Του
Στέφανου Μίλεση
Ο
Πειραιάς ως μητρόπολη όλων των νησιών του Αιγαίου, ζούσε κάθε χρόνο με το δικό
του τρόπο κάθε χρόνο τις εκδηλώσεις εορτασμού για κάθε Αιγαιοπελαγίτικη
Παναγία, αλλά ειδικά για τη Μεγαλόχαρη της Τήνου.
Όταν πραγματοποιήθηκε
στις 15 Αυγούστου 1940 ο τορπιλισμός του εύδρομου «Έλλη», κατέλαβε τους
Πειραιώτες μια απέραντη θλίψη, καθώς ναυτικοί οι περισσότεροι στο επάγγελμα,
διατηρούσαν στενή σχέση τόσο με το εμπορικό όσο και το πολεμικό ναυτικό. Οι
περισσότεροι κάτοικοι του Πειραιά, αν δεν ήταν οι ίδιοι ναυτικοί, είχαν στην
πλειονότητά τους γονείς, αδέλφια, θείους, κοντινούς ή μακρινούς συγγενείς, που
ήταν και γνώριζαν καλά, από «πρώτο χέρι» που λένε, τι σήμαινε ναυάγιο, πολύ
περισσότερο όταν επρόκειτο για τορπιλισμό. Δεν ήταν άλλωστε τυχαίο, ότι πλήθη
Πειραιωτών συγκεντρώθηκαν στην ακτή του εμπορικού λιμανιού στο άκουσμα της
άφιξης τόσο των ανδρών του πληρώματος όσο και των προσκυνητών από τη Τήνο.
Μετά το ίδιο το νησί της
Τήνου, καμιά άλλη πόλη στην Ελλάδα δεν συμμετείχε τόσο ενεργά στα γεγονότα αλλά
και στο πένθος του τορπιλισμού και των χαμένων ανδρών όσο ο Πειραιάς. Εδώ
καταφτάνουν οι διασωθέντες του πληρώματος του «Έλλη», από τον Πειραιά
κατανέμονται στα διάφορα νοσοκομεία, στον Πειραιά καταφτάνουν οι χιλιάδες
προσκυνητές της Παναγίας της Τήνου όπου συναντούν στις αποβάθρες του λιμανιού
τους δικούς τους ανθρώπους που ανήσυχοι με όσα έχουν συμβεί τους περιμένουν με
αγωνία. Από τον Πειραιά καταγράφουν οι ανταποκριτές των εφημερίδων τις
λεπτομέρειες του τορπιλισμού, που κυκλοφορούν πανελλήνια μέσα από τις εφημερίδες.
Μόνο στον Πειραιά θα μπορούσαν να βρουν συγκεντρωμένα τα πλήθη των προσκυνητών
και να καταγράψουν το τι είδε ο καθένας από αυτούς.
Και πραγματικά στις δέκα
το βράδυ της επόμενης ημέρας 16ης Αυγούστου, όταν εμφανίστηκε στον Πειραιά το
πρώτο καράβι με προσκυνητές η αγωνία κορυφώθηκε και ερωτήματα όπως «φθάνουν;»,
«ποιο πλοίο έρχεται;» εξαπλώνονται με απίστευτη ταχύτητα στην ακτή.
Ο κόσμος δονήθηκε από
συγκίνηση στην εικόνα και μόνο των πλοίων, που αργά εισέρχονταν με ανοιχτούς
τους προβολείς τους στο λιμάνι του Πειραιά. Με τα μάτια της φαντασίας τους, το
συγκεντρωμένο πλήθος σχηματίζει στο νου του την εικόνα της περιγραφής που είχε
ακούσει από το Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, που πρώτος μετέδωσε την είδηση του
τορπιλισμού. Μια εικόνα που δεν πρόκειται ποτέ να λησμονηθεί. Το ελληνικό
καταδρομικό να βυθίζεται φέροντας ακόμα το μεγάλο σημαιοστολισμό, έχοντας ακόμα
υψωμένη στη πρύμνη του, τη μεγάλη γαλανόλευκη Σημαία, που κυμάτιζε στον ιστό
μέχρι που χάθηκε οριστικά κάτω από τα κύματα.
Η αγωνία της αναμονής
στο λιμάνι τερματίζεται όταν πρώτο εισέρχεται το «Έσπερος» φορτωμένο με
τραυματίες από το πλήρωμα της «Έλλης». Πίσω του ακόμη πέντε πλοία όλα γεμάτα με
προσκυνητές από τη Τήνο. Από αυτά τα έξι συνολικά πλοία, τα δύο, «Έσπερος» και
«Αρντένα» πλεύρισαν στην Τρούμπα. Τα υπόλοιπα τέσσερα πλοία με τα οποία
επέστρεφαν οι προσκυνητές, το «Έλση», το «Αθήναι», το «Σοφία» και το «Σάμος»
πλεύρισαν στην Ακτή Τζελέπη που ήταν πιο κοντά προς το Σταθμό του «Ηλεκτρικού».
Στο μεταξύ στην προβλήτα
του Βασιλέως Κωνσταντίνου (Τρούμπας) ανέμεναν ασθενοφόρα του Ερυθρού Σταυρού
και του Δήμου Πειραιώς (το Ζάννειο ανήκε τότε στον Δήμο Πειραιώς και διοικείτο
από «Αδελφάτο»). Ανάμεσα στα ασθενοφόρα περίμεναν και ο Δήμαρχος Μιχάλης
Μανούσκος με τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Τζίφο και άλλους παράγοντες.
Ο Πειραιάς με ανοιχτές
αγκάλες πρότεινε ότι διέθετε για την άμεση περίθαλψη των τορπιλισμένων ανδρών
του εύδρομου. Δεκατέσσερις άνδρες του πληρώματος μεταφέρθηκαν στο Ναυτικό
Νοσοκομείο Πειραιώς στο Πασαλιμάνι, ενώ οι ελαφρά τραυματισμένοι επιβιβάστηκαν
σε βοηθητικό στου στόλου και μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο του Ναυστάθμου. Τρεις
βαρύτερα τραυματισμένοι είχαν παραμείνει στη Τήνο, καθώς κρίθηκε ότι η μεταφορά
θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή τους. Όσοι άνδρες από το πλήρωμα της «Έλλης» μπόρεσαν,
κατέβηκαν μόνοι τους χωρίς βοήθεια τη κλίμακα και αποβιβάσθηκαν στον Πειραιά. Η
εμφάνισή τους και μόνο προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στα πλήθη των Πειραιωτών, που
ανέμεναν κατά μήκος της παραλίας. Ντυμένοι οι περισσότεροι με τα ρούχα της
δουλειάς, κατάμαυροι από τη φωτιά, άλλοι χωρίς μπλούζα, άλλοι με σχισμένα
παντελόνια, έδιναν την εντύπωση επικών ανθρώπων. Και ήταν πράγματι!
Από τη στιγμή που
χτυπήθηκε το «Έλλη», στις 08.30 το πρωί, μέχρι τη στιγμή της καταβύθισής του
στις 09.45, διήλθε μια ώρα και ένα τέταρτο. Χρόνος στον οποίο το πλοίο
φλεγόμενο, έμεινε στην επιφάνεια με τους άνδρες του πληρώματός του να
καταβάλουν αγωνιώδης προσπάθειες να το σώσουν. Οι άνδρες αυτοί που οι
Πειραιώτες αντικρίζουν να κατέρχονται την κλίμακα του «Έσπερος» με κατεβασμένα τα
κεφάλια, σεμνοί και περίλυποι, ήταν οι ίδιοι που με αυταπάρνηση αγωνίσθηκαν να
σώσουν το χτυπημένο σκαρί. Ειδικά ο Κυβερνήτης του «Έλλη» ο Χατζόπουλος που με
κανένα τρόπο δεν δέχθηκε να εγκαταλείψει το σκάφος του και που χρειάσθηκε να
τον απομακρύνουν άλλοι βλέποντας τον ίδιο να αρνείται πεισματικά.
Αλλά και στου Τζελέπη
όπου γινόταν παράλληλα η αποβίβαση των προσκυνητών, οι Πειραιώτες έτρεχαν και
ρωτούσαν καθέναν από τους αφικνούμενους επιβάτες να περιγράψουν αυτά που είδαν,
που έζησαν ή έστω που άκουσαν.
– «Τι να σας πούμε,
ακόμα δεν μπορούμε να συνέλθουμε»,
– «Η Παναγία μας έσωσε,
έκανε το θαύμα της», απαντούσαν οι περισσότεροι ευρισκόμενοι ακόμα σε κατάσταση
κλονισμού.
Μια
μοναδική φωτογραφία στην οποία οι διασωθέντες άνδρες του «Έλλη» φωτογραφίζονται
μπροστά από τον ιερό ναό της Τήνου. Η περιφορά της εικόνας της Τήνου η οποία
επρόκειτο να γίνει από άνδρες του «Έλλη» λόγω των γεγονότων έγινε τελικά από
άνδρες της χωροφυλακής.
Οι προσκυνητές
περιέγραφαν ότι λίγο πριν τον τορπιλισμό της «Έλλης» είχαν δει να πετά πάνω από
την Τήνο ένα υδροπλάνο, χωρίς να φανταστούν βέβαια το λόγο της πτήσης του. Το
ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε και αργότερα, με τα πλήθη των Πειραιωτών να αναμένουν
προσκυνητές, όταν κατ΄ εντολή του Μεταξά θα σχηματιστεί νηοπομπή αποτελούμενη
από τα πολεμικά πλοία «Βασιλεύς Γεώργιος» και «Βασίλισσα Όλγα», που με τη
συνοδεία τριών αεροπλάνων θα μεταφέρουν τους τελευταίους προσκυνητές από Τήνο
στον Πειραιά, φοβούμενοι συνέχεια της άνανδρης επίθεσης.
Οι
πρώτοι προσκυνητές της Τήνου φτάνουν στον Πειραιά.
Όταν ο Μεταξάς
πληροφορήθηκε τον τορπιλισμό της «Έλλης», απέστειλε στις αρχές της Τήνου
τηλεγράφημα με το οποίο ζητούσε η λιτανεία της εικόνας να γίνει κανονικά, ο
λαός να δείξει ότι δεν κάμπτεται από αυτού του είδους τις ενέργειες.
– «Είμαι βέβαιος ότι θα
έχετε ενθαρρύνει τους προσκυνητές και ότι αυτοί ως αληθινοί Έλληνες δεν θα
έχουν ανάγκη ενθαρρύνσεως.
Είμαι βέβαιος επίσης ότι
η λιτανεία θα γίνει» διεμήνυε στο τηλεγράφημά του.
Και οι αρχές της Τήνου
είχαν ανακοινώσει από μεγαφώνου το τηλεγράφημα του Ιωάννη Μεταξά. Και το
απαντητικό από τις αρχές της Τήνου προς τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως
τηλεγράφημα, μια ηρωική στιγμή από τις πολλές της ελληνικής ιστορίας που
δυστυχώς δεν έγινε ιδιαιτέρως γνωστή, έγραφε:
– «Λόγοι σας
διαβιβάσθηκαν εις πειθαρχούν πλήθος προσκυνητών δια μεγαφώνου. Πεπειθότες εις
υμάς, εκτελέσωμεν πάσαν διαταγήν ολοψύχως. Λιτανεία γενήσεται ώραν 11.30’».
Την επομένη κιόλας του
τορπιλισμού, τις 16 Αυγούστου, η Εθνική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος
(Ε.Σ.Ε.Ε.) που τότε έδρευε στον Πειραιά, έστειλε στο υπουργείο Ναυτικών
επιστολή με την οποία ζητούσε να επιτραπεί η διενέργεια πανελλήνιου εράνου για
την αντικατάσταση του απολεσθέντος πλοίου «Έλλη». Οι Έλληνες εργάτες δέχονταν μείωση του μισθού τους υπέρ της άμυνας της χώρας. Και
έκλειναν το αίτημά τους υπογράφοντας «Εν Πειραιεί τη 16.8.1940».
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου