«Πτωχοπροδρομικά», μια σύνθετη λέξη που υποδηλώνει τον πτωχό άνθρωπο των γραμμάτων και κρύβει το επίθετο ενός ξεχωριστού λογίου του 12ου αι., του Θεοδώρου Προδρόμου.
Ποια η αξία των «Πτωχοπροδρομικών», τα οποία μόλις τώρα κυκλοφόρησαν στη σειρά «Βυζαντινοί Συγγραφείς» από τις εκδόσεις «Ζήτρος»; Στο ερώτημα αυτό απαντά ο Wolfram Hörandner: Τα ποιήματα αυτά παραμένουν «πλούσιος θησαυρός πληροφοριών για την πνευματική, λογοτεχνική και γλωσσική ιστορία του Βυζαντίου».
Δημιουργός αυτών των ποιημάτων ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ένας τέλειος γνώστης και χειριστής των μυστικών της ποιητικής τέχνης, όπως τον χαρακτηρίζει στην πολύτιμη –για τους μελετητές του Πρόδρομου– εισαγωγή ο ομότιμος καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας Βασίλης Κατσαρός. Η μετάφραση των ποιημάτων από τον Θ. Μαυρόπουλο, ο οποίος δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο το έργο, σέβεται το κείμενο αλλά και τον αναγνώστη, αφού δεν λειτουργεί αυτόνομα από αυτό.
Τέσσερα τα ποιήματα που συνέθεσε ο «επαίτης» ποιητής και αξίζει να περιδιαβούμε εν συντομία στο περιεχόμενό τους.
Στο πρώτο ποίημα, κυρίαρχο θέμα είναι τα βάσανα που υφίσταται ένας άνδρας από τη γυναίκα του. Εκείνος είναι άνεργος, ανεπρόκοπος και τεμπέλης, ενώ εκείνη άξια και εργατική νοικοκυρά, η οποία τον θεωρεί αίτιο της κακοτυχίας της, τον βρίζει και μερικές φορές τον κλειδώνει έξω από το σπίτι ή τον κυνηγά με το σκουπόξυλο.
Στο δεύτερο ποίημα, ο ποιητής απευθύνεται στον ευεργέτη του σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, ο οποίος πρέπει να γνωρίζει τις ανάγκες που έχει ένα σπιτικό, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στα έξοδα για την κάλυψή τους. Ο Πρόδρομος ζητεί από τον ευεργέτη του να τον βοηθήσει οικονομικά, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που έχει ένα σπιτικό, και να του εξασφαλίσει έτσι μια άνετη ζωή. Το ζητεί μάλιστα ανερυθρίαστα: «Αλήθεια, δίνεις μου πολλά, μα αν τα συμψηφίσεις,/δε φτάνουν για τετράμηνο και διόλου δε με σώζουν».
Στο τέταρτο και
τελευταίο ποίημα ένας άσημος, φτωχός και αγαθιάρης μοναχός περιγράφει τη ζωή
του στο μοναστήρι, θέμα αγαπημένο στην κοινωνία της υστεροβυζαντινής περιόδου.
Ο μοναχός αυτός επέλεξε να εγκαταβιώσει σε μοναστήρι, ελπίζοντας πως θα έλυνε
διά παντός το πρόβλημα επιβίωσης και θα εξασφάλιζε μια άνετη ζωή. Αντ’ αυτού
διαπίστωσε πως η καλή ζωή και τα πλούσια γεύματα στο μοναστήρι ήταν για τον
ηγούμενο και όσους είχαν μια ανώτερη θέση. Για τους υπόλοιπους «νηστεία και
προσευχή». Ο σατιρικός χαρακτήρας αυτών των ποιημάτων μετατρέπει την ανάγνωση
τους σε ευχάριστη ανάπαυλα από τις καθημερινές φροντίδες και μέριμνες, ενώ μας
φέρνει και πιο κοντά σε άγνωστες πτυχές της καθημερινότητας των βυζαντινών.
*Ο κ. Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης είναι φιλόλογος στα Ιδιωτικά Εκπαιδευτήρια Ν. Μπακογιάννη, δρ Βυζαντινής Φιλολογίας ΑΠΘ
Πηγή:
Χ. Στεργιούλης, Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου