Αυτοπροσωπογραφία του Νικολάου Κουτούζη,
περίπου το 1800, (Ζάκυνθος. Συλλογή Δ. Ρώμα).
|
Ο Νικόλαος
Κουτούζης, ήταν ζωγράφος, αγιογράφος, ποιητής και κληρικός. Ήταν πιθανότατα το
1770, στην Κέρκυρα, όταν ο Νικόλαος Κουτούζης φιλοτέχνησε δύο πορτρέτα του
Βενετού Γενικού Προβλεπτή Θαλάσσης Ανδρέα Δονάτου. Kαι παρότι η αμοιβή του δεν
ήταν σπουδαία (εξήντα τσεκίνια), τα έργα αυτά σηματοδότησαν, ουσιαστικά, την
αφετηρία της δυτικότροπης προσωπογραφίας στην Ελλάδα. Στους πίνακές του, τα
πρόσωπα αποδίδονται ρεαλιστικά, με τον αυστηρά περιγεγραμμένο όγκο να δίνει
τρισδιάστατη υπόσταση στη μορφή, ενώ η στάση, η περιβολή και το ύφος
μαρτυρούσαν την κοινωνική θέση. Ήταν στην πραγματικότητα, τα ντοκουμέντα μιας
εποχής που θα σημαδευόταν από τη δειλή εμφάνιση μιας αστικής τάξης απέναντι
στην αριστοκρατία των Επτανήσων.
Ο
Κουτούζης με πεδίο δράσης του την Ζάκυνθο, δεν θα ήταν μονάχα ο πρωτοπόρος
καλλιτέχνης της εποχής του, αλλά και ο σκωπτικός ανατόμος της γενιάς του, μια
ιδιαίτερη φυσιογνωμία στο επίκεντρο των κοινωνικών μεταλλάξεων του τόπου του.
Μαθητής του Νικόλαου Δοξαρά, ζωγράφισε το πρώτο του μεγάλο θρησκευτικό έργο, τη
«Λιτανεία του Αγίου Διονυσίου», σε ηλικία 25 ετών, πιθανόν μετά το πρώτο του
ταξίδι στη Βενετία. Εκεί, μαθήτευσε πλάι στον Giovanni Battista Tiepolo, ο
οποίος και τον μύησε στη δυτική τεχνοτροπία. Ολοκλήρωσε έτσι, την απομάκρυνση
από το βυζαντινό ιδίωμα, όπου το χρυσό, υπερβατικό και άχρονο βάθος δίνει τη
θέση του στο chiaroscuro και την προοπτική. «Αγέρωχος και υπέρφρων,
μεγαλοπρεπής το ύφος και την πλούσιαν περιβολήν, διήρχετο ο ηγεμών των ελευθερίων
σατιριστών τας οδούς, περιφέρων δεξιά και αριστερά ερευνητικά βλέμματα,
εξακοντίζων ετοίμως σκώμματα και βέλη».
Ορισμένοι
από τους μελετητές του βίου του, γράφουν ότι από τη Βενετία επέστρεψε με το
περιβόητο για το σκανδαλιστικό του περιεχόμενο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, ίσως
το πιο ταιριαστό ανάγνωσμα για μια προσωπικότητα τόσο θορυβώδη και ιδιόρρυθμη.
Υπήρξε μάλιστα τόσο οξύς και εριστικός απέναντι στους συμπατριώτες του, αλλά
και τόσο άστατος συναισθηματικά με τις συμπατριώτισσές του, που κάποια στιγμή
υπέστη «φρεζάρισμα», του επιτέθηκαν δηλαδή με φιαλίδιο που έσπασαν στο πρόσωπό
του και περιείχε κοφτερά γυαλιά και μπαρούτι. Προσωπογραφία λογίου. Τα γυαλιά
έκαναν δεκάδες μικρές ουλές μέσα στις οποίες αιχμαλωτίστηκε το μαύρο μπαρούτι,
αφήνοντας ένα φρικτό σημάδι στο πρόσωπό του. Σύμφωνα με κάποια από τις
αφηγήσεις, εκείνη την εποχή εργαζόταν σε μια σειρά από ελαιογραφίες (ίσως τις
εξοχότερες του έργου του) με σκηνές από τη ζωή της Παναγίας και της Αγίας
Άννας, για το ναό του Άγιου Ιωάννη του Φλαμπουριάρη.
Νικόλαος Κουτούζης, προσωπογραφία ευγενούς με περούκα, περ. 1800 |
Νικόλαος Κουτούζης,
προσωπογραφία λογίου, περ. 1803
|
Νικόλαος Κουτούζης,
προσωπογραφία κυρίας με διάδημα, περ. 1800.
|
Νικόλαος Κουτούζης, ο Διονύσιος Σολωμός βρέφος |
Για να
καλύψει το σημάδι και να περισώσει την έτσι κι αλλιώς ωραιοπαθή εικόνα του,
άφησε γένια, και όχι πολύ αργότερα, χειροτονήθηκε παπάς στην ίδια την εκκλησία
που αγιογραφούσε. Από άμβωνος, πραγματοποιούσε ζωηρές, θεατρικές λειτουργίες
και περιέβαλε με αγάπη τους πιστούς, τους οποίους αντιμετώπιζε ως ποίμνιο μόνο
όταν σχολίαζε καυστικά τις κουτοπόνηρες συμπεριφορές τους. Έγραψε μάλιστα
δεκάδες σατιρικά ποιήματα, τα οποία υπήρξαν δημοφιλέστατα όσο και εξόχως
ενοχλητικά για τα ήθη των Ζακυνθινών, ένα αληθινό, σαρκαστικό και πνευματώδες
ρεπορτάζ για τον τρόπο που οι κοινωνικές αλλαγές διαμόρφωναν το χαρακτήρα των
ανθρώπων. Αυτό όμως, που σκανδάλιζε περισσότερο ήταν η πληθωρική και
εκκοσμικευμενή παρουσία του στην αγορά της πόλης, όταν «αγέρωχος και υπέρφρων,
μεγαλοπρεπής το ύφος και την πλούσιαν περιβολήν, διήρχετο ο ηγεμών των
ελευθερίων σατιριστών τας οδούς, περιφέρων δεξιά και αριστερά ερευνητικά
βλέμματα, εξακοντίζων ετοίμως σκώμματα και βέλη», όπως μετέφερε ο Γρηγόριος
Ξενόπουλος από διηγήσεις της εποχής. Ενώ ο Πολυλάς σημείωνε ότι φορούσε
«πράγματα ανάρμοστα εις τον ιερόν χαρακτήρα, σκαλτσούνια κόκκινα μεταξωτά,
παπούτσι με γάζους και στραβό βαστούσε το χαμηλό και πλατύγυρο καπέλο». Το
1810, καταγγελίες που έπαιρναν ως αφορμή τέτοιου είδους παρεκκλίσεις από το
τυπικό της Εκκλησίας, αλλά με πραγματικό σκοπό την οικονομική του εξόντωση,
οδήγησαν τελικά τον Μητροπολίτη στην απόφαση να τον παύσει από τα θρησκευτικά
του καθήκοντα. Την απόφαση αυτή ανακάλεσε ο ίδιος Μητροπολίτης δύο χρόνια
αργότερα, αλλά ο Κουτούζης δεν θα ξαναλειτουργούσε ποτέ ξανά και πέθανε ένα
χρόνο μετά.
|
Αγία Άννα, Νικόλαος
Κουτούζης
|
Λεπτομέρεια από την
Λιτανεία του Ι. Λειψάνου του Αγίου Διονυσίου.
Νικολάου Κουτούζη, 1766. Νέο Μουσείο της
Μονής.
|
Κουτούζης Νικόλαος-Ο
αποκεφαλισμός του Ιωάννου του Προδρόμου, δεύτερο μισό 18ου αιώνα
|
Κουτούζης
Νικόλαος-Προσκύνηση των ποιμένων, δεύτερο μισό 18ου αιώνα
|
Για
πολλούς είναι η κορυφαία, προσολωμική φυσιογνωμία της Επτανησιακής Σχολής. Στα
ζωγραφικά του έργα, το προσωπικό στοιχείο δεν λείπει σχεδόν ποτέ: ακόμα και
στις θρησκευτικές συνθέσεις του συμπεριλάμβανε το γάτο του που υπεραγαπούσε.
Στις παρεμβάσεις του, κυρίως μέσα απ’ την αθυρόστομη σάτιρά του, επιτίθεται
στην υποκρισία και το σκοταδισμό, το νεοπλουτισμό και τη ραγιάδικη μοιρολατρία.
Αλλά πολύ περισσότερο, είναι μια φιγούρα κυνικού φιλοσόφου, η οποία είναι μια
γνώριμη εικόνα για την ιστορία του ελληνισμού. Και μάλλον γι’ αυτό, η ανάμνησή
του στη Ζάκυνθο είναι ακόμα ζωντανή.
Πηγή :
Μια Προσέγγιση Της Νεοελληνικής
Ζωγραφικής
γράφει η Φερενίκη Τσαμπαρλή, fereniki1.pblogs.gr
Το πρώτο έργο που θα
μελετηθεί είναι η αυτοπροσωπογραφία του
ιερέα, ζωγράφου και σατιρικού ποιητή Νικολάου Κουτούζη (Ζάκυνθος 1741-1813), το
οποίο δημιουργήθηκε περίπου το 1800 με την τεχνική του λαδιού επάνω σε μουσαμά
και βρίσκεται στη Ζάκυνθο στο αρχοντικό του Διονυσίου Ρώμα.
Η σχετική ελευθερία
που απολάμβαναν οι Επτανήσιοι λόγω της Ενετοκρατίας, η παρουσία καλλιτεχνών από
την Κρήτη, σε συνδυασμό με την επαφή με τη δύση και την επιρροή της σύγχρονης
ιταλικής τεχνοτροπίας, καθιστούν τα Επτάνησα κατάλληλο χώρο ανάπτυξης μιας
«αυτόνομης καλλιτεχνικής παράδοσης», ανοιχτής στις σύγχρονες τάσεις και τους
τρόπους που η δυτική τέχνη είχε υιοθετήσει.
Η ύπαρξη άλλωστε μιας τάξης ευγενών αλλά και η ανάπτυξη της αστικής
τάξης, λόγω των κοινωνικών συνθηκών και της οικονομικής ευμάρειας που
επικρατούσαν στα Επτάνησα, εξηγεί την άνθηση εκτός της θρησκευτικής ζωγραφικής
και ενός κοσμικού είδους, της προσωπογραφίας, στην οποία διακρίθηκε ο Νικόλαος
Κουτούζής. Η αστική προσωπογραφία έχει εμβληματικό χαρακτήρα: τα στοιχεία που
τη συνοδεύουν τονίζουν την τάξη, το επάγγελμα, τη θέση του ατόμου μέσα στην
κοινωνία, συχνά όμως αποτελούν και διεισδυτικά ψυχογραφήματα.
Στην αυτοπροσωπογραφία
του ο Κουτούζης, ο οποίος υπήρξε μια πολυσύνθετη παρουσία στα γράμματα, τις
τέχνες και την κοινωνική ζωή της Ζακύνθου, εμφανίζεται άκαμπτος, να κοιτά το
θεατή κρατώντας με το δεξί του χέρι μια παλέτα με χρώματα και πινέλα, την οποία
μάλιστα δείχνει με το δάκτυλο του αριστερού του χεριού. Πίσω του διακρίνεται
ένα καβαλέτο με έναν πίνακα στον οποίο εικονίζεται ημίγυμνος και σκεπτικός ο
γέρο-Χρόνος. Προκειμένου να παρουσιάσει τον εαυτό του ως «διακεκριμένο μέλος»
της τάξης των ευγενών, εμφανίζεται με το ράσο του – αφ’ ενός μεν για να δηλώσει
την ιδιότητά του ως κληρικού, αφετέρου για να δηλώσει το κοινωνικό του status –
καθώς αριστοκρατία και εύπορος και εγγράμματος κλήρος ανήκουν στην κορυφή της
κοινωνικής ιεραρχίας. Στο πρόσωπό του αποτυπώνεται η οξύνοια του και
καταγράφεται ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα, ένδειξη ίσως της ικανοποίησής του για
την πολυπόθητη και κοπιώδη κατάκτηση της κοινωνικής του καταξίωσης.
Είναι φανερό ότι ο
Κουτούζης – όπως και οι πριν απ’ αυτόν, Παναγιώτης και Νικόλαος Δοξαράς, αλλά και ο μαθητής του Νικόλαος Καντούνης –
υιοθετεί τα δυτικά τεχνοτροπικά στοιχεία, κατευθύνει καθοριστικά την
επτανησιακή ζωγραφική στην εκκοσμίκευση και δημιουργεί έργα που χαρακτηρίζονται
από ρεαλισμό και θεατρικότητα σε αντίθεση με τη βυζαντινή παράδοση.
Εγκαταλείπει την τεχνική της αυγοτέμπερας, υιοθετεί την ελαιογραφία, αντικαθιστά
το σανίδι με το μουσαμά, εισάγει νέα θέματα στην εικονογραφία, χρησιμοποιεί την
απότομη φωτοσκίαση και αποτυπώνει με ρεαλισμό τόσο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά
του εικονιζόμενου όσο και τα στοιχεία εκείνα που δηλώνουν την πνευματική του
καλλιέργεια αλλά και την επαγγελματική
του ενασχόληση, χρησιμοποιώντας όλα εκείνα τα εμβληματικά χαρακτηριστικά:
αμφίεση μιας ορισμένης τάξης, επαγγελματικά ή οικογενειακά σύμβολα, οικόσημα
κλπ, που θα καταδείξουν την υψηλή κοινωνική του θέση. Οι εικονιζόμενοι είναι οι
πελάτες του καλλιτέχνη της εποχής και συγχρόνως αυτοί που δίνουν αξία στο έργο
του και εξασφαλίζουν την επιβίωση του. Με αυτό το δεδομένο, ο δημιουργός κάνει
ότι μπορεί προκειμένου να ικανοποιήσει την απαίτηση του παραγγελιοδότη, ώστε να
κληροδοτήσει στους οικείους του μια εικόνα που θα μοιάζει όσο το δυνατόν
περισσότερο στο πρωτότυπο και θα προβάλλει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα
καταδεικνύουν την κοινωνική του θέση και θα ενισχύουν την υστεροφημία του. Ο
ίδιος ο καλλιτέχνης ως μέλος αυτής της κοινωνίας, όπως και οι γύρω του,
προσπαθεί μέσα από το έργο του να εμφανιστεί ως «εξέχον μέλος» αυτής της
κοινωνίας, αφού μόνο έτσι μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου