Εικονογράφηση του Σβάμπε για το ποίημα
"Η Καταστροφή"
|
Απεβίωσε σαν σήμερα το 1867,
ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας
λογοτεχνίας. Για την ποιητική του συλλογή "Τα άνθη του κακού"
καταδικάστηκε για προσβολή δημοσίας αιδούς και έξι από τα ποιήματά του
απαγορεύτηκαν. Αυτό το έργο θεωρείται σήμερα το κυριότερο του Μποντλαίρ και
αναγνωρίζεται ως η απαρχή της μοντέρνας ευρωπαϊκής ποίησης.
Ο Σαρλ Πιερ Μπωντλαίρ (Charles Pierre
Baudelaire, Παρίσι, 9 Απριλίου 1821 - 31 Αυγούστου 1867) ήταν Γάλλος ποιητής, ένας από τους
σημαντικότερους της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Κατά την διάρκεια της ζωής του, ο
Μπωντλαίρ υπέστη δριμεία κριτική για τις συγγραφές του και την θεματική του.
Ελάχιστοι από τους σύγχρονούς του τον κατανόησαν. Η εφημερίδα Le Figaro της 5ης
Ιουλίου 1857 έγραψε τα εξής σχετικά με την πρόσφατη εμφάνιση των Ανθέων του
Κακού: «Σε
ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Μπωντλαίρ. Όμως
ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το
πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων
σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα—για να την καταπολεμήσει σμίγει με το
μόλυσμα».
Ο Μπωντλαίρ σήμερα αναγνωρίζεται ως μέγας
ποιητής της γαλλικής και της παγκόσμιας Λογοτεχνίας και συγκαταλέγεται μεταξύ
των κλασικών. Χαρακτηριστικά, ο Μπαρμπέ ντ' Ορεβιγί τον αποκάλεσε «Δάντη μιας παρηκμασμένης
εποχής».
Σε ολόκληρο το έργο του, ο Μπωντλαίρ
προσπάθησε να ενυφάνει την Ομορφιά με την Κακία, την βία με την ηδονή (Une
martyre), καθώς και να καταδείξει την σχέση μεταξύ τους. Παράλληλα με την
συγγραφή ποιημάτων σοβαρών (Semper Eadem) και σκανδαλιστικών για την εποχή
(Delphine et Hippolyte), κατόρθωσε επίσης να εκφράσει την μελαγχολία (Mœsta et
errabunda) και την νοσταλγία (L' Invitation au voyage).
1. Η ζωή του
Ο πατέρας του Μπωντλαίρ ήταν άνθρωπος
μορφωμένος, αφοσιωμένος στα ιδανικά του Διαφωτισμού και ερασιτέχνης ζωγράφος.
Με τον θάνατό του το 1827 άφησε στον Σαρλ πλούσια πνευματική κληρονομιά. Έναν
χρόνο αργότερα, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Συνταγματάρχη Οπίκ, πράξη που ο
Μπωντλαίρ ποτέ δεν της συγχώρεσε. Ο Ωπίκ ενσάρκωνε για τον Μπωντλαίρ όλα όσα
στέκονταν ανάμεσα σε αυτόν και σε ό,τι αγαπούσε: την μητέρα του, την ποίηση, το
όνειρο, μία ζωή χωρίς δυστυχή περιστατικά. Επιστρέφοντας από το Λύκειο το 1839,
ο Μπωντλαίρ αποφασίζει να ζήσει την ζωή του ενάντια στις παραδοσιακές αστικές
αξίες που ενσαρκώνει η μητέρα του και ο πατριός του. Αποπειράται να ταξιδέψει
ως τις Ινδίες, αλλά τελικά αποτυχαίνει. Το ταξίδι αυτό, ωστόσο, πρόκειται να
ερεθίσει την φαντασία και την έμπνευσή του (αγάπη για την θάλασσα, οράματα
τόπων εξωτικών).
Μετά την επιστροφή του στο Παρίσι
συνδέεται με την Ζαν Ντυβάλ (Jeanne Duval), μια νεαρή μιγάδα, η οποία θα τον
μυήσει στις ηδονές αλλά και στις πληγές του πάθους. Δανδής και χρεωμένος,
τίθεται υπό δικαστική επιτήρηση το 1842 και διάγει άθλιο βίο. Αρχίζει να
συνθέτει πληθώρα ποιημάτων για την συλλογή «Τα Άνθη του Κακού». Ως κριτικός τέχνης και
δημοσιογράφος μάχεται τις μεγαλόστομες μορφές του Ρομαντισμού. Το 1848
συμμετέχει στην επανάσταση των οδοφραγμάτων και λέγεται ότι παροτρύνει τους
επαναστάτες να πυροβολήσουν τον πατριό του, Οπίκ. Αργότερα, συνάδει με την
απέχθεια των Γκυστάβ Φλωμπέρ και Ουγκώ για την κυβέρνηση του Ναπολέοντος Γ΄. Τα
Άνθη του Κακού εκδίδονται το 1857 και στην συνέχεια καταδικάζονται μερικώς «για προσβολή των δημοσίων
και των καλών ηθών». Η
επόμενη έκδοση του 1861 είναι εμπλουτισμένη, αναδομημένη αλλά και
ακρωτηριασμένη κατά έξι ποιήματα (Les bijoux,Le Léthé, À celle qui est trop gaie, Lesbos,
Femmes damnées (το πρώτο ποίημα της συλλογής), Les métamorphoses du vampire), την
δημοσίευση των οποίων απαγόρευσε ο δικαστής Πινάρ. Κατόπιν, ο ποιητής φεύγει
για το Βέλγιο και εγκαθίσταται στις Βρυξέλλες, όπου συγγράφει ένα φυλλάδιο για
το Βέλγιο, το οποίο και θεωρεί καρικατούρα της γαλλικής αστικής τάξης. Επίσης,
συναντά εκεί τον Φελισιέν Ροπ, ο οποίος θα εικονογραφήσει τα Άνθη.
Πεθαίνει στο Παρίσι από πάρεση και αφασία
το 1867. Ενταφιάζεται στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς (6ο τμήμα), στον ίδιο τάφο
με τον πατριό και την μητέρα του. Η τρίτη έκδοση των «Ανθέων» (1868) δεν θα βρει τον Μπωντλαίρ εν
ζωή. Μετά τον θάνατό του, η λογοτεχνική του κληρονομιά δημοπρατήθηκε και τελικά
αγοράστηκε από τον εκδότη Μισέλ Λεβί για 750 φράγκα. Η δικαστική απόφαση του
1857 δεν ανακλήθηκε πριν από το 1949, οπότε και έγινε αποκατάσταση του πλήρους
έργου του Μπωντλαίρ.
2. Τρόμος και Έκσταση
«Από
παιδί δύο συναισθήματα αντιμάχονταν στην καρδιά μου: η φρίκη της ζωής και η
έκσταση της ζωής.»
(Η
καρδιά μου ξεγυμνωμένη)
Κάθε μεγάλο έργο του Ρομαντισμού μαρτυρεί
αυτό το πέρασμα από την φρίκη στην έκσταση και από την έκσταση στην φρίκη. Από
εκεί εντυπώθηκε βαθιά στον Μπωντλαίρ η αίσθηση της κατάρας που βαραίνει κάθε
ανθρώπινο πλάσμα μετά το προπατορικό αμάρτημα. Κατ' αυτήν την έννοια, τα Άνθη
του Κακού ανήκουν στο χριστιανικό λογοτεχνικό είδος.
Αναλύοντας την έκφρασή του «το κύμα του πάθους», ο Σατωμπριάν έγραψε στον
πρόλογο του ομώνυμου έργου του: «Ο
Χριστιανός πάντοτε βλέπει τον εαυτό του σαν έναν ταξιδιώτη που απλώς διασχίζει
εδώ κάτω την κοιλάδα των δακρύων και που δεν θα ξεκουραστεί παρά μόνον στον
τάφο». Για
τον Μπωντλαίρ, δεν πρόκειται απλώς για λογοτεχνία ή για έννοιες λίγο ή πολύ
αφηρημένες αλλά για το «ζωντανό
θέαμα της θλιβερής δυστυχίας [του]». Ακριβώς όπως η φύση, έτσι και ο άνθρωπος
έχει σπιλωθεί από το προπατορικό αμάρτημα και, όπως στην περίπτωση του René ή του Werther (Γκαίτε), ο
Μπωντλαίρ νιώθει διαρκώς απέχθεια για το «άθλιο πλήθος» (Recueillement). Αυτό
που τον ταλανίζει πάνω από όλα είναι ο εγωισμός και η μοχθηρία των ανθρώπων, η
πνευματική τους παραλυσία και η απουσία συναίσθησης του τι είναι Ωραίο και τι
είναι Καλό. Το ποίημα σε πεζό La
Corde , που εμπνεύστηκε από πραγματικά γεγονότα, αφηγείται την
ιστορία μιας μητέρας που, αδιαφορώντας για την τύχη του παιδιού της που
θανατώθηκε στην αγχόνη, καταφέρνει να πάρει στην κατοχή της το σχοινί της
εκτέλεσης, ώστε να το χρησιμοποιήσει για εμπορικό κέρδος.
Ο Μπωντλαίρ υπέφερε περισσότερο από
οποιονδήποτε άλλο: το Albatros επιτιμά την ηδονή που ο «χύδην όχλος» βρίσκει στο Κακό, ειδικότερα
με το να βασανίζει τον ποιητή. Στο Art Romantique (Ρομαντική Τέχνη) ο Μπωντλαίρ
παρατηρεί: «Αποτελεί
θαυμαστό προνόμιο της Τέχνης, το να μπορεί να μετατρέπει την φρίκη σε ομορφιά
εκφράζοντάς την καλλιτεχνικά. Ο πόνος, όταν του δίνεται ρυθμός και μέτρο,
γεμίζει το πνεύμα με μια γαλήνια χαρά». Ποιήματα, όπως τα Le Mauvais
Moine,L'Ennemi, Le Guignon, καταδεικνύουν την φιλοδοξία του να μεταμορφώσει τον
πόνο σε ομορφιά.
Les Fleurs du Mal ή Τα ανθη του κακου, του
Σαρλ Μπωντλαίρ
|
Ήταν αδύνατον για τον Μπωντλαίρ να
πιστέψει ότι οποιοσδήποτε πολιτισμός θα μπορούσε να προσεγγίσει την τελειότητα.
Περιφρονούσε τόσο τον σοσιαλισμό, όσο τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό. Όπως
και ο Πόε, θεωρούσε την "πρόοδο και την σύγχρονη μεγάλη ιδέα, την έκσταση
μιας μυγοσκοτώστρας". Συγκεφαλαιώνοντας αυτό που ονόμαζε «σύγχρονες αιρέσεις», ο Μπωντλαίρ απέρριψε επίσης
την «αίρεση
της παιδείας»: «Η
Ποίηση, για το ελάχιστο που μπορούμε να κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας, να
ανακρίνουμε την ψυχή μας, να θυμηθούμε τις πιο υπέροχες αναμνήσεις μας, δεν
έχει άλλο σκοπό πέρα από την ίδια. (…) Εάν η υποκινούσα δύναμη του ποιητή είναι
η ηθική, τότε χάνει από την ποιητική του δύναμη και το ξέρει καλά ότι το έργο
του θα είναι κακό» (από
άρθρο για τον Τεοφίλ Γκοτιέ).
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ποιητής δεν
εξεγείρεται ενάντια στην κατάσταση της ανθρωπότητας. Εκφράζει θαυμασμό για τα
μεγάλα μεφιστοφελικά έργα του ρομαντισμού, όπως ο Melmoth («μαύρο» γοτθικό μυθιστόρημα του
Charles Robert Maturin). Εφόσον η ποίηση αποτελεί ουσιαστικά το αντίθετο της
ανθρώπινης δυστυχίας, θεωρεί ότι δεν μπορεί παρά να είναι επανάσταση. Έτσι, η
ποίηση του Μπωντλαίρ αποκτά σύγχρονη μορφή στα Μικρά Ποιήματα σε Πεζό, όπου
γίνεται μαύρο χιούμορ.
3. Η ποιητική τέχνη του
Απορρίπτοντας τις πλάνες του ρεαλισμού και
της «τέχνης
για την τέχνη», ο
Μπωντλαίρ στοχεύει να κατακτήσει την θεμελιώδη αλήθεια, την κοσμική ανθρώπινη
πραγματικότητα στις συμπαντικές διαστάσεις της. Γράφει στο Καλλιτεχνικό Σαλόνι
του 1846: «Η
πρωταρχική απασχόληση του καλλιτέχνη είναι να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην
φύση, ώστε να επαναστατήσει εναντίον της. Αυτή η επανάσταση δεν λαμβάνει χώρα
ψυχρά, ως κάτι το δεδομένο, σαν να ήταν κάποιος κώδικας ή ρητορική. Λαμβάνει
χώρα παρορμητικά και αφελώς, ακριβώς όπως η αμαρτία, όπως το πάθος, όπως η
επιθυμία». Στο
δε Καλλιτεχνικό Σαλόνι του 1859 προσθέτει: «Ο καλλιτέχνης—ο αληθινός καλλιτέχνης, ο
αληθινός ποιητής—δεν πρέπει να ποιεί παρά μόνον όταν βλέπει και όταν ακούει.
Πρέπει να είναι αληθινά πιστός στην φύση του». Με αυτόν τον τρόπο ο Μπωντλαίρ αρθρώνει
την θεμελιώδη ανακάλυψη της σύγχρονης αισθητικής: «Το Ωραίο πάντα θα είναι
παράξενο. Δεν λέω ότι θα είναι παράξενο εκούσια και ψυχρά, διότι τότε δεν θα
ήταν παρά ένα τέρας που ξεπήδησε μέσα από τις ατραπούς της ζωής. Λέω απλώς ότι
πάντα θα ενέχει ένα στοιχείο παραδοξότητας, όχι ηθελημένης αλλά υποσυνείδητης.
Και σε αυτήν την παραδοξότητα θα έγκειται και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που
θα το καθιστά ωραίο».
Γι' αυτό και θεωρεί τη φαντασία «βασίλισσα όλων των
προικισμάτων». Στην
πραγματικότητα, η φαντασία υποκαθιστά «την παραδοσιακή μετάφραση της υλικής ζωής», υποκαθιστά την πράξη με το
όνειρο. Η ποίηση έτσι ορισμένη εκφράζει σχεδόν κάθε μεταγενέστερο ποιητή.
Ωστόσο, ο Μπωντλαίρ δεν βίωσε το έργο του, διότι για αυτόν η ζωή και η ποίηση
ήταν πάντα μέχρι ενός σημείου ξεχωρισμένες. Αυτό που τόσο ο Μπωντλαίρ όσο και ο
Στεφάν Μαλαρμέ όριζαν ως έργο τέχνης, οι Σουρρεαλιστές μετά τον Αρτούρ Ρεμπό
ονόμαζαν έργο ζωής, θέλοντας να αλλάξουν την ζωή. Έτσι μπορούμε να καταλάβουμε
και τον φόρο τιμής που απέτισε στον Μπωντλαίρ ο νεαρός Ρεμπό: «Ο Μπωντλαίρ είναι ο πρώτος
οραματιστής, ο βασιλεύς όλων των ποιητών, ένας θεός». Αρκεί να συγκρίνουμε αυτό το
απόσπασμα του Μπωντλαίρ:
[…] ποιος δεν έχει βιώσει τούτες τις
θαυμάσιες στιγμές, που είναι πραγματικές γιορτές του νου, κατά τις οποίες οι
πιο άγρυπνες αισθήσεις συλλαμβάνουν τις πιο εκτυφλωτικές εντυπώσεις, όταν το
γαλάζιο του ουρανού γίνεται πιο διάφανο και σε βυθίζει σε μια άβυσσο πιο
απέρατη, όταν οι ήχοι αναβλύζουν μουσική, όταν τα χρώματα μιλούν και όταν τα
αρώματα περιγράφουν ολόκληρους κόσμους ιδεών; Η ζωγραφική, λοιπόν, του
Ντελακρουά για εμένα είναι η αποτύπωση αυτών των υπέροχων στιγμών του
πνεύματος. Είναι επενδυμένη με τέτοια ένταση που το μεγαλείο της καθίσταται
ασύγκριτο. Αποκαλύπτει τον υπερρεαλισμό, σαν να αντιλαμβάνεται την φύση μέσα
από υπερευαίσθητες νευρικές απολήξεις.
με το παρακάτω απόσπασμα από το Πρώτο
Μανιφέστο του Σουρεαλισμού:
Το να υποβιβάσεις την φαντασία σε δουλεία,
από την στιγμή που είναι η αιτία αυτού που πρόχειρα αποκαλούμε ευτυχία,
ουσιαστικά σημαίνει το να απογυμνώνεσαι από όλα όσα έχεις στο βάθος του εαυτού
σου—από την υπέρτατη δικαιοσύνη. Μόνον η φαντασία μπορεί να αποκαλύψει όσα δεν
υπάρχουν κι όμως μπορούν να γίνουν και αυτό είναι αρκετό προκειμένου να φύγει
λίγο πιο μακριά η φοβερή απαγόρευση για όσα δεν μπορούμε να έχουμε. Είναι
αρκετά για να αφεθούμε σε αυτήν χωρίς να φοβόμαστε ότι θα μας προδώσει.
Έτσι, ο Υπερρεαλισμός φέρει μέσα του λίγη
μαγιά από το έργο του Λοτρεαμόν, του Ρεμπό και του ίδιου του Σουρεαλισμού.
Ο Μπωντλαίρ επιστράτευσε την περίφημη αυτή
φόρμουλα που τόσο ταιριαστά περιγράφει την τέχνη του για να σχολιάσει την
ζωγραφική του Ντελακρουά και το έργο του Θεοφίλου Γκοτιέ: «Ο έντεχνος χειρισμός της γλώσσας
έγκειται στο να κατορθώνεις ένα είδος παρεμφατικής μαγείας. Μόνον έτσι μπορεί
να μιλήσει το χρώμα σαν φωνή βαθιά και ζωηρή, μόνον έτσι μπορούν τα μνημεία να
ξεχωρίσουν και να αναδυθούν από τα βάθη του χώρου, μόνον έτσι τα ζώα και τα
φυτά, που αντιπροσωπεύουν την ασχήμια και την κακία, μπορούν να κάνουν σαφείς
τους μορφασμούς τους, μόνον έτσι τα αρώματα προσκαλούν τις αντίστοιχές τους
σκέψεις και αναμνήσεις, μόνον έτσι το πάθος ψιθυρίζει ή κραυγάζει στην γλώσσα
που θα μας είναι αιώνια γνώριμη».
Μόνον ο Ζεράρ ντε Νερβάλ, πριν από τον
Μπωντλαίρ, είχε κατορθώσει να καταγράψει ποίηση που δεν αποτελούσε λογοτεχνία.
Απαλλαγμένη από το βάρος της λογικής, η ποίηση μπορεί ωστόσο να εντυπώσει το
συναίσθημα μέσα από την βαναυσότητά της. Όντως, στα καλύτερα ποιήματά του ο
Μπωντλαίρ διατηρεί από τον κλασικό στίχο μόνον την μουσικότητά του, προβαίνει
σε τομές των στίχων και απορρίπτει τον υπερβολικά μηχανιστικό αλεξανδρινό
στίχο. Το παράδειγμά του θα ακολουθήσουν αργότερα οι Πολ Βερλέν, Μαλαρμέ, Μορίς
Μέτερλινκ. Εμπνευσμένος από την ανάγνωση του Gaspard de la Nuit του Aloysius Bertrand, ο
οποίος πρώτος συνέθεσε ποιήματα σε πεζό, ο Μπωντλαίρ συγγράφει τα Μικρά
Ποιήματα σε Πεζό και στον πρόλογο εξηγεί: «Και ποιος δεν έχει ονειρευτεί κατά τις
φιλόδοξες μέρες του, το θαύμα μιας ποιητικής πρόζας, που να έχει μουσική χωρίς
να έχει ρυθμό και ρίμα, που να είναι τόσο ευέλικτη και τόσο χτυπητή, ώστε να
προσαρμόζεται στους λυρικούς λικνισμούς της ψυχής, στους κυματισμούς της
ονειροπόλησης και στα τραντάγματα της συνείδησης;».
Ο Μπωντλαίρ υπήρξε επίσης ο πρώτος
μεταφραστής, στα γαλλικά, του Πόε (κυρίως μετέφρασε τις "Αλλόκοτες
Ιστορίες"), συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην διάδοση του έργου του στην
Ευρώπη. Αρκετοί θεωρούν πως κάποιες μεταφράσεις του Μπωντλαίρ είναι ανώτερες ακόμα
και των πρωτότυπων κειμένων.
Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας
Τότε η γυναίκα με τ'αβρά χείλη, τα
φραουλένια,
σαν φίδι απά' σε κάρβουνα αναφτά
στριφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της
ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
" Έχω τα χείλη μου υγρά, και ξέρω
τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησε παλιές μες στο βαθύ
κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια
πάνω
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ
κάνω.
Κι έχω γι'αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη
χάρη
να γίνουνε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και
φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη
βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν
αγκαλιάζω
ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου
τα ωραία,
που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή
γενναία,
πάνω σ'αυτά τα στρώματα, τα
ποθοπλανταγμένα,
θα'κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για
μένα!"
Και το μεδούλι ως βύζαξε όλο απ'τα κόκκαλά
μου,
και λαγνεμένος έστρεψα σ'εκείνην τη ματιά
μου,
έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω,
όταν
είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύον, που
αναδευόταν!
Έκλεισα τα δυό μάτια μου από τη σιχασιά
μου,
μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά
μου,
αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που
σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ
προμηθευόταν,
κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα,
μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κουνούν οι αγέρηδες τις νύχτες του
χειμώνα.
__________________
*!!!Vi Veri Veniversum Vivus Vici!!!*
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου