του Γεράσιμου Γ.
Γερολυμάτου
Θεέ μου,
Άλλοι γράφουν
επιστολές προς τον πρωθυπουργό, άλλοι προς τον πρόεδρο της Ε.Ε και άλλοι προς
την «εξοχοτάτη» Καγκελάριο Μέρκελ. Εγώ λέω να μην γράψω στους άδικους άρχοντες
του κόσμου τούτου και να ακολουθήσω την κλασική μέθοδο της παλαιάς επικοινωνίας,
γράφοντας απευθείας σε Εσένα, δίχως πρωτόκολλα, μεσολαβητές και διαπιστεύσεις.
Δεν γνωρίζω Θεέ μου,
τι έχεις αποφασίσει να κάνεις με εμάς τους Έλληνες. Όμως, αντίθετα με όσους
εύχονται να μας σώσεις, εγώ σου ζητώ να μην το κάνεις. Τουλάχιστον να το
σκεφτείς καλύτερα, πριν μας πεις το «αφίενται σας οι αμαρτίες».
Προσπαθώ να σκεφτώ
έναν λόγο, για τον οποίο να είμαστε άξιοι αυτής της σωτηρίας. Να μας σώσεις,
δηλαδή, γιατί; Επειδή είμαστε καλοί άνθρωποι, ή μήπως για να παραμείνουμε σε
μια Ευρώπη που Σε έχει περιφρονήσει κι αποδιώξει; Να μας σώσεις για να συνεχίσουμε
να έχουμε το Ευρώ στην τσέπη, ακόμα κι αν ξεπουλάμε γι’ αυτό, ιδέες, αξίες και
πατρίδα; Για να δίνουμε την ψυχή μας στον παρά, στις τράπεζες, στις Αγορές και
στον θεό τους τον Μαμωνά που προσκυνάμε; Για να μην χάσουμε την καλοπέραση του
ατομισμού, τα γκουρμέ και τις ακριβές απολαύσεις των καταναλωτικών ανέσεων μας;
Για να μη στερηθούμε τα χάι-τεκ αξεσουάρ και τα αντίβαρα του ανίατου ψυχικού
κενού μας; Για να πηγαίνουμε στη Μύκονο και στα μπουζούκια με τα 4Χ4 και να
έχουμε ύφος νεόπλουτου και κόρδωμα φαντασμένου;
Σκέψου το, λοιπόν,
καλά Θεέ μου! Γιατί δεν είμαστε αυτοί που ήξερες! Τι κι αν δώσαμε κάποτε τα
φώτα του πολιτισμού στον κόσμο; Πάνε αυτά! Τίποτα πια δεν εκτιμάμε! Γιατί, ως
ποτέ θα ζούμε από την παρακαταθήκη των προγόνων; Τι κι αν εκείνοι τα’ βαλαν με
τα θεριά και μάτωσαν για να κρατήσουν ζωντανές την πίστη και την πατρίδα; Εμείς
γίναμε τώρα παραδόπιστοι, αγνώμονες, αμετανόητοι, εθελόδουλοι, δειλοί, υπήκοοι
κι όχι πολίτες, συμφεροντολόγοι, άπληστοι, άσωτοι ξεπουλητές της πατρικής
περιουσίας, φυγόπονοι παρτάκηδες, νεοφώτιστοι οπαδοί της αθεΐας, υποκριτές, ασύστολοι
και θεομπαίχτες. Έχουμε χάσει κάθε αίσθηση του μέτρου και της λογικής και ούτε
είμαστε ικανοί να ξεχωρίσουμε τ’ άχυρα δύο γαιδάρων. Ψηφίζουμε από ιδιοτέλεια εκείνους
τους απατεώνες που θα μας τάξουν τα μεγαλύτερα ψέματα, παραβλέποντας πάντα το
γενικό συμφέρον και εκείνο της πατρίδας. Νοιαζόμαστε περισσότερο για τα ξένα πράγματα
κι όχι για τα δικά μας. Θρηνούμε γοερά για τους ξένους νεκρούς κι όχι για τους δικούς
μας. Στόχος μας είναι το μάτι των αδελφών μας κι όχι των εχθρών η κακουργία. Όλοι
οι λαοί είναι ενωμένοι, εκτός απ’ τον δικό μας κι’ όσα καλά αν έχουμε, τα χύνουμε
σαν γάλα πάν’ στο χώμα.
Άφησε μας, λοιπόν, όπως
στρώσαμε, έτσι να κοιμηθούμε. Κι’ όπως σπείραμε αστόχαστα τις ηδονές, έτσι με
θλίψη να θερίσουμε τον πόνο. Αξίζει για χάρη των λίγων αθώων που
υπάρχουν ακόμα, να σώσεις το πλήθος των ένοχων που τους καταθλίβουν; Αν μας
αγαπάς, άφησε μας να πιούμε το πικρό ποτήρι της συντριβής μέχρι τον πάτο. Άσε μας
μέσ’ στο καμίνι της φωτιάς, να φύγουν οι σκουριές μας. Να βογκήξει η ψυχή μας απ’
τον καθαρτήριο πόνο της συμφοράς, όπου πέσαμε μονάχοι. Αν θέλεις να μας σώσεις
από τους εαυτούς μας, δίδαξε μας, όπως στα παιδιά, πως για κάθε αποτέλεσμα,
υπάρχει και μια αιτία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου