Απόδοση στη Νεοελληνική: Βασίλειος
Μουστάκης (+)
Μέγας Βασίλειος: ΜΙΛΑΕΙ Η ΠΕΙΡΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ (α΄ μέρος)
Πολλοὶ λόγοι, αγαπητά μου παιδιά, με
κάνουν να σάς δώσω αυτὲς τις συμβουλές. Πιστεύω ότι είναι οι καλύτερες και θα σάς ωφελήσουν, αν
τις κάνετε κτήμα σας. Έχω προχωρημένη ηλικία. Ασκήθηκα στη ζωὴ με πολλοὺς τρόπους. Γνώρισα επὶ πολλὰ χρόνια τις βιοτικὲς μεταβολές, που
συμπληρώνουν την ανθρώπινη μόρφωση. Έτσι, έχω κάμποση πείρα στα ανθρώπινα
πράγματα. Μπορώ, λοιπόν, σ᾿ αυτοὺς που πρωτομπαίνουν στο στάδιο της ζωής, να δείξω τον πιο σίγουρο δρόμο.
Απὸ την άποψη της συγγένειας, έρχομαι ευθὺς μετὰ τους γονείς σας. Γι᾿ αυτό, σάς αγαπώ όμοια
μ᾿ εκείνους. Και σεις με
βλέπετε σαν πατέρα σας, έτσι θαρρώ. Αν, λοιπόν, δεχθήτε με προθυμία τα λόγια
μου, θα ανήκετε στη δεύτερη κατηγορία εκείνων που επαινεί ο αρχαίος ποιητης
Ησίοδος, γράφοντας ότι είναι άριστος άνθρωπος όποιος μονάχος του ξεχωρίζει το
σωστὸ κι είναι καλὸς άνθρωπος όποιος συμμορφώνεται με τις σωστὲς υποδείξεις. Ενώ
όποιον δεν είναι ικανὸς να το κάνει αυτό, τον χαρακτηρίζει σαν άνθρωπο άχρηστο.
Και μην απορήσετε που έρχομαι να
προσθέσω κάτι δικό μου σε όσα διαβάζετε απὸ τους αρχαίους στα σχολεία σας και
μάλιστα να σάς πω ότι αυτὸ το δικό μου είναι ωφελιμότερο απὸ όσα εκείνοι σάς διδάσκουν. Ακριβώς
αυτὸ είναι το νόημα της συμβουλής μου: δεν πρέπει να παραδώσετε στους
αρχαίους συγγραφείς το τιμόνι του νου σας, για να σάς πάνε όπου αυτοὶ θέλουν. Δεν πρέπει να
τους ακολουθείτε σε όλα. Πρέπει να πάρετε απ᾿ αυτοὺς ό, τι είναι χρήσιμο και να μη
δώσετε προσοχὴ στα υπόλοιπα. Έρχομαι, λοιπόν, αμέσως να σάς υποδείξω ποιὰ είναι τα άχρηστα μέσα
στα συγγράμματά τους και πώς να ξεχωρίζετε τα πρώτα απὸ τα δεύτερα.
ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ
Εμείς οι χριστιανοὶ θεωρούμε εντελώς
ασήμαντο πράγμα την εδώ κάτω ανθρώπινη ζωή. Δεν λογαριάζουμε και δεν λέμε καλὸ ό, τι μάς εξυπηρετεί
σ᾿ αυτή μονάχα τη ζωή.
Την ένδοξη καταγωγή, την ευρωστία του κορμιού, τη σωματικὴ καλλονή, το ωραίο
ανάστημα, τις τιμὲς που δίνουν οι άνθρωποι, ακόμα και το βασιλικὸ αξίωμα κι οτιδήποτε
άλλο προσφέρει ο παρὼν κόσμος, δεν θα τα θαρρούμε μεγάλα και ζηλευτὰ πράγματα. Δεν μάς
κάνουν εντύπωση όσοι τα έχουν. Οι δικές μας ελπίδες πάνε πολὺ μακρύτερα. Οι πράξεις
μας είναι μια προετοιμασία για κάποιαν άλλη ζωή. Ακριβώς, λοιπόν, όσα μάς
χρειάζονται γι᾿ αυτή την άλλη ζωή, αυτὰ αγαπάμε, αυτὰ λαχταράμε, περιφρονώντας όσα δεν φθάνουν ως εκεί. Ποιὰ είναι αυτή η άλλη
ζωή; Πού και πώς θα τη ζήσουμε; Αυτὸ το θέμα είναι ανώτερο της τωρινής
αφορμής, για να το περιγράψω. Και σείς, εξ άλλου, δεν έχετε ακόμη όλη την
ωριμότητα, για να αφομοιώσετε την περιγραφή του. Θα σάς δώσω όμως ένα
σκιαγράφημά του, που θα σάς είναι αρκετό. Ας πάρουμε απὸ τη μιὰ μεριὰ όλη την ευτυχία, που
σωρεύθηκε στον κόσμο αυτὸν εδώ απὸ την πρώτη ημέρα του. Όλη, λοιπόν, αυτή η γήινη ευτυχία δεν φθάνει ούτε
το μικρότερο απὸ τα αγαθὰ της άλλης ζωής. Όλα τα καλὰ του κόσμου τούτου είναι τόσο
κατώτερα απὸ το ελάχιστο ανάμεσα σ᾿ εκείνα τα αγαθά, όσο κατώτερα είναι η σκιὰ και το όνειρο απὸ την πραγματικότητα.
Ή, για να χρησιμοποιήσω ένα πιο συνηθισμένο παράδειγμα, η διαφορὰ ανάμεσα στις δυὸ ζωές, για τις οποίες
μιλάμε, είναι όσο κι η διαφορὰ σε αξία ανάμεσα στην ψυχὴ και στο σώμα.
Οδηγός μας στην εδώ κάτω ζωὴ είναι η Αγία Γραφή,
που η γλώσσα της έχει πολὺ μυστήριο. Όσο ο άνθρωπος έχει ακόμα μικρὴ ηλικία, είναι φυσικὸ να μην καταλαβαίνει
τη βαθιά της σημασία. Τι κάνει, λοιπόν; Προγυμνάζεται με τα μάτια της ψυχής σε
άλλα κείμενα, όχι εντελώς ξένα, που μοιάζουν με καθρέφτες και σκιές. Συμβαίνει
δηλαδὴ ό, τι και στον στρατό. Οι στρατιώτες αποκτούν την πολεμικὴ πείρα πρώτα με τις
κινήσεις των γυμνασίων, που είναι ένα είδος παιχνίδι. Ύστερα, γνωρίζουν τον
αληθινὸ πόλεμο. Έχουμε κι εμείς μπροστά μας μιὰ μάχη. Τη μεγαλύτερη απ᾿ όλες. Για να ετοιμασθούμε,
πρέπει να γυμνασθούμε, να κοπιάσουμε. Πώς θα γίνει αυτή η προγύμναση; Με το να
γνωρίσουμε καλὰ τους ποιητές, τους πεζογράφους, τους ρήτορες κι όλους τους ανθρώπους,
που θα μάς προσφέρουν κάτι για να δυναμώσουμε την ψυχή μας. Θυμηθήτε τι κάνουν
τα βαφεία. Πρώτα ετοιμάζουν με διάφορους τρόπους το ύφασμα που θα βάψουν. Και
μονάχα αφού γίνει αυτή η προεργασία, τότε παίρνουν και μεταχειρίζονται το
κόκκινο ή άλλο χρώμα για να κάνουν το βάψιμο. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και σε
μάς. Πρώτα θα ετοιμάσουμε τη συνείδησή μας με την κοσμικὴ σοφία κι ύστερα θ᾿ ακούσουμε τα ιερὰ και βαθιὰ νοήματα της
χριστιανικής διδασκαλίας. Πρώτα θα συνηθίσουμε να βλέπουμε τον ήλιο μέσα στο
νερὸ κι ύστερα θ᾿ ατενίσουμε τον ίδιο τον ήλιο.
ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ
Αν οι δυὸ διδασκαλίες έχουν
κάποια συγγένεια, θα ήταν ωφέλιμη η γνώση και των δυό. Αλλὰ έχουν και μεγάλη
διαφορά. Γι᾿ αυτό, αν τις βάλουμε τη μιὰ πλάι στην άλλη και τις συγκρίνουμε,
θα δούμε καθαρὰ ότι η μιὰ υπερέχει της άλλης. Με τι όμως να τις παρομοιάσουμε, ώστε να δώσουμε μιὰ πετυχημένη εικόνα
τους; Η κύρια αξία του φυτού είναι το ότι κάνει καρπούς. Αλλὰ και τα φύλλα του
προσφέρουν ένα στόλισμα, καθὼς παίζουν κάτω απὸ την πνοὴ του αέρα γύρω στους κλάδους. Κάτι ανάλογο γίνεται και στην ψυχή. Ο
καρπός της, η αξία της είναι η αλήθεια. Είναι όμως ωραίο πράγμα να την
τριγυρίζει κι η κοσμικὴ σοφία, σαν φυλλωσιά, που σκεπάζει όμορφα τους καρπούς. Αυτὸ συνέβη με τον μεγάλο
Μωϋσή, τον περιβόητο για τη σοφία του, καθὼς αναφέρει η παράδοση. Πρώτα –λένε-
γύμνασε τον νου του στις επιστήμες της αρχαίας Αιγύπτου κι ύστερα σίμωσε για να
δει τον αληθινὸ Θεό. Παρόμοιο συνέβη και με τον σοφὸ Δανιήλ, αιώνες αργότερα. Πρώτα
διδάχθηκε στη Βαβυλώνα τη σοφία των Χαλδαίων κι ύστερα έπεσε στη σπουδὴ της θείας
διδασκαλίας.
Η ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΑΛΦΑΔΙ (β΄μέρος)
Όμηρος |
Αρκετὰ σάς εξήγησα το ότι αυτὰ τα κοσμικὰ μαθήματα δεν είναι
ανώφελα για την ψυχή. Ας έλθουμε τώρα να δούμε και το πώς πρέπει να τα
αφομοιώνετε. Ας αρχίσουμε απὸ τα πολύμορφα έργα των ποιητών. Δεν πρέπει να δίνετε σημασία σε όλα, χωρὶς εξαίρεση, τα διδάγματά
τους. Όταν σάς εξιστορούν κατορθώματα ή σάς εκθέτουν λόγια καλών ανθρώπων, να
τα δέχεστε με αγάπη, να κοιτάτε να τους μιμηθήτε, να τους μοιάσετε, όσο
μπορείτε. Όταν όμως φέρνουν στη μέση κακοὺς ανθρώπους, πρέπει να αποφεύγετε
τις τέτοιες εικόνες, φράζοντας τ᾿ αυτιά σας όμως ο Οδυσσέας, που, καθὼς διηγείται ο Όμηρος, ήθελε ν᾿ αποφύγει τη μελωδία
των Σειρήνων. Γιατί; Διότι άμα συνηθίσει κανεὶς στα αμαρτωλὰ λόγια, περνά και στα
αμαρτωλὰ έργα. Γι᾿ αυτό, λοιπόν, πρέπει με κάθε τρόπο να προφυλάσσουμε την ψυχή μας. Γιατί
υπάρχει κίνδυνος, μαζὶ με τη γλύκα των λόγων να πάρουμε μέσα μας και κάτι θανάσιμο, χωρὶς να το καταλάβουμε.
Είναι μέλι, που έχει και δηλητήριο. Δεν θα επαινέσουμε, έτσι, τους ποιητές,
όταν παριστάνουν ανθρώπους που ασεβούν, που εμπαίζουν, που παραδίνονται στην
ακολασία, που παρασύρονται απὸ το πιοτό, ούτε όταν περιορίζουν την ευτυχία σε πλούσια τραπέζια και σε
άσεμνα τραγούδια. Και δεν θα δώσουμε καμιὰ σημασία, όταν κάνουν λόγο για θεοὺς και μάς λένε ότι οι
θεοὶ αυτοὶ είναι πολλοὶ κι αλληλομισούνται. Γιατί, καθὼς ξέρετε, οι ψεύτικοι θεοὶ της ειδωλολατρίας
πολεμάνε ο αδελφὸς τον αδελφὸ κι ο πατέρας τα παιδιά του κι εκείνα τους γονείς τους, με υπουλότητα. Θ᾿ αφήσουμε στους
ανθρώπους του θεάτρου τις μοιχείες των θεών, τους έρωτές τους, τις ασύστολες
σαρκικές τους σχέσεις και προ παντὸς του μεγαλύτερου απ᾿ όλους θεού Δία, όπως
λέγουν αυτοί. Είναι πράγματα όλα αυτά, που και για τα ζώα αν τα έλεγε κανεὶς θα κοκκίνιζε. Τα
ίδια έχω να πώ και για τους πεζογράφους και μάλιστα όταν γράφουν για να διασκεδάσουν.
Επίσης δεν θα μιμηθούμε τους ρήτορες
των δικαστηρίων, που η τέχνη τους είναι το ψέμα. Γιατί το ψέμα δεν είναι
ωφέλιμο ούτε στα δικαστήρια ούτε πουθενὰ αλλού, μιὰ και προτιμήσαμε, σαν
χριστιανοί, τον σωστὸ κι αληθινὸ δρόμο της ζωής και το Ευαγγέλιο μάς προστάζει να μη καταφεύγουμε στα
δικαστήρια. Απ᾿ όσα μάς διδάσκουν οι παρὰ πάνω, θα διαλέγουμε και θα παίρνουμε μονάχα ό, τι είναι έπαινος της
αρετής και κατάκριση της κακίας. Για τον άνθρωπο και τ᾿ άλλα ζώα, τα
λουλούδια είναι καλὰ μονάχα για το άρωμα τους και το χρώμα τους. Για τις μέλισσες όμως,
υπάρχει σ᾿ αυτὰ και κάτι άλλο: το μέλι. Έτσι κι εδώ. Όσοι στα συγγράμματα των αρχαίων
Ελλήνων δεν αναζητούν μονάχα τη γλύκα και τη χάρη του λόγου, μπορούν ν᾿ αποκομίσουν και
κάποια ωφέλεια για την ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, αυτὰ τα συγγράμματα να τα σπουδάζουμε
ακολουθώντας το παράδειγμα των μελισσών. Οι μέλισσες δεν πετάνε σε όλα τα
λουλούδια με τον ίδιο τρόπο. Κι όπου καθίσουν, δεν κοιτάνε να τα πάρουν όλα.
Παίρνουν μονάχα όσο χρειάζεται στη δουλειά τους και το υπόλοιπο το παρατούν και
φεύγουν. Έτσι κι εμείς, αν είμαστε φρόνιμοι. Θα πάρουμε απ᾿ αυτὰ τα κείμενα ό, τι
συγγενεύει με την αλήθεια και μάς χρειάζεται και τα υπόλοιπα θα τα αφήσουμε
πίσω μας. Κι όπως, κόβοντας το τριαντάφυλλο, αποφεύγουμε τ᾿ αγκάθια της τριανταφυλλιάς,
έτσι κι απὸ τα κείμενα αυτὰ θα πάρουμε ό, τι είναι χρήσιμο και θα φυλάξουμε τον εαυτό μας απ᾿ ό, τι είναι επιζήμιο.
Απὸ την πρώτη, λοιπόν, στιγμὴ πρέπει να εξετάζουμε τα διδάγματα χωριστὰ και να τα προσαρμόσουμε στον σκοπό
μας, φέρνοντας, κατὰ τη δωρικὴ παροιμία τη σχετικὴ με τους κτίστες, την πέτρα στο αλφάδι.
Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ
Στην άλλη ζωή, θα φθάσουμε με την
αρετή. Την αρετή, που εξύμνησαν κι οι ποιητὲς κι οι πεζογράφοι, άλλα πιο πολὺ οι φιλόσοφοι. Έτσι,
μεγαλύτερη προσοχὴ πρέπει να δώσουμε στα συγγράμματα αυτών των τελευταίων. Δεν είναι μικρὸ το κέρδος, όταν οι
ψυχὲς των νέων συνηθίσουν και κάνουν δική τους την αρετή. Όσα ο άνθρωπος
αφομοιώνει στην τρυφερὴ ηλικία του, μένουν ασάλευτα. Γιατὶ η ψυχὴ είναι ακόμα απλὴ τότε και ό, τι
δέχεται, εντυπώνεται πολὺ βαθιὰ μέσα της. Τι άλλο τάχα σκέφθηκε ο Ησίοδος απὸ το να προτρέψει τους
νέους στην αρετή, όταν φιλοτεχνούσε τους στίχους του, που όλοι τους τραγουδούν;
Σκέφθηκε ότι ο δρόμος της αρετής είναι στην αρχὴ κακοτράχαλος και δυσκολοδιάβατος κι
ανηφορικός. Ότι τον κάνει κανεὶς με πολὺ ιδρώτα και πολὺ κόπο. Ότι, γι᾿ αυτὸν τον λόγο, δεν μπορεί ο καθένας να βάλει το πόδι του σ᾿ αυτὸν τον δρόμο, με την
αποτομιὰ που δείχνει, κι ούτε, αν τον
περπατήσει, θα φθάσει εύκολα στην κορφή. Ότι σαν φθάσει όμως εκεί πάνω, βλέπει
πως στην πραγματικότητα ήταν ένας δρόμος ίσιος, όμορφος, εύκολος, καλοδιάβατος
και πιο ευχάριστος απὸ τον άλλο, που οδηγεί στην κακία και
που ο ίδιος ποιητης είπε ότι μονομιάς μπορεί κανεὶς να τον διαβεί, γιατί βρίσκεται κοντά μας. Εγὼ το πιστεύω: Ο Ησίοδος ιστόρησε όλα αυτὰ για να μάς παροτρύνει
στην αρετή, να σπρώξει τον καθένα στο καλό, να μάς κάνει να μην το βάλουμε κάτω
μπροστὰ στους κόπους και να μη σταματήσουμε
πρὶν απὸ το τέλος του δρόμου.
Κι όποιος άλλος με τέτοιο τρόπο τραγούδησε την αρετή, ας γίνει ο λόγος του
καλόδεχτος απὸ μάς, μιὰ κι οδηγεί στον ίδιο σκοπό.
Άκουσα κάποτε να μιλά σχετικὰ μ᾿ αυτὸ το θέμα ένας
άνθρωπος, που είχε τη δύναμη να εμβαθύνει στο νόημα των ποιητών. Έλεγε, λοιπόν,
ότι όλη η ποίηση του Ομήρου δεν είναι άλλο παρὰ ένας ύμνος της
αρετής. Όλα, στὸν Όμηρο, εκτὸς απὸ ό,τι είναι περιθωριακό, αποβλέπουν
σ᾿ αυτό. Έτσι, λόγου χάρη, συμβαίνει με όσα γράφει για τον Οδυσσέα, που
σώθηκε γυμνὸς απὸ το ναυάγιο και, στην
αρχή, με μόνη την εμφάνισή του, προκάλεσε τον σεβασμὸ της βασιλοκόρης Ναυσικάς. Η γύμνια του δεν ήταν ντροπή, γιατί αντὶ για ρούχα ήταν ντυμένος με την αρετή. Κι ύστερα προκάλεσε αγαθὴ εντύπωση και στους άλλους Φαίακες, σε σημείο που να παρατήσουν την
τρυφηλὴ ζωή τους και να προσπαθούν,
θαυμάζοντας τον, να τον μιμηθούν. Και στο στόμα κάθε Φαίακος, τότε, άλλη ευχὴ δεν υπήρχε παρὰ να γίνει δεύτερος Οδυσσεας, έστω
και θαλασσοδαρμένος. Γιατί -έλεγε ο ερμηνευτής εκείνος του ποιητικού νοήματος-
με αυτὰ ο Όμηρος διδάσκει ξάστερα τα εξής:
Ανθρωποι γυμνασθήτε στην αρετή, που κολυμπά μαζί σας στο ναυάγιο, κι όταν
πατήσετε στη στεριὰ γυμνοί, θα σάς παραστήσει πιο
τιμημένους απὸ τους αμέριμνους Φαίακες. Και,
πραγματικά, αυτὸ είναι. Όλα τα άλλα, που τυχὸν έχουμε, ανήκουν εξ ίσου στους ιδιοκτήτες τους και σε οποιονδήποτε
άλλον άνθρωπο. Πέφτουν πότε εδώ και πότε εκεί, όπως τα ζάρια. Η μόνη αναφαίρετη
ιδιοκτησία είναι η αρετή. Την έχει δική του ο καθένας κι όσο ζει κι όταν φύγει
απ᾿ αυτὸν εδώ τον κόσμο. Γι᾿ αυτὸ κι ο Σόλων, θαρρώ, είπε στους
πλουσίους το:
Σόλων |
Δεν θ᾿ ανταλλάξουμε μαζί
τους τον πλούτο
με την αρετή. Πάντα εκείνη μένει,
ενώ το χρήμα συχνὰ απ᾿ τον ένα στον άλλο περνά.
Παρόμοια είναι κι όσα λέγει ο
Θέογνις. Ο κάθε θεὸς γέρνει προς τους ανθρώπους τον ζυγὸ με διαφορετικὸ πάντα τρόπο, ώστε:
άλλοτε να πλουτούν κι άλλοτε να μην
έχουν τίποτε.
Αλλὰ κι ο σοφιστής
Πρόδικος, ο Κείος, εκφράζεται παρόμοια κάπου στα συγγράμματά του, φιλοσοφώντας
γύρω απὸ την αρετή και την κακία. Ας
δώσουμε, λοιπόν, και σ᾿ αυτὸν προσοχή, γιατί είναι
αξιόλογος άνθρωπος. Διηγείται τα εξής, απὸ όσο θυμάμαι, γιατί
δεν έχω αποστηθισμένο τον λόγο του, που είναι πεζὸς κι όχι σε στίχους. Όταν ο Ηρακλής ήταν ακόμα πολὺ νέος, σχεδὸν της ηλικίας σας, σκεφτόταν ποιὸν δρόμο να πάρει, τον κοπιαστικὸ της αρετής ή τον πολὺ εύκολο. Τον σίμωσαν, λοιπόν, δυὸ γυναίκες, η Αρετή κι
η Κακία. Η διαφορά τους φάνηκε ευθύς, με την εξωτερική τους εμφάνιση, πρὶν ακόμα αρθρώσουν λέξη. Η μιὰ ήταν στολισμένη
φανταχτερὰ απὸ την κομμωτικὴ τέχνη, σαν καλλονή, αλλὰ με πλαδαρὲς σάρκες εξ αιτίας της τρυφηλής ζωής, κι απὸ πίσω της έρχονταν όλα τα πάθη της ηδονής. Τα έδειχνε όλα αυτὰ και τα συνόδευε με πολλὲς υποσχέσεις, προσπαθώντας να
τραβήξει πρὸς το μέρος της τον Ηρακλή. Η άλλη
ήταν ισχνή, ατημέλητη, με σοβαρὸ βλέμμα κι έλεγε πράγματα εντελώς
διαφορετικά. Δεν υποσχόταν τίποτε το αναπαυτικὸ και το ευχάριστο.
Υποσχόταν μονάχα χίλιους δυὸ κόπους κι ιδρώτα και κινδύνους
παντού, σε στεριὲς και θάλασσες. Και το βραβείο, για
όλα αυτά, θα ήταν να γίνει ο Ηρακλής θεὸς - έλεγε ο Πρόδικος.
Κι όπως ξέρετε, ο Ηρακλής, στο τέλος αυτήν ακολούθησε.
ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ (γ΄μέρος)
Σωκράτης |
Όλοι, λοιπόν, σχεδὸν οι αξιόλογοι για τη σοφία τους άνθρωποι, άλλος λιγότερο κι άλλος
περισσότερο, κι ο καθένας με τον τρόπο του, έχουν εξυμνήσει, στα όσα έγραψαν,
την αρετή. Αυτοὺς πρέπει να πιστεύουμε και να
πασχίζουμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τα λόγια τους. Γιατί όποιος στηρίζει με
πράξεις τη φιλοσοφία, που άλλοι την περιορίζουν στα λόγια αυτὸς μονάχα έχει νου, σαν σκιὲς οι άλλοι
γυροφέρνουν.
Έχουμε, σ᾿ αυτή την περίπτωση, μιὰ θαυμαστή σε ομορφιὰ προσωπογραφία και πλάι της το ίδιο πρόσωπο στην πραγματικότητα, εξίσου
ωραίο με την απεικόνισή του. Υπάρχουν άνθρωποι που με φουσκωμένα λόγια εξυμνούν
την αρετή μπροστὰ στους άλλους, αλλὰ στη δική τους ζωὴ προτιμούν την ακολασία απὸ τη σωφροσύνη, την πλεονεξία απὸ το δίκιο. Με τι
μοιάζουν αυτοί; Μοιάζουν με τους ηθοποιοὺς που παίζουν δράματα
και παρουσιάζονται στη σκηνὴ συχνὰ σαν βασιλιάδες και μεγάλοι
άρχοντες, χωρὶς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο στην πραγματικότητα και,
καμιὰ φορά, ούτε ελεύθεροι πολίτες, αλλὰ δούλοι. Ο μουσικὸς θα δεχόταν να μην
είναι καλὰ κουρντισμένη η λύρα του; Ο κορυφαίος του χορού, στην τραγωδία, θα
δεχόταν να μην είναι ο χορὸς εναρμονισμένος μαζί του; Όχι. Υπάρχουν όμως
άνθρωποι που θέλουν να διαφωνούν με τον εαυτό τους, κι η ζωή τους να έρχεται σε
αντίθεση με τα λόγια τους, να συμβαίνει σ᾿ αυτοὺς αυτὸ που λέγει ο Ευριπίδης· η
γλώσσα μου ορκίσθηκε αλλὰ όχι κι ο νους, και που να θέλουν να φαίνονται κι όχι
να είναι στ᾿ αλήθεια καλοί; Αλλὰ κάτι παρόμοιο θα ήταν το άκρον άωτο της
αδικίας, αν πρέπει να πιστέψουμε στον Πλάτωνα, το να δίνει κανεὶς την εντύπωση
ότι είναι σωστὸς άνθρωπος και στην πραγματικότητα να μην είναι.
ΠΕΡΙΚΛΗΣ, ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΜΕΓΑΣ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
Περικλής |
Όσα, λοιπόν, λόγια οδηγούν προς το
καλό, πρέπει να τα αφομοιώνουμε, όπως είπαμε παραπάνω. Αλλὰ και σπουδαίες
πράξεις των αρχαίων σώθηκαν στη μνήμη ως τις ημέρες μας ή καταγραμμένες στις
σελίδες των ποιητών και των πεζογράφων. Ας μην παραμελήσουμε και τη δική τους
ωφέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, ένας χυδαίος άνθρωπος έβριζε τον Περικλή, ενώ
ο μεγάλος πολιτικὸς δεν έδινε καμιὰ σημασία. Όλη τη μέρα ο άνθρωπος εκείνος
περιέλουζε με βρισιὲς τον Περικλή, αλλ᾿ αυτὸς έμενε αδιάφορος. Όταν, λοιπόν,
έπεσε το βράδι και σκοτείνιασε κι εκείνος αποκαμωμένος απομακρυνόταν, ο
Περικλής, πιστὸς στην άσκηση της φιλοσοφίας, πρόσταξε να του φωτίσουν το δρόμο
που περπατούσε. Μιὰ άλλη φορά, πάλι, ένας άνθρωπος οργισμένος εναντίον του
Ευκλείδη, του φιλοσόφου απὸ τα Μέγαρα, τον απείλησε, και μάλιστα με όρκο, ότι
θα τον σκότωνε. Αλλὰ κι ο Ευκλείδης του ορκίσθηκε ότι θα τον ικανοποιούσε και
θα τον έβγαζε απὸ την οργή του. Τι σπουδαίο θα ήταν αν όσοι παρασύρονται στο
πάθος του θυμού έφερναν στον νου τους τέτοια περιστατικά! Γιατί δεν πρέπει να
πιστεύουμε στην τραγωδία, που διδάσκει ότι η οργὴ οπωσδήποτε αρματώνει το χέρι
εναντίον του εχθρού μας και να ερεθιζόμαστε απ᾿ αυτή. Κι αν αυτὸ είναι δύσκολο,
πρέπει να χρησιμοποιούμε τη λογικὴ εναντίον της και να της κόβουμε τα φτερά.
Ας γυρίσουμε πάλι στα παραδείγματα
σπουδαίων πράξεων. Όρμησε κάποιος εναντίον του φιλοσόφου Σωκράτη και τον
χτυπούσε αλύπητα στο πρόσωπο. Αλλὰ εκείνος δεν έφερε αντίσταση. Άφησε τον
μεθυσμένο να χορτάσει την οργή του, ως ότου η όψη του είχε μελανιάσει και
πρησθεί απὸ τα χτυπήματα. Όταν το ξύλο σταμάτησε καμιὰ φορά, ο Σωκράτης έκανε
μονάχα αυτό: έγραψε στο μέτωπο του ο τάδε το ῾κανε, όπως επιγράφουν στους
ανδριάντες το όνομα του γλύπτη. Ήταν η μόνη του εκδίκηση. Τα παραδείγματα αυτὰ
έχουν σχεδὸν την ίδια επιδίωξη με την Αγία Γραφή μας. Γι᾿ αυτὸ είπα ότι είναι
για την ηλικία σας πολὺ αξιομίμητα. Λόγου χάρη, το τελευταίο περιστατικό,
εκείνο του Σωκράτη, μοιάζει με ό, τι παραγγέλλει ο Κύριος: αν σε χτυπήσει
κανεὶς στο ένα μάγουλο, στρέψε του και το άλλο, αντὶ να υπερασπίσεις τον εαυτό
σου. Όσο για τα περιστατικὰ του Περικλή ή του Ευκλείδη, θυμίζουν την εντολὴ να
υπομένουμε όποιους μάς κάνουν κακὸ και να βαστάμε με πραότητα την οργή τους, να
μην καταριόμαστε αλλὰ να απαντάμε με ευχὲς στους εχθρούς μας.
Όποιος προγυμνασθεί στα αρχαία
εκείνα παραδείγματα, δεν θα δυσπιστήσει στις εντολὲς του Ευαγγελίου σαν
ακατόρθωτες. Δεν θα λησμονήσω και την πράξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αφού
έπιασε αιχμάλωτες τις πανέμορφες, όπως λέγεται, κόρες του Δαρείου, δεν
καταδέχθηκε ούτε να τις κοιτάξη, θαρρώντας ντροπὴ για τον νικητη ανδρών να
νικηθεί απὸ γυναίκες. Αυτὸ συμπίπτει με το ευαγγελικό: όποιος ρίξει βλέμμα
επιθυμίας σε γυναίκα, έστω κι αν δεν κάνει μοιχεία στην πράξη, με το να δεχθεί
όμως τη μοιχεία στην ψυχή του, είναι ένοχος. Όσο για το παράδειγμα του Κλεινία,
μαθητή του φιλοσόφου και μαθηματικού Πυθαγόρα, είναι δύσκολο να παραδεχθούμε
ότι τυχαία συμπίπτει με αυτή του φιλοσόφου και μαθηματικού Πυθαγόρα. Τι έκανε ο
Κλεινίας; Αν ορκιζόταν, θα γλίτωνε πρόστιμο τριών ταλάντων. Αλλὰ προτίμησε να
πληρώσει αυτὸ το υπέρογκο ποσὸ για να μην πάρει όρκο, έστω κι αν ο όρκος θα
ήταν αληθινός. Κι αυτὸ το έκανε, ίσως γιατί άκουσε την εντολή, που απαγορεύει
τον όρκο.
ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ (δ΄μέρος)
Πυθαγόρας |
Αλλὰ ας κάνουμε πάλι πίσω, σε ό, τι
έλεγα στην αρχή. Στο ότι δηλαδὴ δεν πρέπει να τα αφομοιώνουμε όλα χωρὶς
διάκριση, άλλα μονάχα όσα ωφελούν. Γιατί είναι ντροπή, να απωθούμε τις βλαβερὲς
τροφές, ενώ στα μαθήματα, που είναι η τροφὴ της ψυχής, να μη δίνουμε καμιὰ
σημασία, αλλὰ να τα παίρνουμε και να τα καταπίνουμε σαν το ορμητικὸ ποτάμι. Ο
καπετάνιος δεν παρατά το καράβι του όπως λάχει στους ανέμους, άλλα το
κατευθύνει προς το λιμάνι. Ο τοξότης σκοπεύει τον στόχο του. Ο χαλκιὰς κι ο
χτίστης δουλεύουν σύμφωνα με τον προσανατολισμὸ της δουλειάς τους. Εμείς
είμαστε τάχα κατώτεροι απ᾿ αυτοὺς τους επαγγελματίες τουλάχιστο στο να
ξεχωρίζουμε το συμφέρον μας; Όπως ο επαγγελματίας έχει ένα στόχο στη δουλειά
του, έτσι κι η ανθρώπινη ζωὴ έχει ένα δικό της στόχο. Και σ᾿ αυτὸν έχουν τα
μάτια τους όλοι όσοι δεν θέλουν να μοιάζουν με άλογα ζώα. Αλλιώς θα είμαστε το
ίδιο πράγμα με πλοία, που δεν έχουν έρμα, το τιμόνι της ψυχής μας δεν θα το
μεταχειρίζεται η λογικὴ και θα γυροφέρνουμε μέσα στη ζωὴ άσκοπα. Στους
γυμναστικοὺς αγώνες και στους μουσικοὺς επίσης διαγωνισμούς, όποιος λαβαίνει
μέρος, έχει υπόψη του το αντίστοιχο στεφάνι. Όποιος αθλείται στην πάλη ή στο
παγκράτιο, δεν χάνει τον καιρό του να παίζει κιθάρα ή αυλό.
Παράδειγμα ο χεροδύναμος αθλητής
Πολυδάμας, που πρὶν κατεβεί στους Ολυμπιακοὺς Αγώνες, αναχαίτιζε καταμεσὶς του
δρόμου τα άρματα που έτρεχαν και μ᾿ αυτὸ τον τρόπο δυνάμωνε τους μύς του.
Επίσης ο Μίλων ο Κροτωνιάτης δεν μετατοπιζόταν έξω απὸ το αλειμμένο σκουτάρι κι
αντιστεκόταν στο σπρώξιμο όπως τα κολλημένα με μολύβι αγάλματα. Μ᾿ ένα λόγο,
γυμνάζονταν για να είναι έτοιμοι στα αγωνίσματά τους. Ας υποθέσουμε όμως ότι
τους έτρωγε η περιέργεια κι άφηναν τον κουρνιαχτὸ των γυμναστηρίων για τις
μελωδίες του Μαρσύα, του αυλητή απὸ τη Φρυγία, και του μαθητή του, του Όλυμπου.
Τι θα συνέβαινε τότε; Θα κέρδιζαν τον κότινο; Θα δοξάζονταν; Θα προκαλούσαν τον
θαυμασμὸ με την σωματική τους αλκή; Αλλὰ ούτε κι ο Τιμόθεος, ο περίφημος
αυλητής απὸ τη Θήβα, παράτησε τη μουσικὴ για να χάνει τον καιρό του στις
παλαίστρες. Γιατί αν έκανε κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε να τους ξεπεράσει όλους
στην τέχνη των ήχων και να έχει τέτοια ικανότητα σ᾿ αυτήν, ώστε, ανάλογα με το
κέφι του, άλλοτε οιστρηλατούσε την ψυχὴ με τη σοβαρὴ κι αυστηρὴ αρμονία κι
άλλοτε, γλυκαίνοντας τους τόνους, τη χαλάρωνε και την επράϋνε. Χάρη στην τέχνη
του, καθὼς λένε, ακόμα και τον Μέγα Αλέξανδρο, παίζοντας ένα φρυγικὸ μέλος, τον
έκανε να πεταχτεί απὸ το τραπέζι σε πολεμικὸ συναγερμὸ κι ύστερα τον ξανάφερε
ανάμεσα στους συνδαιτημόνες του, απαλαίνοντας το μουσικό του παίξιμο. Τόση
είναι η δύναμη και στη μουσικὴ και στον αθλητισμό, που δίνει η προσαρμοσμένη
στον σκοπό της άσκηση.
Και μιὰ που ο λόγος για στεφάνια κι
αθλητές. Τι τραβούν αυτοὶ οι άνθρωποι! Αυξαίνουν τη δύναμή τους με πολὺ ιδρώτα
και κόπους στα γυμναστήρια. Ο προπονητής τους ακόμα και ξύλο τους δίνει. Η
δίαιτά τους δεν είναι καθόλου ζηλευτή. Είναι η γνωστή των γυμναστών. Κι απὸ
κάθε άλλη άποψη -για να μη μακρηγορήσουμε- περνούν ζωὴ δύσκολη, που είναι
προετοιμασία για τον αγώνα. Κι αφού έτσι ετοιμασθούν, τότε μπαίνουν γυμνοὶ στο
στάδιο και περνούν όλους τους κόπους και τις λαχτάρες, για να κερδίσουν ένα
στεφάνι απὸ ταπεινὸ χορτάρι και να αναγορευθούν νικητές. Κι εμείς, τώρα, που
περιμένουμε τόσο θαυμαστὰ στον αριθμὸ και στην αξία στεφάνια, απερίγραπτα με
λέξεις, πώς είναι δυνατὸν να πετύχουμε με ημίμετρα, με μαλθακὴ ζωή, με έλλειψη
περιορισμών; Αν ήταν έτσι, η αμεριμνησία θα ήταν πολύτιμο πράγμα στη ζωή.
Ο Σαρδανάπαλος, ο Ασσύριος εκείνος
βασιλιάς, που ήταν ονομαστὸς για την τρυφηλὴ ζωή του, θα έπρεπε να ήταν ο πιο
ευτυχισμένος άνθρωπος. Επίσης ο Μαργίτης, που καθὼς αναφέρει ένα ποίημα
αποδινόμενο στὸν Όμηρο, δεν ήταν ικανὸς ούτε να οργώνει ούτε να σκάβει ούτε
τίποτε άλλο παρόμοιο να κάνει. Αλλὰ ας κοιτάξουμε μήπως είναι μεγάλη αλήθεια
αυτὸ που είπε ένας απὸ τους εφτὰ σοφούς, ο Πιττακός, ότι το να γίνει κανεὶς
καλὸς άνθρωπος είναι δύσκολο πράγμα. Πραγματικά, θ᾿ αποκτήσουμε με πολλοὺς
κόπους τα αγαθά, που, καθὼς προείπαμε, τίποτε το ανθρώπινο δεν τους μοιάζει.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να είμαστε αμελείς και με λιγόχρονη ακηδία να χάσουμε τις
ελπίδες πολὺ ακριβών πραγμάτων. Έτσι, θα ήταν σαν να θέλουμε να τιμωρηθούμε και
σ᾿ αυτὸν εδώ τον κόσμο, πράγμα πολὺ βαρὺ για κάθε συνετὸ άνθρωπο, άλλα και στα
κριτήρια, που υπάρχουν είτε κάτω απὸ τη γη είτε οπουδήποτε άλλου του σύμπαντος.
Γιατί, όποιος χωρὶς να θέλει δεν έξεπληρωσε το καθήκον του, ίσως συγχωρηθεί
κάπως απὸ τον Θεό. Αλλὰ όποιος διάλεξε συνειδητὰ το κακό, είναι εντελώς
αδικαιολόγητος και θα τιμωρηθεί απανωτά.
ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΔΑΚΡΥΤΟΣ ΗΝΙΟΧΟΣ
Αλλά, θα πεί κανείς: Τι πρέπει,
λοιπόν, να κάνουμε; Απλούστατα: τίποτε άλλο παρὰ να παραμερίσουμε το κάθε τι
και να μεριμνήσουμε για την ψυχή. Δεν πρέπει να είμαστε υποταγμένοι στο σώμα,
χωρὶς απόλυτη ανάγκη. Αλλὰ να παρέχουμε στην ψυχὴ ό, τι το πιο καλό,
χρησιμοποιώντας τη σωστή σκέψη και λύνοντας την έτσι απὸ τα δεσμὰ των παθών του
σώματος, που είναι κατὰ κάποιο τρόπο η φυλακή της. Και, παράλληλα κάνοντας το
σώμα ανώτερο απὸ τα πάθη. Λόγου χάρη, παρέχοντας στο στομάχι ό, τι είναι
αναγκαίο κι όχι ό, τι είναι ευχάριστο. Υπάρχουν άνθρωποι, που ψάχνουν σε
στεριὲς και σε θάλασσες, για να βρούν σπουδαίους μαγείρους και τραπεζοποιούς, λες
και τους πρόσταξε να το κάνουν κάποιος απαιτητικὸς ηγεμόνας, σαν φόρο στη
βουλιμία του. Είναι άνθρωποι για κλάματα. Δεινοπαθούν όπως οι κολασμένοι στον
άδη. Και για ποιὸ λόγο; Όπως λέγει η παροιμία, κουβαλούν νερὸ με κόσκινο σε
τρύπιο πιθάρι κι οι κόποι τους τέλος δεν έχουν. Κι η περίσσια περιποίηση των
μαλλιών και του ντυσίματος είναι, κατὰ τα λεγόμενα του Διογένη, απασχόληση
ανθρώπων αδίκων η δυστυχισμένων. Το να είναι κανεὶς κομψευόμενος ή και το να
λέγεται τέτοιος, είναι το ίδιο περίπου σαν να μιμείται τις εταίρες ή να
επιβουλεύεται την οικογενειακὴ τιμὴ του πλησίον του.
Πλάτων |
Τι διαφορά, για τον φρόνιμο
άνθρωπο, ανάμεσα στο πολυτελὲς και στο απλά πρακτικὸ ρούχο, μια και το
τελευταίο κάνει τη δουλειά του, προστατεύοντας το κορμὶ απὸ το χειμωνιάτικο κρύο
κι απὸ το κάμα του καλοκαιριού; Και για όλα τα άλλα, πάλι, το ίδιο ισχύει: να
μὴ ξεπερνούν το μέτρο της λογικής ανάγκης κι ούτε να κολακεύουν το σώμα σε
βάρος τους συμφέροντος της ψυχής. Ο άνθρωπος που αξίζει να λέγεται άνθρωπος,
θεωρεί ίδια ντροπὴ το να είναι κομψευόμενος και υπηρέτης του κορμιού, όπως και
το να είναι υποδουλωμένος σε οποιοδήποτε άλλο πάθος. Όποιος κάνει το παν για
την εκζήτηση στη σωματική του εμφάνιση, αποδείχνει ότι δεν έχει συνείδηση της
αληθινής ανθρώπινης αξίας. Δεν καταλαβαίνει το σοφὸ γνωμικό, που λέγει:
άνθρωπος δεν είναι ό, τι φαίνεται απ᾿ έξω. Πρέπει, με υψηλότερη σκέψη, να
καταλαβαίνουμε τι πραγματικὰ είμαστε ο καθένας.
Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ψυχὴ
καθαρὴ πιο πολὺ απ᾿ ό, τι για να δεί κανεὶς τον ήλιο με γερὰ μάτια. Και τι
σημαίνει, με λίγα λόγια, καθαρὴ ψυχή; Περιφρόνηση των σωματικών απολαύσεων.
Δηλαδὴ να μην τρέφουμε την όρασή μας με τα άτοπα θεάματα των θαυματοποιών. Να
μην εκθέτουμε γυμνὰ τα σώματα, πράγμα που προκαλεί την ηδονὴ άμεσα. Να μην
ακούμε μεθυστικὰ τραγούδια για την ψυχή, με άσεμνο περιεχόμενο, μιὰ και τέτοια
μουσικὴ δίνει ζωὴ σε πάθη που υποδουλώνουν κι εξευτελίζουν τον άνθρωπο. Άλλη
είναι η μουσικὴ που ταιριάζει σε μάς. Μιὰ μουσικὴ που είναι καλύτερη κι υψώνει
στο καλύτερο. Εκείνη που μεταχειριζόταν κι ο Δαβίδ, ο ποιητής των ψαλμών της
Παλαιάς Διαθήκης, για να κατασιγάσει την εξαλλοσύνη του βασιλιὰ Σαούλ. Κάτι
παρόμοιο λέγεται και για τον φιλόσοφο και μαθηματικὸ Πυθαγόρα. Κάποτε
συναπάντησε μεθυσμένους, που βρίσκονταν σε ευθυμία. Πρόσταξε, λοιπόν, τον αυλητή,
που τους συνόδευε, ν᾿ αλλάξει σκοπὸ και να παίξει δωρικὴ μελωδία. Τότε, κάτω
απὸ την επίδρασή της, ήρθαν στα συγκαλά τους, πέταξαν τα στεφάνια και τράβηξαν
για τα σπίτια τους γεμάτοι ντροπή. Άλλοι πάλι, κάτω απὸ τους ήχους του αυλού,
μεταβάλλονται σε Κορύβαντες και Βάκχες. Τόσο διαφέρει στην επίδρασή της η καλὴ
απὸ την ανήθικη μουσική. Λοιπόν, το πρώτο που πρέπει να αποφεύγετε απ᾿ όσα
καταφάνερα αισχρὰ πράγματα υπάρχουν, είναι η μάθηση της μουσικής που έχει
σήμερα πέραση. Και το να ανακατεύετε την ατμόσφαιρα με λογιών-λογιών
αναθυμιάσεις, που ηδονίζουν την όσφρηση, ή το να φοράτε αρώματα, ντρέπομαι
ακόμα και να τα απαγορέψω. Όσο για τις ηδονὲς της επαφής και της γεύσεως, τι να
πώ άλλο απὸ το ότι υποχρεώνουν όσους τους έχουν δοθεί να ζούνε σαν κτήνη, έχοντας
ενδιαφέρον μονάχα για την κοιλιὰ κι ό, τι είναι κάτω απὸ την κοιλιά;
Ας το πω, σύντομα: όποιος δεν θέλει
να βουλιάξει στο βόρβορο των σωματικών ηδονών, πρέπει να περιφρονήσει όλο το
σώμα ή να το φροντίζει τόσο μονάχα όσο του χρειάζεται για να το έχει βοηθὸ στη
φιλοσοφία, όπως λέγει ο Πλάτων κι όπως λέγει ο Παύλος συμβουλεύοντας να μη
φροντίζουμε για το σώμα κατὰ τρόπο που να δίνει λαβὴ σε επιθυμίες. Όσοι
φροντίζουν για να είναι καλὰ το σώμα και την ψυχή, που θα χρησιμοποιήσει το
σώμα, την παραμελούν σαν ανάξια λόγου, είναι ίδιοι με όσους νοιάζονται πολὺ για
τα εργαλεία, αλλὰ δεν τους νοιάζει για την τέχνη, που τα χρησιμοποιεί. Το
αντίθετο πρέπει να γίνεται. Να τιμωρούν το σώμα. Να καταπτοούν τις ορμές του
σαν θηρία. Να παίρνουν την ορθὴ σκέψη σαν βούρδουλα και να μαστιγώνουν και να
αποκοιμίζουν την τρικυμία της ψυχής, που προκαλείται απὸ το σώμα. Κι όχι
αμολώντας κάθε χαλινάρι για την ηδονή, ν᾿ αφήνουν την ψυχὴ στο κατάντημα άτυχου
ηνιόχου, που τον πάνε κατὰ κρημνών ατίθασα κι ορμητικὰ άλογα. Ας θυμούνται και
το εξής απὸ τη ζωὴ του Πυθαγόρα: κάποτε, σαν είδε ένα φίλο του, που με την
καλοφαγία και τις σωματικὲς ασκήσεις, είχε κάνει κορμὶ εντυπωσιακό, του είπε:
Δεν παύεις, φίλε μου να φτιάχνεις τη φυλακή σου πιο δύσκολη; Λένε και για τον
Πλάτωνα: προβλέποντας τις ζημιές, που θα του προκαλούσε το κορμί, εγκαταστάθηκε
εξεπίτηδες στην Ακαδημία, τόπο της Αττικής νοσηρό, για να κόψει έτσι την
υπερβολικὴ ευαισθησία του σώματος, όπως κόβουν το περίσσιο φύλλωμα του
αμπελιού. Εγὼ μάλιστα άκουσα τους γιατροὺς να λένε ότι η πολλὴ υγεία είναι κάτι
το επικίνδυνο.
(ε’ μέρος)
Διογένης ο Κυνικός |
Μιά, λοιπόν, που η περίσσια φροντίδα
για το σώμα είναι και στο ίδιο άχρηστη και στην ψυχὴ εμπόδιο, είναι σωστή
αφροσύνη το να εξαρτάμε όλα απὸ το σώμα και να είμαστε σκλάβοι του. Κανένα άλλο
ανθρώπινο πράγμα δεν αξίζει τόσο θαυμασμὸ όσο η άσκηση στην περιφρόνηση του
σώματος. Δεν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, τι θα τον χρειασθούμε τον πλούτο, όταν
έχουμε καταπατήσει τις σωματικὲς ηδονές. Εκτὸς αν είναι ευχαρίστηση να αγρυπνεί
κανεὶς πάνω απὸ θαμμένους θησαυρούς, όπως οι μυθικοὶ δράκοντες, που αναφέρει ο
ιστορικὸς Ηρόδοτος. Ο άνθρωπος που έχει καλλιεργηθεί κι απόκτησε ελεύθερο
φρόνημα ως πρὸς αυτά, δεν μπορεί να κάνει ή να πεί ποτὲ κάτι το ποταπὸ και το
αισχρό. Ένας τέτοιος άνθρωπος προσέχει μονάχα το αναγκαίο. Τα υπόλοιπα, έστω κι
αν είναι σαν το χρυσάφι του Πακτωλού ποταμού ή σαν το χρυσάφι που βγάζουν τα
μερμήγκια, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, τα κανονίζουν οι ανάγκες της φύσεως κι όχι
η απληστία των ηδονών. Όσοι ξεπερνούν τα σύνορα της ανάγκης, μοιάζουν με ανθρώπους
που γλιστρούν σε κατήφορο και μην έχοντας ποὺ να στηρίξουν τα πόδια τους
εξακολουθούν αέναα να πέφτουν. Όσο πιο πολλὰ αποκτούν, τόσο περισσότερα
χρειάζονται, για να ικανοποιούν τις επιθυμίες όπως λέγει κι ο νομοθέτης Σόλων:
Στον ανθρώπινο πλούτο τέρμα φανερὸ
δεν υπάρχει.
Αλλὰ κι ο Θέογνις ας έρθει στη μέση
για να μάς διδάξει σ᾿ αυτὸ το ζήτημα:
Δεν ποθώ ούτε εύχομαι να γίνω
πλούσιος. Άμποτε με λίγα να ζώ, χωρὶς δεινά.
Άξιος θαυμασμού είναι κι ο Διογένης,
που περιφρονούσε όλα μαζὶ τα ανθρώπινα αγαθὰ κι έλεγε ότι είναι πλουσιώτερος κι
απὸ τον βασιλιὰ της Περσίας, γιατί στη ζωὴ του είχε ανάγκη απὸ λιγότερα
πράγματα. Οι πολλοὶ όμως τίποτε δεν θαρρούν αρκετὸ και θα ήθελαν να έχουν τα
τάλαντα του Πυθίου κι απέραντα χωράφια κι αναρίθμητα κοπάδια. Αλλὰ νομίζω ότι
τον πλούτο, όταν δεν τον έχουμε, δεν πρέπει να τον ποθούμε. Κι όταν τον έχουμε,
να μην καυχώμαστε για το ότι είναι δικός μας, αλλὰ για το ότι ξέρουμε να τον
χρησιμοποιούμε. Σωστὰ μίλησε ο Σωκράτης σ᾿ ένα πλούσιο, που καυχιόταν για το
βιός του, όταν του είπε ότι δεν θα τον θαύμαζε πριν διαπιστώσει αν ήξερε να τον
χρησιμοποιήσει. Θα ήταν για γέλια ο Φειδίας κι ο Πολύκλειτος, αν καυχιόντουσαν
για το χρυσάφι και το φίλντισι, με τα οποία ο ένας έφτιαξε το άγαλμα του Δία
για τους κατοίκους της Ηλείας κι ο άλλος το άγαλμα της Ήρας για τους Αργείους.
Γιατί θα είχαν καυχηθεί για πλούτο που δεν ήταν δικός τους και γιατί δεν θα
λογάριαζαν την τέχνη τους που έδωσε νόημα κι ομορφιὰ στο χρυσάφι. Εμείς τώρα
είμαστε λιγότερο καταγέλαστοι αν παραδεχθούμε ότι η αρετή δεν είναι αρκετὸ
στολίδι του εαυτού της;
Ας πούμε, λοιπόν, ότι καταπατήσαμε
τον πλούτο και περιφρονήσαμε τις ηδονὲς των αισθήσεων. Θα επιζητήσουμε όμως την
κολακεία και τα χάδια και θα αντιγράψουμε τη φιλοκέρδεια και την ευστροφία της
αλεπούς, που αναφέρει ο μύθος του λυρικού ποιητή Αρχιλόχου; Ο φρόνιμος άνθρωπος
τίποτε άλλο δεν πρέπει να αποφεύγει περισσότερο απὸ τη ζωὴ των επιδείξεων, απὸ
το να τον επηρεάζει το τι θα πεί γι᾿ αυτὸν ο κόσμος, απὸ το να μὴν έχει πυξίδα
της ζωής του τη λογική. Αν τα έχει αποφύγει αυτά, τότε δεν φοβάται να πάει
αντίθετα προς τη γνώμη όλης της κοινωνίας, να τον κατηγορήσουν, να κινδυνέψει
για χάρη του αγαθού, να σταθεί ακλόνητος στην ορθὴ απόφαση. Ένας που δεν ζει
έτσι, δεν διαφέρει σε τίποτε απὸ τον ομηρικὸ Πρωτέα, που όταν ήθελε γινόταν
φυτὸ ή ζώο ή φωτιὰ ή νερὸ ή οτιδήποτε άλλο πράγμα. Γιατί ένας τέτοιας λογής
άνθρωπος άλλοτε εξυμνεί το δίκιο σε όσους το τιμούν, άλλοτε θα πει τα αντίθετα,
όταν δει ότι κυριαρχεί η αδικία, όπως ακριβώς κάνουν οι κόλακες. Κι όπως το
χταπόδι αλλάζει χρώμα ανάλογα με τον βυθό, έτσι κι αυτὸς θ᾿ αλλάζει γνώμες
ανάλογα μ᾿ εκείνες των γύρω του.
Ο ΒΙΑΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
Βίας ο Πριηνεύς |
Αυτὰ όλα θα τα διδαχθούμε τελειότερα
στην Αγία Γραφή μας. Αλλὰ προς ώρας τα περιγράφουμε, σαν σκιαγράφημα της αρετής
απὸ την κοσμικὴ σοφία. Όσοι μ᾿ επιμέλεια μαζεύουν την ωφέλεια απὸ κάθε τι,
μοιάζουν με ποτάμια που παίρνουν στο διάβα τους νερὸ απὸ παραποτάμους κι ολοένα
γίνονται μεγαλύτερα. Είναι σωστή η υπόμνηση του Ησιόδου για το λίγο που
προστίθεται στο λίγο, όχι μονάχα σχετικὰ με το χρήμα, αλλὰ και με τη γνώση. Με
τον τρόπο αυτὸν κι η γνώση γίνεται περισσότερη και μεγάλη. Όταν ο φιλόσοφος
Βίας αποχαιρετούσε τον γιό του, που έφευγε για την Αίγυπτο, και το παιδὶ τον
ρώτησε με ποιὰ πράξη του θα τον ευχαριστούσε περισσότερο, του αποκρίθηκε:
Αποκτώντας εφόδιο για τα γηρατιά σου. Και με τη λέξη εφόδιο εννοούσε την αρετή,
περιγράφοντας τη σύντομα, μιὰ και την ωφέλεια της την περιόριζε στο μήκος του
ανθρώπινου βίου. Αλλὰ για μένα, έστω κι αν πρόκειται για τα γηρατιὰ του μυθικού
Τιθωνού ή του μακρόβιου βασιλιὰ της Ταρτησσού, του Αργανθώνιου ή και του
Μαθουσάλα, που αναφέρει η Παλαιὰ Διαθήκη και λέγει ότι έζησε εννιακόσια
εβδομήντα χρόνια, έστω ακόμα κι αν πρόκειται να υπολογίσουμε όλο τον χρόνο απὸ
τότε που πρωτοφανηκε ο άνθρωπος, βλέπω το διάστημα αυτὸ σαν παιδιάστικη, για
γέλια έκταση. Γιατί ατενίζω τον μακρὸ κι αγέραστο αιώνα, που τέλος δεν έχει,
την ηλικία της αθάνατης ψυχής.
Συμβουλεύω ν᾿ αποκτάμε εφόδιο για
την ατελεύτητη αυτή ζωή, κινώντας, σύμφωνα με τη γνωστή έκφραση, πάντα λίθον, ώστε
να παίρνουμε απὸ παντού ωφέλεια για μιὰ τέτοια προοπτική. Βέβαια είναι ζήτημα
που θέλει κόπο κι έχει δυσκολίες. Αλλὰ δεν σημαίνει ότι πρέπει να
αποθαρρυνθούμε και να το αμελήσουμε. Αλλὰ να θυμηθούμε το παράγγελμα των
Πυθαγορείων, που λέγει ότι ο καθένας πρέπει να διαλέγει τον άριστο τρόπο ζωής
και να βρίσκει χαρὰ μέσα του, συνηθίζοντας τον. Έτσι, θα επιχειρήσουμε το
καλύτερο απ᾿ όλα. Είναι ντροπὴ να αδιαφορήσουμε για την τωρινὴ ευκαιρία κι όταν
περάσει ο καιρὸς να πασχίζουμε να φέρουμε μπροστά μας τα περασμένα, χωρὶς να
κατορθώσουμε τίποτε άλλο απὸ θλίψη.
Απ᾿ όσα, λοιπόν, θαρρώ
ότι είναι τα καλύτερα, άλλα σάς τα είπα τώρα κι άλλα όσο ζω θα σάς τα
συμβουλεύω. Και σεις, τώρα, ανάμεσα στα τρία είδη αρρώστιας, μην τοποθετηθήτε
στο τελευταίο, το αθεράπευτο. Και μη δείξετε ότι η ψυχική σας ασθένεια μοιάζει
μ᾿ εκείνες των σωματικὰ άρρωστων. Όσοι δηλαδὴ έχουν κάποια μικρὴ αρρώστια, πάνε
οι ίδιοι στους γιατρούς. Όσοι έπαθαν κάποια μεγαλύτερη αρρώστια τους προσκαλούν
στο σπίτι τους. Κι όσοι έπεσαν σε εντελώς ανίατη μανία, και που τους πλησιάζουν
οι γιατροί, δεν τους δέχονται. Μὴν πάθετε κάτι τέτοιο, παιδιά μου, αποφεύγοντας
τις ορθὲς σκέψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου