ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Τρίτη 28 Ιουνίου 2016

Η δημόσια γλυπτική ως εικονογραφία ενός αποικιακού καθεστώτος.

Το μνημείο της βασίλισσας Βικτωρίας στο Δουβλίνο (περ. 1910).
«Η άποψη πως η τέχνη δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με την πολιτική, είναι από μόνη της πολιτική θέση». George Orwell
 Δρ Τζούλη Παπασταύρου
Αρχιτέκτων ΕΜΠ
 Tο μνημείο της βασίλισσας Βικτωρίας στο Δουβλίνο


Δημόσια γλυπτική και εξουσία

Αναζητώντας την ετυμολογική ρίζα του όρου «μνημείο», με την έννοια της αρχιτεκτονικής ή γλυπτικής μορφής προς τιμή και ανάμνηση ενός προσώπου ή γεγονότος, οδηγούμαστε στην αρχαία λέξη «μνήμα», παράγωγο του ρήματος «μνάομαι-μνμαι» (υπενθυμίζω, προκαλώ ανάμνηση). Από την αρχαιότητα, στη δημιουργία των μνημείων, πραγματώνεται η ανάγκη του ανθρώπου να αφήσει αποδείξεις ευημερίας, ακμής ή επιτυχίας, αποτυπωμένες σε υλικά ευγενή και άφθαρτα. Η δημόσια γλυπτική, ως χαρακτηριστικό του αστικού τοπίου, παραλαμβάνει το φορτίο της διδασκαλίας της ιστορίας, μετατρέποντας συχνά ουδέτερους χώρους σε ιδεολογικά φορτισμένους τόπους. Δεδομένου ότι το ιστορικό μνημείο απευθύνεται στο ευρύ κοινό, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να ιδωθεί ως κρατικό σύμβολο επικοινωνιακής πολιτικής και έκφρασης ιδεολογικού προσανατολισμού. Στην παγκόσμια ιστορία η αρχιτεκτονική και η τέχνη έχουν χρησιμοποιηθεί από κυβερνώντες για την υποστήριξη συγκεκριμένων καθεστώτων. Άλλωστε, τα σύμβολα έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν με εύκολο τρόπο την ιδέα της πολιτικής νομιμοποίησης ενός καθεστώτος και να λειτουργούν ως μέσο διάδοσης πολιτικών ιδεολογιών (Vale 1992). Στην περίπτωση των αυτοκρατοριών, τα γλυπτά ομοιώματα μελών της βασιλικής οικογένειας και αξιωματούχων παρουσιάζουν σημαντική προπαγανδιστική δύναμη επιτρέποντας τη διαρκή άσκηση της εξουσίας. Είναι χαρακτηριστική η άποψη πως στη Βρετανία, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Βικτωρίας, τα αγάλματα «φύονταν» στις δημόσιες οδούς του Λονδίνου με συχνότητα ένα κάθε τέσσερις μήνες (Owens 1994).

Η βασίλισσα Βικτωρία

Η βασίλισσα Βικτωρία και η σχέση της με την Ιρλανδία

Η βασίλισσα Βικτωρία (1819-1901), κόρη του δούκα του Kent και Stathearn, υπήρξε η μακροβιότερη μονάρχης του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας και αυτοκράτειρα των Ινδιών. Διαδέχθηκε στο θρόνο τον Γουίλιαμ IV μερικούς μήνες μετά την ενηλικίωσή της και η βασιλεία της διήρκεσε από το 1837 έως το 1901. Η Βικτωρία αποκατέστησε τη φήμη της μοναρχίας, η οποία είχε αμαυρωθεί από την υπερβολή των προγόνων της και διαμόρφωσε έναν νέο ρόλο για τη βασιλική οικογένεια. Οι σχέσεις της, ωστόσο, με την Ιρλανδία υπήρξαν εξαιρετικά δυσμενείς. Σε αυτό συνέβαλε η άρνησή της να επισκεφθεί τη βρετανική αποικία για μεγάλο χρονικό διάστημα καθώς και η απόρριψη των εκκλήσεων Βρετανών και Ιρλανδών πολιτικών παραγόντων για την εγκαθίδρυση αντιβασιλείας στο νησί. Οι αντιδράσεις στο πρόσωπό της εκφράστηκαν ήδη από την πρώτη της επίσκεψη, το 1849, λόγω του πρόσφατου τρομερού λιμού και της επικρατούσας άποψης για την υπαιτιότητα των Βρετανών (σημ. 1).

Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν στις 15 Φεβρουαρίου του 1908. Η τελετή ολοκληρώθηκε με την παρέλαση 1.000 στρατιωτών

Η ανέγερση του μνημείου της Βικτωρίας στο Δουβλίνο

Η ιδέα της ανέγερσης ενός μνημείου αφιερωμένου στη βασίλισσα Βικτωρία στην ιρλανδική πρωτεύουσα εκφράστηκε δημόσια για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 1900. Ως καταλληλότερη θέση θεωρήθηκε το τμήμα ανάμεσα στην Εθνική Βιβλιοθήκη και το Εθνικό Μουσείο, μπροστά από το Leinster House (σημ. 2). Το έργο ανατέθηκε στον διαπρεπή Ιρλανδό γλύπτη John Hughes (1865-1941), ο οποίος δεσμεύθηκε να το ολοκληρώσει σε διάστημα πέντε ετών (σημ. 3). Ο Hughes ανέθεσε το σχεδιασμό του βάθρου στον Έλληνα αρχιτέκτονα και ακαδημαϊκό, απόφοιτο της École des Beaux-Arts του Παρισιού, Βασίλειο Κουρεμένο (1875-1957). Πρόκειται για ένα έργο ιδιαίτερα μεγάλης κλίμακας με εξωτερικές διαστάσεις, σύμφωνα με τα σχέδια του Κουρεμένου, εννέα μέτρα ύψος και δώδεκα μέτρα πλάτος. Μέσω της μεγάλης δομικής κλίμακας επιτυγχάνεται η πρόκληση αισθημάτων εντυπωσιασμού και συνειρμικά υποδηλώνεται το μεγαλείο της βασίλισσας καθιστώντας έτσι αδιαμφισβήτητη την εξουσία της απέναντι στην κοινωνία (σημ. 4). Η επιλογή χωροθέτησης στην πλατεία Leinster Lawn έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς στον συγκεκριμένο χώρο το μνημείο προβάλλει ως εξέχον στοιχείο. Είναι σαφές πως προοριζόταν να καταστεί ένα σημαντικό τοπόσημο, το οποίο να εκφράζει την κυρίαρχη δύναμη της βρετανικής μοναρχίας (σημ. 5).

Βασίλειος Κουρεμένος (1905). Σχέδιο της πλάγιας όψης του μνημείου

Το μνημείο στο επίκεντρο της κοινωνικής διαμάχης

Με την απόκτηση της ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας το 1922, αυξήθηκαν οι εκδηλώσεις δυσαρέσκειας για την πρότερη αποικιακή σχέση και δημιουργήθηκε η τάση διάρρηξης των δεσμών με τη Βρετανία. Κάθε ιστορικό μνημείο αφιερωμένο στη βρετανική μοναρχία βρέθηκε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Ως εκ τούτου, ο διαχωρισμός της κοινής γνώμης σε ιδεολογικά αντίπαλες ομάδες ήταν αναπόφευκτος. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, πως στο σύνολο των νέων ανεξάρτητων κρατών, που έχουν υποβληθεί πρόσφατα στη διαδικασία της «απο-αποικιοποίησης», η ύπαρξη συμβόλων του παρελθόντος μοναρχικού δεσμού (όπως δημόσια κτίρια, ιεροί τόποι, θρησκευτικά και ιστορικά μνημεία) προσέλαβε άλλες διαστάσεις. Ως απόρροια της πολιτικής μετάβασης της Ιρλανδίας, τα μνημεία μελών της βασιλικής οικογένειας και Βρετανών αξιωματούχων, προκάλεσαν τη δυσφορία μέρους της κοινής γνώμης, καθώς θεωρήθηκαν μέσο συνεχούς υπόμνησης της αποικιοκρατικής σχέσης. Το μένος των πολιτών ενάντια στα «σύμβολα σκλαβιάς» (σημ. 6) κορυφώθηκε με την καταστροφή των μνημείων του βασιλιά George II (1937), του Marshal Gough (1957) και του λόρδου Nelson (1966). Στην περίπτωση του μνημείου της βασίλισσας Βικτωρίας, όχι μόνο η ύπαρξη αλλά και η χωροθέτησή του απέκτησαν βαρύνουσα σημασία στο νεοσύστατο ιρλανδικό κράτος. Η ύπαρξη συμβόλου της βρετανικής μοναρχίας μπροστά από το Leinster House, το οποίο από το 1922 στέγαζε το κοινοβούλιο της Ιρλανδικής Δημοκρατίας, είναι σαφές πως προκαλούσε το εθνικιστικό και αντιαποικιακό αίσθημα των πολιτών (σημ. 7).

Στον αντίποδα των επικριτών του μνημείου βρέθηκαν όσοι υποστήριζαν την ανάγκη διατήρησης συνέχειας στην καλλιτεχνική παραγωγή μέσα στο πέρασμα του χρόνου (σημ. 8). Η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του Hughes, σημαντικού εκπροσώπου του εικαστικού κινήματος της Νέας Γλυπτικής, στάθηκε ένα από τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών του έργου. Ένα επιχείρημα, το οποίο δύσκολα θα κατέρρεε, καθώς επρόκειτο για έναν διαπρεπή Ιρλανδό γλύπτη, με αδιαμφισβήτητη καλλιτεχνική δεινότητα. Για το λόγο αυτό, οι θιασώτες της απομάκρυνσης του μνημείου δέχονταν την ευφυΐα στη σύλληψη της σύνθεσης, κατήγγειλαν, ωστόσο, τη φημολογούμενη διαφοροποίηση στην κατασκευή, χαρακτηρίζοντας το τελικό αποτέλεσμα ως «ακρωτηριασμένο» (σημ. 9).

Το μνημείο του βασιλιά George II (1758) καταστράφηκε ύστερα από βομβιστική επίθεση στις 13 Μαΐου του 1937. Γλύπτης: John van Nost ο Νεότερος (1713-1780).

Η απομάκρυνση

Λόγω της συνεχούς αναταραχής της κοινής γνώμης και της επικρατούσας άποψης πως το μνημείο της βασίλισσα Βικτωρίας αποτελεί ένα «άσχημο έργο τέχνης», ακατάλληλο να βρίσκεται στον συγκεκριμένο χώρο, άρχισε να εξετάζεται το ενδεχόμενο απομάκρυνσής του (σημ. 10). Τη δεκαετία του 1930 υπήρξαν φήμες για πιθανή αντικατάσταση του έργου με ένα μνημείο αφιερωμένο στον Ιρλανδό συγγραφέα και ποιητή Thomas Davis (1814-1845), επικεφαλής του εθνικιστικού κινήματος της δεκαετίας του 1840, «Νέα Ιρλανδία» (σημ. 11). Στην πρόθεση αυτή εντοπίζεται η δυναμική που παρουσιάζει η αρχιτεκτονική και ο πολεοδομικός σχεδιασμός στην ικανοποίηση της επιτακτικής ανάγκης εξάλειψης, επανασυγγραφής και αντικατάστασης της ιστορίας με νέο υλικό που κρίνεται πιο κατάλληλο για το παρόν (Kipphoff 2007). Το γεγονός πως η απόφαση απομάκρυνσης του μνημείου ελήφθη το 1943 (σημ. 12), αμέσως μετά την ανάληψη καθηκόντων από το πρώτο κυβερνητικό κόμμα της ανεξάρτητης Ιρλανδίας, κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Η μεταφορά θα συνέβαλλε στην κοινωνική αναγνώριση της κυβέρνησης από τις τοπικές μάζες, την οποία έχει ιδιαίτερη ανάγκη κάθε νεοσύστατο κράτος. Είναι, άλλωστε, σύνηθες οι μετα-αποικιακές κυβερνήσεις, με στόχο την ενοποίηση του πληθυσμού, να χρησιμοποιούν την αρχιτεκτονική και τη δημόσια γλυπτική για τη συνειρμική πρόκληση εθνικιστικών συναισθημάτων. Στις αρχές του 1949 το μνημείο απομακρύνθηκε από τη θέση του και τοποθετήθηκε στο προαύλιο του Royal Hospital στο Kilmainham του Δουβλίνου. Το 1986 η ιρλανδική κυβέρνηση δώρισε το άγαλμα της βασίλισσας στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας, για να τοποθετηθεί μπροστά από το πρόσφατα αποκατεστημένο Queen Victoria Building. Οι αλληγορικές μορφές, οι οποίες σε δημοσίευμα του 1950 συμπεριλήφθηκαν στα «καλύτερα γλυπτά του Δουβλίνου» (σημ. 13) παρέμειναν στην ιδιοκτησία του κράτους.

Ο κίονας του Nelson (1809), αξιωματικού του βρετανικού πολεμικού ναυτικού, καταστράφηκε από μηχανικούς του ιρλανδικού στρατού στις 14 Μαρτίου του 1966. Αρχιτέκτων: William Wilkins (1778-1839) (αρχική ανάθεση), Francis Johnston (1760-1829).

Η κριτική θεώρηση ενός ιστορικού μνημείου

Η αμφισβήτηση της καλλιτεχνικής αξίας του μνημείου της βασίλισσας Βικτωρίας κατά την πολιτική μετάβαση της Ιρλανδίας αποδεικνύει πως η αρχιτεκτονική είναι ένα πολιτιστικό προϊόν, στενά συνδεδεμένο με τα κοινωνικά και ιστορικά συμφραζόμενα (Goodman 1988). Στην απήχηση ενός ιστορικού μνημείου συμβάλλει όχι μόνο η εικαστική του αξία, αλλά και οι διαφορετικές αναγνώσεις των χαρακτηριστικών και των συμβολισμών του, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές, ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες. Αυτό, άλλωστε, ενισχύει την ιδιαίτερη φύση της τέχνης, η οποία μέσω της φυσικής και οπτικής μορφής είναι ικανή να μεταφέρει κοινωνικές και πνευματικές έννοιες, συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της κοινωνικής πρακτικής (Morris 1998, Rapoport 1990, Vitruvius 1991). Η παγκόσμια ιστορία έδειξε πως καθώς οι πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές εξελίξεις του 20ού αιώνα ξεδιπλώνονταν, τα ιστορικής σημασίας δημόσια μέρη και τα μνημεία τους, σε κάποιες περιπτώσεις καταστράφηκαν, σε άλλες παραμελήθηκαν, ξεχάστηκαν, τροποποιήθηκαν ή επαναπροσδιορίστηκαν (Kipphoff 2007). Στην περίπτωση των μνημείων του Δουβλίνου η τέχνη και η πολιτική δεν αντιμετωπίστηκαν ως αυτόνομες διαδικασίες και πρακτικές. Το γεγονός πως τα δημόσια γλυπτά αντανακλούσαν το σύγχρονό τους πολιτικό-ιδεολογικό πλαίσιο δημιουργίας επηρέασε αρνητικά την κριτική στάση της κοινωνίας απέναντί τους. Δεδομένης της μετάβασης στη μετα-αποικιοκρατική εποχή, η δημόσια γλυπτική βρέθηκε στο επίκεντρο του κοινωνικού διχασμού ο οποίος εμφανίστηκε ως απόρροια ενός πολιτιστικού πατριωτισμού.
 

Το μνημείο του ιρλανδικής καταγωγής αξιωματικού του βρετανικού στρατού Marshal Gough (1880) απομακρύνθηκε μετά το βανδαλισμό του, το 1957. Γλύπτης: John Henry Foley (1779-1869).

Η έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας προσέλαβε χαρακτήρα εξέγερσης, βάζοντας στο στόχαστρο την εικονογραφία του μοναρχικού καθεστώτος. Η πρόσφατα κατακτημένη ελευθερία του ιρλανδικού λαού έπρεπε να εξαφανίσει κάθε μνήμη του ιστορικού παρελθόντος και να προτάξει την εθνική υπερηφάνεια, τον πόθο για την ελευθερία και τους σύγχρονους πολιτικούς αγώνες. Η επικρατούσα άποψη πως η δημόσια γλυπτική με αναφορές στη βρετανική μοναρχία είναι πιθανώς σε θέση να περιορίσει τη δημοκρατική διαδικασία είχε ως συνέπεια την απαξίωση του νοήματος της τέχνης. Με άλλα λόγια, η καλλιτεχνική δημιουργία αντιμετωπίστηκε ως κοινωνικό γεγονός, εμποτισμένο από ιστορικά και πολιτικά γεγονότα.
 

Η απομάκρυνση του μνημείου της βασίλισσας Βικτωρίας το 1949

Στο σημείο αυτό ανακύπτει το ζήτημα της αντικειμενικότητας στην κριτική θεώρηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ειδικότερα, εάν ένα έργο τέχνης επαινείται ή καταδικάζεται ανάλογα με τη σχέση του με την πολιτική ιδεολογία, τότε διακυβεύεται η καλλιτεχνική του υπόσταση και κινδυνεύει ακόμη και η ύπαρξή του, όπως αποδεικνύει το παράδειγμα της Ιρλανδίας. Υπό το πρίσμα αυτό, θα καθίστατο απαραίτητος ο διαχωρισμός του πολιτικού και του καλλιτεχνικού περιεχομένου της εικαστικής ή αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Είναι όμως εφικτό να μείνει ο παρατηρητής ανεπηρέαστος από τις πολύπλοκες συνειρμικές σκέψεις και τα συναισθήματα που προκαλεί η θέαση ενός ιστορικού μνημείου; Τη στιγμή δε που κάτι τέτοιο θα αποδείκνυε την αναποτελεσματικότητα του έργου, αφού θα υπερκερνούσε τις αρχικές προθέσεις του δημιουργού, οι οποίες στόχευαν στην προώθηση πολιτικών ιδεολογιών.
 

Μία εκ των συνθέσεων γλυπτών που κοσμούσαν το βάθρο του μνημείου

Δεδομένου πως ο σύγχρονος άνθρωπος αποτελεί ένα πολιτικά σκεπτόμενο ον, είναι εξαιρετικά δύσκολο η κριτική θεώρηση της τέχνης να παραμένει –ως οφείλει– αυτόνομη από πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα. Αυτό καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερές σε περιόδους εθνικής κρίσης ή πολιτικής μετάβασης, όπως η διαδικασία της απο-αποικιοποίησης ενός κράτους. Σύμφωνα με τον Preziosi (1979) η αρχιτεκτονική μπορεί να κατανοηθεί μέσα από τη δομημένη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στο κτίριο και το άμεσο και ευρύτερο περιβάλλον τόσο στο χρόνο ανέγερσης όσο και στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό το ιστορικό μνημείο, ακόμη και αν αντικατοπτρίζει τις επιδεικτικές τάσεις των δυναστειών, συνιστά επιβεβλημένο εργαλείο στην αισθητική αγωγή των πολιτών και την πολιτισμική και ιστορική αυτογνωσία. Άλλωστε, την κριτική αλλά εποικοδομητική σχέση με τα περασμένα τη χρειαζόμαστε για να θεμελιώσουμε σε δική μας παράδοση ή σε δικές μας αξίες και αλήθειες τη σημερινή μας δράση (Φεσσά 2001).

Το άγαλμα της βασίλισσας Βικτωρίας μπροστά από το Queen Victoria Building στο Σύδνεϋ


Σύνθεση γλυπτών του βάθρου που αναπαριστά τη θεά Δήμητρα (Ceres) να στηρίζεται στον ώμο ενός εργάτη.


Λεπτομέρεια του βάθρου. Γυμνά νήπια που συμβολίζουν την επιστήμη και τη λογοτεχνία.

Πηγές εικόνων:

Εικ. 1, 11, 12: Αρχείο Τζούλης Παπασταύρου.

Εικ. 3: Weekly Irish Times, 22.2.1908: 3-4.

Εικ. 4: Αρχείο Βασιλείου Κουρεμένου, Δήμος Ιωαννιτών.

Εικ. 8: Ó Riain M. (1999), «Queen Victoria and Her Reign at Leinster House», Dublin Historical Record, Vol. 52, No. 1 (Spring, 1999): 75-86.

Εικ. 9: Turpin J. (1986), «Nationalist and Unionist Ideology in the Sculpture of Oliver Sheppard and John Hughes, 1895-1939», The Irish Review, No. 20, Winter-Spring, 1997: 62-75.

Εικ. 2, 5, 6, 7, 10: Διαδίκτυο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ο ιρλανδικός λιμός ξέσπασε το καλοκαίρι του 1846 και οι συνέπειές του με τη μορφή επιδημιών και ένδειας περιελάμβαναν το θάνατο περισσότερων του 1.000.000 Ιρλανδών και τη μαζική μετανάστευση σχεδόν 2.000.000 πολιτών, αποδεκατίζοντας περίπου το 1/4 του πληθυσμού. Επιπλέον, χειροτέρεψε τις ούτως ή άλλως δυσμενείς σχέσεις της Ιρλανδίας με τη Βρετανία και αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα του ιρλανδικού αιτήματος για ανεξαρτησία. Σύμφωνα με την κοινή γνώμη, οι κυβερνώντες εκ προθέσεως δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή του.
2. Το Leinster House, αρχικά γνωστό ως Kildare House, ήταν το μεγαλύτερο αστικό αρχοντικό του Δουβλίνου. Η ανέγερσή του ξεκίνησε το 1745 σύμφωνα με τα σχέδια του διαπρεπή Γερμανού αρχιτέκτονα Richard Castle (c. 1670-1751).
3. «The Irish Times», 9.1.1908.
4. Αποτελεί άλλωστε συνηθισμένη πρακτική των έργων που προβάλλουν πολιτική δύναμη να προκύπτουν από την επιβολή μορφής, δηλαδή από μετασχηματισμό της ύλης με βάση ορισμένους κανόνες τέτοιους, ώστε η πρόθεση της σημασιολόγησής τους να προσλαμβάνεται από την κοινότητα ή έστω από ένα μέρος της (Δημητρίου, 2009).
5. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την επικρατούσα πρακτική ανέγερσης βρετανικών συμβόλων σε θέσεις μέτριας προβολής. Ενώ τα αγάλματα των «πατριωτών» τοποθετούνταν στους κεντρικούς οδικούς άξονες του Δουβλίνου, τα μνημεία των εκπροσώπων του στέμματος και του βρετανικού ιμπεριαλισμού χωροθετούνταν σε πιο απομακρυσμένες και λιγότερο δημόσιες περιοχές, ώστε να αποφευχθούν οι αντιδράσεις και οι διαδηλώσεις (Murphy 1994).
6. Η έκφραση ειπώθηκε σε συζήτηση για τη μεταφορά του μνημείου, κατά τη διάρκεια συνεδρίασης του δημοτικού συμβουλίου. «The Ιrish Times», 2.10.1943.
7. Ένας εκ των βασικών επικριτών του μνημείου υπήρξε ο Ιρλανδός πολιτικός και διπλωμάτης Sir Osmond Thomas Grattan Esmonde (1896-1936), ο οποίος δήλωνε πως επί σειρά ετών κάθε φορά που εισερχόταν στο χώρο της πλατείας δυσαρεστούνταν από τη θέα του μνημείου. Στις 20 Μαΐου του 1933, αφού είχε ανακοινωθεί η πρόθεση απομάκρυνσης, εναπόθεσε πανηγυρικά στο πόδι του αγάλματος της βασίλισσας ένα στεφάνι φτιαγμένο από λαχανικά, το οποίο συνόδευε η επιγραφή «ave atque vale» (σας χαιρετώ και αντίο), εμπνευσμένη από το ποίημα του Ρωμαίου ποιητή Gaius Valerius Catullus, Catullus 101. Σε άρθρο του τις επόμενες ημέρες απολογήθηκε για το συμβάν υποστηρίζοντας πως η κίνησή του είχε ως σκοπό να διακωμωδήσει το γλυπτό διάκοσμο της βάσης. «The Irish Times», 20.5.1933.
8. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της εφημερίδας «The Evening Herald» στις 12 Δεκεμβρίου 1931, σύμφωνα με το οποίο τα βρετανικά αγάλματα θεωρούνται εναπομείναντα τρόπαια ενός πολιτισμού, που δεν υπάρχει πια και όποιος ακουμπήσει έστω και ένα από αυτά είναι αμαθής και βάνδαλος.
9. Υπήρξε πράγματι μείωση του αρχικού ύψους, η οποία αποδόθηκε σε κατασκευαστικό λάθος. «The Irish Times», 2.8.1949.
10. Σε άρθρο στην εφημερίδα «The Irish Times» (8.10.1934), όπου γίνεται αναφορά στο ψήφισμα για τη μεταφορά των μνημείων, επισημαίνεται ο μεγάλος αριθμός των έργων τέχνης που θα πρέπει να απομακρυνθούν και η μεταβολή που αυτό θα επιφέρει στην εικόνα του αστικού χώρου. Καταλήγοντας το άρθρο αναφέρει πως ίσως το πραγματικό αντικείμενο του επερχόμενου ψηφίσματος είναι η μεταφορά του μνημείου της βασίλισσας Βικτωρίας, καθώς έργο που δεν είναι σε αρμονία με το κοινό αίσθημα θα πρέπει να μεταφερθεί από το δημόσιο χώρο.
11. «Weekly Irish Times», 27.5.1933.
12. Η πρόταση για την απομάκρυνση του μνημείου πέρασε παμψηφεί στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου, ωστόσο η μεταφορά αναβλήθηκε λόγω του μεγάλου οικονομικού κόστους. «The Irish Times», 7.9.1943.
13. «The Irish Times», 4.12.1950.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Benjamin Walter (2003), Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητάς του. Αθήνα: Επέκεινα.
Δημητρίου Σωτήρης (2009), Η πολιτική διάσταση στην τέχνη: μια ανθρωπολογική προσέγγιση. Αθήνα, 2009.
Denson Alan (1969), John Hughes, sculptor, 1865-1941: a documentary biography. Kendal (Westmorland) Alan Denson, 60 Low Fellside.
Goodman Nelson & Elgin Catherine Z. (1988), Reconceptions in Philosophy. Indianapolis: Hacket.
Kipphoff Karen (2007), «Self and the City: The Politics of Monuments», Social Analysis: The International Journal of Social and Cultural Practice 51/1, 86-95.
Magdoff Harry (2008), Αποικιοκρατία: η ευρωπαϊκή επέκταση μετά το 1763. Αθήνα: Μελάνι.
Martin Theodore (1875-9), The Life of His Royal Highness, the Prince Consort, vols. 1-5. London: Smith Elder.
Morris Richard K. (1998), The Architecture of Arthurian Enthusiasm: Castle Symbolism in The Reigns of Edward I and His Successors, στο Strickland Matthew (ed.), Armies, Chivalry and Warfare in Medieval Britain and France. Stamford: Paul Watkins.
Murphy Paula (1994), The Politics of the Street Monument, Irish Arts Review Yearbook 10, 202-208.
Ó Riain Mícheál (1999), «Queen Victoria and Her Reign at Leinster House», Dublin Historical Record 52/1, 75-86 .
Owens Gary (1994), «Nationalist monuments in Ireland 1870-1914: Symbolism and ritual», στο Gillespie R. & Kennedy B.P. (eds.) Ireland: Art into History, Dublin: Town House, 103-117.
Presiozi Donald (1979), Architecture, Language and Meaning: The origins of the built world and its semiotic organization, Mouton.
Rapoport Amos (1990), The Meaning Of The Built Environment: A Non Verbal Communication Approach. Tucson: University of Arizona Press.
Turpin John (1997), «Nationalist and Unionist Ideology in the Sculpture of Oliver Sheppard and John Hughes, 1895-1939», The Irish Review 20, 62-75.
Vale Lawrence (1992), Architecture, Power and National Identity. London: Yale University Press.
Vitruvius (1991), Ten Books On Architecture. Cambridge: Cambridge University Press.
Whelan Yvonne (2002), «The construction and destruction of a colonial landscape: monuments to British monarchs in Dublin before and after independence», Journal of Historical Geography 28/4, 508-533.
Φεσσά-Εμμανουήλ Ελένη (2001), Δοκίμια για τη νέα ελληνική αρχιτεκτονική, Αθήνα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...