Γεωργίου Κόρδη: "Τα Κάλαντα" |
του
Γ. Α. Μέγα
Τα
έθιμα των Χριστουγέννων αρχίζουν από την παραμονή. Aμα φτάσει η παραμονή της
μεγάλης μέρας, τα παιδιά ξεχύνονται στους δρόμους, πριν ακόμα ξημερώσει, για να
φέρουν στα σπίτια το μήνυμα του μεγάλου γιορτασμού. Χτυπούν με ραβδιά ρυθμικά
τις πόρτες και τραγουδούν τα κάλαντα. Η πόρτα ανοίγει -είναι παντού ευπρόσδεκτα
τα παιδιά, γιατί φέρνουν την καλοχρονιά.
Τα
κάλαντα είναι ευχετικά τραγούδια, που περιέχουν επαίνους και ειδικές ευχές για
τον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Πρώτα όμως
τραγουδούν το παλιό Χριστουγεννιάτικο τραγούδι:
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη κ.τ.λ.
Εκτός από το λόγιο αυτό στιχούργημα υπάρχουν και καθαρά λαϊκά τραγούδια, που αναφέρονται στη γέννηση του Χριστού, όπως είναι τα εξής θρακιώτικα:
1. Χριστός γεννιέται,
σα γήλιος φέγγει,
σα νιο φεγγάρι,
σαν παλικάρι.
2. Κυρά Θεοτόκο
Καλήν εσπέραν, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας,
Χριστού την θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.
Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει,
Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η κτίσις όλη κ.τ.λ.
Εκτός από το λόγιο αυτό στιχούργημα υπάρχουν και καθαρά λαϊκά τραγούδια, που αναφέρονται στη γέννηση του Χριστού, όπως είναι τα εξής θρακιώτικα:
1. Χριστός γεννιέται,
σα γήλιος φέγγει,
σα νιο φεγγάρι,
σαν παλικάρι.
2. Κυρά Θεοτόκο
εκοιλοπόνα,
εκοιλοπόνα
και παρεκάλιε!
-Βοηθήσετέ με
αυτή την ώρα
τη βλογημένη
και δοξασμένη,
μαμή να πάτε,
μαμή να φέρτε.
3.Ώστε να πάσι
Και να γυρίσου,
Χριστός γεννήθη,
σα νιο φεγγάρι,
σαν παλικάρι.
Ποιητικότατα είναι και όσα λέγονται στα τραγούδια των Καλάνδων. Αν π.χ. η οικογένεια έχει στάνες και πρόβατα, τα παιδιά στα χωριά του Πηλίου τραγουδούν:
και παρεκάλιε!
-Βοηθήσετέ με
αυτή την ώρα
τη βλογημένη
και δοξασμένη,
μαμή να πάτε,
μαμή να φέρτε.
3.Ώστε να πάσι
Και να γυρίσου,
Χριστός γεννήθη,
σα νιο φεγγάρι,
σαν παλικάρι.
Ποιητικότατα είναι και όσα λέγονται στα τραγούδια των Καλάνδων. Αν π.χ. η οικογένεια έχει στάνες και πρόβατα, τα παιδιά στα χωριά του Πηλίου τραγουδούν:
Εδώ
σε τούτες τις αυλές, τις μαρμαροστρωμένες,
Εδώ ‘χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομίζ’ ο λόγγος όλος.
Σαν πιάνουν τον κατήφορο, γιομίζ’ ο κάμπος όλος.
Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν,
σαν τον αφρό της θάλασσας αφρίζουν τα καρδάρια.
Εμείς ολίγα τα ‘παμε κι ο Θιος να τ’ αβγαταίνει.
Αν ο νοικοκύρης του σπιτιού είναι γεωργός, τότε το τραγούδι τους είναι για το ζευγάρι. Παραθέτω τραγούδι της Λήμνου:
Εδώ ‘χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομίζ’ ο λόγγος όλος.
Σαν πιάνουν τον κατήφορο, γιομίζ’ ο κάμπος όλος.
Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν,
σαν τον αφρό της θάλασσας αφρίζουν τα καρδάρια.
Εμείς ολίγα τα ‘παμε κι ο Θιος να τ’ αβγαταίνει.
Αν ο νοικοκύρης του σπιτιού είναι γεωργός, τότε το τραγούδι τους είναι για το ζευγάρι. Παραθέτω τραγούδι της Λήμνου:
Τα
μαύρα βόδια στο ζυγό, τα τρίδβωλα* στ’ αλέτρι,
κι αυτά τα λαμπροκέρωτα να ζουν, να τριδβωλάνε!
Αγριγιολιά είν’ τ’ αλέτρι σου και δάφνη ο ζυγός σου,
είναι κι η φκεντρίκια** σου τριανταφυλλιάς κλωνάρι,
είναι και η ζευγίκια*** σου μετάξι συρματένιο.
Δευτέρα μέρα γιούρντισες**** να πα να πρωτοσπείρεις.
Η στράτα ρόδια γέμισε και τα χωράφια σπόρο.
-Θα σε ρωτήσω, αφέντη μου, πόσα πινάκια σπέρνεις;
-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα, σιτάρι δεκαπέντε
και κάτω στην ακρογιαλιά άλλα σαρανταπέντε,
κι αυτό με το διαστήκανε***** περδίκια να το φάνε.
κι αυτά τα λαμπροκέρωτα να ζουν, να τριδβωλάνε!
Αγριγιολιά είν’ τ’ αλέτρι σου και δάφνη ο ζυγός σου,
είναι κι η φκεντρίκια** σου τριανταφυλλιάς κλωνάρι,
είναι και η ζευγίκια*** σου μετάξι συρματένιο.
Δευτέρα μέρα γιούρντισες**** να πα να πρωτοσπείρεις.
Η στράτα ρόδια γέμισε και τα χωράφια σπόρο.
-Θα σε ρωτήσω, αφέντη μου, πόσα πινάκια σπέρνεις;
-Σπέρνω κριθάρι δώδεκα, σιτάρι δεκαπέντε
και κάτω στην ακρογιαλιά άλλα σαρανταπέντε,
κι αυτό με το διαστήκανε***** περδίκια να το φάνε.
Δεν
είν’ περδίκια μοναχά, μόν’ είναι και λαγούδια.
Πήρα το τουφεκάκι μου να πα να τα σκοτώσω.
Ούτε περδίκια σκότωσα ούτε λαγούδια πιάσα,
μόν’ θέρισα κι αλώνισα όλα τα’ αποφαγούδια.
‘Κάνα πινάκια αμέτρητα, πινάκια μετρημένα,
κ’ εκεί που τα μετρούσαμε, να κι ο Χριστός κ’ επέρνα.
Εκεί που ‘στάθη ο Χριστός χρυσό δεντράκι βγήκε
κ’ εκεί που παραπάτησε, βγηκ’ ένα κυπαρίσσι.
Στη μέση ήταν ο Σταυρός, στην άκρη το Βαγγέλιο
και κάτω στη ριζίκια του μια κρυσταλλένια βρύση,
που κατεβαίνουν τα πουλιά και βρέχουν τα φτερά τους
Πήρα το τουφεκάκι μου να πα να τα σκοτώσω.
Ούτε περδίκια σκότωσα ούτε λαγούδια πιάσα,
μόν’ θέρισα κι αλώνισα όλα τα’ αποφαγούδια.
‘Κάνα πινάκια αμέτρητα, πινάκια μετρημένα,
κ’ εκεί που τα μετρούσαμε, να κι ο Χριστός κ’ επέρνα.
Εκεί που ‘στάθη ο Χριστός χρυσό δεντράκι βγήκε
κ’ εκεί που παραπάτησε, βγηκ’ ένα κυπαρίσσι.
Στη μέση ήταν ο Σταυρός, στην άκρη το Βαγγέλιο
και κάτω στη ριζίκια του μια κρυσταλλένια βρύση,
που κατεβαίνουν τα πουλιά και βρέχουν τα φτερά τους
και ραίνουν τον αφέντη μας μ’ όλη τη φαμελιά του.
Αφέντη μου πεντάφεντε, πέντε φορές αφέντη!
Πέντε κρατούν το μαύρο σου και τρεις τόνε σελώνουν
και δεκοχτώ περικαλλούν: Αφέντη, καβαλίκα!
Καβαλικεύεις, χαίρεσαι, πεζεύεις, καμαρώνεις,
κ’ εκεί π’ πατήσ’ ο μαύρος σου, πηγάδια φανερώνει,
πηγάδια πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες...
Βάλε τ’ αφέντη μ’, βάλε το το χέρι σου στη τζέπη.
Αν εύρεις γρόσα δω μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι.
Βάλε και το γλυκό κρασί, να πιουν τα παλικάρια.
*που οργώνουν τρεις φορές το χωράφι
**βουκέντρα
***το σκοινί που τα τραβούν
****κίνησες
*****διαμοιράστηκαν
Η νοικοκυρά φιλοδωρεί τα παιδιά με κουλούρια και κάστανα ή καρύδια, κι αυτά φεύγουν για να χτυπήσουν άλλη πόρτα, να τα πουν και σε άλλο σπίτι. Αν όμως η πόρτα δεν ανοίξει και αν τα παιδιά δυσαρεστηθούν, τότε και το τραγούδι τους δεν θα είναι προς έπαινο του νοικοκύρη. Να ένα από τα σκωπτικά αυτά τραγούδια:
Αφέντη
μου, στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,
Άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν κ.τ.λ.
Όπως την παραμονή των Χριστουγέννων, έτσι και το βράδυ της παραμονής του νέου έτους τα παιδιά ή και οι ενήλικες γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα κάλαντα. Στα χέρια τους κρατούν αλλού μήλο ή πορτοκάλι, αλλού χάρτινο καράβι με χάρτινες ταινίες. Πιο συχνά όμως κρατούν χλωρό ραβδί από ξύλο κρανιάς ή άλλου σκληρού δέντρου, με το οποίο χτυπούν στη ράχη όσους βρίσκουν μέσα στ σπίτι, τραγουδώντας ταυτόχρονα κάποιο ευχετικό τραγούδι.
Άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν κ.τ.λ.
Όπως την παραμονή των Χριστουγέννων, έτσι και το βράδυ της παραμονής του νέου έτους τα παιδιά ή και οι ενήλικες γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι και λένε τα κάλαντα. Στα χέρια τους κρατούν αλλού μήλο ή πορτοκάλι, αλλού χάρτινο καράβι με χάρτινες ταινίες. Πιο συχνά όμως κρατούν χλωρό ραβδί από ξύλο κρανιάς ή άλλου σκληρού δέντρου, με το οποίο χτυπούν στη ράχη όσους βρίσκουν μέσα στ σπίτι, τραγουδώντας ταυτόχρονα κάποιο ευχετικό τραγούδι.
Το
“καλάντιασμα” γίνεται και το πρωί της Πρωτοχρονιάς και τότε συνοδεύεται με
συμβολικές πράξεις, που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της ευτυχίας του σπιτιού για
το ερχόμενο έτος. Τέτοιες πράξεις είναι το σκάλισμα της φωτιάς, το σκόρπισμα σταριού
ή κριθαριού στην αυλή κ.τ.λ. Οι νοικοκυρές φιλοδωρούν τα παιδιά, τους δίνουν
κουλούρια, γλυκίσματα, ξηρούς καρπούς, νομίσματα -τα οποία στον Πόντο και την
Καππαδοκία καρφώνουν σ’ ένα μήλο, όπως συνήθιζαν να κάνουν και οι Βυζαντινοί.
Όπως
είναι ευνόητο, το έθιμο παραλλάσσει από τόπο σε τόπο. Ετσι, στα περίχωρα της
Αδριανούπολης “το πρωί της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά, ηλικίας 12-15 ετών, γυρίζουν
τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκια) και σουρβίζουν, δηλαδή χτυπούν τον
νοικοκύρη και τους οικείους στη ράχη, λέγοντας:
Σούρβα, σούρβα!
Γερό κορμί, γερό σταυρί.
Σαν ασήμι, σα κρανιά
και τη χρον’ γούλοι γεροί
και καλόκαρδοι”.
Στο Κωστί, τυλίγουν το κλωνάρι της κρανιάς με την ασημένια ζώνη που φορεί η μητέρα τους. Έτσι το παιδί πηγαίνει πάνω στο σπίτι “με τ’ ασήμι”. Στη Σινώπη, “μόλις ξημερώσει την Αρχιχρονιά, σκοτεινά-σκοτεινά ακόμη, ένα κορίτσι έπαιρνε ένα κομμάτι δάφνη κ’ επήγαινε στα συγγενικά σπίτια να καλαγγιάσει το οτσάκι. Έπρεπε να πάει πρώτη αυτή ν’ ανοίξει την πόρτα. Πήγαινε ίσια στο τζάκι, έριχνε τη δάφνη μες στη φωτιά και καούντανε κ’ έλεγε: Και του χρόνου, καλές δουλειές. Οι άνθρωποι του σπιτιού εκαλάγγιαζαν το κορίτσι, δηλαδή του έδιναν ένα πορτοκάλι, που μέσα του είχαν καρφώσει ένα δίγροσο ή πεντάγροσο, του έδιναν και γλυκά και φρούτα”.
Σούρβα, σούρβα!
Γερό κορμί, γερό σταυρί.
Σαν ασήμι, σα κρανιά
και τη χρον’ γούλοι γεροί
και καλόκαρδοι”.
Στο Κωστί, τυλίγουν το κλωνάρι της κρανιάς με την ασημένια ζώνη που φορεί η μητέρα τους. Έτσι το παιδί πηγαίνει πάνω στο σπίτι “με τ’ ασήμι”. Στη Σινώπη, “μόλις ξημερώσει την Αρχιχρονιά, σκοτεινά-σκοτεινά ακόμη, ένα κορίτσι έπαιρνε ένα κομμάτι δάφνη κ’ επήγαινε στα συγγενικά σπίτια να καλαγγιάσει το οτσάκι. Έπρεπε να πάει πρώτη αυτή ν’ ανοίξει την πόρτα. Πήγαινε ίσια στο τζάκι, έριχνε τη δάφνη μες στη φωτιά και καούντανε κ’ έλεγε: Και του χρόνου, καλές δουλειές. Οι άνθρωποι του σπιτιού εκαλάγγιαζαν το κορίτσι, δηλαδή του έδιναν ένα πορτοκάλι, που μέσα του είχαν καρφώσει ένα δίγροσο ή πεντάγροσο, του έδιναν και γλυκά και φρούτα”.
Στη
Λήμνο, τέλος, τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς “τα μικρά παιδιά γυρίζουν στα
λουκ-λουκ. Μπαίνουν μέσα κρατώντας καλάθια, γονατίζουν και λεν: λουκ-λουκ,
καλημέρα σας κι Αγιοβασίλης! Τους δίνουν λουκούμια φκιαγμένα με ζυμάρ’,
καρύδια, σταφίδες και τα μαζεύουν στο καλάθι. Φεύγοντας, φωνάζουν πάλι στο
δρόμο: λουκ-λουκ, λουκ-λουκ! Χαλάν τον κόσμο. Οι νοικοκυρές τα δέχονται με καλή
καρδιά και τα λεν: Καλώς τον πέτναρο ή καλώς τις π’λαδέλλες! Κάτσ’τε να κατσ’
κ’ η κλώσα μας”
(από
το βιβλίο του Γ. Α. Μέγα "Ελληνικές γιορτές και έθιμα του ελληνικού
λαού")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου