ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Oι Κλέφτες

σο εν’ κλφτης ζωντανς, Τορκο δν προσκυνει
κι ν πση τ κεφάλι του δν μπαίνει σ ταγρι˙
τ παρνουν ο σταυραετο ν θρψουν τ παιδιά τους,
ν κμουν πχη τ φτερ κα πιθαμ τ νύχι.

Δημοτικν

π τν θνικ στορία τποτα δ θχωμε νισει, ν δν καθαρσωμε καλ, τι τριντα αἰώνων πολιτισμς, κληρονομι ποσυνείδητη, λλ πντα ζωνταν μέσα στν Ελληνα, οτε τν κορασε, οτε τν ρρστησε τσο πο ν χση τν πολεμικ ρετ˙τι ατς, ναυτικς κι μπορος, μερος φλος τς συχας, εναι σγχρονα λας φωτις, κανς ν δεξη, ταν στορικς περιστσεις τ καλον, στρατιωτικ προτερματα, σα οτε ο πι φημισμνοι πολεμικο λαοί.

Εναι π τ πι διδαχτικ τ στορικ θέαμα τν λλνων πο μετ τ πρτο μοδιασμα το πόνου π τ τρομερ χτπημα, πο κατάφερε κατακτητς στ θνικ σμα, συγκεντρνονται στν αυτό τους κι εθς π τν λλη μέρα, βρίσκουν, χαρζουν κα περπατον τ δρόμο τς σωτηρας. Εναι βαθι συγκινητικ ν βλέπη κανένας ναμεσα κι π’ ατ μακρι τ κουρελάκια, πο μς δίνουν γι πληροφορίες μελέτες σντομες κα τελέστατες,πς ποκεφαλισμένος λληνικς λαός, σπρωγμένος μόνο π τ λάθευτο νστικτ του, δουλεύει τ μταλλο κα μ’ πομον φάνταστη φτινει μρα μ τν μέρα κα στιγμ μ τ στιγμ τ ργαλεο, πο θ συντρψη τς βαρις λυσδες του.
Ατ εναι κλεφτουργι. Στρατς, πο ργανώνει, γυμνάζει κα διευθνει λομναχο τ λαϊκ νστικτο. Ο πι ζωντανο ξεκόβουν π τ μζα τν ραγιδων. κριβ του νειρο, μνη φροντδα, μ κα προς ζως, γνεται τ ντουφέκι κα τ σπαθ. Εδηση δν εχε κανένας π’ ατος π’ λληνικ στορα κα κσμο ρχαο.

Μαζ μως μ τν νγκη ν ζον ποτραβηγμένοι φουντωσε σ’ ατος γπη βαθτατη το φυσικο κόσμου. Στ βουν, τ λτια,τς κρυσταλλνιες πηγές, ξύπνησε κα ξανακαινοργιεψε τ κοιμισμένο παλαιτατο κα γνσιο πνεμα τς φυλς.
Κανενς λλου λαο τ τραγούδια δν κφρζουν μ μοια λθεια χρη, λλ κι πιμον, φυσιολατρικ ασθημα τόσο ζωνταν, σν τ κλέφτικα τν Ελλνων. γγίζουν τν εδωλολατρικ κσταση,τσο διφορη π τ χριστιανικ κα τσο περεργη γι ψυχς χθεσινν παιδιν το Βυζαντου. Γρνοντας π σκληρ νγκη στν πλατιν γκλη τς αἰώνιας μνας, παιρναν νεπίγνωστα,μ καθημεριν μεγλο μάθημα μις πλυτης κα τρομερς λευθερας – τ δριμ γιατρικ, πο χρειαζόταν στν ρρώστια τους.
Κα ν Λαμπρ, τ’ ι-Γιωργιο λλη καλοκαιριτικη γιορτ νέβαινες στ ρειν χωρι, στ μοναστρια, κμα ψηλότερα στ’ πτητα λημρια, θβλεπες ναστημένη ξαφνα τν ρχαία λλδα- κι ς μν εχαν κοσει ν μιλον ποτ γι’ ατ – στος λεβντες τς κλεφτουργις, πο παρβγαιναν στ λιθρι, στ πδημα, στ τρξιμο, στς μδες. Αὐτὰ τ’ ἀθλητικὰ παιγνίδια ξανάπαιρναν τὴν παλιὰ σημασία τους. Ξανάδεναν τὴν ἀρχαία λαμπρὴ παράδοση τῆς φυσικῆς ἀγωγῆς.
Δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἡλικία, ποὺ νὰ ἐξαιρῆται. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Κολοκοτρώνης, περασμένα τα πενήντα του, στὴ Μάνη,ἑτοιμάζοντας τὴν ᾽Επανάσταση, γύμναζε τὸ κορμί του ὅσες ὧρες ἄδειαζε. Ὁ κατάσκοπος, ποὺ εἶχαν οἱ Τοῦρκοι στείλει νά παρατηρήση τὰ κινήματά του,γύρισε καὶ τοὺς εἶπε:
-Βρῆκα ἕνα γέρο ἥσυχο, πούπαιζε τὶς ἀμάδες.

Σὰν τὸ σκυλί, ποὺ ὅταν ἀρρωστήση, πάει μονάχο μὲ τὴ μυρουδιὰ καὶ βρίσκει τὴν « ἀγριάδα », ποὺ χρειάζεται νὰ γιατρευτῆ, τὸ λαϊκὸ ἔνστικτο ξανασήκωνε τὴν ἀξία τῆς ρώμης: Κορμὶ πρῶτα! Ἡ ἐλευθερία θέλει ἄντρες ἀτσαλένιους, δὲν πάει μὲ τοὺς κακομοίρηδες.Οἱ σωματικὲς ἀρετὲς καλλιεργημένες ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ἔφτασαν σ’ ἀπίστευτα ὅρια. Πήδαγαν μ’ ἕνα πήδημα ἄλογα στὴν ἀράδα.῎Εφταναν στὸ τρέξιμο ἄτια, ποὺ κάλπαζαν.
Καὶ κανένας ποτὲ στρατὸς τοῦ κόσμου δὲν εἶχε βαθμοφόρους γυμνασμένους στ’ ἄρματα,ὅσο ἡ κλεφτουργιά. ῾Η ἀξιοσύνη τους στὸ σπαθὶ,σήμερα φαίνεται παραμύθι. Μὲ μιὰ μοναχὴ ἀστραπὴ γιαταγανιοῦ χώριζαν τὸ κεφάλι τοῦ σφαχτοῦ ἀπὸ τὸ κορμί του. Κι οἱ πιὸ καλοὶ μάλιστα, χωρὶς νὰ κουνήσουν διόλου τὸ ἄλλο σῶμα. Μὲ μιὰ καὶ μόνη γιαταγανιά,χώριζαν καὶ τὸ σφαχτάρι στὰ δυό, ἀπὸ τὸν ὦμο στὰ μεριά……
Καὶ στὸ ντουφέκι ἔγιναν τόσο ἄξιοι, ποὺ ἦταν συνηθισμένο παιγνιδάκι νὰ μᾶς περνοῦν τὸ βόλι ἀπὸ δαχτυλίδι.
Αὐτὸς ὁ στρατὸς εἶχε τὶς περιφέρειές του καὶ τ’ ἀρχηγεῖα του,τὰ καπετανάτα του, σύμφωνα μ’ ἕνα σύστημα διαδοχής, ποὺ ἦταν καὶ κληρονομιὰ καὶ βραβεῖο στὸν πιὸ ἄξιο. Τὸ « καπετανάτο » ἦταν κληρονομικό, σπάνια ἔβγαινε ἀπὸ τὴν οἰκογένεια. Μονάχα ποὺ δὲν κληρονομοῦσε, τὴν ἀρχηγία ὁ πρωτότοκος, μὰ ὁ πιὸ ἄξιος. Ἔτσι παρουσιάστηκε αὐτὸ τὸ μοναδικό, καὶ πρωτάκουστο, λαὸς δουλωμένος ν’ ἀναδείξη μέσα στὴ σκλαβιά του στρατιωτικὲς οἰκογένειες μὲ παράδοση τῶν ἀρμάτων καὶ τῆς φυσικῆς τακτικῆς, ποὺ οἱ ρίζες τους χάνονταν πολλὲς φορὲς ἕξι κι ἑφτὰ γενιὲς πίσω!
Εἶχε ἀκόμα ὁ στρατὸς αὐτὸς, που ξεπήδησε ἀπὸ ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῶν ραγιάδων, τὴν ἱεραρχία του καὶ τοὺς βαθμούς του, τὸν καπετάνιο, τὸν ὑπαρχηγὸ ἢ τὸ πρωτοπαλίκαρο, πρώτη, δεύτερη,τρίτη τάξη, κλέφτες· καὶ τέλος τοὺς μαθητευόμενου ἢ ψυχογιούς.
Εἶχε τοὺς ἄγραφους, ὅμως αὐστηροὺς κανονισμούς του˙ ποινές, ὅπως τὸ κούρεμα, για ἐξευτελισμό, τὸ διώξιμο ἀπὸ τὸ σῶμα κι αὐτὸν τὸ θάνατο˙ εἶχε τὰ βραβεῖα του, διάκριση στὴ μοιρασιὰ τοῦ πλιάτσικου καὶ δῶρα. Τὸ σέβας στὴ γυναίκα ἦταν νόμος…
Μάχη καὶ θάνατος ἦταν τὸ καθημερινὸ γυμνάσιο αὐτοῦ τοῦ στρατοῦ. Καὶ « καλὸ βόλι » εὐχὴ συνηθισμένη, ὅταν ἔπιναν τὸ κρασί τους.

῞Οταν ἔπαιρναν νὰ λιώσουν τὰ χιόνια, ὅταν πρασίνιζε τὸ χορτάρι καὶ τὰ « μάτια » τῶν κλαριῶν ἄνοιγαν χαρούμενα στὸ φῶς κι ἡ φύση στολιζόταν μὲ τὰ αἰώνια νιάτα της, σὰν τὰ ὄρνια καὶ σὰν τ’ ἀγρίμια, ποὺ νιώθουν τὴ « θέρμη τῶν ὀνύχων τους », ὅπως λέει ὁ ποιητής, ὁρμοῦσαν στὸν ἐχθρό. Ἀναβε τὸ ντουφεκίδι. ῾Ο τοῦρκος μποροῦσε νὰ στρατοπεδεύση στὴ Βιέννη… Ὁ Σουλτάνος, μποροῦσε νὰ λέγεται «μέγιστος τῶν βασιλέων καὶ ὑπέρτατος τῶν μοναρχῶν τοῦ αἰώνα, κύριος στὶς δυὸ στεριὲς καὶ τὶς δυὸ θάλασσες, αὐτοκράτορας στὶς δυὸ Ἀνατολὲς καὶ τὶς δυὸ Δύσεις, θεράποντας στὶς δυὸ ἱερὲς πόλεις, ὀφθαλμὸς τῶν θνητῶν καὶ κόρη πάσης ὑφηλίου, κύριος τῆς ἀσφάλειας τῶν κατοίκων τῆς οἰκουμένης καὶ τῆς ἡσυχίας τῆς καρδιᾶς τῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ, τροπαιοῦχος καὶ νικητὴς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ὑψίστου, μεγαλειότατος, φοβερώτατος καὶ κραταιότατος». Αὐτὰ ὅλα καὶ τὸ στρατό του καὶ τὴν ἀρμάδα του, οἱ κλέφτες τάγραφαν στὰ παλιά τους τὰ γουρουνοτσάρουχα. Μέσα σ’ αὐτὲς τὶς πολιτεῖες ἔσπερναν μερικὲς φορὲς τὸν τρόμο. Καὶ κάτω ἀπὸ τὴ μύτητῶν πασάδων τιμωροῦσαν, χτυποῦσαν, καίγανε, ἁρπάζανε.

Σπῦρος Μελᾶς
« Ὁ Γέρος τοῦ Μωριᾶ » τόμ. Α΄


ΠΗΓΗ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα ΣΤ’ Γυμνασίου (1947)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...