του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη
Αφού
εβάδισαν επί τινα ώραν, ανά την βαθείαν σύνδενδρον κοιλάδα, η θειά Μολώτα, κι΄η
Φωλιώ της Πέρδικας, κι΄η Αφέντρα της Σταματηρίζενας, τέλος έφθασαν εις το Δασκαλειό.
Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις, ένθεν και ένθεν
της κοιλάδος. Κάτω εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί
κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί
εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί
ερώτων. Ευτυχώς το δάσος ενομίζετο κοινώς ώς στοιχειωμένον, άλλως θα το
είχε καταστρέψει κι΄αυτό προ πολλού ο πέλεκυς του υλοτόμου. Αι τρείς γυναίκες
επάτουν πότε επί βρύων μαλακών, πότε επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου
εδάφους. Η ψυχή κι΄η καρδούλα των εδροσίσθη, όταν έφθασαν εις τήν βρύσιν του
Δασκαλειού.
Το
δροσερόν νάμα εξέρχεται από μίαν
σπηλιάν, περνά από μίαν κουφάλαν χιλιετούς δένδρου, εις τήν ρίζαν του οποίου
βαθεία γούρνα σχηματίζεται. Όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από ρευστούς
μαργαρίτας και το γλυκύ κελάρυσμα του
νερού αναμιγνύεται με το λάλον μινύρισμα των κοσσύφων. Η θειά Μολώτα αφού έπιεν
άφθονον νερόν, αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν αναψυχής, εκάθισεν επί
χθαμαλού βράχου δια να ξαποστάση.
Αι δύο άλλαι έβαλαν εις τήν βρύσιν, παρά τήν ρίζαν του δένδρου, τις στάμνες και
τα κανάτια, τα οποία έφεραν μαζύ των δια
να τα γεμίσουν. Είτα, αφού έπιαν και αυταί νερόν, εκάθισαν η μία παραπλεύρως
της γραίας, η άλλη κατέναντι, κι΄άρχισαν να
ομιλούν.
- Πώς αλγεί ΄παπάς; είπεν η θειά Μολώτα.
Η γραία
ήτο ιδιόρρυθμος εις τήν γλώσσαν της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον
συλλαβάς, αλλά και τα άρθρα και άλλα μόρια.
- Νύχτωσε, θα πώ! Προσέθηκεν η Φωλιώ.
- Τα, τι λογάτε; επέφερεν η Αφέντρα.
Ευρίσκοντο
και αι τρείς, από της ημέρας εκείνης του Μεγάλου Σαββάτου, εις τον Άη- Γιάννη,
στον Ασέληνο. Ήτον έρημον παλαιόν μοναστηράκι. Είχε γνωσθή, ότι ο παπά-
Γαρόφαλος ο Σωσμένος, είς εκ των ιερέων της πόλεως, θα ήρχετο εις τον
Άη-Γιάννην, στον Άσέληνον, δια να κάμη Πάσχα
εις τους αιγοβοσκούς των αγρίων εκείνων μερών. Αι τρείς αυταί, και τινα
άλλα πρόσωπα από την πόλιν, αγαπώντα την
εξοχήν, είχον έλθει, χάριν του Πάσχα, πρίν να ξεκινήσει ο παπάς. Άλλ΄όμως
ενύκτωνεν ήδη, και ο παπά-Γαρόφαλος δεν είχε φανή ακόμη.
- Είναι αργοστόλιστος, θα πώ, επέφερεν η
Φωλιώ η Πέρδικα.
- Ναί, είδες πώς αργεί να ντυθή; υπέλαβεν ερμηνεύουσα κατά γράμμα τον λόγον η Αφέντρα της
Σταματηρίζενας. Και καμμιά φορά βάζει και στραβά την ''αλλαή του ''.
Ωνόμαζεν
ούτω το φελόνιον. Αι τρείς γυναίκες είχον έλθει από τον Άη-Γιάννην, απέχοντα ώς
τέταρτον της ώρας δρόμου, δια να γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό, επειδή η
μικρά βρύσις του παλαιού ησυχαστηρίου, κάτω από τον ναϊσκον, είχε χαλάσει και
σχεδόν είχε χαθή το νερόν. Έμελλον δέ να
επιστρέψουν αμέσως είς τον Άη-Γιάννην. Αλλά, με την ομιλίαν,
αργοπορούσαν.
Τέλος, αι
δύο εσηκώθησαν, έκυψαν δια να φορτωθούν τ΄αγγεία, και ήσαν έτοιμαι προς
αναχώρησιν. Αλλά την στιγμήν εκείνην, ζωηρά φωνή ηκούσθη από το κάτω μέρος,
ανάμεσ΄από τα δένδρα.
- Σ΄έσκιαξα, θειά Μολώτα! Είπεν η φωνή.
Είτα
καγχασμός ήχησε, κι΄ευθύς επαρουσιάσθη είς νέος υψηλός, αμύστακος, ώς δεκαέξ
ετών, κρατών κάτω του στέρνου του κάτι ως διπλωμένον και τυλιγμένον πράγμα.
- Ά! κακό να μήν έχης! έκραξεν η Φωλιώ. Εσύ
΄σαι, αρέ Σταμάτη;
Δεν είχε
νυκτώσει ακόμη καλά, κι΄αι γυναίκες είδαν τα χαρακτηριστικά του, αφού πρώτον
είχαν γνωρίσει την φωνήν του. Ήτον ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας, ορφανός
παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, όστις έζη εκτελών θελήματα ανά την πόλιν. Όταν
όμως ήτο πουθενά εξοχικό πανηγύρι, άφηνεν όλες τις δουλειές του, κι΄έτρεχε
πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών.
-Νά, απ΄τον Ασέληνο έρχομαι, είπεν ο
νέος, φορτωμένος πράμματα, θάμματα….κυττάξτε!
Έθεσε την
δεξιάν χείρα εντός του τυλιγμένου πανίου, το οποίον εκράτει, έλαβεν ένα μαύρον
πράγμα, και, θέλων να παίξη, το έρριψεν εις την ποδιάν της Μολώτας, ήτις
εκάθητο ακόμη επί της πέτρας.
-Ά! φωτιά
που σ΄έ!… έκαμεν αύτη, αναπηδήσασα ορθή, και τινάζουσα την ποδιάν
της.
Το πράγμα,
το οποίον της είχε ρίψει ο Σταμάτης, ήτο τεράστιος ζωντανός κάβουρας. Ο νέος είχε
κατέλθει πρό δύο ωρών είς τον Μικρόν Ασέληνον. Ούτω ωνομάζετο ο δυτικός
αιγιαλός, μικρά αγκάλη, αντικρύζουσα το Πήλιον. Εκεί είχε γεμίσει το προσόψιον,
το οποίον είχε περιζωσμένον εις την μέσην του, από κοχύλια, πεταλίδες και
καβούρια.
-Αρέ, ζουρλάθηκες; είπεν αυστηρώς η
Αφέντρα. Να κάμης την οικοκυρά να κόψη το
αίμα της!
Ο Σταμάτης
και πάλιν εκάγχασε.
-Να με συμπαθάς, θειά Μολώτα, είπε. Σα χωριάτης που΄μαι, έσφαλα. Θέλησα να σου χαρίσω αυτό το καβούρι, για να κάμης μεζέ απόψε,
και με τον τρόπο που σου τώρριξα στην ποδιά σου, σ΄ετρόμαξα.
-Δέν τλώου καβούλγια, είπεν η Μολώτα. Θα μεταλάβου!
-Αλήθεια; τότε, το χαρίζω της Πέρδικας.
-Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θα φάω; είπεν η
Φωλιώ.
-Τότε, άς το πάρ΄η Σταματηρίζενα, είπεν ο
Σταμάτης.
-Να καβουρώσης και κάβουρας να γένης!
απήντησεν η Αφέντρα.
-Μωρέ, ευχή που μου δίνεις! είπεν ο
Σταμάτης. Ακούς! να ήμουν κάβουρας, πως
θα περπατούσα τάχα;
Και άμα
είπεν, έκυψε και άρχισε να κάμνη λοξά
πατήματα, μεταξύ των τριών γυναικών. Με την κεφαλή του εκτύπησε το
πλευρόν της Μολώτας, με την πλάτην του έπληξε τον αγκώνα της Φωλιώς, και με την
πτέρναν του επάτησε την γόβα της Αφέντρας.
Αι τρείς
γυναίκες, μισοθυμωμέναι, εγέλασαν.
-Ζουρλάθηκες, βλέπω, δεν είσαι καλά! Είπεν
η Αφέντρα.
Και
σηκώσασα με την αριστεράν χείρα το κανάτι της, εκολάφισεν ελαφρά την κεφαλήν
του Σταμάτη, όστις εφάνη να εγοητεύθη.
-Ω! τι δροσιά, μωρέ, Σταματηρίζενα! είπε.
Δόσε μου άλλη μιά!
-Πάμε! νυχτώσαμε, έκαμεν εις απάντησιν η
Αφέντρα.
Και
πάραυτα εξεκίνησαν. Τότε ο Σταμάτης, αφού έδραξε, χωρίς να είπη τίποτε, την
μεγάλην στάμναν, την οποίαν άλλως θα
εφορτώνετο η Αφέντρα, εφιλοτιμήθη να τρέξη πρώτος, ως εμπροσθοφυλακή.
Εις τον δρόμον άρχισε να διηγήται:
- Να ξέρατε ποιόν ηύρα, τώρα στο δρόμο
π΄ανέβαινα….πρίν σας ενταμώσω στη βρύση!….
-Ποιόν ηύρες; είπεν η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο, ή τον Αράπη ή τον Εξαποδώ;
-Ηύρα τον Αλιβάνιστο!
-Αλήθεια; για πές μας.
Άμα ήκουσε
το όνομα τούτο, η θειά Μολώτα, έκαμεν ακούσιον κίνημα, και με δύο βήματα ήλλαξε
θέσιν εις τον δρόμον, κι΄ετάχθη εξ αριστερών του Σταμάτη δια ν΄ακούση
καλλίτερα, επειδή ήτο κωφή από το έν ούς. Ο νέος διηγήθη ότι εις την άκρην του
βουνού, όχι μακράν της ακτής, είχε περάσει από τήν κατοικίαν του αλλοκότου
εκείνου ανθρώπου, όστις από τριάκοντα
ετών δέν είχε κατελθει είς την πόλιν, κι΄εμόναζεν εις μίαν καλύβην, η
μάλλον σπηλιάν, της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας του. Έβοσκεν
ολίγας αίγας, και δέν συναναστρέφετο
κανένα άνθρωπον, παρά μόνον τον
Μπαρέκον, τον μέγαν αιγοτρόφον του βουνού, όστις είχε κοπάδι από χίλια γίδια.
Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα του, λαμβάνων ως αντάλλαγμα ολίγα παξιμάδια,
παστά οψάρια, και πότε κανέν΄τρίχινον φόρεμα ή μάλλινον σκέπασμα.
-Άμα με είδε, είπεν ο Σταμάτης, έκαμε να κρυφτή. Εγώ έτρεξα κατόπι του, τον εχαιρέτισα, και, για να τον φουρκίσω, άρχισα να τον λιβανίζω μ΄αυτήν την πετσέτα, που
κουδούνιζαν μέσα οι πεταλίδες…Νά, πώς του έκαμα!
Και
αποσπάσας την ποδιάν, την περιέχουσαν τα θαλασσινά είδη, από την μέσην του,
έκαμε πως λιβανίζει μ΄αυτό την θειά Μολώτα, ήτις αφήκεν άναρθρον κραυγήν
διαμαρτυρίας.
-Έλα! θα ησυχάσης, βρέ πειρασμέ; έκραξεν
οργίλη η Αφέντρα.
Εις τον
Άη-Γιάννην, άμα ενύκτωσεν, είχε φθάσει με όλον το ασκέρι του, γυναίκα, παιδιά
και παραγυιούς του, ο μεγαλοβοσκός Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι΄ο Κώστας ο
Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με τη φαμίλια του, κι ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλον
το ορδινό του. Είχαν ανάψει μεγάλην φωτιά, κι΄εκάθισαν εις το ύπαιθρον, παρά
τον βόρειον τοίχον του ναϊσκου, και διηγούντο παλαιά χρονικά του ποιμενικού
κόσμου κι ΄εκύτταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε θα φθάση στην μέση
τ΄ουρανού, δια να είναι μεσάνυχτα, και πότε θα φθάση εις έν δυτικόν σημείον,
δια να φέξη. Κι΄επερίμεναν τον παπάν, πότε θα έλθη, δια να τους κάμη Ανάστασιν.
Ήτον δέ μεσάνυχτα ήδη, και ο παπάς δέν είχεν έλθει.
- Καθώς τ΄ομολογάει η φλάσκα…. έλεγεν ο Αγγελής
ο Πολύχρονος.
- Να τώξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα,
είπεν ο Κώστας ο Πηλιώτης.
- Ο παπά- Γαρόφαλος, άν θαρθή, θαρθή με το
φεγγάρι, παρετήρησεν ο Μπαρέκος. Για
κυττάξτε!
Έδειχνεν υψηλά
εις βουνόν, όπου αι κορυφαί των δένδρων είχαν αρχίσει να καταλάμπωνται
από το αργυρούν φέγγος. Ήτο ήδη περί το τελευταίον τέταρτον.
Την ιδίαν
στιγμήν έφθασεν ο Σταμάτης. Ούτος προ ώρας είχε γίνει άφαντος, χωρίς κανείς να
προσέξη εις τούτο. Ο νέος είχεν αναβή υψηλά εις το βουνόν, δια να κατοπτεύση
και ακροασθή, αν θα ηκούετο ή θα εφαίνετο πουθενά ο παπάς.
Άμα επέστρεψεν, ένευσεν εις τον Μπαρέκον και τους
άλλους να εξέλθουν μαζύ του από τον περίβολον.
-Τι τρέχει;
-Ελάτε, κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!….
Ο Μπαρέκος
και ο Κώστας ο Πηλιώτης τον ηκολούθησαν, και απεμακρύνθησαν διακόσια βήματα,
κατά τον ανήφορον. Εκεί ήκουσαν τώ όντι ήχους τινάς ν΄ανέρχωνται βαθειά από το
ρεύμα κάτω, προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνον.
-Τι να είναι;
- Βάζω στοίχημα πως ο παπά-Γαρόφαλος έχασε το
δρόμο, είπεν ο Σταμάτης.
-Τι θέλει απόκεί, κατά τον Ασέληνο;
-Γνώρισα τη φωνή του, είπεν ο Σταμάτης. Θα ήρθε από τον άλλον δρόμο, απ΄τα
χωράφια…κι ύστερα έπεσε μέσα στο
ορμάνι, κι΄εχάθηκε.
Οι δύο
βοσκοί κι΄ο Σταμάτης, κι ο Πολύχρονος, όστις έτρεξε κατόπιν των ανήλθον την
οφρύν του βουνού, και απήντησαν δια
φωνών εις τας ηχούς, τας οποίας ήκουαν.
- Ελάτε!… Εδώ είμαστε!… έκραζεν με
στεντορείαν φωνήν ο Σταμάτης.
-Μα πώς, δέν βλέπουν κοτζάμ φωτιά;
είπεν εν απορία ο Πηλιώτης.
-Θα έχουν πέσει μέσα σε κακοτοπιά, στον ίσκιο
του βουνού. Το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμα.
- Πάω να φέρω το φανάρι! έκραξεν ο Σταμάτης.
Κι΄έτρεξε
κάτω εις τον περίβολον του Άη-Γιαννιού, οπόθεν επανήλθε μετ΄ολίγον φέρων φανάρι
αναμμένον. Ο Σταμάτης κρατών τούτο, επροπορεύθη και οι τρείς άνδρες τον
ηκολούθησαν εν μέσω του δάσους. Μετ΄ολίγα λεπτά αι φωναί ηκούοντο πλησιέστεραι,
και τέλος, εφάνη ο παπάς, ακολουθούμενος από τον ανεψιόν, τον βοηθόν του, σύροντα από την τριχιάν ένα γαϊδουράκι επάνω εις το οποίον ήσαν τα ιερά του παπά.
Αλλά τελευταία όλων εφάνη και μιά σκιά, ήτις εφαίνετο αποφεύγουσα ν΄αντικρύση
το φώς του φαναριού.
-Μπά! έκαμε γελών ο Σταμάτης. Και σιγά
προς τον Μπαρέκον εψιθύρισεν.
-Ο Αλιβάνιστος!
-Μεγάλο θάμμα! είπεν ο Μπαρέκος.
-Πώς έκαμες βλοημένε, κι έχασες τον δρόμο;
ηρώτησε τον παπάν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
-Μη ρωτάτε….θέλησα να πάω από τον άλλο
δρόμο…απ΄τα Ρόγγια…είπεν ασθμαίνων ο
παπάς, ήθελα να δώ το χωράφι…είπε να το
σπείρη κείνος ο Ντανάκιας και τ΄αφησε άσπαρτο…κι εγώ χαμπάρι δεν είχα
τόσους μήνες τώρα….Άς είναι καλά ο άνθρωπος…Είχα και δύο - τρείς αγιασμούς να κάμω, κι ενύχτωσα…Καλά που
έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπά- Κόλια
εδώ (δεικνύων τον καλούμενον
Αλιβάνιστον) και μ΄εβοήθησε να βρώ το
δρόμο!.. Άς έχη την ευχή!
Ο παπά-
Γαρόφαλος εδείκνυεν εκείνον, τον οποίον απεκάλει μπάρμπα-Κόλιαν, όστις όμως, ως
αληθής σκιά, είχεν αρχίσει να γλυστρά όπισθεν των δένδρων, και ν΄απομακρύνεται.
Ο
Μπαρέκος, τρέξας, τον έδραξεν ισχυρώς από τον βραχίονα.
-Πού πάς, μπάρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δέ σ΄αφήνουμε…τελείωσε. Φέτος θα κάμωμε
Ανάσταση μαζύ!…
Ο
Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήση τα γέλοια, άρχισε με το φανάρι το οποίον
κρατούσε, να κάμνη κινήματα ώς να ελιβάνιζε προς το βάθος εις το μέρος, όπου
ίστατο το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπάρμπα-Κόλια. Ο γέρων εφαίνετο
αληθινός λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος και μαύρην
σκούφιαν, είχε μακράν κόμην, μαύρην ακόμη, και ψαρά, σγουρά γένεια.
Εδυσανασχέτει, διότι τον εκράτει με την ρωμαλέαν χείρα του ο Μπαρέκος, κι΄ήθελε
να φύγη.
-Άφσε με, να ζήσης! Δέν μπορώ!…Τί Ανάσταση να κάμω γώ…τί με θέλετ΄εμένα...Εσείς
κάμετε Ανάσταση. Με γειά σας, με χαρά
σας!…Πάω στο καλύβι μου, γώ!
Τότε ο
παπά-Γαρόφαλος έλαβε τον λόγον.
-Νά΄χης την ευχή του Χριστού, παιδί μου!
Έλα…Να πάρης ευλογία!…Να μοσχοβολήσ΄η ψυχή
σου! Έλα να απολάψης τη χαρά του Χριστού μας! Μήν αδικής τον εαυτόν σου! Μήν
κάνης του εχτρού το θέλημα!…Πάτα τον
πειρασμό! Έλα, Κόλια! Έλα, Νικόλαε. Έλα! Νικόλαε μακάριε! Ο Άγιος Νικόλαος να σε φωτίση!
Ο μπάρμπα-
Κόλιας ήθελε να έλθη, αλλ΄εντρέπετο. Επαραξενεύετο πολύ, θα επεθύμει να τον
απήγον δια της βίας.
Ο
Μπαρέκος, ως να είχεν εισδύσει εις τα ενδόμυχα της ψυχής του, έκραξε τους δυό
άλλους βοσκούς πλησίον του. Ούτοι, ημιπαίζοντες, ημισπουδάζοντες, έβαλαν τας
χείρας των εις τους βραχίονας και τας ωμοπλάτας του Κόλια. Έν πομπή και
παρατάξει τον απήγαγον, κάτω νεύοντα, επιθυμούντα ν΄ακολουθήση, και τείνοντα ν΄
αποσκιρτήση.
Όταν
έφθασαν εις τον Άη- Γιάννην, παράδοξον πράγμα συνέβη. Η θειά Μολώτα καθώς
εκάθητο έξωθεν του ναού, άμα είδε τον Κόλιαν, εταράχθη νευρικώς, εστράφη πρός
τον τοίχον του ναού. Η Αφέντρα, ήτις ήτον πλάγι της, την είδε, και εννόησεν ότι
κάτι συνέβαινε.
-Τι έχεις, θειά Μολώτα;
Η γραία
της ένευσε να σιωπήση. Έν τοσούτω, αφού η συνοδεία επροχώρησεν εις το κέντρον του περιβόλου, η
Μολώτα έρριψε πλάγιον βλέμμα πρός το σύμπλεγμα των ανδρών κι΄εκατέβασε χαμηλά
την μαύρην μανδήλαν της, έκρυψε τα οφρύδια, τους κροτάφους, και με τα
τσουλούφια της κόμης της, και με τα κλωνιά της μανδήλας, εκάλυψε το κατωσάγωνον
και τα μάγουλα. Η Αφέντρα την εκύτταζε με άπληστον περιέργειαν.
-Τί έπαθες, θειά Μολώτα; ηρώτησε και
πάλιν.
-Σώπα, σ΄λένε! εψιθύρισεν η Μολώτα.
Ευθύς τότε
ο παπάς εισήλθεν εις τον ναϊσκον, τον οποίον ο Σταμάτης, από την ημέραν, πριν
πάγη ακόμα δια πεταλίδας και καβούρια,
είχε στολίσει με δάφνας και μυρσίνας, και όστις ήστραπτεν από κοσμιότητα και
καθαριότητα. Ο ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν, και, μαζύ με τον ανεψιόν του, άρχισε να
ψάλλη το ''Κύματι θαλάσσης''. Η Αφέντρα, η Φωλιώ, κι΄αι γυναίκες και τα
θυγάτρια των ποιμένων εισήλθον εις τον ναόν, κι΄εκόλλησαν πολλά κηρία εις τα
μανουάλια.
Η Μολώτα
έμενε παραπίσω. Ήθελε να ιδή άν ο μπάρμπα- Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα εισήρχετο
εις τον ναόν ή όχι. Ο Κόλιας κατ΄αρχάς επέμενε να μένη έξω, επί προφάσει, ότι
θα εβοήθει τους δυό παραγυιούς του Μπαρέκου εις το σούβλισμα και ψήσιμον των
αρνίων, δια τα οποία ετοίμαζον μεγάλην φωτιάν. Ο Μπαρέκος όμως εφοβήθη, μήπως
''το στρίψη'' και τον εβίασε να εισέλθη εις τον ναόν μαζύ του, λέγων ότι ''ο
μουσαφίρης δεν κάνει ΄πηρεσία''.
Τότε η
Μολώτα έμεινεν απ΄εξω, μισοκρυμμένη εις τον παραστάτην της θύρας του ναού και
κυττάζουσα λαθραίως μέσα. Όταν εβγήκαν όλοι λαμπαδηφορούντες εις το ύπαιθρον,
δια να κάμουν Ανάστασιν, αύτη απελθούσα εκρύβη εις την βορειοανατολικήν γωνίαν,
σιμά εις την θυρίδα της Προσκομιδής. Εκείθεν ήκουσε κι΄αυτή το '' Χριστός
Ανέστη''.
Όταν το
πλήθος εισήλθεν πάλιν εις τον ναόν, με το ''Αναστάσεως ημέρα'', το γοργόν
εμβατήριον, η Αφέντρα της Σταματηρίζενας έμεινε παραπίσω και ήλθε πλησίον της
Μολώτας.
-Γιατί, δεν έρχεσαι μές στήν εκκλησιά;
της είπε, λεχώνα είσαι;
-Σύλε, πηδί μ΄, ακούσης καλό λόγο, της
είπεν η Μολώτα. Άφσ΄εμένα.
-Μα τί έχεις;
-Τίποτα.
Επέμεινε.
-Θα μου πείς τι έχεις;
Η γραία
ανένευσε και απεμακρύνθη απ΄αυτής. Η Αφέντρα ηναγκάσθη ν΄απέλθη. Μετ΄ολίγην
όμως ώραν, όταν άρχισεν ο Ασπασμός, η Μολώτα
επλησίασεν εις την θύραν του ναού κι΄ένευσεν εις την Αφέντραν να εξέλθη. Την έφερε εις την ιδίαν και πρίν
θέσιν, αριστερόθεν του ναού.
-Τώλα, εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέγει.
-Γιατί; τί τρέχει;
-Τώλα, δέ φιλούν Βαγγέλιο κι΄Ανάσταση;
-Ναί.
-Πώς να πάω γώ ν΄ανησπαστώ;
-Πώς θα πάς; με τα ποδάρια σ΄, είπεν η
Αφέντρα.
-Είδες κείνον άθλωπο;
-Ποιόν;
-Κόλια;
-Τον Αλιβάνιστο; Έ, τί;
Η Μολώτα
έκυψεν, εταπείνωσε την φωνήν και είπε.
-Σάν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ΄ήθελε
γυναίκα. Πλίν αλλωστήσω, κη πιαστή φωνή μου,
μ΄ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό
σοκάκι, μ΄έ….( έκυψεν εις το ούς της Αφέντρας κι΄ εψιθύρισε με φωνήν μόλις
ακουομένην), μ΄εφίλησε….
Η Αφέντρα
έπνιξε βαθύν, αργυρόηχον γέλωτα. Η γραία
επανέλαβε.
- Πατέλας δέν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον.
Χήλεψα. Αυτός, είπαν, πήλε καϋμό, πήγε βουνά,
αγλίεψε. Δέν πάτησ΄εκκλησιά…..Εγώ έχω το
κλίμα ( το κρίμα) ;
Η Αφέντρα
ενόησεν αμέσως την απλοϊκήν ευσυνειδησίαν της γραίας.
- Έ, καλά, είπε, νά που τον ήυρες τώρα, στην Ανάσταση. Ώρα του ασπασμού, της αγάπης
είναι. Να σχωρεθής, να το πής του παπά και θα σ΄αφήση να μεταλάβης.
Η Μολώτα
ηκολούθησε κατά γράμμα την συμβουλήν της Αφέντρας. Εισήλθεν εις τον ναόν,
ησπάσθη το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν από τον
Κόλιαν. Ακολούθως την ώραν του Κοινωνικού, επλησίασε μαζύ με τις άλλες γυναίκες
εις την βορείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν,
ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε το ''Σώμα
Χριστού μεταλάβατε''.
Μετά την
Απόλυσιν, άμα οι άνδρες εξήλθον, ο Σταμάτης συναντήσας τον Κόλιαν τον
εχαιρέτησε.
-Χριστός ανέστη, μπάρμπα- Κόλια! καλή ώρα
ήταν που σ΄ήυρα χτές.
Και ο
γέρων ερημίτης απήντησεν.
- Αληθώς ανέστη, βρέ! Δέν είμαι αλιβάνιστος!
Για την αντιγραφή Γ.Γ.Γ
Αλεξ.
Παπαδιαμάντης «Θαλασσινά ειδύλλια»
Εκδόσεις
Πέλλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου