ο Παντοκράτορας της μονής Σινά 6ος αι. μ.Χ. |
του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
Μετά τη μεταφορά της
πρωτεύουσας του Ρωμαϊκού Κράτους στην Κωνσταντινούπολη στα 330 μ.Χ., που ήταν
έδρα της αυτοκρατορικής αυλής, αλλά και θρησκευτική πρωτεύουσα της νέας
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι πόλεις της Ανατολής άρχισαν σταδιακά να
επισκιάζονται από την αίγλη και την ακμή της, ειδικά από τα χρόνια του
Ιουστινιανού και μετά (527-565 μ.Χ), και μέχρι την Ισλαμική τους κατάκτηση τον 7ο αι. Το
Βυζάντιο ή η Νέα Ρώμη η οποία χωρίζεται από την αρχαία Ρώμη, από τον θάνατο του
Μ. Θεοδοσίου και μετά, άρχισε την εποχή αυτή να μετατρέπεται, εξαιτίας της
ακμής της σε κέντρο καλλιτεχνών που προέρχονταν από τα ελληνικά και ανατολικά
κέντρα της Αυτοκρατορίας. Έδωσε έτσι την οριστική πλέον σφραγίδα στην
χριστιανική τέχνη, που τώρα πια βρισκόταν υπό την προστασία της Εκκλησίας και
της Αυλής.
Αυτή η αρχαία
χριστιανική τέχνη άρχισε να διαμορφώνει στο Βυζάντιο του 5ου και 6ου αι. την
ενιαία της μορφή, περισσότερο όμως στην τεχνοτροπία από ότι στα εικονογραφικά
και διακοσμητικά θέματα. Την εποχή αυτή έχει ήδη επιτευχθεί η σύνθεση ανάμεσα
στο ιερό και το αισθητικό, έχει γίνει δυνατή
η συναινετική τους συμβίωση και έχει επέλθει η ισορροπία μεταξύ εικόνας και
σημείου. Αυτή η ωριμότητα της βυζαντινής τέχνης εκδηλώθηκε με την εσωτερική
αντιστοιχία μορφής και περιεχόμενου, και ήταν αποτέλεσμα αντίστοιχα της
εκλεκτικής ένωσης δυο ετεροζυγών συνιστωσών, της αρχαίας ελληνικής τέχνης και
του νέου χριστιανικού πνεύματος. Έτσι, τον 6ο αι., επί Ιουστινιανού, η χριστιανική τέχνη έφτασε στην υψηλότερη ακμή της
και καθόρισε όλους τους τύπους, οι οποίοι την χαρακτήριζαν και διατηρήθηκαν
εφεξής αποτυπωμένοι στο ρυθμό ενός νέου είδους τέχνης, της βυζαντινής. Αυτό το
νέο είδος τέχνης προέκυψε έπειτα από προεργασίες και ζυμώσεις πέντε ολόκληρων
αιώνων και η βάση της εντοπίζεται στις επιδράσεις στοιχείων ανατολικής
προέλευσης στην ελληνιστική τέχνη.
Η βυζαντινή τέχνη δεν
απομακρύνθηκε ποτέ πλέον από αυτούς τους τύπους και οι λεγόμενες αναγεννήσεις
της τέχνης επί των αυτοκρατορικών δυναστειών των Μακεδόνων, των Κομνηνών και
των Παλαιολόγων, δεν ήταν τίποτα άλλο
από ανανεώσεις, κατά μεγάλο μέρος, αυτού του ρυθμού της πρώτης Ιουστινιάνειας
ακμής. Σχετικά με το πέρασμα της αρχαίας τέχνης στη βυζαντινή εικονοποίϊα ο Μ.
Στεφανίδης [1]
σημειώνει: «Οι αρχαίοι μύθοι του
παγανισμού εδώ αναβιώνουν αβίαστα μέσα στο συμβολικό κλίμα του χριστιανισμού. Η
ισορροπία και η κλασικότητα της σύνθεσης αποδεικνύουν ότι η αρχαία τέχνη ζει
μέσα στη βυζαντινή εικονοποιία υπό νέο ένδυμα….». Η διαχρονικότητα και η
συνέχεια αυτής της ένωσης είναι αναμφίβολη καθώς: «…και στο Δαφνί (11ος αι.) οι ειδικοί συμφωνούν (Andre Grabar) για τις αναβιώσεις ελληνιστικών
μοτίβων στα ψηφιδωτά του νάρθηκα και μιλάνε για μια αναγέννηση των
Μακεδόνων…Εκτός όμως της μακεδονικής αναγέννησης, το Βυζάντιο βρίσκεται στον
κολοφώνα του και στην περίοδο των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Τα ψηφιδωτά στα
υπερώα της Αγίας Σοφίας και στο κεντρικό κλίτος της Μονής της Χώρας το
πιστοποιούν».
Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα, οι Άγιοι Θεόδωρος ο Στρατηλάτης, Γεώργιος και άγγελοι, β΄ μισό 6ου αι. Μονή Αικατερίνης Σινά |
Αυτός ο βυζαντινός
ρυθμός αποτέλεσε μια ριζική μετάβαση από την αρχαία τέχνη στη χριστιανική και
αυτό επειδή στην χριστιανική τέχνη έχουμε απόλυτη αλλαγή του περιεχομένου της
αρχαίας τέχνης με κατεύθυνση προς υψηλότερες πνευματικά μορφές. Δε μπορεί,
λοιπόν, να συγκριθεί με τη μετάβαση από την βυζαντινή τέχνη προς την ιταλική
αναγέννηση, όταν περίπου μια χιλιετία αργότερα διαπιστώθηκε πάλι μια αύξηση του
αισθητικού εις βάρος του ιερού. Επειδή στην τελευταία αυτή μετάβαση, έχουμε
πρόοδο μόνο προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης φυσικότητας των μορφών και την
επιστροφή της αισθητικής, την οποία όμως είχε
απαρνηθεί εξαρχής η βυζαντινή τέχνη. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού
του νέου βυζαντινού ρυθμού, είναι η εγκατάλειψη της πολυπλοκότητας, του κάλλους
και της φυσικότητας της αρχαίας τέχνης και η υιοθέτηση των αρχών της ανατολικής
τέχνης, όπως είναι, για παράδειγμα στην αναπαράσταση του ανθρώπινου σώματος, η
έλλειψη πλαστικότητας και ακριβούς σχεδίου και η σχηματοποίησή του σε
διακοσμητική μορφή, παρέχοντας σε αυτές άμεση και ευρεία δημιουργική εξέλιξη. Ο
συνδυασμός της απλότητας προς την λαμπρότητα και της ρυθμικής διάταξης προς την
αυστηρή ηρεμία, ανήγαγε το διακοσμητικό στοιχείο σε πρωτεύουσα αξία.
Αυτή η τάση προς τη
σχηματοποίηση που παρατηρείται επίσης και σε άλλες θρησκείες και τέχνες της
ανατολής, όπως η ισλαμική, εξηγείται από το ότι, η χριστιανική τέχνη
διαμορφώθηκε στα κέντρα της Ανατολής και δε μπορούσε να αντισταθεί στις από
αιώνες ζωντανές αρχές της ανατολικής τέχνης. Κυρίως δε, οφείλεται σε
πνευματικούς λόγους, τους ίδιους που έκαναν την νέα τέχνη να αδιαφορήσει για το
φυσικό κάλλος και να παραμελήσει τη μελέτη της φύσεως και του ανθρώπινου
σώματος, ακριβώς επειδή η βαθύτερη έννοια, το περιεχόμενο της χριστιανικής
τέχνης απαιτούσε ή προτιμούσε αυτή την καθαρά πνευματική κατεύθυνση.
Η εκκλησιαστική
αρχιτεκτονική, κατά την πρώτη και μεγάλη περίοδο της ακμής της, ήρθε αντιμέτωπη
με τα προβλήματα των νέων αναγκών της ομαδικής λατρείας και άνοιξε δικούς της
δρόμους. Έδωσε νέα μορφή στο εσωτερικό των ναών και μπόρεσε να πετύχει την
πνευματοποίηση του χώρου, καθιστώντας το ναό σύμβολο της ιδέας του θεού επί της
γης. Αυτό το κατάφερε με την χρήση αναμφίβολων αισθητικών καινοτομιών, όπως
ήταν οι νέες αναλογίες, ο κατάλληλος φωτισμός, οι μεγάλοι και ελαφροί θόλοι και
τέλος με την όλη διάταξη των αρχιτεκτονικών και των διακοσμητικών μερών. Το
κορύφωμα της ακμής της νέας τέχνης στην Κωνσταντινούπολη στα χρόνια του
Ιουστινιανού, αποτέλεσε η κατασκευή του ναού της «Του Θεού Αγίας Σοφίας», ενός θαύματος της ισορροπίας και της
τόλμης, καθώς και άλλων λαμπρών εκκλησιαστικών και δημόσιων κτισμάτων.
Μεγαλύτερη ίσως σημασία για την χριστιανική τέχνη έχουν οι ελληνικές χώρες,
όπου τα εκεί ευρισκόμενα μνημεία[2],
αποτελούν πολύτιμο υλικό για την κατανόηση της αρχαίας χριστιανικής τέχνης, που
υπέστη κατά τον 5ο και 6ο αι., την επίδραση του Βυζαντίου.
Ο Ναός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη του 6ου αι. |
Η αρχιτεκτονική, αν
και ήταν επίσης μια τέχνη του παρελθόντος, μπόρεσε να προσαρμόσει πιο εύκολα
τις μορφές της στις νέες ανάγκες, όμως με την χριστιανική γλυπτική τα πράγματα
παρουσίασαν κάποιες δυσκολίες. Το πρόβλημα της διακόσμησης των ναών ήταν πολύ
δυσκολότερο και πολύ σοβαρότερο, γιατί οι διαφορετικές αντιλήψεις για την
εικόνα και τη χρήση της στη θρησκεία, ήρθαν ξανά στο προσκήνιο και έγιναν
αφορμή για βίαιες διαμάχες. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να αποδοθεί στο ότι η γλυπτική,
σε αντίθεση με την ζωγραφική, δε μπόρεσε να διώξει από πάνω της την
ειδωλολατρική προκατάληψη των χριστιανών, καθώς αποτέλεσε την κατ΄εξοχήν
μαγικο-θρησκευτική τέχνη ολόκληρης της αρχαιότητας. Αυτό οφείλεται στην
τρισδιάστατη φύση της που προσδίδει στην εικόνα του ομοιώματος μεγαλύτερη
αληθοφάνεια Ήταν η τέχνη που εξ αρχής ταυτίστηκε απόλυτα με τις αρχαίες
θρησκείες και με την λατρεία των ειδώλων και η λέξη «ειδώλιο» αναφέρεται
αποκλειστικά σε έργα γλυπτικής. Όλοι σχεδόν οι πρώτοι χριστιανοί συμφωνούσαν,
ότι δεν έπρεπε να υπάρχουν αγάλματα στους ναούς και ήταν αδιανόητο να
τοποθετηθεί άγαλμα του Θεού ή των αγίων Του πάνω στην Αγία Τράπεζα, χωρίς τον
κίνδυνο να υπάρξουν παρανοήσεις και συσχετισμοί με το ειδωλολατρικό παρελθόν.
Έτσι η μοναδική διέξοδος για την χριστιανική γλυπτική, ήταν να στραφεί προς ένα
περισσότερο διακοσμητικό και οργανικό σύνολο, χωρίς να απομακρυνθεί από τους
συροπαλαιστινιακούς τύπους, διατηρώντας και τις ελληνικές της αναμνήσεις. Η
γλυπτική στους χώρους λατρείας της Ανατολικής Εκκλησίας, περιορίστηκε κυρίως σε
ανάγλυφα διακοσμητικά μοτίβα συμβόλων και περίπλοκων φυτικών συνθέσεων. Σε
αντίθεση προς αυτή την πνευματοποιημένη αντίληψη της τέχνης στην Ανατολή και
την ελάχιστη χρήση της γλυπτικής, η εκκλησία της Δύσης χρησιμοποίησε στη
συνέχεια κατά κόρον ανάγλυφα και ολόγλυφα αγάλματα μορφών για τη διακόσμηση των
ναών. Γενικά η εξέλιξη της τέχνης των δύο χριστιανικών εκκλησιών, φανερώνει πως
η Ανατολή έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο πνευματικό περιεχόμενο της τέχνης,
ενώ η Δύση στην αισθητική της μορφή.
Ενώ όλοι οι ευσεβείς
χριστιανοί αποδοκίμαζαν τα μεγάλα, φυσικού μεγέθους αγάλματα, ο τρόπος που αντιμετώπιζαν την
ζωγραφική ήταν πολύ διαφορετικός. Μερικοί[3]
είχαν την άποψη, που υιοθετήθηκε κυρίως στο Λατινικό, το δυτικό μέρος της
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πως οι ζωγραφικές παραστάσεις θα ήταν χρήσιμες, γιατί
θα θύμιζαν στους πιστούς όσα είχαν διδαχθεί και θα κρατούσαν ζωντανή τη μνήμη
των διαφόρων επεισοδίων της Αγίας Γραφής. Έτσι μετά τον θρίαμβό της η Εκκλησία,
πήρε τη ζωγραφική υπό την κυριαρχία της με κύριο σκοπό της την εικονογράφηση
των ιερών κειμένων για τη διδασκαλία των πιστών και της ζήτησε να παραστήσει τη
ζωή και τη διδασκαλία του Χριστού και των ιερών προσώπων και να παρουσιάσει τα
δόγματα και τις ιδέες της Εκκλησίας για διδακτικό σκοπό.
Ψηφιδωτό της βασιλικής του Αγίου Βιταλίου στην Ραβέννα (6ος αιώνας) |
Στο Βυζάντιο η
χριστιανική ζωγραφική εμπλουτίστηκε με διάφορες εκδόσεις εικονογραφικών κύκλων
προερχόμενες από τα μεγάλα μοναστικά κέντρα της Ανατολής. Αποτυπώνονταν σε
απειράριθμες μικρογραφίες χειρογράφων ιερών κειμένων, οι οποίες δεν ήταν τίποτα
άλλο από αντίγραφα μωσαϊκών και τοιχογραφιών από ναούς της Αιγύπτου, της Μ.
Ασίας, της παλαιστίνης και της Μεσοποταμίας. Με πρότυπο τα έργα αυτά, οι
ζωγράφοι που κατέφθασαν από πολλές περιοχές στην Κωνσταντινούπολη, διακόσμησαν
τους ναούς της βασιλεύουσας. Τα διασωθέντα σε ναούς ζωγραφικά μνημεία, που
μαρτυρούν την ζωγραφική ακμή της εποχής είναι λίγα, (Θεσσαλονίκη, Ραβέννα, Ρώμη
κ.α), ενώ όσα βρίσκονται στην Ρώμη, είναι αποδεδειγμένα δευτερεύουσας σημασίας
απομιμήσεις βυζαντινών και ανατολικών προτύπων δημιουργημένα από καλλιτέχνες
της Ανατολής, που προσκαλούνταν στην υποβαθμισμένη Ρώμη του 5ο αι,
για την διακόσμηση των ναών.
Η εικόνα από την πρώτη
χριστιανική εποχή μέχρι και σήμερα ακόμη, για τον Χριστιανισμό, δεν είναι ένα
απλό έργο τέχνης, αλλά έχει ανώτερη αξία και βαθύτερη σημασία. Για τον Μ.
Βασίλειο η αποδιδόμενη τιμή «εις το πρωτότυπον αναβαίνει», ενώ κατά
τον Ιωάννη Δαμασκηνό: «Άλλο γαρ εστί η
Εικών και άλλο το εικονιζόμενον».
Η εικόνα παριστά ιερά πρόσωπα, αφηγείται σκηνές και ερμηνεύει ιδέες. Είναι
τεράστιος ο πλούτος της φαντασίας στην εύρεση τόσων πολλών νέων χαρακτήρων,
μορφών και τύπων: Χριστού, Θεοτόκου, αγγέλων, αποστόλων, προφητών, της μακράς
σειράς των μαρτύρων, οσίων, αγίων, ιεραρχών και του πλήθους των εικονογραφικών
συνθέσεων, οι οποίες αυξάνουν συνεχώς και είναι όλες δημιουργήματα ανώνυμων
χριστιανών ζωγράφων. Ο τεράστιος αυτός σκοπός που απασχολούσε και απορροφούσε
τη φαντασία του χριστιανού καλλιτέχνη, συντέλεσε αυτονόητα στο να δοθεί
μεγαλύτερη βαρύτητα στο εικονογραφικό μέρος και να τεθεί έτσι σε δεύτερη μοίρα
η τέχνη. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι ο χριστιανός καλλιτέχνης, όπως και
ο αιγύπτιος, δεν ήταν ελεύθερος να ακολουθεί τις δικές του εμπνεύσεις και
όφειλε να κινείται μέσα στα καθιερωμένα πλαίσια των τύπων, που είχαν
προσδιοριστεί από την Εκκλησία, την Αυλή και την παράδοση. Και είναι γνωστό
πόσο μεγάλος ήταν ο σεβασμός προς την παράδοση που χαρακτηρίζει ολόκληρο τον
βυζαντινό πολιτισμό.
Παναγία Βρεφοκρατούσα, Αγία Σοφία, 867 μ.Χ |
Πάντως η καλλιτεχνική
αυτή παράδοση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είχε πάντα ομαλή και αδιάσπαστη συνέχεια. Η
εικονογραφική παράδοση θεωρούμενη ως ειδωλολατρία καταργήθηκε ξαφνικά επί Λέοντος Γ΄ το 726 μ.Χ. και ο
αυτοκράτορας απαγόρευσε κάθε αναπαράσταση της ανθρώπινης μορφής στη θρησκευτική
τέχνη. Η ιδέα δεν ήταν, βέβαια, εντελώς νέα καθώς η χριστιανική τέχνη στα πρώτα
της βήματα είχε αρκεστεί σε απλά σύμβολα. Η χρήση της τέχνης και της
εικονογραφίας, είχε αποτελέσει νίκη του ελληνικού προσωπικού στοιχείου επί του
απρόσωπου ιουδαϊκού και υπήρξε χαρακτηριστικό σημείο διαφοροποίησης του
Χριστιανισμού από τον Ιουδαϊσμό, συνέπεια της μέθεξής του με το ελληνικό
πνεύμα. Ο Λέων ο Γ΄ κατήργησε τις εικόνες, κάνοντας χρήση της
πολιτικο-στρατιωτικής εξουσίας - για να δώσει λύση σε ένα θρησκευτικό ζήτημα -
υποστηριζόμενος από ένα μικρό μόνο μέρος ανώτερων κληρικών και αξιωματούχων.
Και αυτό παρόλη την απροθυμία των λαϊκών στρωμάτων και του κατώτερου κλήρου,
που ήταν αντίθετοι προς την απαγόρευση και στην επιβεβλημένη δια της βίας
ιεροσυλία σε βάρος των ιερών εικόνων. Έτσι, όλες οι παλαιότερες αναπαραστάσεις
ανθρώπινων μορφών αποκαθηλώθηκαν ή καταστράφηκαν, για να αντικατασταθούν από
ανεικονικά σύμβολα, όπως ο σταυρός με διάφορες διακοσμητικές προεκτάσεις.
Η πολιτική του Λέοντος
Γ΄ συνεχίστηκε επί των διαδόχων του και μέχρι το 843 μ.Χ., οπότε επανήλθαν
θριαμβικά οι εικόνες στην λατρευτική ζωή της εκκλησίας. Η παραστατική
ανθρωπόμορφη τέχνη είχε νικήσει τελικά σ΄αυτόν τον ταραγμένο αιώνα των διωγμών
και των συγκρούσεων ανάμεσα σε εικονομάχους και σε εικονολάτρες και που είναι
γνωστός στην ιστορία σαν αιώνας της Εικονομαχίας. Παρόλους τους περιορισμούς
των χριστιανών καλλιτεχνών, των οποίων τα καλύτερα και πρότυπα έργα
εξαφανίστηκαν, άρχισε ήδη να αναγνωρίζεται ότι ορισμένες εποχές της παραγωγής
της χριστιανικής ζωγραφικής μπορούν άφοβα να συγκριθούν προς ό,τι καλύτερο
δημιούργησε το ανθρώπινο πνεύμα στην παγκόσμια τέχνη. Ο David Talbot Rice[4] επισημαίνει πολύ σωστά ότι: «…στην
προσπάθεια να γίνουν κατανοητές οι απόψεις των Εικονομάχων, δεν θα πρέπει κανείς
να παραβλέπει και το γεγονός ότι, την ίδια εποχή που ο Λέων Γ΄εξέδιδε τα
διατάγματά του, η ανεικονική, μη παραστατική τέχνη, μια τέχνη με πολύ βαθιές
ρίζες στην Εγγύς Ανατολή, γνώριζε νέα άνθηση στον κόσμο του Ισλάμ».
(Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου: "ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ- Μια επισκόπηση της εξέλιξης του πολιτισμού", Γ' Μέρος: Νεότεροι Χρόνοι, Κεφ. 2: Η Χριστιανική Τέχνη των πρώτων αιώνων, παρ. 2.2: Η Χριστιανική Τέχνη από τον 6ο -10ο αιώνα σε Ανατολή και Δύση)
[1] ΙΣΤΟΡΙΚΑ: «Βυζαντινή Αναγέννηση», Ελευθεροτυπία -τευχ.
154, 10/10/2002- (σ. 13).
[2] Όπως η βασιλική της νησίδος του Ιλισσού στην Αθήνα, οι
βασιλικές στην Νικόπολη της Ηπείρου και τα μνημεία της Μακεδονίας σε
Θεσσαλονίκη, Φιλίππους, Βέρροια κ.α,
[3] Τη θέση αυτή υποστήριξε ο Πάπας Γρηγόριος ο Α΄, ο επονομαζόμενος Μέγας, που έζησε στο τέλος του 6ου
μ.Χ αι. Θύμισε σε όσους διαφωνούσαν, ότι πολλά μέλη της Εκκλησίας δεν ήξεραν,
ούτε να γράφουν, ούτε να διαβάζουν και πως οι εικόνες ήταν απαραίτητες όπως
είναι η εικονογράφηση στα παιδικά βιβλία. «Η
ζωγραφική» έλεγε, «μπορεί να κάνει
για τον αναλφάβητο ό,τι και η γραφή για όσους ξέρουν να διαβάζουν».
[4] D. TALBOT RICE:
«Βυζαντινή Τέχνη». Εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1994, (σ. 71).
Βρε πότε πρόλαβες κιόλας;
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ Γεράσιμε.
Σε λίγες μέρες αναδημοσεύεται.
Φαίη.
Καλημέρα αγαπητή Φαίη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαχαχα! Δεν είμαι ταχυδακτυλουργός. Το κείμενο δεν το έγραψα τώρα, είναιένα από αυτά που περιλαμβάνονται στην πολυσέλιδη μελέτη, που μου πήρε 3-4 χρόνια προκειμένου να συγκεντρώσω τα στοιχεία, να τα επεξεργαστώ, να προσθέσω δικές μου σκέψεις και συμπεράσματα και γενικά να της δώσω τη μορφή που ήθελα βάσει της κεντρικής ιδέας που πραγματεύεται ο τίτλος: "ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ- Μια επισκόπηση της εξέλιξης του πολιτισμού".
Η μελέτη ξεκινάει από την προϊστορική εποχή και φτάνει έως τις ημέρες μας. Βασική της επιδίωξη, είναι η διερεύνηση της πανάρχαιας σχέσης ανάμεσα στην Τέχνη και στη Θρησκεία και του ρόλου τους στην ανάπτυξη του πολιτισμού, ερευνώντας ταυτόχρονα και την επίδραση των φυσικών προτύπων (Κόσμος-φυσικές μορφές-φαινόμενα)σε ότι αφορά την πρώτη ύλη, που τροφοδοτεί και στοιχειοθετεί το περιεχόμενο τους. Οπωσδήποτε το θέμα της μελέτης, είναι ένα από αυτά που θα ενδιέφεραν έναν καλλιτέχνη, και μάλιστα τη θεωρώ συμπληρωματική-θεωρητική του όποιου καλλιτεχνικού μου έργου, αφού αντανακλά τις προσωπικές μου πεποιθήσεις για την τέχνη..
Και εγώ σε ευχαριστώ, λοιπόν, για το ενδιαφέρον σου...
Καλή σου ημέρα Γεράσιμε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίδα ότι ήταν απόσπασμα κάποιας προηγούμενης μελέτης σου αλλά παρόλαυτά μου έκανε εντύπωση διότι τις προηγούμενες μέρες ανέβασες και άλλα άρθρα όπως και σήμερα.
Πως τα προλαβαίνεις όλα;
Η απάντηση είναι μια και απλή. Είσαι ευλογημένος διότι κάνεις κάτι που σου αρέσει. Πίστεψέ με ΔΕΝ έχουν όλοι οι άνθρωποι αυτό το προνόμιο. Να' σαι λοιπόν πάντα καλά για να μας προσφέρεις τις πολύτιμες πνευματικές σου αναζητήσεις.
Ευχαριστώ και πάλι για την προσπάθεια που έκανες να ανατρέξεις σε προηγούμενη μελέτη σου για το θέμα και να αναρτήσεις το σχετικό απόσπασμα.
Χαιρετώ.
Φαίη.