•
Αθανάσιος Γεωργιλάς
Συχνά
επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα του χωρισμού της Εκκλησίας από το
Κράτος. Σχεδόν στο σύνολο των περιπτώσεων που εκφράζουν άποψη για το θέμα αυτό
(για μικροπολιτικούς ή όχι λόγους αυτό ας το κρίνει ο καθένας) τίθεται στο
επίκεντρο το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας. Παραμελείται όμως με τον
τρόπο αυτό η κοινωνική διάσταση της Εκκλησίας και η σύνδεσή της με την ελληνική
παράδοση, και βλέπουν στον περίφημο διαχωρισμό με το κράτος μόνο την οικονομική
του διάσταση.
Προσεγγίζεται δηλαδή το ζήτημα μυωπικά.
Τελευταία βέβαια το οικονομικό ζήτημα κρύβεται περίτεχνα πίσω από εύηχους όρους
στα αυτιά των ψηφοφόρων, τους οποίους εξαγγέλλουν διάφοροι πολιτικοί
θριαμβολογώντας για την “ελληνική Laïcité” που επιτέλους θα πραγματοποιηθεί
(Laïcité,
όρος χωρίς ακριβώς αντίστοιχό του στα νέα ελληνικά: εγκοσμιότητα, κοσμικό
κράτος, εγκοσμιοποίηση, εκκοσμίκευση, κλπ.), επιδιώκοντας προφανώς να κερδίσουν
εντυπώσεις και ψήφους. Έτσι χωρίς να το πιστεύουν και οι ίδιοι προσποιούνται
ότι επαναλαμβάνουν (αυτή τη φορά ως φάρσα) τα λόγια του Γάλλου πολιτικού των
αρχών του 20ου αιώνα, Jean Jaures: “εκκοσμίκευση και σοσιαλιστικό ζήτημα είναι
άρρηκτα συνδεδεμένα”.
Αν και η Ελλάδα δεν
είναι ακριβώς η Γαλλία του 1905 πάντως και τότε -όπως και τώρα- η συζήτηση
διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος συνοδεύτηκε από παραδοξότητες. Όπως το
αρχικό σχέδιο της κυβέρνησης Emile Compes, σύμφωνα με το οποίο “το κράτος
διατηρούσε τον έλεγχο επί του κλήρου αλλά καταργούσε τη μισθοδοσία τους”. Κάτι
που ο Γάλλος συγγραφέας Jacques Julliard γράφει πως σήμαινε για τον καθολικισμό
ένα διαχωρισμό “χωρίς ελευθερία”. Τελικά για την ιστορία ο διαχωρισμός αυτός
επιτεύχθηκε στις 3 Ιουλίου του 1905 με 341 ψήφους υπέρ και 242 κατά. Σύμφωνα με
αυτό τον νόμο η γαλλική République
γίνεται laïque (κοσμική, ανεξίθρησκη). Στο άρθρο 1
διαβάζουμε: “Η République
εξασφαλίζει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης.
Εγγυάται την ελεύθερη άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων, υπό μόνους τους
περιορισμούς που περιγράφονται κατωτέρω για λόγους δημοσίας τάξης (sic)”. Και
στο άρθρο 2 υπογράφεται το οριστικό διαζύγιο με τον καθολικισμό: “Η République δεν
αναγνωρίζει, δεν μισθοδοτεί ούτε επιχορηγεί καμμία λατρεία”.
Η εκκοσμίκευση θεωρείται
συνήθως η νίκη του αθεϊσμού επί του χριστιανισμού. Λίγοι όμως βλέπουν πως είναι
δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα ο αντικληρικαλισμός του κράτους από την
αποχριστιανοποίηση ενός λάου. Το πρώτο πράγμα μπορεί να συμβεί κάλλιστα χωρίς
να είναι απαραίτητο επακόλουθο το δεύτερο. Και όσο αφορά την αποχριστιανοποίηση
της ελληνικής κοινωνίας αυτή συντελείται ήδη εδώ και αρκετές δεκαετίες χωρίς να
έχουν θιχτεί στο ελάχιστο τα “δικαιώματα” της ιερατικής τάξης.
Τα παραπάνω ενδιαφέρουν
ίσως περισσότερο εκείνους που έχουν μια βαθιά αυτοπεποίθηση για τις δυνατότητες
του μέλλοντος. Όσοι όμως γνωρίζουν καλά την “ελληνική ιδιαιτερότητα” ξέρουν πως
το παρελθόν της δεσμεύει με βαριά νήματα και νοήματα το παρόν. Μόνο μειδίαμα θα
προκαλούσαν άλλωστε στους βυζαντινούς αυτοκράτορες οι -ερασιτεχνικές για τους
ίδιους σίγουρα- προσπάθειες των σημερινών -και κατά άλλα αριστερών- κοσμικών
αρχόντων να βάλουν χέρι στην εκκλησιαστική περιουσία. Αντίθετα με την
διαδεδομένη άποψη για θεοκρατικό Βυζάντιο, οι πιο μαχητικοί Βυζαντινοί
επιχείρησαν επανειλημμένα αλλά χωρίς επιτυχία να ανταγωνιστούν την Εκκλησία και
την πολιτική και οικονομική της δύναμη. Τι πεποίθηση μπορεί να έχουν όσοι
πιστεύουν ότι θα τα καταφέρουν καλύτερα;
Στο σημείο αυτό πρέπει
να διευκρινίσουμε πως όταν αναφερόμαστε σε εκκλησιαστική περιουσία του
Βυζαντίου εννοούμε κυρίως τη δήμευση των αφιερωμένων κτημάτων των μοναστηριών6.
Το σύστημα των χαριστικίων δωρεών αποτελούσε κατά κύριο λόγο παραχωρήσεις
γαιοκτησίας ή ευαγών ιδρυμάτων από τον αυτοκράτορα ή μελών της βασιλικής
οικογένειας προς την Εκκλησία ή τα μοναστήρια με σκοπό την κοινωνική λειτουργία
τους, όπως: την προστασία ορφανών, την περίθαλψη γερόντων και αρρώστων. Οι
ευαγείς οίκοι περιβάλλονταν από τον αυτοκράτορα με προνόμια και συχνά
αποτελούσαν αυτόνομες οικονομικές μονάδες. Στις πηγές αναφέρονται και οι
περιπτώσεις των Χαριστικάριων ή Κτητόρων, ιδιωτών οι οποίοι ενδύονταν το
μοναστικό σχήμα προσφέροντας την ιδιοκτησία τους στα μοναστήρια ή ιδρύοντας
δικές τους μικρές ιδιωτικές μονές ή άλλα ιδρύματα, οι οποίοι απολάμβαναν έτσι
οικονομικά και διοικητικά προνόμια7. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους οι κτήτορες
είχαν εξασφαλισμένη την επικαρπία της ιδιοκτησίας τους. Ταυτόχρονα
απαλλάσσονταν από τις φορολογικές ή άλλες υποχρεώσεις, μένοντας μόνο με την
ευθύνη φροντίδας του μοναστηρίου ή του ευαγούς ιδρύματος που είχαν δωρίσει στην
Εκκλησία. Μετά τον θάνατό τους, το μοναστήρι ή ίδρυμα, περνούσε στην πλήρη
κυριότητα των μοναστηριών ή της μητρόπολης, και καθώς η διαδικασία αυτή
επαναλαμβάνονταν κατά το πέρασμα των αιώνων διαρκώς και τα έσοδα των ευαγών
αυτών οίκων, ή ευαγών σεκρέτων, υπερέβαιναν τα έξοδα της συντήρησής τους,
συσσωρεύτηκε κάτω από τον έλεγχο των πολυάριθμων και διάσπαρτων στη βυζαντινή
επικράτεια μονών ένας τεράστιος γαιοκτητικός πλούτος8. Σχεδόν σε όλες τις
διαθήκες που έχουν διασωθεί από εκείνη την εποχή, και αφορούν κάποιον μεγαλογαιοκτήτη
ή αξιωματούχο, αναφέρεται κάποιο κληροδότημα σε κάποιο μοναστήρι, κτημάτων,
αυλών, αμπελώνων, ενοικιακών και ζευγηλατείων, ακόμα και ολόκληρης περιουσίας9.
Από την εποχή του Μέγα Κωνσταντίνου τα μοναστήρια απολάμβάνουν μια σειρά
προνομίων, ανάμεσα σε αυτά και της φορολογικής ατέλειας (εξκουσίας) 10.
Είναι κατανοητό ασφαλώς
ότι η ανάπτυξη των μοναστηριακών γαιών επιβάρυνε την μικρή γαιοκτησία και τα
ελευθεριακά χωριά, τα οποία αποτελούσαν τη βασική πηγή εσόδων της
Κωνσταντινούπολης11. Όσο τα μοναστήρια και ο πληθυσμός των μοναχών αυξανόταν
τόσο οι αγροτικές κοινότητες υστερούσαν σε ανθρώπινο δυναμικό και διογκώνονταν
τα φορολογικά τους βάρη, καθώς σε αυτές διαμοιράζονταν οι οφειλές των
απαλλασσόμενων μοναχών. Αυτή η κατάσταση δημιούργησε ένα φαύλο κύκλο σε βάρος
του αυτοκρατορικού συστήματος. Πολύ συχνά τα ελευθεριακά χωριά απλώς
αδυνατούσαν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της διοίκησης. Για αυτόν τον λόγο
αρκετοί αυτοκράτορες επιχείρησαν να εφαρμόσουν μέτρα περιορισμού της μοναστικής
γαιοκτησίας. Ίσως η τολμηρότερη και περισσότερο αποτελεσματική ήταν η
προσπάθεια που έγινε από τον Νικηφόρο Φωκά. Στη νεαρά του 964 μ.Χ. ο Φωκάς λέει
πως εφόσον η φανερή πλέον ασθένεια της αυτοκρατορίας είχε διαδοθεί πολύ στα
μοναστήρια και σε «άλλα ιερά ιδρύματα», και η απόκτηση τεράστιων κτημάτων και
πολυάριθμων οπορωφόρων δένδρων δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ευαγγελική επιταγή,
για να δοθεί ένα τέλος σε αυτή την κατάσταση έπρεπε να αποβληθεί το «θεομίσητο
κακό της φιλοδοξίας», και απαγόρευσε για τον λόγο αυτό «την ίδρυση νέων
μοναστηριών και την ενίσχυσή τους με δωρεές και τη συντήρηση παλαιών
μοναστηριών, νοσοκομείων και ξενώνων ή την παροχή δωρεών σε μητροπολίτες και
επισκόπους». Όμως το τέλος της εικονοκλαστικής περιόδου είχε τελεσίδικα λήξει
υπέρ του κληρικαλισμού, και είχε αποδειχτεί πλέον ότι τίποτα δεν μπορούσε να
αναχαιτίσει το μοναστικό κίνημα. Έτσι το σκληρό διάταγμα του Φωκά ακυρώθηκε
λίγο αργότερα από τους διαδόχους του12.
Το ζήτημα που τέθηκε τώρα, ήταν με ποιό
τρόπο θα αξιοποιούταν η περιουσία των μοναστηριών για τις αυξανόμενες ανάγκες
της αυτοκρατορίας. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα από τον 10ο αιώνα
και κυρίως από τη δυναστεία των Κομνηνών, οι αυτοκράτορες άρχισαν να αναζητούν
τρόπους να εκκοσμικεύσουν την περιουσία της Εκκλησίας προς όφελος των αυξημένων
αναγκών της αυτοκρατορίας, και γι’ αυτό κατέφυγαν συχνά στην πρακτική της
απαλλοτρίωσης των αφιερωμένων κτημάτων. Η ένταση αυτού του φαινομένου αυξάνεται
όσο μειώνεται η ικανότητα της αυτοκρατορίας να αντιμετωπίσει αποφασιστικά τη
συστημική της κρίση, τη δημοσιονομική χρεωκοπία και την πίεση που δεχόταν στα
σύνορα από τις αλλεπάλληλες επιδρομές. Αν και γνωρίζουμε περιπτώσεις όπου
δημεύτηκε ακόμα και η πρόσοδος των μοναστηριακών κτημάτων και τα κινητά
κειμήλια των εκκλησιών, η βασική μορφή εκκοσμίκευσης για την οποία γίνεται
συνήθως λόγος είναι η αναδιανομή της μοναστηριακής γης στους βυζαντινούς
στρατιώτες – γεωργούς, και κυρίως τους προνοιάριους, τους χαμηλόβαθμους
στρατιωτικούς ευγενείς, που αποτελούσαν τον σπόνδυλο της αυτοκρατορικής
στρατιωτικής δύναμης.
Ο ρητορικός του Νικόλαου
Καβάσιλα, Λόγος περί των παρανόμως τοῖς ἄρχουσιν ἐπί τοῖς ἱεροῖς τολμωμένων,
αποτελεί ένα σημαντικό ντοκουμέντο των ύστερων βυζαντινών χρόνων για τη διαμάχη
της εκκοσμίκευσης του μοναστηριακού πλούτου. Ταυτόχρονα είναι και ένα περίτεχνο
πολιτικό κείμενο που γράφτηκε με σκοπό να νουθετήσει τους τάς Ἐξουσίας και τους
πολιτικούς άρχοντες. Στον ρητορικό του ο Καβάσιλας ψέγει για κακοδιοίκηση τους «επιμελητές
των κοινών» και βρίσκει την αφορμή να τους δώσει μερικές χρήσιμες, κατά την
κρίση του, συμβουλές, για τις αρετές που πρέπει να διέπουν τον ηγεμόνα.
Επομένως ο λόγος του θα πρέπει να τοποθετηθεί στην παράδοση των «ηγεμονικών
κατόπτρων» (speculum
principis),
όρος που αποδίδονταν σε νουθετικά ή παραινετικά κείμενα αφιερωμένα προς τους
αυτοκράτορες του Βυζαντίου ή τους ηγεμόνες της Δύσης13. Ο Καβάσιλας δεν ήταν ο
πρώτος που ασχολήθηκε με το ζήτημα της δήμευσης των μοναστηριακών κτημάτων και
της εκκλησιαστικής περιουσίας. Πολύ πριν ο ίδιος ασχοληθεί συγγραφικά με την
έριδα της εκκοσμίκευσης, το μοναστικό κίνημα είχε διαγράψει μια μακρά ιστορία
αντιπαραθέσεων με τους αυτοκράτορες για το ζήτημα αυτό, γεγονός που σημαίνει
ότι στο έργο του αναπαράγονται τόποι και επιχειρήματα που είχαν ήδη διαμορφωθεί
από προγενέστερες διαμάχες. Έτσι για παράδειγμα, ο αυτοκράτορας Αλέξιος
Κομνηνός (1056-1118), για να μετριάσει την αντίδραση που είχε προκαλέσει η
δήμευση των μοναστηριακών κτημάτων και των ιερών σκευών της Εκκλησίας για την
κοπή νομισμάτων που είχε εφαρμόσει ο ίδιος, προέβηκε σε ένα είδος αυτοκριτικού
λόγου, παρόμοιου με εκείνου του Καβάσιλα, εκδίδοντας νεαρά με τον τίτλο Περί
του ἀπέχειν τῆς χρήσεως ἱερῶν σκευῶν δῖα δημοσίας ἀνάγκας14.
(συνεχίζεται
στο μέρος β΄)
Κεντρική
φωτογραφία: Ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ προσκυνάει τον παντοκράτορα Χριστό (μωσαϊκό
της Αγίας Σοφίας)
†
6
Για την ιστορική διαδρομή του θεσμού του χαριστίκιον και τις σχέσεις
αυτοκρατορίας και Εκκλησίας επάνω στο θέμα της μοναστηριακής περιουσίας βλ. Peter
Charanis, The Monastic Properties and the State in the Byzantine Empire,
Dumbarton Oaks Papers, Vol. 4 (1948).
7
Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, Το πολίτευμα και οι θεσμοί της βυζαντινής
αυτοκρατορίας, Αθήνα, 2004, σελ. 235.
8
Όπως αναφέρει ο ιστορικός Παναγιώτης (Peter) Χαρανής υπολογίζεται πως από τον
8ο αιώνα και μετά το ένα τρίτο περίπου της διαθέσιμης καλλιεργήσιμης γης του
Βυζαντίου ήταν στην κατοχή της Εκκλησίας και των μοναστηριών. Peter Charanis, The Monastic
Properties and the State in the Byzantine Empire, Dumbarton Oaks Papers, Vol. 4
(1948), σελ. 54
& 118.
9
Κιουσοπούλου Τόνια, Οι «αόρατες» βυζαντινές πόλεις στον ελλαδικό χώρο
(13ος-15ος αιώνας), 2013, εκδ. Πόλις, σελ. 84-85.
10
Κατά την περίοδο της εικονομαχίας, όπου και η κοσμική εξουσία έκανε ολομέτωπο
αγώνα κατά του μοναστικού φαινομένου, ο αριθμός των μοναχών του Βυζαντίου
έφτανε τους 100.000 (στο σύγχρονο ελληνικό κράτος δεν υπερβαίνουν τους 6.000).
11«Την
εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων η μοναστηριακή γαιοκτησία είχε αποκτήσει
ασυνήθιστες διαστάσεις και συχνά διευρύνονταν εις βάρος των ελεύθερων χωρικών»,
Vasiliev Alexander Alexandrovich,
Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (324-1453), τόμος Ι,1995, εκδοτικός
οργανισμός πάπυρος, σελ. 425.
12
Το διάταγμα αυτό καταργήθηκε το 976 από τον Βασίλειο Β’, ο οποίος όμως
προσπάθησε αργότερα να το επαναφέρει. Στο ίδιο, σελ. 426.
13
Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών, εκδ. Βάνιας, 1992, σελ.
15.
14
Vasiliev Alexander Alexandrovich, Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
(324-1453), τομ. ΙΙ, 1971, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος, σελ.132.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου