ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2012

Από τις σελίδες των ημερολογίων μου…(Ι)


Ο μακαριστός πλέον Γέρων Κλήμης ο "αμαρτωλός", στη Δάφνη του Αγίου Όρους.
 Γράφει ο Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος
(ΑΠΕΛΛΗΣ)

Το κείμενο είναι κάπως μεγαλύτερο από το σύνηθες, αλλά επειδή προέρχεται από ημερολόγιο ήταν αδύνατο να κοπεί, χωρίς να χάσει πολλά από τα αυτοτελή νοήματα του, μεταξύ των οποίων είναι ο θάνατος και η Ανάσταση. Ο έχων υπομονή, ανταμοιφθήσεται. Το αφιερώνω σε όλους τους αδελφούς, ιδίως στις κυρίες, που δε μπορούν να επισκεφτούν το Αγιώνυμο Όρος.


ΜΑΡ-13-1996-Τετάρτη

Ιερά Σκήτη Αγίας Άννας- Άγιο Όρος

Λίγο μετά τις 9 π.μ. και αφού είχαμε χαιρετίσει τον Λάζαρο, τον π. Παύλο τον αρχοντάρη και τον συμπαθέστατο Κρητικό π. Γαβριήλ, κηπουρό της μονής, προσκυνήσαμε για τελευταία φορά την εικόνα της «Πορταϊτισσας», και δεχτήκαμε ως ευλογία από τους φιλόξενους πατέρες από ένα μικρό φιαλίδιο με λάδι από τα καντήλια της εικόνας της. Αφήσαμε πίσω μας τη μονή Ιβήρων και πήραμε τον ανηφορικό δρόμο για τις Καρυές. Για συντομία κόψαμε από ένα μονοπάτι, καθώς μια βελούδινη λευκή ομίχλη μας συνόδεψε μέχρι τα πρώτα οικήματα.
Λαχανιασμένοι από την δίωρη ανάβαση, ίσα που προλάβαμε να επιβιβαστούμε στο λεωφορείο, που ήταν έτοιμο να εκτελέσει το μοναδικό δρομολόγιο της ημέρας, της κατάβασης στην Δάφνη. Φτάσαμε στο επίνειο γύρω στις 12 μ.μ., προμηθευτήκαμε ένα καρβέλι ζεστό ψωμί και έπειτα μαζί με άλλους προσκυνητές και μοναχούς, πήραμε το μικρό ξύλινο πλοιάριο που έκανε το παράκτιο δρομολόγιο προς τα μοναστήρια του νότιο -δυτικού Άθω.


Η θέα των απόκρημνων ακτών ήταν μοναδική. Σ’ ένα σημείο μάλιστα, ένας καταρράκτης έριχνε ορμητικά τα νερά του από ψηλά κατευθείαν μέσα στη θάλασσα. Πρώτα φάνηκε το μετέωρο μοναστήρι της Σίμωνος- Πέτρας, χτισμένο ψηλά, σύρριζα στο χείλος ενός τεράστιου βράχου, μισή ώρα απόσταση από την προβλήτα, όπου αποβιβάζονταν οι επισκέπτες και όπου βρισκόταν ο πέτρινος ταρσανάς του, με τη συνοδεία των μουλαριών για τη μεταφορά υλικών και αγαθών ανεφοδιασμού. Η εικόνα της μονής από τη θάλασσα είναι κάτι που δεν ξεχνιέται εύκολα. Αποβιβάστηκαν 2-3 άνθρωποι και μερικά εμπορεύματα και το πλοιάριο συνέχισε το δρομολόγιο για τον επόμενο σταθμό, που ήταν η παραθαλάσσια μονή Διονυσίου. Γρήγορα και σε απόσταση δέκα λεπτών πιάσαμε στην προβλήτα της μονής Αγίου Παύλου, που είχε πίσω της για φόντο τον χιονισμένο κωνικό όγκο του Άθω, που για πρώτη φορά, έπειτα από τρεις ημέρες διαμονής στο Όρος, μπόρεσα να διακρίνω την αιχμηρή κορυφή του, τη συνήθως κρυμμένη από πέπλα σύννεφων.

Ανάμεσα στους λιγοστούς ανθρώπους που επιβιβάστηκαν από την Αγίου Παύλου, ήταν και ένας μικρόσωμος υπερήλικος μοναχός, που όπως αντιλήφθηκα έχαιρε σεβασμού και ήταν ιδιαίτερα γνωστός ανάμεσα στους υπόλοιπους ρασοφόρους συνεπιβάτες μας. Οπωσδήποτε, η εξωτερική του εμφάνιση ήταν χαρακτηριστικά εντυπωσιακή, σχεδόν μια μορφή βιβλική. Κάπως σκυφτός, περπατούσε κουρασμένα στηριζόμενος σε ένα αυτοσχέδιο μπαστούνι από κλαδί ξύλου. Τα πολύ μακριά λευκά γένια αναλύονταν πάνω στο στήθος του σε μπερδεμένους πλοκάμους, σχεδόν συμπαγείς, που θύμιζαν ξεφτισμένα σχοινιά. Ήταν φανερό, ότι είχε χρόνια να πλυθεί. Από τον ώμο του κρέμονταν ένα ταγάρι, ενώ τα ράσα και τα υποδήματα του ήταν από την πολυκαιρία και την χρήση έτοιμα να διαλυθούν. Ένας ξασπρισμένος, πρώην μαύρος σκούφος, έφτανε μέχρι τα δασειά λευκά φρύδια και αντί για ζώνη, είχε περασμένο στη μέση του ένα απλό σχοινί. Ένας παρίας καλόγερος, που θύμιζε τους άστεγους εκείνους ρακοσυλλέκτες των μεγάλων πόλεων. Και όμως, τίποτα στο φωτεινό εκείνο πρόσωπο με τα υγρά μάτια, δεν άφηνε την υποψία κάποιας μιζέριας ή ενός ανικανοποίητου πόθου. Στο Όρος, όπως και αλλού, η φυσικότητα των αντιθέσεων είναι έκδηλη, αν και όχι υπερβολική. Είχα δει και ορισμένους «αρχοντο-καλόγερους» από εύπορα κοινόβια με ολοκαίνουργια ατσαλάκωτα ράσα και επιτηδευμένη συμπεριφορά.

Αφήσαμε την προβλήτα του Αγίου Παύλου και συνεχίσαμε νοτιότερα μέσα σε ένα ελαφρύ παγωμένο αεράκι. Οι ακτές συνέχισαν να είναι απόκρημνες καθώς πλησιάζαμε περισσότερο στο νότιο βραχώδες άκρο της χερσονήσου του Άθω, στην λεγόμενη «έρημο», εξαιτίας του δύσβατου και απρόσιτου εδάφους του. Εκεί, στα Καυσοκαλύβια, στα Καρούλια, στα Κατουνάκια, είναι οι ησυχαστές καλόγεροι, οι ασκητές με τα ερημητήρια τους, σκαρφαλωμένα σαν αετοφωλιές πάνω στα από απόκρημνα βράχια. Εκεί τα μέτρα ξεπερνούν κατά πολύ τους συμβατικούς ανθρώπινους όρους. Σε λίγα λεπτά, πιάσαμε στην προβλήτα της Νέας Σκήτης της Αγίας Άννας και συνεχίζοντας ακόμη λίγο, φτάσαμε στον προορισμό μας και αποβιβαστήκαμε στην προβλήτα της Σκήτης της Αγίας Άννας. Μαζί μας αποβιβάστηκαν μερικοί ακόμη και ανάμεσα τους ο υπερήλικος εκείνος καλόγερος.

Το πλοιάριο συνέχισε το δρομολόγιο για νοτιότερα και εμείς απομείναμε σε ένα μώλο με καμιά 15αριά μουλάρια, κατάσπαρτο από καβαλίνες και ανάλογη μυρωδιά. Έκπληξη ήταν η ύπαρξη ενός καρτοτηλεφώνου- υπήρχαν και αλλού, φυσικά- όμως εδώ στην ερημιά, η αντίθεση έμοιαζε ακόμη μεγαλύτερη. Η χρησιμότητά του, ωστόσο, ήταν αδιαμφισβήτητη. Πλησιάσαμε το γεροντάκι και ρωτήσαμε, αν θα μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε σε κάτι. Αρνήθηκε καλωσυνάτα, λέγοντάς μας ότι το μόνο που μεταφέρει είναι το ταγάρι του και αυτό άδειο. Τον ρωτήσαμε έπειτα το όνομα του και πήραμε την αφοπλιστική για την ειλικρινή της ταπεινότητα, απάντηση: «Το όνομά μου είναι Κλήμης παιδιά μου, Κλήμης ο αμαρτωλός…». Ο γέροντας για καλή μας τύχη είχε τη διάθεση να μιλήσει και εμείς πιάνοντας την ευκαιρία να ωφεληθούμε από τα λεγόμενα του, αναβάλλαμε για λίγο την ανάβαση μας στη Σκήτη. Δυστυχώς, μόνο λίγες σκόρπιες φράσεις, μου έμειναν στη μνήμη, καθότι η μεγάλη ηλικία και το ψεύδισμα της ομιλίας του, συν τις συχνές αλλαγές των θεμάτων, έκαναν δύσκολη την παρακολούθηση του. Χαράκτηκαν όμως ανεξίτηλα στη μνήμη μου, τόσο η κατά τα άλλα, χαριτωμένη και αξιαγάπητη παρουσία του, όσο και τα διαρκώς δακρυσμένα μάτια του, που τα σκούπιζε με την αναστροφή του χεριού του. «Προσέχετε παιδιά μου, προσοχή και προσευχή. Να είστε καλοί άνθρωποι για να βρίσκετε καλούς ανθρώπους. Να μην στενοχωρούμε τον Χριστό μας και τον λυπούμε με ό,τι κάνουμε. Εκείνος ήρθε για να μας σώσει, για να μας βοηθήσει και εμείς οι άνθρωποι τον σταυρώσαμε και τον βασανίσαμε (δάκρυα). Περίσσεψε η αχαριστία παιδιά μου, και η κακία των ανθρώπων. Πλησιάζει και η ημέρα της κρίσης, δεν βλέπετε τι γίνεται στον κόσμο; Γι’ αυτό να προσέχετε παιδιά μου από τον πονηρό, να πάτε με τον Χριστό μας για να σωθείτε. Ήρθα στο Όρος μετά τον πόλεμο, νέο παιδί, και από τότε είμαι εδώ, πενήντα χρόνια. Και τι μας είχαν κάνει τότε οι γερμανοί…». Το πρόσωπο του καλοκάγαθου γέροντα, πότε άστραφτε με ιστορικές μνήμες, που κάπου είχε διαβάσει ή ακούσει, και πότε γινόταν θλιμένο και δάκρυζε με έναν αυθορμητισμό που σε μαγνήτιζε. Αναφερόταν στον στρατηγό Ναρσή και στους άπιστους εχθρούς και χτυπούσε το ραβδί του σχεδόν με θυμό στο χώμα. Μιλούσε για κάποιους βυζαντινούς αυτοκράτορες και για τους ήρωες του 1821 με τέτοιο πάθος, που νόμιζες ότι ζούσε νοερά εκείνα τα γεγονότα.

Κάποτε, ήρθε η ώρα να αρχίσουμε την ανάβαση προς την Σκήτη που φαινόταν πολύ ψηλά, μετέωρη, ανάμεσα σε βράχια ανεμοδαρμένα και καταπράσινες απότομες πλαγιές. Ο γέρων Κλήμης, αφού μας περιέγραψε το πώς θα βρίσκαμε το κελί του στην Σκήτη, μας προέτρεψε να ξεκινήσουμε μόνοι. «Εγώ θα ανέβω σιγά- σιγά, προχωρήστε εσείς να πάτε στο Δικαίο». Τα μουλάρια που είχαμε δει ήταν προορισμένα για τη μεταφορά υλικών για τις ανάγκες της Σκήτης και όχι για να δεχθούν αναβάτες. Έτσι, πήραμε φορτωμένοι το δρόμο με τα τσιμέντινα σκαλοπάτια, που φιδογύριζε μέσα από υπέροχες πράγματι δασώδεις πλαγιές γεμάτες πλατάνια, καστανιές, κέδρους και βελανιδιές. Παντού βρύσες και ήχος από τρεχούμενα νερά μαζί με κελαϊδίσματα αηδονιών και άλλων πουλιών. Όσο όμορφο ήταν το τοπίο, άλλο τόσο δύσκολη έμοιαζε να είναι εκεί πέρα η ζωή, αν αναλογιζόσουν τους κόπους της μετακίνησης από το ένα σημείο στο άλλο. Στα πρώτα δέκα λεπτά, καθίσαμε να ξαποστάσουμε σ’ ένα μικρό προσκυνητάρι χτισμένο στην άκρη του κλιμακωτού δρόμου, με την γλώσσα πεταγμένη έξω, μούσκεμα στον ιδρώτα και τα πόδια βαριά σαν από μολύβι. Το προσκυνητάρι, όπως και άλλα στο Όρος, ήταν χτισμένο σε ανάμνηση κάποιου γεγονότος, καθώς το περιέγραφε μια μικρή πινακίδα.

Κάποτε, ένας φορτωμένος μοναχός κάθισε να ξαποστάσει, καλή ώρα όπως εμείς, και μονολόγησε βαρυγκωμόντας για τους κόπους της δύσκολης ζωής του, που ίσως τελικά να ήταν και μάταιοι. Ενώ καθόταν, λοιπόν, αποκαρδιωμένος, άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε μπροστά του που τον διαβεβαίωσε, ότι κάθε σταγόνα ιδρώτα από τον κόπο του, είχε στον ουρανό την αξία σταγόνας μαρτυρικού αίματος ενώπιον του θεού. Από τότε, ο μοναχός εκείνος, όχι μόνο δεν παραπονέθηκε ποτέ πια, αλλά αντίθετα έδειχνε μεγάλη προθυμία στο να υποβάλλεται σε τέτοιους κόπους. Μια άλλη σχετική ιστορία, που έμαθα λέει τα εξής: Ένα απόγευμα κάμποσοι μοναχοί ανέβαιναν πεζοί στην Σκήτη από τα διακονήματά τους. Μαζί τους ήταν και ένας πατριάρχης που μόναζε στην Σκήτη, που όμως αυτός ανέβαινε καβάλα σε ένα γαϊδουράκι. Στην είσοδο της Σκήτης, ένας άγγελος, αόρατος από τους υπόλοιπους εκτός του πατριάρχη, ευλογούσε καθέναν από τους πατέρες που έφτανε κουρασμένος ως εκεί. Όταν έφτασε και ο πατριάρχης, ο άγγελος ευλόγησε μόνο το γαϊδουράκι και στην ερώτηση του μεγαλόσχημου, γιατί δεν έτυχε και αυτός της ευλογίας, ο άγγελος του απάντησε ότι το γαϊδουράκι είχε κουραστεί και όχι εκείνος, έτσι μόνο αυτό ήταν άξιο της ευλογίας. Έκτοτε ο πατριάρχης έγινε πιο ταπεινός και αξιώθηκε μάλιστα της αγιότητας. Όσο για εμάς, φτάσαμε κατάκοποι στο Κυριακό της Σκήτης, έχοντας καλύψει την απόσταση, στο χρόνο της μίας περίπου ώρας. Ο Θοδωρής μας είπε, ότι μέτρησε 1500 σκαλοπάτια, και αν συνυπολογίσει κανείς σε αυτά ένα τελευταίο μεγάλο κομμάτι μονοπατιού που οδηγεί στην είσοδο της Σκήτης και δεν έχει ακόμη στρωθεί, μπορεί να έχει μια συνολική εκτίμηση τόσο της υψομετρικής απόστασης, όσο και του κόπου που απαιτείται για να φτάσει μέχρι εκεί.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο κέντρο της θρυλικής για τα δεδομένα του μοναχισμού, Σκήτης της Αγίας Άννης. Πόσοι και πόσοι από τους αγιαννανίτες πατέρες δεν χαριτώθηκαν και άγιασαν, ανάμεσά τους και ο κύκλος των 18 πατέρων-Αγίων στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Άγιος Γεράσιμος της Κεφαλονιάς. Το Κυριακό είναι ο κεντρικός ναός της Σκήτης, κάτι ανάλογο με το καθολικό των μοναστηριών. Ξεχώριζε από μακριά ανάμεσα στα υπόλοιπα κτίσματα από το μέγεθος του, τον κόκκινο-ροζ χρωματισμό του και την περίοπτη θέση του πάνω στο χείλος ενός μεγάλου κάθετου βράχου. Στο Κυριακό δίπλα βρίσκονται ο μικρός ξενώνας και η συνοδεία, που με επικεφαλής τον Δικαίο (τιμητικός τίτλος) έχουν την ευθύνη διοίκησης της σκήτης. Η διάρκεια της διοικητικής θητείας είναι ένα έτος, αρχομένης από την 21η Μαΐου. Έπειτα, μια άλλη συνοδεία με τον χρισμένο της Δικαίο, αφήνει την καλύβη της και έρχεται να εγκατασταθεί για έναν χρόνο στο Κυριακό. Εδώ στην σκήτη, ο ρυθμός της ζωής είναι ιδιόρρυθμος και διαφορετικός από εκείνον στα κοινοβιακά μοναστήρια. Στην πραγματικότητα, η σκήτη είναι ένας οικισμός αποτελούμενος από 30-40 διάσπαρτες καλύβες σε αμφιθεατρική διάταξη. Σε αυτές τις καλύβες, που άλλες είναι διώροφες ή ισόγειες, νέες ή παμπάλαιες και ερειπωμένες, ζουν αυτόνομα οι συνοδείες με τους γέροντες τους.

Κάθε συνοδεία μπορεί να αποτελείται κατά περίπτωση, από 2 ως 10 μοναχούς και ακολουθεί το δικό της τυπικό ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες. Το κοινό σημείο αναφοράς τους είναι το Κυριακό, όπου όλοι οι μοναχοί συγκεντρώνονται τις Κυριακές για την θεία λειτουργία, τις μεγάλες αγρυπνίες και τις γιορτές. Όλες οι καλύβες έχουν ενσωματωμένα τα δικά τους μικρά παρεκκλήσια, όπου τις υπόλοιπες ημέρες η κάθε συνοδεία εκτελεί κανονικά το λατρευτικό τυπικό, Όρθρο, Εσπερινό, Ώρες κ.λπ. Όπως ο κάθε γέροντας έχει αδιαμφισβήτητο κύρος και εξουσία πάνω στα μέλη της συνοδείας του και ρόλο καθοδηγητικό, έτσι και ο Δικαίος έχει ρόλο ρυθμιστικό και διοικητικό για τα προβλήματα και τις γενικές ανάγκες της σκήτης, για τις επαφές της με την κεντρική διοίκηση του Όρους, την Γενική Επιστασία, με τις υπόλοιπες μονές και σκήτες και είναι υπεύθυνος για την υποδοχή και την φιλοξενία των επισκεπτών. Αυτόν τον χρόνο Δικαίος ήταν ο π. Ανανίας με τη συνοδεία του, εκ των οποίων και ένας νέος μοναχός που είχε τα κλειδιά του Κυριακού και ο οποίος μου φάνηκε γνωστός. Μετά την ξενάγηση στον παμπάλαιο και όμορφο ναό του Κυριακού, όπου προσκυνήσαμε την θαυματουργή εικόνα και τα λείψανα της Αγίας Άννας της Θεοπρομήτορος, έμαθα ότι ο μοναχός αυτός ήταν από το Αιγάλεω, σε μια σύντομη συζήτηση που είχαμε μαζί του. Οι τοιχογραφίες του Κυριακού και ειδικά αυτή που απεικόνιζε τους 18 αγιαννανίτες Αγίους, ήταν αποτέλεσμα εξαιρετικής μαστοριάς βυζαντινής ζωγραφικής. Το ίδιο εξαίσια ήταν το τέμπλο και τα ξυλόγλυπτα στασίδια του ναού.

Γύρω στις 3 μ.μ., είχαμε ήδη βολευτεί στο μικρό ξενώνα των 8 κλινών μαζί με άλλους τρεις προσκυνητές της ηλικίας μας περίπου. Όλοι μαζί, καθώς ο χώρος και οι ανέσεις διαμονής ήταν ελάχιστες σε σύγκριση με εκείνες στη μονή Ιβήρων. Εδώ δεν υπάρχει τυπικό για να ακολουθήσουμε, έτσι, επωφελούμενος της λιακάδας και της γαλήνης του μεσημεριού, πήρα το σημειωματάριο μου, ένα κύπελλο νες- καφέ και επιχείρησα μια μικρή γνωριμία με το μέρος. Στάθηκα για λίγο στον πλακόστρωτο εξώστη του Κυριακού, μόλις λίγων μέτρων, και ατένισα το γαλάζιο άπειρο του Αιγαίου. Για μια στιγμή νόμισα ότι βρισκόμουν σε κάποιο μπαλκόνι στον ουρανό. Η απόσταση μέχρι την προβλήτα έμοιαζε να είναι δυσανάλογα κοντινή σε σχέση με τον χρόνο που μας πήρε για να ανεβούμε ως εδώ. Όμως ο κόπος ήταν πραγματικά αντάξιος της θέας αυτής.

Βγήκα από το προαύλιο του Κυριακού και έκανα μια μικρή περιστροφή γύρω από τον εξωτερικό τοίχο του ναού. Τα στενά σοκάκια και η μορφολογία του εδάφους, αν εξαιρέσει κανείς το οργιώδες της βλάστησης, όπως επίσης και η αρχιτεκτονική και πολεοδομική διάταξη που προσαρμόζεται και αξιοποιεί κάθε σπιθαμή του δύσβατου εδάφους, θυμίζουν πολύ κάτι από Κυκλάδες. Απότομες πλαγιές με διάσπαρτες καλύβες, αρκετές από τις οποίες ήταν καλοδιατηρημένες ή νέες, με ξύλινα πορτοπαράθυρα και μπαλκόνια με τέντες, που θα τις ζήλευε οποιοσδήποτε, περικυκλωμένες από πλούσιους κήπους με οπωροφόρα, κηπευτικά και μικρά αμπέλια, έφταναν μέχρι το κύμα της θάλασσας. Κάθισα σε μία προεξοχή του βράχου και βρήκα την ευκαιρία να καπνίσω ένα τσιγάρο. Είχα την αίσθηση ότι πρόκειται για όνειρο. Πώς να πιστέψεις ότι υπάρχουν τέτοια μέρη, όπως αυτό εδώ, στον κόσμο. Λυπόμουν που δεν είχα τα υλικά, ούτε και τον χρόνο για να ζωγραφίσω και περιορίστηκα να αποτυπώνω στη μνήμη μου χρώματα και εικόνες και μικρά σκίτσα στο ημερολόγιο. Απέναντι, σε κοντινή πλαγιά και σε περίοπτη θέση, ήταν χτισμένη η πανέμορφη καλύβη και το παρεκκλήσι της συνοδείας των Καρτσωναίων των περίφημων ιεροψαλτών, όπως έμαθα αργότερα. Ο γέρων Κάρτσωνας και οι αδελφοί του, γνωστοί και σε μένα κατ΄όνομα μόνον από διηγήσεις του Αγίου Όρους, αλλά και από κασέτες με ηχογραφημένους βυζαντινούς ύμνους, είναι εξαιρετικοί ερμηνευτές της βυζαντινής μουσικής. Κάτι ανάλογο με τη συνοδεία των Ιωσαφαίων στο χώρο της βυζαντινής αγιογραφίας.

Τοπογραφικό σχέδιο της Αγίας Άννας στο Άγιον Όρος-1996
 Από το σημείο όπου καθόμουν, είδα στα 200 περίπου μέτρα έναν ψηλόλιγνο γέροντα μοναχό, με κατάλευκη γενειάδα, να πηγαίνει πέρα-δώθε πάνω στο μπαλκόνι της καλύβης του. Ήμουν αθέατος από εκείνον. Τον έβλεπα με περιέργεια απλή στην αρχή και ύστερα από λίγο με κάποια συγκίνηση να πηγαινο-έρχεται με ρυθμό από τη μια άκρη στην άλλη, να στέκεται λίγο και ύστερα πάλι από την αρχή. Σε όλη αυτή την κίνηση του έκανε συνεχώς το σημείο του σταυρού, κοίταζε προς τον ουρανό και πάλι συνέχιζε. Δίχως να μπορώ να διακρίνω λεπτομέρειες, υποθέτω σχεδόν με σιγουριά, ότι όλο αυτό το διάστημα τα χείλη του θα ψιθύριζαν την προσευχή του προς τον θεό και πλάστη του. Η εικόνα αυτή, όπως και άλλες, έμειναν στη μνήμη μου ζωντανές να μου μιλούν για αυτό το άγνωστο Άγιον Όρος, που καμιά ταξιδιωτική περιγραφή δεν είναι ικανή να φανερώσει. Απλοί, ταπεινοί άνθρωποι, που έχουν ξεχάσει τον κόσμο και ο κόσμος τους έχει και αυτός ξεχάσει μέσα στη φρενίτιδα της ματαιότητας του.

Γύρισα πάλι στο Κυριακό και στους δύο συντρόφους μου. Με τον π. Ανανία, τον Δικαίο της σκήτης, έναν εύσωμο, λιγομίλητο και αυστηρό μοναχό με γκρίζα κοντά γένια, περίπου 50 χρόνων, πήγαμε στη μικρή έκθεση χειροποίητων δώρων που φτιάχνουν οι μοναχοί για την εξοικονόμηση των πενιχρών εσόδων τους. Θέλοντας κάτι να προσφέρουμε και εμείς για την φιλοξενία, αγοράσαμε λίγο λιβάνι και κομποσχοίνια, παρότι είχαμε αγοράσει και από τα μαγαζιά της Δάφνης. Λίγο αργότερα, στον εξώστη του Κυριακού είχαμε ακόμη μια μικρή κουβέντα με το νέο μοναχό από το Α……. Ένας άλλος μεσήλικος μοναχός άπλωνε κάτι χαλιά πλυμένα για να στεγνώσουν, ενώ ξεσκόνιζε κάποια άλλα χτυπώντας τα με ένα χοντρό ραβδί. Κάποια στιγμή μας πλησίασε για να ρωτήσει κάτι το συνομιλητή μας και καθώς το έφερε η κουβέντα, αναφερθήκαμε στον Όσιο Σεραφείμ του Σάρωφ, το βιογραφικό βιβλίο του οποίου είχα στα χέρια μου. Ο π. Σ……, αυτό ήταν το όνομα του, είχε σε μεγάλη εκτίμηση και ευλάβεια τον Όσιο, που τον θεωρούσε ως έναν από τους μεγαλύτερους Ρώσους Αγίους. Είχε τόσο ενθουσιασμό με το βιβλίο, που το φυλλομετρούσε στα όρθια, λέγοντας ότι ήταν πολύ δύσκολο να βρει ρωσικό βιβλίο στο Όρος. Μου ήταν τόσο συμπαθής, που μου έκανε χαρά να του το προσφέρω και έτσι του ζήτησα να το κρατήσει. Αρνήθηκε ευγενικά και μου το επέστρεψε, έχοντας κοκκινίσει. «Όχι κ. Γεράσιμε, ευχαριστώ». «Πάρε το π. Σ…….», του έλεγα εγώ, αντιπροτείνοντάς το, «μου κάνει χαρά να στο δώσω, άλλωστε το βιβλιοπωλείο είναι δίπλα μου, δεν είναι τίποτα για μένα». «Όχι κ. Γεράσιμε μου», επέμενε εκείνος. Σ’ αυτό το επίμονο πάρε-δεν παίρνω, καθώς και οι δύο είμαστε ανυποχώρητοι, του είπα και εγώ: «Για όνομα του θεού, π. Σ……., από αγάπη στο δίνω, από αγάπη πάρτο και εσύ». Τελικά, και με την ενθάρρυνση των υπολοίπων που ήταν παρόντες, δέχτηκε συνεσταλμένα να το κρατήσει, λες και του είχαν δωρήσει ένα θησαυρό. Η χαρά του έμοιαζε με χαρά μικρού παιδιού. Τα μάτια του έλαμπαν και το χαμόγελό του άφησε να φανούν τα λιγοστά του δόντια. Έσκυψα να φιλήσω το χέρι του και να πάρω την ευχή του, φαίνεται όμως ότι τον αιφνιδίασα και δεν πρόλαβε να τραβήξει το χέρι του. Σε ανταπόδοση της πράξης μου, έσκυψε και εκείνος ευκίνητα και αιφνιδίασε και εμένα φιλώντας το δικό μου χέρι. Έμεινα άφωνος και συγκινημένος για το μάθημα ταπεινότητας που είχα πάρει. Είχαμε κερδίσει τη συμπάθεια του και εκείνος τη δική μας.

Από εκείνη τη στιγμή ο π. Σ……. έκανε ό,τι μπορούσε για να μας ευχαριστήσει. Του φαινόταν αδιανόητο απλά να κρατήσει ένα μικρό βιβλίο, χωρίς να ανταποδώσει αυτή τη φιλοφρόνηση. «Κύριε Γεράσιμε, θα σας πάω να δείτε την καλύβη του Αγίου Σεραφείμ που μου την άφησε ο γέροντας μου. Δεν πηγαίνω άλλους εκεί, εσείς όμως θέλω να έρθετε». Ξεκινήσαμε, λοιπόν, ο Χρήστος και εγώ, ακολουθώντας έξω από το Κυριακό τον υπερβολικά ευκίνητο για την ηλικία του π. Σ…….. Λίγο μετά το Κυριακό, σταματήσαμε μπροστά σε ένα μικρό οίκημα, δίπλα στο οποίο υπήρχε ένας μικρός κήπος με δύο-τρεις απέριττους τάφους μοναχών. Ο π. Σ……. άρχισε να ψάχνει μέσα σε μια αρμαθιά κλειδιών, που έβγαλε από την τσέπη του τριμμένου και χιλιομπαλωμένου ζωστικού του. Βρήκε το κλειδί που έψαχνε και άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα. Μπήκε πρώτος και τον ακολουθήσαμε, όταν με έκπληξη συνειδητοποιήσαμε ότι βρισκόμαστε μέσα στο οστεοφυλάκιο της σκήτης, για την φύλαξη του οποίου ήταν υπεύθυνος. Εκατέρωθεν του μακρόστενου δωματίου, υπήρχαν μεγάλα και ψηλά ράφια πάνω στα οποία ήταν τοποθετημένα με εμφανή τάξη και επιμέλεια, περίπου δύο εκατοντάδες ανθρώπινα κρανία. Το καθένα από αυτά είχε γραμμένο στο μέτωπο με καλλιγραφικά βυζαντινά γράμματα, το όνομα, την ιδιότητα και την ημερομηνία θανάτου του νεκρού. Ο π. Σ……. πήρε με προσοχή στα χέρια του ένα από τα κρανία, το ασπάστηκε με ευλάβεια και μας είπε χαμηλόφωνα: «Αυτός είναι ο γέροντας μου». Βλέποντας πόσο σημαντικό ήταν εκείνο το κρανίο για αυτόν, το πήραμε διαδοχικά στα χέρια μας και το ασπαστήκαμε επίσης. Ο π. Σ…… ήταν ολοφάνερο, ότι εκεί μέσα ένιωθε όπως ανάμεσα σε φίλους.

Κοιταχθήκαμε σιωπηλά με τον Χρήστο, νιώθοντας επίσης εκείνο το συναίσθημα πληρότητας που δίνει η απρόσμενη και σπάνια ευκαιρία. Είμαστε βέβαιοι, ότι ο π. Σ….. μας τιμούσε με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο, καθώς ελάχιστοι κοσμικοί είχαν διαβεί αυτή την πόρτα. «Είναι μερικές φορές, κύριε Γεράσιμε, που κάποια από αυτές τις κάρες ευωδιάζει, μέχρι το Κυριακό φτάνει η ευωδία που είναι καλύτερη και από το καλύτερο λιβάνι. Αυτό είναι σημείο, ότι ο Κύριος αξίωσε να τιμήσει τον μεταστάντα δούλο του με την αγιότητα. Ερχόμαστε τότε όλοι εδώ, για να βρούμε ποια είναι αυτή η κάρα, ώστε να αναδειχθεί ο άγιος. Βέβαια, δεν είναι κάτι που γίνεται συχνά. Η οικονομία του θεού είναι ανεξιχνίαστη. Κάποια φορά που νιώσαμε την ευωδία αυτή, που όμοια της δεν υπάρχει, ήρθαμε εδώ, αλλά δεν μπορέσαμε να βρούμε ποια ήταν η κάρα που αγίασε. Ο ένας έλεγε είναι αυτή, ο άλλος κάποια άλλη, λες και ευωδίαζαν όλες μαζί». Σε ένα μικρό πεζούλι, βρίσκονταν τοποθετημένες ξεχωριστά από τις υπόλοιπες, τρεις κάρες. Πλησίασα εκεί και είδα, ότι η μία από αυτές ανήκε στον φημισμένο παπά Σάββα τον Πνευματικό, μια από τις θρυλικές μορφές του Όρους για τον οποίο τόσα είχα διαβάσει σε αφηγήσεις και ιστορίες για τον Άθω. Η διπλανή ανήκε στον π. Ιωακείμ, επίσης γνωστό για τις αρετές και την αγωνιστικότητά του. «Αυτός, έγινε μοναχός στην Αμερική, όπου είχε πάει να σπουδάσει και ύστερα χειροτονήθηκε. Δεν είχε πολλά γένια εκ φύσεως και λυπόταν γι’ αυτό. Προσευχήθηκε, λοιπόν, στην Παναγία να του χαρίσει άφθονα γένια και η προσευχή του εισακούστηκε. Ήρθε στην Αγία Άννα στη συνοδεία του γέροντα Αναστασίου και φαινόμενο μοναδικό, απόκτησε τόσο μακριά γενειάδα που έφτανε μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών του. Τον πρόλαβα και εγώ, ας έχουμε την ευχή του».

Όλες αυτές οι κάρες, περιποιημένες και καθαρές, βαλμένες με τάξη πάνω στα ράφια, αποτελούσαν ένα σκηνικό αλησμόνητης φθοράς και συνάμα αφθαρσίας. Αφθαρσίας, επειδή στην ακλόνητη πίστη κάποιων ανθρώπων, όπως ο π. Σεραφείμ, οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν πεθάνει ποτέ, παρά μόνο εξέλειψαν βιολογικά. Και αυτό ήταν κάτι που δεν γινόταν αποδεκτό ως θάνατος. Στεκόμασταν στοχαστικοί ανάμεσα στα παρατεταγμένα ανθρώπινα κρανία, που έμοιαζαν με στρατιώτες με γραμμένα τα μητρώα τους, έτοιμους να ξεκινήσουν στους πρώτους ήχους της σάλπιγγας. Καμιά φρικιαστική αποκρουστικότητα, όπως αυτή των ανθρωποφάγων νεκροταφείων των μεγάλων πόλεων, που η αφροντισιά και η αδιαφορία απέναντι στα λείψανα των νεκρών, μοιάζει να είναι μια ανευλάβεια χειρότερη και από τον ίδιο τον θάνατο. Στις πόλεις πασχίζουμε να κρύψουμε τον θάνατο, να τον καταχωνιάσουμε όπως όπως, να γλιτώσουμε σαν τις στρουθοκαμήλους από την αναπόφευκτη ύπαρξη του, στριμώγνοντας τον σε μια άκρη της πόλης ή έξω από αυτήν, όπως τα σκουπίδια μας. Όμως εδώ, νιώθεις ότι συνυπάρχουν αρμονικά δύο κοινότητες, μια αυτή των ζωντανών και η άλλη των μεταστάντων αδελφών. Αδελφών, πόση ομορφιά και τι βαθιά νοήματα κρύβει αυτή η λέξη. Εδώ οι μεν επισκέπτονται τους δε, θέλουν να τους κρατούν, όχι στο περιθώριο, αλλά στο κέντρο της σκήτης. Έτσι ο θάνατος, δεν είναι πια αυτό που οι περισσότεροι από εμάς νομίζουμε ότι είναι, αλλά η αλυσίδα με τους άσπαστους κρίκους αγάπης που γεφυρώνει το χθες με το σήμερα και το αύριο.

Ο π. Σ…… μας επανέφερε από τους συλλογισμούς μας. «Πάμε, κύριε Γεράσιμε μου, για να προλάβουμε πριν κλείσει ο Δικαίος». Βγήκαμε από το οστεοφυλάκιο και ακολουθώντας τον πάντα, πήραμε ένα μονοπάτι δεξιά από το Κυριακό, περάσαμε ορισμένες καλύβες και περιβόλια, ενώ ο ευκίνητος π. Σ…… που προπορευόταν με το ζωστικό του να ανεμίζει, σαν αγριοκάτσικο στους οικείους του βράχους, μας περίμενε να τον προφτάσουμε. Πέντε λεπτά αργότερα, φτάσαμε στη μεγάλη αλλά ξεχαρβαλωμένη καλύβη την αφιερωμένη στο όνομα του Αγίου Σεραφείμ. Είχε κατώϊ και πρώτο όροφο, ανεβήκαμε μια ετοιμόρροπη ξύλινη σκάλα και μπήκαμε μέσα. «Αυτή είναι η καλύβη που μου άφησε ο γέροντας μου, κύριε Γεράσιμε. Κοιμήθηκε πριν μερικά χρόνια και τώρα μένω μόνος εδώ. Χρησιμοποιώ ένα μικρό της μέρος μόνο. Ελάτε». Τον ακολουθήσαμε μέσα από κάποια δωμάτια και διαδρόμους όπου υπήρχε μια αίσθηση εγκατάλειψης και κάποιας αταξίας. Μας οδήγησε στην άκρη της καλύβης, όπου μερικά σκαλοπάτια ανέβαζαν στο ενσωματωμένο εκκλησάκι του Αγίου Σεραφείμ. Ήταν πανέμορφο, με κυκλικό σχήμα και θόλο με γύψινες διακοσμήσεις, είχε δε, πολλές εικόνες, κηροστάσια και αναλόγια. Ο χώρος ήταν αρκετός ώστε να χωράει γύρω στα δέκα ξυλόγλυπτα στασίδια, σημάδι ότι εδώ κάποτε εγκαταβίωνε μια ανθηρή συνοδεία. Προσκυνήσαμε τις εικόνες και περιεργαστήκαμε τον όμορφο χώρο. «Την καλύβη αυτή την είχε αφήσει στο γέροντα μου ο δικός του γέροντας και πριν από εκείνον άλλος. Είναι 300 χρόνων αυτό που βλέπετε, εδώ μέσα έχουν ζήσει πολλοί, ανάμεσά τους και μερικοί φημισμένοι για την αγιότητά τους μοναχοί. Δυστυχώς, κύριε Γεράσιμε μου, εγώ απόμεινα μόνος, γιατί ο γέροντας μου δεν είχε άλλους υποτακτικούς. Θέλω να την επιδιορθώσω αλλά μόνος μου δεν μπορώ, ούτε χρήματα έχω για να πάρω εργάτες».

Η ενθύμηση των προβλημάτων και η δυνατότητα να μιλήσει για αυτά σε κάποιους τον έκαναν να δακρύσει. «Φοβάμαι ότι κάποια μέρα θα πέσει και θα με πλακώσει ενώ θα κοιμάμαι. Η υγρασία και οι βροχές έχουν σαπίσει τα ξύλινα δοκάρια στο κατώϊ, έκανα μερικές μικρο-επισκευές αλλά είναι μάταιο. Λυπάμαι, ύστερα από τόσα χρόνια να την εγκαταλείψω και να φύγω. Οι υπόλοιποι και ο Δικαίος υποσχέθηκαν ότι θα με βοηθήσουν, αλλά τα χρήματα που απαιτούνται είναι πολλά. Βλέπετε, όλα τα υλικά ανεβαίνουν με τα μουλάρια και ο βουρδουνάρης ζητάει πολλά. Έγραψα και σε δύο-τρεις σεβασμιώτατους, αν μπορούν να με βοηθήσουν, αλλά απάντηση δεν έχω πάρει. Μερικοί μου έστειλαν ότι μπορούσαν, μα δεν φτάνουν». Μας πήγε έπειτα στο σκοτεινό κατώϊ και με το φως ενός φακού μας έδειξε τα ξύλινα υποστηλώματα, που πραγματικά έσταζαν νερό. Ανήμποροι και εμείς να τον βοηθήσουμε να σώσει την καλύβη, ευχηθήκαμε να δώσει ο θεός να γίνει δυνατό. Από την πλευρά μου ανέλαβα να μεταφέρω δύο-τρεις επιστολές σε ενοριακούς ιερείς και μητροπολίτες της περιοχής μας. Από σύμπτωση γνώριζε τον παπά- Άγγελο της δικής μου ενορίας. «Είχε έρθει εδώ κάποτε, γνώριζε τον γέροντα μου, στην πλάτη μου τον είχα κουβαλήσει (ο π. Άγγελος είναι χωλός) μας είχε λειτουργήσει κιόλας. Πες του το και θα με θυμηθεί. Ο γέροντας μου είχε μεγάλη φήμη στο Όρος, έφτιαχνε και το καλύτερο λιβάνι μου έμαθε και εμένα τη συνταγή. Περιμένετε λίγο». Μπήκε σ’ ένα δωμάτιο και βγήκε κρατώντας κάνα-δύο πακέτα που μας έβαλε στα χέρια. «Να, λιβάνι τριαντάφυλλο που έχω φτιάξει μόνος μου, πάρτε το για ευλογία είναι το καλύτερο στο Όρος». Η ώρα του εσπερινού είχε φτάσει πια. Τον ρωτήσαμε, αν θα μπορούσαμε να τον παρακολουθήσουμε κάπου και μας απάντησε ότι στη σκήτη ο καθένας κάνει στην καλύβη του τη λατρεία. Θα μπορούσε να μας πάει στην καλύβη των Καρτσωναίων, αλλά θα αργούσαμε στην επιστροφή και ο Δικαίος θα έκλεινε την πόρτα μόλις έπεφτε το πρώτο σκοτάδι. Ως εκ τούτου, έπρεπε να βιαστούμε για να επισκεφτούμε και το σπήλαιο του αγίου Γεράσιμου, πριν επιστρέψουμε στο Κυριακό.

Πήραμε πάλι το μονοπάτι και ύστερα από μερικές δεκάδες μέτρα το συναντήσαμε στη ρίζα ενός βράχου. Ο π. Σ…… ξεκλείδωσε μια μικρή πόρτα και κατεβήκαμε 4-5 απότομα σκαλοπάτια. Βρεθήκαμε σε ένα χώρο εμβαδού δύο περίπου μέτρων, όπου υπήρχε ένα μανουάλι και μερικές εικόνες του αγίου Γερασίμου με καντήλι. Προσκύνησα με ιδιαίτερη συγκίνηση την εικόνα του αγίου, που ασκήτεψε σ’ αυτό το μικρό σπήλαιο για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, πριν μεταβεί στο νησί της Κεφαλονιάς. όπου βρίσκεται το ολόσωμο λείψανο του. Αφήσαμε το σπήλαιο και λίγο αργότερα περνούσαμε την πόρτα του αυλόγυρου γύρω από το Κυριακό. Εκεί ο π. Σ….. μας χαιρέτισε: «Πηγαίνετε για φαγητό τώρα που σας περιμένει ο Δικαίος, μη μας μαλώσει που αργήσαμε, και αύριο το πρωί πριν φύγετε θα έρθω να σας βρω».

Όταν έφυγε ο π. Σ….. κατευθυνθήκαμε στην τράπεζα όπου συναντήσαμε και τους υπόλοιπους μαζί με τον Θοδωρή που είχε ήδη ξυπνήσει. Ο αυστηρός π. Ανανίας μας πρόσφερε νερόβραστη φακή πολύ νόστιμη, ψωμί, τουρσί και μήλα. Δειπνήσαμε, βοηθήσαμε στο μάζεμα και στο πλύσιμο των πιάτων και τον καληνυχτίσαμε. Επιστρέψαμε στο κατάλυμα μας, όπου οι υπόλοιποι τρεις προσκυνητές και εμείς τελέσαμε μόνοι μας το Απόδειπνο από κάποια Σύνοψη που είχαμε μαζί μας. Βγήκαμε στον εξώστη και καθίσαμε στους ξύλινους πάγκους, καθώς το σκοτάδι άπλωνε την κρύα του ανάσα. Επωφελήθηκα να βγω έξω από τον περίβολο του ναού για να καπνίσω ένα τσιγάρο μαζί με τον Θοδωρή. Ένας μεσόκοπος μοναχός καβάλα σε ένα μουλάρι επέστρεφε στη σκήτη από την εργασία του. Σταμάτησε το μεγαλόσωμο ζώο μπροστά μας για να μας καλησπερίσει και έπειτα συνέχισε το δρόμο του.

Επιστρέψαμε πάλι στο Κυριακό και λίγα λεπτά αργότερα ακούστηκε ο ήχος της πόρτας που έκλεινε με σύρτη. Απόλυτη ησυχία απλώθηκε παντού. Εμάς δεν μας κόλλαγε ύπνος, καθίσαμε συζητώντας χαμηλόφωνα στον εξώστη ντυμένοι με τα jackets εξαιτίας της ψύχρας που έπεφτε. Από πάνω μας χιλιάδες αστέρια και το σκοτεινό περίγραμμα των παρυφών του Άθω. Ένα φρικτό ουρλιαχτό ακούστηκε από το βουνό, ένα άλλο μακρύτερα ανταπόδωσε το κάλεσμα. Δεν πίστευα στα αυτιά μου. «Λύκοι», είπα με έκπληξη. «Όχι, τσακάλια είναι» είπε ο Χρήστος. «Δεν υπάρχουν λύκοι πια στο Όρος». Με την άποψη αυτή συμφώνησαν και οι άλλοι τρεις, γιατί οι μοναχοί αφήνουν τα γηραιά μουλάρια να βόσκουν ελεύθερα χωρίς φόβο. Μπήκαμε στο ζεστό καταφύγιο μας και ξαπλώσαμε, σκεπασμένοι με δύο-τρεις κουβέρτες ο καθένας. Και οι έξι συζητήσαμε για πολλή ώρα, είπαμε ιστορίες και ανταλλάξαμε εντυπώσεις για το Όρος. Αργά και γλυκά η κούραση της ημέρας και η ζέστη μας παρέδωσαν στον ύπνο. Είχαμε αποφασίσει την επόμενη να φύγουμε από την Αγία Άννα, αφού ούτε να εκκλησιαστούμε δεν μπορούσαμε. Όμως οι απόψεις για το νέο προορισμό μας ήταν πολλές. Εγώ έλεγα να πάμε στα Καυσοκαλύβια, ο Χρήστος στην Σίμωνος-Πέτρα, ο Θοδωρής στην Διονυσίου. Μιας και ο ερχομός στην Αγία Άννα ήταν δική μου ιδέα, δεν επέμεινα και έτσι συντάχθηκα τελικά με την άποψη του Χρήστου. Ο Θοδωρής θα πήγαινε μόνος στη μονή Διονυσίου.



Σημ: Το κείμενο γράφτηκε την ίδια νύχτα και αποτελεί μέρος των «Νυχτερινών Βιβλίων», όπως έχω ονομάσει όλα αυτά τα ημερόλογια, που στην πλειονότητα τους γράφτηκαν στην ησυχία της νύχτας.

Εικόνα: Πρόχειρο σκίτσο τοπογραφικού ενδιαφέροντος, από τις σελίδες του ημερολογίου μου, από την Αγία Άννα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...