Θεωρείται μια από τις σημαντικότερες γερμανίδες γλύπτριες και
χαράκτριες του 19ου-20ού αιώνα. Η Καίτε Κόλλβιτς (1867-1945), με τα μνημειώδη
και διαχρονικά αντιπολεμικά έργα της, τις προσωπογραφίες και τις
αυτοπροσωπογραφίες της, αποτύπωσε με συγκλονιστικό τρόπο τα θύματα της
καταπίεσης, του πολέμου, της φτώχιας, της εκμετάλλευσης, και γενικότερα τις
συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης αλλά και της ζωής απλών, καθημερινών
γυναικών.
Γεννήθηκε
στο Καίνιγκσμπερκ της Ανατολικής Πρωσίας (τώρα Καλίνινγκραντ, Ρωσία) στις 8
Ιουλίου 1867. Η Κόλλβιτς ήταν κόρη του αρχιτέκτονα Καρλ και της Κατερίνας Σμιτ.
Τα πρώτα μαθήματα τέχνης τα πήρε δίπλα στον Ρούντολφ Μάγερ (1845-1905), στο
Κόνιγκσμπεργκ, το 1881. Συνέχισε τις σπουδές της το 1885 στη Σχολή Καλών Τεχνών
Θηλέων στο Βερολίνο, κοντά στον Στάουφφερ-Μπερν, και το 1888 στο Μόναχο, με τον
Λούντβιχ Χέρτεριχ.
Επηρεασμένη
από τα χαρακτικά του Μαξ Κλίνγκερ, διάσημου ζωγράφου, χαράκτη και γλύπτη,
αφοσιώθηκε στη χαρακτική, εγκαταλείποντας τη ζωγραφική μετά το 1890, περίοδος
κατά την οποία παρήγαγε και τα πρώτα χαρακτικά, αλλά και τις πρώτες λιθογραφίες
και, αργότερα, ξυλογραφίες της.
Το 1881
παντρεύτηκε τον γιατρό Καρλ Κόλλβιτς και μετακόμισε σε μια εργατική περιοχή του
βόρειου Βερολίνου, στην οδό Βάισσενμπούργκερ (σήμερα οδός Καίτε Κόλλβιτς).
Την
περίοδο αυτή η Καίτε ανέπτυξε έντονη κοινωνική συνείδηση. Το μαύρο όπως και το
άσπρο χρώμα διεισδύουν στα έργα της, αντικατοπτρίζοντας την καταπίεση, αλλά
παράλληλα και έναν εξεγερτικό χαρακτήρα.Η πρώτη της επιτυχία δεν άργησε να
έρθει, με το χαρτοφυλάκιο των χαρακτικών
«Εξέγερση Υφαντές»
Τον Μάιο
του 1892 η Καίτε έφερε στον κόσμο το πρώτο της παιδί, έναν γιο, που τον ονόμασε
Χανς. Σύντομα άρχισε να χρησιμοποιεί το γιο της ως μοντέλο, στον οποίο και
αφιέρωσε δεκαοχτώ έργα της.
Το 1893
πήρε μέρος σε ομαδική έκθεση καλλιτεχνών του Βερολίνου, ενώ ένας κορυφαίος
κριτικός τέχνης παραπονέθηκε ότι οι διοργανωτές είχαν επιτρέψει σε μια γυναίκα
να εκθέσει έργα. Ωστόσο ένας άλλος κριτικός γράφει: «Μόνο σεβασμό για ένα
σπουδαίο ταλέντο μιας νεαρής γυναίκας που ξεχωρίζει και ελαφρά τη καρδία δεν
μπορεί κανείς να την απορρίψει γιατί έχει σίγουρα πλούσιο καλλιτεχνικό μέλλον.
Η κυρία Καίτε αντιλαμβάνεται τη φύση άμεσα και έντονα, με σαφείς
καλοσχηματισμένες γραμμές. Προσελκύεται στο ασυνήθιστο φως και στις βαθιές
αποχρώσεις του χρώματος. Η ικανότητά της είναι η επίδειξη μιας πρωτοπόρας
τέχνης».
Την ίδια
περίοδο ξεκινά να δουλεύει μια σειρά χαρακτικών επηρεασμένη από το «Ζερμινάλ»
του Εμίλ Ζολά την οποία όμως και σταματά αργότερα όταν αποφασίζει να ξεκινήσει
τους «Υφαντές».
Ο
Φεβρουάριος του 1893 βρίσκει την Καίτε να παρακολουθεί την πρεμιέρα της
παράστασης «Die Weber» (Οι Υφαντές), ενός δυναμικού έργου που απεικονίζει την
εξέγερση των σιλεσιανών υφαντουργών, του 1844, του νομπελίστα συγγραφέα
Γκέρχαρτ Γιόχαν Ρόμπερτ Χάουπτμαν. Το έργο πραγματεύεται πραγματικά ιστορικά
γεγονότα, καθώς τον Ιούνιο του 1844 σημειώθηκαν ταραχές και εξεγέρσεις στην
πρωσική επαρχία της Σιλεσίας κατά τη διάρκεια μιας βαθιάς οικονομικής ύφεσης.
Μεγάλος αριθμός υφαντουργών επιτέθηκε σε αποθήκες και κατέστρεψε τα νέα
μηχανήματα που χρησιμοποιούνταν στη βιομηχανία. Ο πρωσικός στρατός, στην
προσπάθειά του να αποκαταστήσει την τάξη, βάζει φωτιά στο πλήθος, σκοτώνοντας
έντεκα ανθρώπους και τραυματίζοντας πολλούς. Οι ηγέτες των υφαντών
συνελήφθησαν, μαστιγώθηκαν και φυλακίστηκαν, ενώ για το γεγονός ο Καρλ Μαρξ
γράφει ότι η «εξέγερση σηματοδότησε τη γέννηση του κινήματος των γερμανών εργαζομένων».
Παρά την απαγόρευση της αστυνομίας του Βερολίνου, το έργο ανεβαίνει και
σημειώνει μεγάλη επιτυχία. «Η παράσταση ήταν ένα ορόσημο στη δουλειά μου»
δηλώνει αργότερα η Καίτε, και δημιουργεί μια ολόκληρη συλλογή έργων υπό τον
τίτλο «Η εξέγερση των υφαντών». Ένας από τους πιο σημαντικούς γερμανούς
καλλιτέχνες, ο Άτολφ Μένζελ ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από το έργο της, ώστε
πρότεινε ως μέλος της κριτικής επιτροπής να της απονεμηθεί το Χρυσό Μετάλλιο,
ωστόσο ο Γουλιέλμος Β΄, που αποδοκίμαζε τις σοσιαλιστικές της συμπάθειες,
άσκησε βέτο στην υποψηφιότητά της.
Το επόμενο
έτος «Η εξέγερση των υφαντών» εκτέθηκε στο Μουσείο της Δρέσδης, ενώ η
διευθύντρια του Μουσείου πρότεινε στον βασιλιά της Σαξονίας να της απονεμηθεί
το χρυσό μετάλλιο. Ο μονάρχης συμφώνησε, και το 1899 της απένειμε ο ίδιος το
βραβείο. Η ίδια έγραφε στο ημερολόγιό της: «Από τότε… εγώ μετρήθηκα μεταξύ των
κύριων καλλιτεχνών της χώρας». Από την εφηβική της ηλικία κρατούσε ημερολόγιο
και απαντούσε στην αλληλογραφία της, ενώ τα κείμενα που διασώθηκαν τα εξέδωσε
μετά τον πόλεμο ο γιος της, Χανς Κόλλβιτς.
Το 1896
γεννάει και τον δεύτερο της γιο της, τον Πέτερ (σε ηλικία 18 ετών έχασε τη ζωή
του στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια τραγωδία που έμελλε να απεικονίζει στα έργα
της, ως μοτίβο του πένθους για τον αδικοχαμένο της γιο, ώς τη χρονιά του
θανάτου της).
Η Kaethe Kollwitz με τους δύο γιους της, 1909
|
Το
καλοκαίρι του 1896 ο πατέρας της, Καρλ Σμιτ, ασθενεί βαριά και η Καίτε τού
αφιερώνει ένα έργο για τα εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του. «Ήταν
ενθουσιασμένος Θυμάμαι ακόμη πως έτρεξε μέσα από το σπίτι καλώντας ξανά και
ξανά τη μητέρα μου, για να δείτε τι λίγο τι είχε κάνει» γράφει στο ημερολόγιο
της. Ο πατέρας της πεθαίνει την άνοιξη του 1897. Ο θάνατός του επηρεάζει βαθιά
την τέχνη της: «Είχα πέσει σε κατάθλιψη επειδή δεν μπορούσα πλέον να του δώσω
τη χαρά να δει το έργο μου να εκτίθενται δημοσίως» δηλώνει . Ωστόσο η φίλη της,
Άννα Πλεν, αναλαμβάνει να εκθέσει τα έργα της «Η εξέγερση των υφαντών» στη
μεγάλη έκθεση του Βερολίνου, έργα που σημείωσαν μεγάλη επιτυχία και αρκετές
πωλήσεις.
Η Καίτε
συνεχίζει με μια άλλη σειρά χαρακτικών που είχαν ως θέμα τις σκληρές συνθήκες
που βίωνε η εργατική τάξη στο Βερολίνο. «Το πραγματικό κίνητρο για την επιλογή
των θεμάτων μου είναι σχεδόν αποκλειστικά η ζωή των εργατών. Μόνο τέτοια θέματα
μου έδιναν έναν απλό και ανιδιοτελή τρόπο αυτό, που ένιωθα, να το αποτυπώνω… Η
ευρεία ελευθερία κινήσεων στις χειρονομίες, οι κοινοί άνθρωποι, είχαν την
ομορφιά, οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης μού ήταν αδιάφοροι και η αστική ζωή στο
σύνολό της μου φαινόταν κενή. Το προλεταριάτο, από την άλλη, είχε ένα μεγαλείο
στον τρόπο του, ένα εύρος στη ζωή». Το ενδιαφέρον τής κίνησε επίσης η ζωή των
απλών γυναικών. Παρατηρώντας συχνά τις γυναίκες στην αίθουσα αναμονής του
συζύγου της έλεγε: «Η γυναίκα της εργατικής τάξης μού δείχνει μέσα από την
εμφάνισή της μια ασύμβατη συμπεριφορά. Η γυναίκα της εργατικής τάξης μού
δείχνει τα χέρια της, τα πόδια και τα μαλλιά της. Εκείνη μού επιτρέπει να δω το
σχήμα και τη μορφή του σώματός της μέσα από τα ρούχα της. Παρουσιάζει τον εαυτό
της και την έκφραση των συναισθημάτων της ανοιχτά, χωρίς μεταμφιέσεις». Ένα
έργο που ολοκληρώθηκε το 1900.
Στη
συνέχεια διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών Θηλέων στο Βερολίνο (1898-1903).
Ωστόσο, ποτέ δεν αισθάνθηκε άνετα μ’ αυτήν τη δουλειά: «Έπρεπε να δείξω στην
τάξη πώς να φτιάχνουν ένα χαρακτικό. Η διδασκαλία μου είχε να κάνει με δικά μου
έργα και εγώ ίδρωνα από αμηχανία καθώς άρχισα να ανασύρω τις πενιχρές
προηγούμενες γνώσεις μου σε πρόθυμα κορίτσια που στέκονταν γύρω μου…».
Το 1904,
συνδυάζοντας ένα ταξίδι στο Παρίσι με μια επίσκεψη στην Académie Julian,
διδάσκεται βασικές αρχές γλυπτικής, αφήνοντας ατέλειωτη μια σειρά από επτά
χαρακτικά με τίτλο «Πόλεμος των Χωρικών» (έργο εμπνευσμένο από την βίαιη
επανάσταση που έλαβε χώρα στη νότια Γερμανία κατά τα πρώτα χρόνια της Μεταρρύθμισης
του 1525, όταν αγρότες-σκλάβοι πήραν τα όπλα εναντίον των φεουδαρχών και της
Εκκλησίας). Η Καίτε ταυτίζεται με το χαρακτήρα της Μαύρης Άννας, μιας γυναίκας
πρωταγωνίστριας της εξέγερσης. Στο Παρίσι συναντάει και τρεις από τους
συμφοιτητές της στην Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου, που είχαν εγκατασταθεί στη
Γαλλία. Μία από τις συμφοιτήτριες της ζούσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας με τον
έντεκα χρονών γιο της, κάτι που κάνει την Κόλλβιτς να συγκινηθεί και να πάρει
τον μικρό μαζί της, για να ζήσει στο Βερολίνο.
Ο Μαξ
Κλίνγκερ χρησιμοποιεί την επιτυχία του για να βοηθήσει τους νεότερους
καλλιτέχνες. Αυτό περιελάμβανε και το βραβείο της «Villa Romana». Αγόρασε μια
βίλα στη Φλωρεντία, στην οποία καλούσε εξαιρετικά ταλαντούχους καλλιτέχνες (και
τις οικογένειές τους) με δωρεάν το πρώτο έτος. Ευκαιρία που δεν αφήνει
ανεκμετάλλευτη η Καίτε, παίρνοντας μαζί και τον γιο της, Πέτερ, προκειμένου να
τον βοηθήσει να αναρρώσει από φυματίωση. Το 1906 τής απονέμεται το βραβείο. Η
Καίτε ξόδεψε το χρόνο της στη μελέτη τοιχογραφιών, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής
και ζωγραφικής στην πόλη. Στο ημερολόγιό της αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της
παραμονής της στην Ιταλία δεν μπορούσε να εμπνευστεί και να δημιουργήσει κανένα
έργο: «Οι τεράστιες γκαλερί προκαλούν με τα πομπώδη, μαζικά έργα σύγχυση, και
έτσι έχω καταφύγει στις εκκλησίες, για καλύτερη τύχη. Υπάρχουν θαυμάσιες
τοιχογραφίες στις εκκλησίες… Και, τέλος, εγώ πάλι είχα εισχωρήσει σε μουσεία –
πινακοθήκες».
Με την
επιστροφή της στη Γερμανία ολοκλήρωσε τη σειρά «Ο Πόλεμος των Χωρικών», έργα
που υποστηρίζονται από τους κριτικούς καθώς είναι πρωτοποριακά στη Δυτική
Τέχνη, με ένα από αυτά να απεικονίζει μια γυναίκα-θύμα σεξουαλικής κακοποίησης.
Όταν η σειρά εκδόθηκε, το 1908, επιβεβαίωσε τον τίτλο της ως μιας από τις
σημαντικότερες χαράκτριες της Ευρώπης.
Με την
έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο δευτερότοκος γιος της Πέτερ κατατάσσεται στο
στρατό παρά τις αντιρρήσεις της και τις συγκρούσεις τους. Η Καίτε ήταν θέσει
και φύσει διεθνίστρια, κατά των πολέμων και πολέμιος της ηγεμονικής Γερμανίας.
Σε μία από τις πρώτες μάχες ο Πέτερ σκοτώνεται. Όπως σημειώνει η ίδια στο
ημερολόγιο της, «υπάρχει στη ζωή μας μια πληγή που δεν θα επουλωθεί ποτέ. Ούτε
και πρέπει». Η απώλεια του Πέτερ και η ψυχική της περιπέτεια γίνονται έκτοτε το
βασικό θέμα του έργου της. Έργα αντιπολεμικά, παθητικές καταστάσεις, όπως αυτές
του πόνου, και αυτοπροσωπογραφίες της. Αγωνίστηκε για τον τερματισμό του
πολέμου μέσα από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, όντας επίσης ενεργό μέλος του
Γυναικείου Διεθνούς Συνδέσμου για την Ειρήνη και την Ελευθερία. Η οργάνωση
ιδρύθηκε το 1915 και μετά τον πόλεμο ξεκίνησε μεγάλη εκστρατεία για την ειρήνη,
τον αφοπλισμό και τη διεθνή συνεργασία. Η Κόλλβιτς ήταν δύσκολο να μην
χρησιμοποιήσει την τέχνη της προκειμένου να αναδείξει τη θλίψη της. Έγραφε στο
ημερολόγιό της: «Η στασιμότητα στη δουλειά μου συνδυάζεται με τον ερχομό της
θλίψης. Αισθάνομαι την απογύμνωσή μου. Αρχίζω ένα έργο: Η μητέρα που αφήνει το
νεκρό της γιο μέσα στα όπλα. Θα ήθελα να κάνω εκατό τέτοια έργα ακόμη. Δεν έχω
να δώσω τίποτα άλλο πέρα αυτού… Ακόμα το ψάχνω».
Kathe Kollwitz, Επιζώντες,
1923 |
Δεκέμβριος
1914, η Κόλλβιτς αποφασίζει τη δημιουργία ενός μνημείου για τον γιο της για να
τιμήσει την «θυσία των νέων εθελοντών». Οι αρκετές οι αποτυχημένες προσπάθειες
της την αναγκάζουν να αφήσει το έργο στην άκρη προσωρινά, αλλά με τη δέσμευση
ότι «θα έρθω πίσω, εγώ θα κάνω αυτή τη δουλειά για εσάς, για εσάς και τους
άλλους» όπως είπε. Τον Οκτώβριο του 1916 έγραφε στο ημερολόγιό της: «Μπορώ να
αισθάνομαι την παρουσία του Πέτρου. Με παρηγορεί το ότι με «βοηθάει» στη
δουλειά μου». Δώδεκα χρόνια αργότερα, κράτησε τον λόγο της: τον Απρίλιο του
1931 το γλυπτό ήταν έτοιμο. Ένα έργο τέχνης με εξαιρετική δύναμη και
συναίσθημα. Για χρόνια εργάστηκε στην απόλυτη σιωπή στερώντας ακόμα και από την
οικογένεια της να παρακολουθεί την πρόοδο των εργασιών της. Το γλυπτό εκτέθηκε
στην Εθνική Πινακοθήκη του Βερολίνου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Βέλγιο,
όπου τοποθετήθηκε δίπλα στον τάφο του γιου της. Δεν υπάρχει πιο συγκινητικό
μνημείο για όσους έχασαν παιδιά στον πόλεμο από αυτό το απλό πέτρινο γλυπτό των
δύο γονέων, στα γόνατά τους, πριν από τον τάφο του γιου τους.
Το 1919 η
Καίτε Κόλλβιτς γίνεται η πρώτη γυναίκα που εξελέγη σε θέση καθηγητή στην
Πρωσική Ακαδημία των Τεχνών, θέση από όπου θα εκδιωχθεί το 1933 με την άνοδο
του Χίτλερ στην εξουσία, ενώ τα έργα της ως «εκφυλισμένα» αφαιρούνται από τις
γκαλερί, την ίδια χρονιά φτιάχνει το χαρακτικό που είναι αφιερωμένο στον Κάρλ
Λίμπκνεχτ.
Στο
πλαίσιο της θέσης της, της δόθηκε ένα μεγάλο, πλήρως εξοπλισμένο στούντιο. Στο
νέο της στούντιο άρχισε να εργάζεται σε μια σειρά λιθογραφιών που ασχολήθηκε με
τις επιπτώσεις του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στις γυναίκες.
Το 1920
παρήγαγε μια αυτοπροσωπογραφία «Η γυναίκα που έχασε την κρίση της». Αυτό
αντικατοπτρίζει τη διάθεσή της εκείνη την εποχή. Έγραφε: «Είμαι απογοητευμένη
από το μίσος που κυριαρχεί στον κόσμο και λαχταρώ το Σοσιαλισμό, που επιτρέπει
στους ανθρώπους να ζήσουν. Ο κόσμος έχει δει αρκετές δολοφονίες, ψέματα και
διαφθορά».
Στην
ενεργό δράση θα επιστρέψει τη δεκαετία του 1930, με την άνοδο των ναζί και την
έλευση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Καίτε θα ασχοληθεί επίμονα με τον πόλεμο,
το θάνατο και τη δυστυχία, τη μητέρα και το παιδί. Η χαρακτική της
ανταλλάσσεται με την γλυπτική της και αντίστροφα. Περίοδος αρκετά σκληρή για
αυτήν.
Το 1933 ο
Χίτλερ τη διώχνει από την ακαδημία, η δουλειά της χλευάζεται, ενώ η ίδια
συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο, που απαιτεί να κατονομάσει και άλλους αντιναζί
καλλιτέχνες, κάτι που δεν κάνει παρά τις απειλές ότι θα σταλεί σε στρατόπεδο
συγκέντρωσης. Η ίδια παραμένει σιωπηλή και λόγω της ηλικίας της αφήνεται
ελεύθερη.
«Ψωμί»
|
Το 1940
πεθαίνει και ο σύζυγος της. Δυο χρόνια μετά ο εγγονός της ο Πέτρος, που
ονομάστηκε έτσι από τον θείο του που πέθανε στο Βέλγιο το 1914, σκοτώνεται στο
ρωσικό μέτωπο το 1942.
Kaethe und Karl Kollwitz in den Ferien 1934
|
Τον
Ιανουάριο του 1942, η Καίτε παράγει την τελευταία λιθογραφία της, «Οι σπόροι
για τη φύτευση δεν πρέπει να είναι το έδαφος». Έγραφε στο ημερολόγιό της: «Έχω
τελειώσει την λιθογραφία μου… Αυτή τη φορά ο σπόρος για τη φύτευση -δεκαέξι
χρονών αγόρια- όλα γύρω από τη μητέρα τους. Κοιτάζοντας έξω και κάτω από το
παλτό της θέλει να ξεσπάσει, να τους κρατήσει μαζί και να φωνάξει -Όχι! Εσύ εδώ
θα μείνεις!».
Ένα χρόνο
αργότερα τελειώνει και την τελευταία από τις ογδόντα τέσσερις
αυτοπροσωπογραφίες της. Έργα εκπληκτικά που αποτυπώνουν την ψυχολογική
κατάσταση της γυναίκας μέσα από τους πολέμους, τις απώλειες και την φτώχεια.
Το 1943
εγκαταλείπει το Βερολίνο, για ένα χωριό έξω από τη Δρέσδη, το Μόριτσμπουργκ,
όπου είχε αναζητήσει καταφύγιο στο σπίτι ενός φίλου της λόγω των συμμαχικών
βομβαρδισμών. Το σπίτι της, ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς της, οικογενειακές
φωτογραφίες, επιστολές και αναμνηστικά του συζύγου των παιδιών της και των
εγγονών της καταστράφηκαν. Έγραφε: «Ήταν το σπίτι μου για περισσότερο από
πενήντα χρόνια, πέντε πρόσωπα τα οποία έχω αγαπήσει τόσο πολύ έχουν φύγει
μακριά από αυτά τα δωμάτια για πάντα. Αναμνήσεις παντού… Μόνο μια ιδέα
παραμένει και είναι στερεωμένη στην καρδιά…».
Την άνοιξη
του 1945 η Κόλλβιτς ήξερε ότι θα πεθάνει. «Ο πόλεμος» έγραφε στην τελευταία
επιστολή της «με συνοδεύει μέχρι το τέλος». Πέθανε στις 22 Απριλίου 1945, τρεις
μέρες πριν από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η στάχτη της μεταφέρεται στο
Βερολίνο και ενταφιάζεται στο κεντρικό νεκροταφείο Φρήντριχσφέλντε κάτω από το
ανάγλυφο που είχε ετοιμάσει η ίδια.
Καμιά φορά
τα βράδια, ένα πρόσωπο
μας
κοιτάει από τα βάθη ενός καθρέφτη.
Και η
τέχνη πρέπει να ‘ναι σαν και τούτον τον καθρέφτη
Που μας
αποκαλύπτει το ίδιο μας το πρόσωπο…
Aπό:
Το είδα εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου