κυριαρχεί από τον 8ο αι. περίπου το επτατονικό. Αμέσως μετά παρουσιάζεται το διατονικό σύστημα τέλειον.


Κατά την ύστερη κλασική και την ελληνιστική εποχή εμφανίζονται το χρωματικό και εναρμόνιο σύστημα και εισάγεται συγχρόνως περιγραφή, παράδοση και τροποποίηση του συστήματος. Κύριο στοιχείο του ελληνικού συστήματος, είναι η κατιούσα Τετάρτη, το τετράχορδον, που αντιστοιχεί και στον αριθμό χορδών της φόρμιγγας. Η κλασική κλίμακα  περιέχει 8 φθόγγους που αποτελείται από τα 2 όμοια τετράχορδα μέσον και διαζευγμένο (χωρισμένο), γιατί ανάμεσά βρίσκεται ο διαχωριστικός τόνος διάζευξης. Και τα δύο έχουν την ακολουθία βαθμίδων 1-1-1/2, όπως η σημερινή μείζων κλίμακα, αλλά κατιούσα.

Οι τρόποι  είναι τμήματα του συνολικού συστήματος. Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν 7 διαφορετικούς τρόπους, δώριο, φρύγιο, λύδιο, μιξολύδιο, υποδώριο, υποφρύγιο, υπολύδιο. Αποτελούνται από δύο όμοια τετράχορδα κάθε φορά, τα οποία ονομάζονται ανάλογα με τη θέση του ημιτόνιου. Το αρχαίο ελληνικό σύστημα δεν καθορίζεται από την κάθετη αρμονική σκέψη, αλλά από την οριζόντια μελωδική.

Η Αισθητική των Ελλήνων βρίσκεται σε στενή συνάρτηση με τη θεωρία τους για το Ήθος. Η θεωρία αυτή-που οφείλεται στους Πυθαγόρειους κι αναπτύχθηκε πρώτ’ από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη κι αργότερα απ’ την Σχολή των Περιπατητικών και των Στωικών- παραδέχεται ότι τα ηχητικά φαινόμενα συνδέονται άμεσα με τις ψυχικές καταστάσεις κι ότι μια ορισμένη σειρά ήχων μπορεί να προκαλέσει ένα συγκεκριμένο συναίσθημα. Το ήθος ενός τραγουδιού εξαρτιόταν πρώτ’ απ’ όλα από τον ρυθμό, ύστερα από τον τρόπο, την συνοδεία κ.α. Ο Δωρικός τρόπος, έλεγαν, δυναμώνει τον χαρακτήρα, διδάσκει θάρρος εμπρός στον κίνδυνο και καρτερικότητα στη δυστυχία.

Ο Φρυγικός έχει την δύναμη να ξεσηκώνει και να φλογίζει τα πνεύματα. Αφού λοιπόν η μουσική έχει μια τέτοια ηθική δύναμη, πρέπει να χρησιμοποιείται για την αγωγή των νέων. Με την υψηλή αυτή αντίληψη για την τέχνη, η αρχαία θεωρία είναι πολύ ανώτερη από τη σύγχρονη, που περιορίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, στους τεχνικούς κανόνες. Η σχετική όμως απλότητα της μουσικής τους, επέτρεπε στους Έλληνες να διαπιστώνουν, με αυστηρό πειραματικό έλεγχο, την καλή ή κακή επίδραση των διαφόρων ήχων, πράγμα που θα ήταν αδύνατο σήμερα. Ωστόσο, ως αρχή, η θεωρία του Ήθους είναι σωστή και μπορεί και στην εποχή μας ακόμα να μας διδάξει πολλά.

Ότι και να ’χει πει ο Hanslick1 που γι’ αυτόν η μουσική είναι μόνο ένα παιχνίδι με ήχους ή ένα καλειδοσκόπιο, κάθε παιδαγωγός θα ’πρεπε να προσέξει τις επιδράσεις που οπωσδήποτε έχει η μουσική στον ψυχικό μας κόσμο. Η θεωρία για τα πάθη και την έκφρασή τους, που εμφανίστηκε στον 18ο αιώνα, δεν ήταν άσχετη με τη διδασκαλία των Ελλήνων για το Ήθος2. Από τότε όμως η θεωρία αυτή ξεχάστηκε ολότελα. Μόνον ο μουσικολόγος H. Kretzcshmar3 την ξαναζωντάνεψε με τις ενδιαφέρουσες αναζητήσεις του σχετικά με την ερμηνεία της μουσικής.

Η σημειογραφία, από τον 6ο αι. π.Χ. , έπαιξε ρόλο στην θεωρία και την διδασκαλία. Υπήρχαν δύο συστήματα, ένα παλαιότερο για την οργανική μουσική και ένα νεότερο για την φωνητική μουσική. Και τα δύο είναι σημειογραφίες με τα γράμματα του αλφαβήτου. Η φωνητική σημειογραφία χρησιμοποιεί συστηματικά το Ιωνικό αλφάβητο: κάθε γράμμα δηλώνει ένα τονικό ύψος και συγκεκριμένα το Άλφα την διατονική βάση φα, το Βήτα  την απλά οξυμένη χρωματική βαθμίδα φα# και το Γάμα την διπλά οξυμένη εναρμόνια βαθμίδα. Στην οργανική σημειογραφία το ίδιο σύμβολο περιστρέφεται αντίστοιχα δύο φορές. Βασική οκτάβα είναι η μεσαία, η ψηλότερη σημειώνεται με προσθήκη τόνου (όπως και σήμερα) και η χαμηλότερη με αναστροφή των σημείων.

Οι κλίμακες μεταφοράς: το φθογγικό υλικό των Ελλήνων εκτείνεται σε 3 οκτάβες περίπου όπου η κάτω οκτάβα ονομάζεται υψηλότερη και η πάνω χαμηλότερη. Η μεσαία οκτάβα μι3-μι2 ήταν στην περιοχή της λεγόμενης αρμονίας, στην οποία μπορούσαν να εφαρμοστούν όλες οι τονικότητες. Αυτό αντιστοιχούσε περίπου στην έκταση της κιθάρας, που οι χορδές της έπρεπε να κουρδιστούν ανάλογα με τον επιθυμητό τρόπο. Ο Δωρικός τρόπος δεν παρουσιάζει εδώ καμία αλλοίωση γιατί συμπίπτει με την οκτάβα του μι. Όλες οι άλλες μεταφέρονταν στην οκτάβα του μι, πράγμα που οδηγούσε στις κλίμακες μεταφοράς ή τόνους με έως και 5 χρωματικές οξύνσεις.


ΟΡΓΑΝΑ
 
ΕΓΧΟΡΔΑ

Λύρα: Κατεξοχήν εθνικό όργανο της Αρχαίας Ελλάδας. Συνδεόταν στενά με τη λατρεία του Απόλλωνα και περιβαλλόταν με μεγάλο σεβασμό. Δεν ήταν ιδιαίτερα ηχηρό όργανο γι’ αυτό παιζόταν σε κλειστούς χώρους. Στην αρχική της μορφή είχε σαν βάση της όστρακο χελώνας για ηχείο, στο υλικό αυτό οφείλεται το ποιητικό όνομα χέλυς που έφερε παλιά η λύρα. Αργότερα το ηχείο κατασκευαζόταν από ξύλο με το ίδιο σχήμα. Πάνω από το κοίλο μέρος, απλωνόταν τεντωμένη για να πάλλεται, μια μεμβράνη από δέρμα βοδιού. Σε κάθε πλευρά του όστρακου, δύο βραχίονες από κέρατο αγριοκάτσικου ήταν στερεωμένοι παράλληλα με το ηχείο που ενώνονταν στο επάνω μέρος με μια εγκάρσια κυλινδρική ράβδο τον ζυγό. Εκεί στερεώνονταν οι χορδές ενώ στο κάτω μέρος του ηχείου δένονταν πάνω σε μια μικρή σανίδα και κρατιόταν λοξά προς τα έξω. Θεωρείται ότι την εφηύρε ο Ερμής, όταν το πόδι του ακούμπησε τον ξεραμένο τένοντα ενός άδειου όστρακου.

Φόρμιγγα: Τυπικό μουσικό όργανο των αρχαίων αοιδών, παραλλαγή της αρχαϊκής λύρας. Συνήθως είχε 4 χορδές αν και αρχαίοι συγγραφείς μιλούν και για 7χορδες φόρμιγγες (7οςαι.), καμωμένες από στριφτό έντερο ζώου και η διαδικασία του τεντώματος περιγράφεται στην Οδύσσεια. Ο ήχος της χαρακτηρίζεται ως λίγειος, δηλαδή γλυκός, διαπεραστικός, κόλλοψ λέγεται το κλειδί με το οποίο τεντώνεται το κλειδί. Μικρή και κοίλη, κρατιόταν σε πλαγιαστή θέση, όπως και η λύρα.

Βάρβιτος: Έχει μακρύτερους βραχίονες και είναι πιο λεπτή από την λύρα. Χρησιμοποιείται ως συνοδεία στο τραγούδι του κρασιού. Απεικονίσεις σε αγγεία παριστάνουν συχνά τον τραγουδιστή σε στάση έκστασης και είναι το μόνο έγχορδο όργανο που ανήκει στην λατρεία του Διονύσου. Εμφανίζεται με την κοινωνική λυρική ποίηση τον 7ο αιώνα.

Κιθάρα ή κίθαρι: Αναπτύσσεται τον 7ο αιώνα από την φόρμιγγα και ήταν πιο τελειοποιημένο και επεξεργασμένο όργανο από την λύρα με διαφορές στο ηχείο - που ήταν μεγαλύτερο, επίπεδο μπροστά, πίσω κοίλο και κάτω ευθύ-, στο μέγεθος -πολύ μεγαλύτερο-, και την ηχητικότητα – ο τόνος της ήταν πιο πλατύς και πιο ηχηρός. Οι 7, και από τον 5ο αιώνα 12 χορδές της, περνούσαν από ένα καβαλάρη και στηρίζονταν στο ζυγό. Ο Φρύνις, ο Τιμόθεος, ο Μελανιππίδης, αυξάνουν τον αριθμό των χορδών, περί τα τέλη του 5ου αιώνα και δέχονται ισχυρές αρνητικές κριτικές. Οι ένδεκα χορδές του Τιμόθεου υφίστανται την δριμεία κριτική των Σπαρτιατών. Η Μουσική στον Ψευδοπλούταρχο παραπονιέται πως την κακομεταχειρίζονται. Σαν πιο γεροδεμένο και βαρύ όργανο στερεώνονταν με μια ζώνη στον ώμο, ενώ ο εκτελεστής την κρατούσε όρθια σε σχεδόν κάθετη κλίση προς τα μέσα. Το δεξί χέρι έπαιζε με πλήκτρο (συγκρατημένο με κορδόνι πάνω στο ηχείο), ενώ το αριστερό χέρι έσβηνε τις χορδές. Η κιθάρα ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα. 

Οικογένεια Άρπας: (Τρίγωνον, Μάγαδις, Ψαλτήριον, Σαμβύκη, Επιγόνειον, Πηκτίς, Σιμίκειον ). Η άρπα διαδίδεται από τα μέσα του 5ου αιώνα και ύστερα, ιδιαίτερα στην Κάτω Ιταλία και μάλιστα ως γωνιώδης άρπα με 2 βραχίονες, ή με μια  υποστηρικτική ράβδο ως τρίγωνον. Παιζόταν κυρίως από γυναίκες. Ένα άλλο πλατιά γνωστό όργανο στην Αρχαία Ελλάδα ήταν η μάγαδις με τριγωνικό σχήμα, 20 χορδές (πρόκειται για 10 διπλές χορδές κουρδισμένες σε οκτάβα, μαγαδίζειν =τραγουδώ σε οκτάβα). Ψαλτήριον ήταν ένας γενικός όρος της Αρχαίας Ελλάδας για τα έγχορδα όργανα που παίζονταν απευθείας με τα δάκτυλα, χωρίς την βοήθεια πλήκτρου. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκε το επιγόνειον, η μάγαδις, η σαμβύκη (άρπα της Ομηρικής εποχής), η πηκτίς, το σιμίκειον, ο νάβλας και το τρίγωνον. Ο Πλάτων καταδίκαζε τα πολύχορδα όργανα (μάγαδις, πηκτίς, σαμβύκη, φοίνιξ) και ο Αριστόξενος τα ονόμαζε ξένα  (έκφυλα όργανα).
 
Πανδούρα: (επίσης πανδουρίς ή πάνδουρος) Ένα τρίχορδο όργανο της οικογένειας του λαούτου, ονομαζόμενο από τους αρχαίους Έλληνες «τρίχορδον». Εμφανίζεται από τα μέσα του 4ου αιώνα και ύστερα, προερχόμενο από την Ασσυρία, με μακρύ μπράτσο και τάστα. Στους Αλεξανδρινούς χρόνους το όνομα «πανδούρα» χρησιμοποιόταν για να δηλώνει και ολόκληρη την οικογένεια όμοιων οργάνων που παίζονταν με πλήκτρο. Πολλοί μουσικολόγοι θεωρούν την πανδούρα πρόγονο του βυζαντινού ταμπουρά και του σύγχρονου μπουζουκιού.


ΠΝΕΥΣΤΑ

Α) Ομάδα αυλών


Αυλός: (επίσης βόμβυξ ή κάλαμος). Το πιο σημαντικό πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας. Το κατασκεύαζαν από ξύλο, καλάμι, ελεφαντόδοντο ή μέταλλο. Το κύριο σώμα του αυλού ήταν ένας σωλήνας κυλινδρικός με τρύπες άλλοτε χωρίς κι άλλοτε με μονή ή διπλή γλωσσίδα (είδη δηλαδή:  φλάουτου, κλαρινέτου, ζουρνά και όμποε). Οι αυλοί είχαν διάφορα μεγέθη (για παιδιά, εφήβους, γυναίκες ή άνδρες), είτε ήταν κυλινδρικοί ή κωνικοί. Το κύριο σώμα του αυλού ήταν ένας σωλήνας κυλινδρικός με τρύπες. Οι πρώτοι αυλοί είχαν 3-4 τρύπες ενώ αργότερα ο αριθμός τους αυξήθηκε ως τις 15, έτσι που η έκτασή του αυλού να φτάνει τις 2 οκτάβες. Επειδή οι τρύπες ήταν περισσότερες από τα δάκτυλα που χρησιμοποιούνταν για να τις ανοιγοκλείνουν, η Θηβαϊκή σχολή τον 5ον π.Χ. αιώνα επινόησε ειδικά μεταλλικά κλειδιά ή κρίκους (δαχτυλίδια από χαλκό ή ορείχαλκο).
 
Κατά τον Αριστόξενο υπήρχαν πέντε είδη αυλών: παρθένιοι, παιδικοί, κιθαριστήριοι, τέλειοι, υπερτέλειοι. Ο Ιούλιος Πολυδεύκης απαριθμεί πλήθος άλλων ονομάτων. Χαρακτηρισμοί: γλυκύς, καλλιβόας, πάμφωνος κ.λ.π. Συνήθως παίζονταν 2 αυλοί ταυτόχρονα ως διπλός αυλός (δίαυλος) που συγκρατούνταν με ιμάντα, την λεγόμενη φορβεία. Ο αυλός ανήκε στην λατρεία του Διονύσου και ο ήχος του θεωρείτο γλυκός και εκφραστικός. Η προέλευσή του είναι από την Μ. Ασία (;) (φρυγικός αυλός).
Πλαγίαυλος: Σπάνιος, μαρτυρείται από τον 4ο  π. Χ. αιώνα.
Σάλπιγγα: Κατασκευαζόταν  είτε από μέταλλο με κεράτινο επιστόμιο (ευθεία), είτε εξ’ ολοκλήρου από κέρατο (καμπυλωτή). Την χρησιμοποιούσαν για μετάδωση σημάτων.

Β) Ομάδα συριγγών


Ο κόχλος από μεγάλο θαλασσινό κοχύλι ανήκει στην δεύτερη ομάδα πνευστών όπως επίσης και ή μονοκάλαμος σύριγξ και η  σύριγξ του Πανός ή αυλός του Πανός από τον θεό των βοσκών της Αρκαδίας τον Πάνα. Ποιμενικό κυρίως όργανο με 5, 7 ή 9 απλούς αυλούς (από τον 3ο αι. μέχρι 14), διαφορετικού μήκους και τονικού ύψους  που ο καθένας έδινε έναν μόνο φθόγγο, συνδέονταν ο ένας δίπλα στον άλλο και παίζονταν με το στόμα. Σε αυτήν την οικογένεια ανήκει και η ύδραυλις μεγάλο πνευστό όργανο. Αποτελεί εξέλιξη της πολυκάλαμης σύριγγος του Πανός με χάλκινους ηχηρούς αυλούς και πλήκτρα που λειτουργούσε με υδραυλική πίεση. Εφευρέτης του είναι ο μηχανικός Κτησίβιος ο Αλεξανδρεύς (3ος π.Χ. αι.) από τους αξιολογότερους μηχανικούς της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, έδρασε στην περίοδο της βασιλείας του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου (284 – 246 π.Χ.). Το έργο του έχει απολεσθεί και ό,τι γνωρίζουμε προέρχεται από αναφορές μεταγενέστερών του μηχανικών και ιστορικών. Η ύδραυλις θεωρείται ο πρόγονος του εκκλησιαστικού οργάνου (orgue). Παρόμοιο όργανο κατασκεύασε και ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς (1ος π.Χ. αι.- 1ος μ.Χ. αι.) που ήταν μαθηματικός, μηχανικός και εφευρέτης.


Τον Αύγουστο του 1992, η Ελλάδα απέκτησε το μοναδικό σε διαστάσεις και αρτιότητα στον κόσμο αρχαιολογικό τεκμήριο της υδραύλεως με την ανακάλυψή της από τον Δημήτρη Παντερμαλή, καθηγητή της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην περιοχή ανασκαφών που διεξάγει στο Δίον της Μακεδονίας. Το όργανο που ανακαλύφθηκε χρονολογείται από τον 1ο π.Χ. αιώνα, έχει ύψος 73 εκατοστών και αρχικά είχε δύο σειρές αγωγών (αυλών) από τις οποίες διασώθηκε η σειρά με τους 24 φαρδύτερους αγωγούς. Κατά πληροφορίες που υπάρχουν, στον Anonymous Bellermanus, scripto de musica αρ.28, στο όργανο αυτό μπορούσαν να παιχτούν: ο υπερλύδιος, ο υπερσιατικός, ο λύδιος. Ο φρύγιος, ο υπολύδιος και ο υποφρύγιος τρόπος.



ΚΡΟΥΣΤΑ


Κρόταλα
Κρόταλα, όργανα σαν τις καστανιέτες, κύμβαλα ζεύγος δίσκων, 6ος π.Χ. αιώνας, τύμπανον ντέφι με 2 μεμβράνες, κρουπέζιον ξύλινο σανδάλι χρησιμοποιούμενο για να χτυπάει το χρόνο. Συνήθως ένα μικρό μεταλλικό κομμάτι ενίσχυε το πέλμα, ώστε το χτύπημα του χρόνου να είναι καθαρότερο και δυνατότερο, ξυλόφωνον από τον 4ο αιώνα απεικονίζεται σε αγγειογραφίες της Απουλίας, εξ’ ου και Απούλειον σείστρον.



Ευρήματα

Μέχρι σήμερα έχουν ανακαλυφθεί 40 παραδείγματα καταγραμμένης αρχαίας ελληνικής μουσικής. Από αυτά, από την προχριστιανική περίοδο προέρχονται:

Σείστρον
1)  Η πρώτη πυθική ωδή του Πινδάρου 5ος αιώνας π.Χ.
2) Το απόσπασμα του Ευριπίδη, τέλος του 3ου αιώνα π.Χ., πάπυρος Βιέννης G2315. Προέρχεται από τον Ορέστη και καταγράφτηκε 200 χρόνια περίπου μετά την συγγραφή του.
3)  Απόσπασμα τραγωδίας (3 στίχοι), 2ος αιώνας π.Χ., πάπυρος Ζήνωνος 59533
4)  Πέντε ακόμη μικρά αποσπάσματα από δράμα, 2ος αιώνας π.Χ. πάπυροι Βιέννης 29825a-f
5) Δύο ύμνοι στον Απόλλωνα, πλήρεις, 2ος αιώνας π.Χ., χαραγμένοι στην νότια πλευρά του Θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς
6) Το τραγούδι του Σεικίλου, πλήρες, 2ος αιώνας π.Χ. (ή 1ος αιώνας μ.Χ.;), επιτύμβια στήλη, σήμερα στην Κοπεγχάγη, Inv.14879. Είναι ένα σκόλιον στην επιτύμβια στήλη του Σείκιλου από τις Τράλλεις της Μ. Ασίας. Ως τραγούδι του κρασιού παροτρύνει προς την απόλαυση της σύντομης ζωής.

Από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες σώζονται, εκτός από μερικά παραδείγματα που παρατίθενται σε συγγράμματα θεωρητικών, τα ακόλουθα:

1) Τρεις ύμνοι του Μεσομήδη από την Κρήτη, που έδρασε τον 2ο αιώνα μ.Χ. στην αυλή του Αδριανού: Ύμνος στις Μούσες, τον ήλιο και την Νέμεση
2)  Το απόσπασμα του Μελεάγρου (Ευριπίδης) 2ος αιώνας μ.Χ., πάπυρος Οξυρρύγχου 2436
3)  Δύο αποσπάσματα τραγωδίας, 2ος αιώνας μ.Χ., πάπυρος του Michigan 2958
4) Πέντε αποσπάσματα: 1 παιάν, 1 τραγούδι για τον θάνατο του Αίαντα, 1 απόσπασμα τραγωδίας, 2 οργανικά κομμάτια, 2ος αιώνας μ.Χ., πάπυρος του Βερολίνου 6870
5)  Πέντε οργανικά κομμάτια από αρχαίο μάθημα μουσικής (πολύ σύντομα).
6)  Ο πρωτοχριστιανικός ύμνος από την Οξύρρυγχο (3ος αιώνας μ.Χ.). 


Βιβλιογραφία :

« Άτλας της μουσικής»    Ulrich Michels
« Η Μουσική μέσα από την ιστορία της»  Βασιλειάδης- Γλύνια – Κανάρης - Φραγκούλη
« Η μουσική των ανθρώπων»   Π. Ταμπούρης
« Μορφολογία της μουσικής» Αμάραντος Αμαραντίδης
« Η Ιστορία της Μουσικής»  Karl Nef
« Η περιπέτεια της τεχνολογίας στην αρχαία Ελλάδα» Χρήστος Λάζος, εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ
« Αρχαίες μαρτυρίες για τον Όμηρο και την γλώσσα»  Κώστας Δούκας (Φεβρ. 1996)
« Αρχαία Ελληνικά Μουσικά Όργανα» Π. Καλογρίδης
 
Παραπομπές:

1.   Eduard Hanslick : Vom Musikalisch-Schonen, Leipzing 1854.
2.  Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη θεωρία του Ήθους στην αρχαία ελληνική μουσική, παραπέμπουμε στο βιβλίο του H. Abert, Die Lehre vom Ethos in der griechischen Music, Leizing 1889.
3. H. Ketzschmar : Anregungen zur Forderung musikalischer Hermeneutik, Jahrbuch der Musikbibliothek Peters, 1902, 1905

(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό πολιτιστική ΕΝΝΕΑΔΑ, τ. 16ο, 2004)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...