Επιμελείται και γράφει
ο μουσικός Χρήστος Δ. Γεωργακόπουλος
«Ας έλθωμεν τώρα εις την εκκλησιαστικήν μουσικήν ήτις (μην αμφιβάλης) έχει τον αυτόν λόγον εις την παλαιάν, τον οποίον η σημερινή γλώσσα προς την γλώσσαν του Πλάτωνος και του Δημοσθένους».
Αδ. Κοραής
Ο όρος «Ελληνική μουσική» περιγράφει πιο σφαιρικά την μουσική παράδοση που έφτασε ως εμάς, τόσο την εκκλησιαστική όσο και την δημοτική. Αποδέκτες ενός ιδιαιτέρου και ολοκληρωμένου μουσικού συστήματος, πρακτικού και θεωρητικού, κληρονόμοι ενός «ζωντανού» οργανισμού διαρκώς εξελισσόμενου και «κατά διαφόρους καιρούς τελειοποιημένου» κατά τον Χρύσανθο.
Από τους Ομηρικούς χρόνους (8ος π.Χ. αι.) και το έπος ( μακροσκελές αφηγηματικό τραγούδι συνοδευόμενο από την φόρμιγγα-πρόδρομο της ελληνικής κιθάρας) και την Αρχαϊκή εποχή (7ος-5ος π.Χ.αι.) με την εμφάνιση της λυρικής ποίησης, έχουμε τις αρχαιότερες μορφές της μουσικής. Η ζωή των Ελλήνων από την αρχή μέχρι το τέλος της, συνοδευόταν από το τραγούδι. Κάθε περίσταση και συναίσθημα της ζωής των ανθρώπων ήταν πηγή της δημοτικής λυρικής ποίησης. Τραγούδια για τις καθημερινές ασχολίες, έμμετρα διδάγματα, γρίφοι, προληπτικά τραγούδια, για χορό και παιχνίδι, ζητιάνων, σατιρικά, αγάπης, γάμου, θρήνοι και τέλος τα πιο περίτεχνα δείγματα δημοτικών τραγουδιών που διασώζονται, τα σκόλια. Τραγούδια του τραπεζιού θα λέγαμε και όχι του χορού ( σκόλιος σημαίνει αντίθετος από το ορθός, όρθιος ή ευθύς ). Θυμίζει αυτό τα καθιστικά τραγούδια , μια ιδιαίτερη κατηγορία καθαρά ελληνικών τραγουδιών;
Ο χαρακτήρας της μουσικής είναι μονοφωνικός (με μικρές εξαιρέσεις) δηλαδή υπάρχει μία μελωδία (φωνή) η οποία αποδίδει το κείμενο. Στοιχείο το οποίο βρίσκουμε και στα πρωτοχριστιανικά λατρευτικά άσματα. Ψάχνοντας τη γέφυρα από την Αρχαϊκή εποχή στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους μήπως αυτό αποτελεί έναν συνδετικό κρίκο; Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι στη μουσική των εβραϊκών ψαλμών επικρατούσε ο δωρικός ήχος, ο αρχαιότερος και κατ’ εξοχήν ελληνικός τρόπος.
Ακόμα μερικά ενδιαφέροντα σημεία :
Το μέγιστο μέρος των προσερχόμενων στον Χριστιανισμό ήταν Έλληνες και ελληνίζοντες. Οι μεγάλοι Πατέρες και δάσκαλοι των πρώτων αιώνων ήταν Έλληνες και είχαν παιδεία ελληνική, πολλοί δε απ’ αυτούς που ήταν και μουσικοί, συνέθεταν με πρότυπο την αρχαία δραματική και λυρική ποίηση. Η υποταγή της μελωδίας στο λόγο είναι , επίσης, ελληνική άποψη, που επικράτησε και στην εκκλησιαστική μουσική. Η γλώσσα των εκκλησιαστικών κειμένων και της εκκλησιαστικής ποίησης, ήταν ευθύς εξ’ αρχής ελληνική. Τα κέντρα άνθισης της παλαιοχριστιανικής τέχνης ήταν μεγάλες ελληνικές μητροπόλεις, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Κωνσταντινούπολη. Τα άσματα που ψάλλονταν ήταν ύμνοι και ωδές «πνευματικές» σε αντιδιαστολή προς τα αντίστοιχα ελληνικά, δηλ. ειδωλολατρικά, που ήταν όμως μουσικά πρότυπά τους, όπως μαρτυρούν αποστολικά κείμενα.
To μοναδικό σωζόμενο μουσικό χειρόγραφο, ο ύμνος στην Αγία Τριάδα που βρέθηκε σε πάπυρο στην Οξύρρυγχο της Αιγύπτου (3ος αι.), παρ’ όλο που δεν ανήκει στην επίσημη Εκκλησία, αλλά σε μια πλάγια αίρεση (Γνωστικοί), είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό. Είναι γραμμένο στην αρχαία ελληνική παρασημαντική σε τρόπο λύδιο και ρυθμό σπονδείο. Τον ίδιο καιρό παρουσιάζεται διαρρυθμισμένος, ανάλογα προς το αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος μπροστά από το εκκλησίασμα. Το τέμπλο (κάγκελα), ο σωλέας, οι χοροί, ο άμβωνας, σύμφωνα με το προσκήνιο, την ορχήστρα, το χορό και τη θυμέλη. Η αντιστοιχία της εσωτερικής δομής των ναών, με εκείνη του αρχαίου θεάτρου καθώς και οι αναλογίες στη μορφή, την αμφίεση και το σκηνικό διάκοσμο, ανάμεσα στις χριστιανικές ακολουθίες και το αρχαίο Ελληνικό δράμα, μαρτυρούν αυτή τη συγγένεια π.χ. το διάλογο του αρχαίου δράματος μεταξύ κορυφαίου και χορού ή μεταξύ ημιχορίων, τον συναντάμε στην εκκλησία μεταξύ ιερέων και διακόνου ή διακόνου και χορού (ψαλτών) κ.α.
Ο Στιλπ. Κυριακίδης (αρχές του 20ου αι.) υποστήριξε ότι οι «παραλογές» - διηγηματικά τραγούδια με επικό πλάτος και με στοιχεία δραματικά και λυρικά- προέρχονται από το θέατρο της μεταγενέστερης αρχαιότητος (των πρώτων χριστιανικών χρόνων) ειδικότερα από την ακμάζουσα τότε ορχηστρική τραγωδία, δηλ. της τραγικής παντομίμας. Και βέβαια ένα ακόμα συνδετικό στοιχείο είναι ότι η «παραλογή» φαίνεται να προέρχεται από την αρχαία λέξη «παρακατολογή» η οποία σήμαινε πιθανώς απαγγελία μελοδραματική υπό τη συνοδεία ορισμένων οργάνων.
Παράλληλα η κοσμική μουσική, στον ευρύ ελληνικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, συνέχισε ως προς τη λαϊκή της έκφραση, σε διαρκή εξέλιξη, την αρχαιοπρεπή παράδοση. Συνεχίστηκαν οι ιεροπρεπείς κύκλιοι συρτοί χοροί, οι κατά ζεύγη ορχήσεις ή βαλλίσματα (μπάλλοι ), τα επιφωνήματα των χορευτών, τα τραγούδια του τραπεζιού, τα ερωτικά κ.λ.π. Όλα αυτά, καθώς και τα γαμήλια τραγούδια του υμέναιου, τα επιθαλάμια, του γαμήλιου δείπνου, οι πατινάδες, τα ευχετικά, τα εργατικά, που δεν στερούνταν από κοινωνικό περιεχόμενο και αξία, προσαρμόστηκαν με το χρόνο και συνταιριάστηκαν με τα ήθη της νέας πίστης και της λαϊκής λατρείας. Πως μεταλλάσσονται όλα αυτά με το πέρασμα των αιώνων; Ο Κων/νος ο Πορφυρογέννητος (Ι΄ αι.) που στο σύγγραμμά του «Βασίλειος τάξις» δίνει τις πληροφορίες για τα τραγούδια, τα όργανα και τους χορούς της εποχής, αναφέρει ότι συχνά, με τις φατρίες του Ιπποδρόμου, συνέψαλλαν οι ψάλτες διάφορα άσματα, μεταξύ των οποίων τα «απελατίκια» άσματα που ήταν τραγούδια που υμνούσαν τους απελάτες, αντίστοιχα των νεότερων κλέφτικων τραγουδιών.
Τα μακρά αφηγηματικά τραγούδια ηρωικού περιεχομένου, τα «ακριτικά», που είναι γνωστά από τον Θ΄ αι. ήταν ιδιαίτερα αγαπητά. Φορείς αυτών των ασμάτων ήταν κυρίως λαϊκοί ραψωδοί, οι οποίοι κατά τη μαρτυρία του Αρέθα, αρχιεπισκόπου Καισαρείας (850 – 925 μ.Χ.), γυρνούσαν στους δρόμους και τραγουδούσαν τα τραγούδια κατόπιν αμοιβής. Από τις Ακριτικές περιοχές, εξ’ αιτίας της τουρκικής λαίλαπας, θα διαδοθούν και εις τον υπόλοιπο πληθυσμό της Μ. Ασίας και εις τους τόπους της νέας εγκατάστασης του, στη Κύπρο, στη Δωδεκάνησο και τη Κρήτη. Στη Μ. Ασία διατηρήθηκε στον ελληνισμό του Πόντου και της Καππαδοκίας. Στην Ηπειρωτική Ελλάδα σε αντίθεση με τη νησιωτική, το ηρωικό πνεύμα των ακριτικών τραγουδιών μεταγγίζεται στα νεότερα τραγούδια, τα γνωστά «κλέφτικα».
Τα κλέφτικα τραγούδια αυτά σύμφωνα με το περιεχόμενο τους διακρίνονται εις εκείνα που περιστρέφονται σε γεγονότα (περιστατικά, ανδραγαθήματα, τραγικό τέλος, θάνατος) της δράσης ορισμένων κλεφτών και εις άλλα, τα οποία φαίνονται σαν καταστάλαγμα από την εμπειρία του κλέφτικου βίου και έχουν σαν θέμα τους γενικότερα επεισόδια ή ιδέες από της κοινωνικής ζωής των κλεφτών με εντονότερο λυρικό περιεχόμενο. Εκφράζουν το πνεύμα της απεγνωσμένης αντιστάσεως του ατόμου με ελεύθερη ψυχή κατά του στραγγαλισμού της ελευθερίας του, ερμηνεύουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια απέναντι στη ζωή και τη πίστη στη θρησκεία και το έθνος.
Η απελευθέρωση μεγάλου γεωγραφικού τμήματος τη χώρας, το οποίο μέχρι τότε ήταν πεδίο δράσης των κλεφτών και η πνευματική τότε αναγέννηση του λαού κάτω από ελεύθερο βίο, έφεραν τη παρακμή της ποίησης των κλέφτικων τραγουδιών, όσο αφορά τη σύνθεση νέων τραγουδιών. Συνεχίστηκε όμως για μερικά χρόνια στα όμορα αλύτρωτα εδάφη της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Στην Ελεύθερη Ελλάδα στην ίδια χρονική περίοδο και με πρότυπο τα κλέφτικα τραγούδια, γράφτηκαν καινούργια τραγούδια για ήρωες με ληστρική δράση όπως ο Χρήστος Νταβέλης, ο Ντούλας, ο Κωνσταντέλλος κ.α. Το δημοτικό τραγούδι, μαζί με άλλα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού, όπως οι μύθοι, τα παραμύθια, οι παραδόσεις, οι παροιμίες και τα γνωμικά, κοινωνικοί θεσμοί με ποικίλα έθιμα και δοξασίες, υπήρξε για αιώνες σαν μέσο εκπαίδευσης για πλήθος λαού ο οποίος δεν είχε ανώτερη μόρφωση. Απετέλεσε έτσι η δημοτική ποίηση μαζί με τις παραδόσεις του λαού, την ιστορία του, η οποία διατήρησε την ιστορική συνείδηση σαν εθνική ολότητα με συντήρηση ταυτόχρονα στη μνήμη σπουδαίων ιστορικών γεγονότων της φυλής και των ενδόξων ηρώων της.
Βιβλιογραφία :
«Η μουσική μέσα από την Ιστορία της». Βασιλειάδης – Γλυνιάς
«Κλέφτικα τραγούδια». Δ. Α. Πετρόπουλος
«Η μουσική των ανθρώπων». Π. Ταμπούρης
«Οι ιστορικές αρχές της δημοτικής νεοελληνικής ποίησης». Στιλπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου