του ΜΙΧΑΗΛ Μ. ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗ
ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ
ΠΑΛΑΙΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
τ. ΑΝΤΙΠΡΥΤΑΝΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ
Είναι προφανές ότι όποιος επιχειρεί
να μιλήσει για κάποια από τις πολλές πτυχές της ζωής και του έργου των Τριών
Ιεραρχών, βρίσκεται μπροστά σε ανυπέρβλητες δυσχέρειες, όχι τόσο για το τι
πρέπει να πει, αλλά για το τι επιτρέπεται να παραλείψει από τη ζωή τους, που
υπήρξε τόσο πλούσια σε προσφορά και δημιουργία. Γεγονός που καθίσταται πιο
έντονο, όταν ο ομιλών δεν θεραπεύει τη θεολογία, ούτε καν τις ανθρωπιστικές
επιστήμες, αλλά τις θετικές.
Ας μη λησμονούμε όμως ότι ένα από τα
χαρακτηριστικά του έργου των Τριών αυτών Τιτάνων του πνεύματος υπήρξε ακριβώς η
πολυμέρεια των ενδιαφερόντων τους και η ενασχόλησή τους με θέματα που άπτονται
της ανθρώπινης ζωής στην ολότητά της.
Ειδικότερα, το έργο του Μεγάλου
Βασιλείου, σε μια πτυχή του οποίου επικεντρώνεται η παρούσα ομιλία, είναι
πολυσχιδές και πλούσιο, στηριγμένο όχι μόνο στη θεία έμπνευση και τη βαθιά
γνώση, αλλά και στην έμπρακτη αγάπη του για τους συνανθρώπους του, και
ειδικότερα τους νέους. Επιδιώκει να ερμηνεύσει, μεταξύ άλλων, τα ιερά
ευαγγελικά κείμενα, ώστε να γίνουν πιο προσιτά στους Χριστιανούς, σε μια εποχή
που οι ποικίλες αιρέσεις απειλούσαν να προκαλέσουν σύγχυση και
αποπροσανατολισμό στους πιστούς.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται
και οι εννέα ομιλίες του Μεγάλου Βασιλείου, που φέρουν τον τίτλο Ομιλίαι εις
την Εξαήμερον και στις οποίες ερμηνεύει τα της Δημιουργίας του Κόσμου, έτσι
όπως περιγράφονται στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου της Γενέσεως, του πρώτου από
τα ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Μέσα από την ερμηνευτική προσέγγιση
του βιβλικού κειμένου εκθέτει τις περί φύσεως, ανθρώπου και κόσμου αντιλήψεις
του και θέτει τα θεμέλια της στάσεως των Χριστιανών απέναντι σ’ αυτά τα
προβλήματα.
Είναι γεγονός ότι στο σύγχρονο
ερευνητή γεννώνται δύο βασικά ερωτήματα: α) ποια είναι η συνέπεια μεταξύ
Βιβλικού κειμένου και πορισμάτων της σύγχρονης επιστήμης και β) ο Μ. Βασίλειος
συντάσσει τις Ομιλίες με κριτήρια θεολογικά –εκκλησιαστικά ή θετικά
–επιστημονικά; Στο πρώτο έχουν ήδη διατυπωθεί τόσες πολλές απόψεις, που η
οικονομία της παρούσας ομιλίας δεν επαρκεί να καλύψει. Όσον αφορά στο δεύτερο
ερώτημα, είναι προφανές ότι ο Μ. Βασίλειος ομιλεί κατεξοχήν ως εκκλησιαστικός
άνδρας.
Εντούτοις, διαπιστώνεται ότι ο Μ.
Βασίλειος επιστρατεύει και την πολυσχιδή θύραθεν παιδεία του για να ερμηνεύσει
το Βιβλικό κείμενο, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύεται η αντίληψη για τον κόσμο
(δημιουργία, σύσταση, φυσικοί νόμοι, γεωλογικά φαινόμενα, κ.λ.π.) μέσα από τα
μάτια ενός Βυζαντινού του 4ου αι. Ο Μ. Βασίλειος οδηγεί τον ακροατή σε
αναγνώριση του Δημιουργού του Σύμπαντος και ερμηνεύει το Βιβλικό κείμενο, ώστε
να γίνει κατανοητό από όλους. Νεώτερες έρευνες έδειξαν ότι ο Μ. Βασίλειος
εκινείτο έχοντας, επίσης, ως βάση τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τον Ποσειδώνιο,
ακόμη και τον Πλωτίνο.
Ειδικότερα, αναφορικά με τα
γεωλογικά στοιχεία, που αποτελούν και το θέμα της παρούσας ομιλίας,
διαπιστώνεται ότι στις ομιλίες που προαναφέρθηκαν, ο Μ. Βασίλειος καταθέτει
πλούτο πληροφοριών. Εκείνο που πρέπει κυρίως να διευκρινιστεί είναι ότι
αποστασιοποιείται πλήρως από τον αρχαιο –ελληνικό μύθο της Κοσμογονίας, αλλά
και από την ορθολογικότερη προσέγγιση της δημιουργίας από την πλευρά των
αρχαίων φιλοσόφων . Έτσι, στις διάφορες ερμηνείες των αρχαίων φιλοσόφων, που με
την ποικιλία και τις αντιθέσεις τους ουσιαστικά αναιρούν η μία την άλλη, ο Μ.
Βασίλειος προϋποθέτει την εκ Θεού δημιουργία του κόσμου. Ουσιαστικά είναι
διαφορετική η αφετηρία του, καθώς δεν τον ενδιαφέρει το πώς της δημιουργίας,
αλλά το ποιος.
Κατά την ερμηνεία της Γενέσεως από
τον Μ. Βασίλειο, τα πρεσβεία της υπάρξεως ανήκουν στον ουρανό.
Ως προς τη σύσταση του κόσμου ο
Ιεράρχης παρατηρεί: Όσον αφορά λοιπόν, στην ουσία του ουρανού, αρκούμαι σε όσα
είπε ο Ησαΐας, ο οποίος με απλά λόγια μας έδωσε να καταλάβουμε επαρκώς τη φύση
του λέγοντας: «Ο στερεώσας τον ουρανόν ωσεί καπνόν» (Ησ. 51,6)∙ δηλαδή αυτός
που για να κατασκευάσει τον ουρανό, έπλασε τη φύση του λεπτή και όχι στερεά
ούτε παχιά (Α’8, SC 26, 120∙ PG 29, 21 A).
Αναφερόμενος στο σχήμα του Ουρανού
γράφει ότι είναι «ωσεί καμάρα» (Ησ. 40, 22) , παρά το γεγονός ότι οι γνώμες των
σοφών διίστανται.
Κατόπιν, ο Μ. Βασίλειος,
αναφερόμενος στη Γη και επιδιώκοντας τον περιγραφικό ορισμό της, σημειώνει ότι
δεν πρέπει να πολυπραγμονούμε περί της ουσίας της, διότι η φύση της είναι
σύνθετη από τις ποιότητες. Τονίζει χαρακτηριστικά: «να γνωρίζουμε καλά ότι, όσα
βλέπουμε ως συστατικά αυτής [=της Γης], κατατάσσονται στο είναι και είναι
συμπληρωματικά της ουσίας της» . Αν, λοιπόν, κάποιος δώσει έμφαση ή αντίθετα,
υποτιμήσει μια από τις ποιότητες της Γης, όπως είναι π.χ. το ψυχρό ή το βαρύ ή
το πυκνό, δεν πρόκειται να επιτύχει τίποτα. Στη Γη ενυπάρχουν αρμονικά τα
τέσσερα βασικά στοιχεία –χώμα, αέρας, νερό και φωτιά.
Ο Ιεράρχης παρατηρεί ότι όλα τα
υλικά είναι αποτέλεσμα της συνθέσεως των τεσσάρων αντιθετικών ανά ζεύγη πρώτων
στοιχείων (γη –αέρας, φωτιά –νερό). Η σύνθεση των τεσσάρων στοιχείων καθίσταται
δυνατή λόγω των ποιοτήτων τους. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο Μ. Βασίλειος δέχεται τη
συζυγή ποιότητα και δεν περιορίζεται απλώς στη μνεία των τεσσάρων στοιχείων ή
των «ριζωμάτων», όπως τα ονόμασε ο Εμπεδοκλής, αλλά αναφέρεται στη συμπεριφορά
και στον ρόλο αυτών των στοιχείων. Στο σημείο αυτό φαίνεται να υιοθετεί την
κοσμολογία του Ηρακλείτου και συγκεκριμένα την άποψη ότι οι αντιθέσεις των
στοιχείων πραγματώνουν την αρμονία και την ισορροπία μέσα στη φύση .
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η Γη είναι μια
όχι τέλεια σφαίρα, αλλά ένα πεπλατυσμένο σφαιροειδές, με την πολική του ακτίνα
ελαφρώς μικρότερη από την ισημερινή του ακτίνα.
Μετά την υφή και το σχήμα της Γης,
τίθεται το ερώτημα της στηρίξεώς της. Ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει σχετικά: η
σκέψη μας θα αναζητήσει πάλι το αντιστήριγμα του στηρίγματος εκείνου, και έτσι
θα βυθιστούμε στο άπειρο, και κάθε φορά που θα βρίσκουμε μία βάση θα αναζητούμε
τη βάση της βάσεως (A’9, SC 26, 124. PG 29, 21C).
Κατά τη γνώμη του, δεν θα πρέπει να
θεωρηθεί ότι η Γη στηρίζεται σε βάθρα, «εγώ εστερέωσα τους στύλους αυτής» (Ψαλμ.
74,4) ή επιπλέει πάνω σε θάλασσα, «επί θαλασσών εθεμελίωσαν αυτήν» (Ψαλμ.
23,2). Αυτές οι απόψεις διατυπώνονται βέβαια στην Αγία Γραφή, δεν πρέπει όμως
να ερμηνευτούν κατά γράμμα. Κάνει λόγο για την «συνερειστικήν δύναμιν», που
συγκρατεί τη Γη, παρά το τεράστιο βάρος της. Και πάλι αυτή η δύναμη δεν είναι
άλλη από εκείνη του Κτίσαντος: «αλλά να ομολογούμε ότι τα πάντα συγκρατούνται
από τη δύναμη του δημιουργού» λέει χαρακτηριστικά, «εν τη χειρί του Θεού τα
πέρατα της γης» (Ψαλμ. 94,4) .
Ο Μ. Βασίλειος δεν προσπαθεί να
χρονολογήσει την ηλικία της Γης, γιατί γνωρίζει ότι ξεφεύγει από τους σκοπούς των
ομιλιών του «Περί Γενέσεως». Απλώς αναφέρει ότι «καν ημέραν είπης καν αιώνα την
αυτήν ερείς έννοια» .
Με βάση τα περικλειόμενα
απολιθώματα, τους λιθολογικούς χαρακτήρες των στρωμάτων και τα γεωλογικά
συμβάντα, αναγνωρίσθηκαν τοπικές σχέσεις των γεωλογικών στρωμάτων σε παγκόσμιο
επίπεδο. Έτσι εγκαθιδρύθηκε μια παγκόσμια αλληλουχία των διαφόρων στρωμάτων. Η
ταξιθέτηση και η όλη χρονολόγηση της Γης διακρίνεται σε δύο Μεγααιώνες, τον
Κρυπτοζωϊκό και τον Φανεροζωϊκό. Οι δύο αυτοί μεγααιώνες διακρίνονται σε έξι
αιώνες, που σχεδόν ανταποκρίνονται στις έξι ημέρες της Γενέσεως. Έτσι, οι έξι
αιώνες, στους οποίους διαρθρώνεται η ηλικία της Γης, είναι ο Καταρχαιοζωϊκός
(με τα αναερόβια βακτήρια), ο Αρχαιοζωϊκός ( με την αερόβια πρωτοσύνθεση), ο
Προτεροζωϊκός (με τα πρώτα μικροσκοπικά φύκη και τη δημιουργία της ζώνης του
όζοντος), ο Παλαιοζωϊκός αιώνας με τους πρώτους ιχθύς και τα αμφίβια, ο
Μεσοζωϊκός με τα ερπετά και ο Καινοζωϊκός αιώνας με τα θηλαστικά και τα
πρωτεύοντα. Έτσι, μπορούμε σήμερα να πούμε ότι οι έξι αιώνες της ηλικίας της
Γης αντιπροσωπεύουν εν πολλοίς τις ημέρες της δημιουργίας και συμπίπτουν κατά
θεϊκή επιταγή και έμπνευση με τις έξι ημέρες της Γενέσεως.
Σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο, ο Θεός
ορίζει τον φυσικό νόμο της κινήσεως του νερού . Πριν από την εντολή του, τα
ύδατα έμεναν ακίνητα. Αμέσως μετά, όμως, έρρευσαν, για να καταλάβουν «την
οικείαν χώραν» . Έκτοτε τα ύδατα διακρίνονται σ’ εκείνα που ρέουν αυτόματα,
όπως είναι οι πηγές και τα ποτάμια, και σ’ εκείνα που είναι «συλλογιμαία και
απόρρευτα» , δηλ. οι λίμνες και η θάλασσα .
Χαρακτηριστική απόδειξη της σοφίας
του Θεού στη συναγωγή των υδάτων, σύμφωνα με τον Ιεράρχη, είναι π.χ. το γεγονός
ότι η Αίγυπτος, αν και βρίσκεται χαμηλότερα, εντούτοις δεν κατακλύζεται από την
Ερυθρά Θάλασσα λόγω των θινών που την προστατεύουν κατά μήκος της ακτής.
Μάλιστα, ο ίδιος μας δίνει και την ιστορική πληροφορία της ανθρώπινης,
ανεπιτυχούς τότε, προσπάθειας διανοίξεως διώρυγας που θα ένωνε την Ερυθρά
Θάλασσα με τη Μεσόγειο πρώτα από τον Σέσωστρι τον Αιγύπτιο και αργότερα από τον
Δαρείο τον Μήδο .
Μας πληροφορεί επίσης ότι, από
παρατηρήσεις που έχουν γίνει, προκύπτει ότι η στάθμη της επιφάνειας της
Μεσογείου είναι διαφορετική από εκείνη της Ερυθράς και του συνεχόμενου Ινδικού
Ωκεανού .
Πράγματι, η επιφάνεια της θάλασσας
είναι ασταθής. Ανυψώνεται και πέφτει με την παλίρροια (κατά περιοδικό τρόπο),
τα κύματα (κατά τυχαίο τρόπο), τη θερμοκρασία, την πίεση και την αλμυρότητα.
Προσπαθήσαμε σε συντομία και ίσως
αποσπασματικά να προσεγγίσουμε τις περί την «Γένεσιν» ερμηνείες του Μ.
Βασιλείου. Όλες αυτές οι εξηγήσεις αποειδωλοποιούν το σύμπαν, όπου δεν μπορεί
να διεισδύσει καμιά μαγική και απόκρυφη δύναμη ή οντότητα. Είδαμε, ωστόσο, ότι
αυτή η κατά κάποιο τρόπο ορθολογική εξέταση της δημιουργίας –με αριστοτεχνική
κατά τα άλλα μέθοδο στα πλαίσια ενός κηρύγματος- δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της
επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψεως, την οποία χρησιμοποιεί ο Μ. Βασίλειος.
Την αφορμή, μαζί με όλες τις βασικές προϋποθέσεις, τη δίνει το ίδιο το κείμενο
της «Γενέσεως». Από τη στιγμή που ο Θεός ( το απόλυτο προσωπικό και λογικό Ον)
δημιουργεί τον κόσμο, υπεισέρχεται μια λογική διάρθρωση μέσα στη δομή του
σύμπαντος.
Ο Μέγας Ιεράρχης, ενώ κινείται με
ιδιαίτερη άνεση στον χώρο των έως τότε γνωστών επιστημονικών παρατηρήσεων,
χρησιμοποιεί εν τούτοις ένα λόγο σαφέστατο, διαυγή και πλούσιο σε νοήματα,
ποτισμένο από τη βαθύτατη θεολογική του γνώση. Στη Δημιουργία του κόσμου
αποκαλύπτεται το θεϊκό μεγαλείο και η ξεχωριστή θέση που ο Θεός επεφύλαξε για
τον Άνθρωπο. Από τα πιο ταπεινά πλάσματα και τα μικρότερα χόρτα έως τους
υψιπέτες αετούς και τα μεγαλόσωμα θηρία, από τη Σελήνη έως τα πιο απομακρυσμένα
άστρα, όλα τα μελετάει με αγάπη, φιλοσοφεί, διδάσκεται και διδάσκει. Αλλά, το
πιο σημαντικό είναι ότι με τον πιο εναργή τρόπο διατυπώνει εκείνο, για το οποίο
ερίζουν σπουδαιοφανείς φιλόσοφοι και επιστήμονες αιώνες τώρα: τη συμπόρευση
επιστήμης και πίστης. Γράφει: «και αν ακόμα μπορέσουμε να εξηγήσουμε αυτά που
θεωρούμε παράδοξα και ερμηνεύουμε ως θαύμα, δεν μειώνεται στο ελάχιστο ο
θαυμασμός μας για τα μέγιστα, διότι η απλή πίστη είναι ισχυρότερη από τις
λογικές αποδείξεις».
Το άρθρο προέρχεται από το περιοδικό
«Διάλογοι Καταλλαγής» της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, τεύχος 88 (Ιανουάριος
–Φεβρουάριος –Μάρτιος 2008).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου