ΚΕΦ. 13: ΚΕΙΡΩ
ΚΕΙΡΩ, ἡ ἐτυμολογία του δαιδαλώδης· προέρχεται ἐκ τοῦ ῥήματος <<κέρρω>> κι αὐτὸ μὲ τὴν σειρά του δημιουργήθηκε ἐκ θέματος κερσ-/κορσ-/κορρ-/κουρ-· σημαίνει κουρεύω, κόπτω. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀκόμη ῥῆμα ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦμε καὶ ἑμεῖς ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ ὑφήλιος ἀμέτρητες φορὲς στὸν καθημερινόν μας λόγον.
Ἡ πρώτη λέξις ποὺ μᾶς ἔρχεται στὸν νοῦν ὅταν συναντήσουμε αὐτὸ τὸ ῥῆμα καὶ είδικὰ ὅταν μᾶς ἐμφανιστεῖ μὲ τὸ θέμα <<κουρ->> εἶναι ἡ λέξις ΚΟΥΡΕΥΣ. Κουρεὺς κυριολεκτικῶς εἶναι <<ὁ κόπτων τὴν κόμην καὶ τὴν γενειάδαν τῶν ἀνδρῶν>> καὶ διαφέρει ἀπὸ τοῦ κομμωτοῦ, διότι ὁ μὲν ἁπλῶς κείρει τὴν κόμην, ἐνῶ ὁ ἄλλος δὲν τὴν κόβει μόνον, ἀλλὰ τὴν κομεῖ ( =φροντίζω) κιόλας μὲ διάφορα σαπούνια, λάδια, κρέμες κλπ, ἀλλὰ καὶ τὴν κομμωτίζει ( =καλλωπίζω, χτενίζω), ἄλλοτε δημιουργώντας διάφορες περίτεχνες κομμώσεις πλέκοντάς την, στολίζοντάς την μὲ ἄνθη, φτιάχνοντας κορύμβους ( =κότσους) μὲ ἀναδέσμες κλπ, καὶ ἄλλοτε βάφοντάς την. Γι’αὐτὸ καὶ τὰ μέρη ποὺ πηγαίνουν σήμερα οἱ ἄνδρες νὰ κόψουν τὰ μαλλιά τους λέγονται ΚΟΥΡΕΙΑ, ἐνῶ τὰ ἀντίστοιχα τῶν γυναικῶν λέγονται κομμωτήρια. Καὶ ἐδῶ μιὰ μικρὴ παρένθεσις ἀπὸ τὸ βιβλῖο <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>> γιὰ νὰ γίνουν κατανοητὰ κάποια πράγματα, ἐδῶ ποὺ φτάσαμε:
[ Τὸ νὰ βάφῇ ἕνας ἄνδρας τὰ μαλλιά του ἐθεωρεῖτο ἄξιον ἐμπαιγμοῦ: <<Ἐμέλαινε ( > μέλας =μαύρος, σκούρος) τὰς ἑαυτοῦ τρίχας ὁ Λυσικράτης! >>, <<Δημήτριος ὁ Φαληρεὺς τὴν τρίχα τὴν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ξανθιζόμενος! >>, Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, ΑΝΝΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ. Στὸ ἴδιο βιβλῖο μάλιστα ἀναφέρεται καὶ ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ Αἰλιανοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει καταγράψει τὴν ἐξῆς ἱστορία ( σὲ νεοελληνική ἐλεύθερη ἀπόδοσιν): Ἄνδρας ἀπὸ τὴν Χίο καταφτάνει στὴν Λακεδαίμονα, ὤν ἤδη γέρος…καὶ τὴν γκρίζα τρίχα (του) προσπαθεῖ μὲ βαφὴ νὰ τὴν ἀφανίσει ( νὰ τὴν κρύψει). Λοιπὸν ἀφοῦ κατέφτασε εἶπε αὐτά, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔκανε ὁλόκληρο ταξίδι γιὰ νὰ τὰ πῇ. Ἀφοῦ σηκώθηκε ὄρθιος ὁ Ἀρχίδαμος εἶπε: Τί τὸ καλὸ θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ αὐτός, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον στὴν ψυχὴ τὸ ψεῦδος, ἀλλά καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὸ περιφέρει;].
Ἄλλη μία λέξις, ἡ ὁποία μᾶς ἔρχεται ἐντόνως στὸ μυαλὸ στὸ ἄκουσμα τοῦ θέματος <<κουρ->> τοῦ <<κείρω>> εἶναι καὶ ὁ ΚΟΥΡΟΣ. Κοῦρος λέγεται τὸ ἀγόρι τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας καὶ αὐτὸ διότι ὅταν ἔφτανε τὸ ἀγόρι στὴν ἥβη του ἔκοβε τὰ μαλλιά του καὶ ξύριζε τὸ χνούδι, τὸ γένειόν του. Κι ἀπὸ αύτὸν ὀνομάστηκαν καὶ οἱ κούροι , οἱ ἀνδριάντες δηλαδὴ ποὺ ἀναπαριστοῦν ἕναν νεαρὸν ἄνδρα, ἕνα παλληκάρι, ἕναν ἔφηβον.
[ Ὁ Κούρος τῆς Ἀναβύσσου ( περιοχὴ στὴν ὁποία βρέθηκε τὸ 1937), ἤ Κοῦρος τοῦ Κροίσου ἤ Κοῦρος ἐν Προμάχοις, εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐντυπωσιακοὺς ἀνδριάντες τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου, μὲ ὕψος 1,95 καὶ χρονολογεῖται γύρω στὸ 530 π.Χ. Εἶναι κατασκευασμένος ἀπὸ παριανὸ μάρμαρο. Ἐπιγραφὴ στὴν βάσιν τοῦ γλυπτοῦ μαρτυρεῖ πὼς ἀναπαριστᾶ ἕναν πολεμιστή, ὁ ὁποῖος ἔπεσε νεκρὸς σὲ κάποια μάχη, πολεμώντας στὴν πρώτη γραμμή ( ἐξ οὗ καὶ κοῦρος ἐν προμάχοις) καὶ ὁ ὁποῖος ἐλέγετο Κροῖσος. Συγκεκριμένα γράφει: ΣΤΕΘΙ ΚΑΙ ΟΙΚΤΙΡΟΝ ΚΡΟΙΣΟ ΠΑΡΑ ΣΕΜΑ ΘΑΝΟΝΤΟΣ ΗΟΝ ΠΟΤ ΕΝΙ ΠΡΟΜΑΧΟΙΣ ΟΛΕΣΕ ΘΟΡΟΣ ΑΡΕΣ ( = Στάσου καὶ θρήνησε στὸν τάφο τοῦ θανόντος Κροίσου, τὸν ὁποῖον, ὅταν πολέμησε ἀνάμεσα στοὺς προμάχους/στὴν πρώτη γραμμή, ἀφάνισε ὁ φοβερὸς Ἄρης). Ὁ κοῦρος αὐτός ἦταν προϊὸν ἀνασκαφῆς ἀρχαιοκαπήλων, οἱ ὁποῖοι βάρβαροι γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ τὸν φυγαδέψουν στὸ Παρίσι καὶ νὰ τὸν πουλήσουν, τὸν ἔκοψαν μὲ πριόνι σὲ 2 κομμάτια. Εὐτυχῶς ἐπεστράφη σχεδὸν ἕναν χρόνον ἀργότερα καὶ ἐπανασυναρμολογήθηκε. Μέχρι σήμερα ἐκτίθεται στὸ Ἐθνικὸν Ἀρχαιολογικὸν Μουσεῖον.]
Καὶ ἐπειδὴ αὐτὰ τὰ παλληκάρια [ > πάλλω ( =τραντάζω, κινῶ ὁρμητικά) +κάρα ( =κεφάλι), ὅπως στὸν πόλεμο] διακρίνονται γιὰ τὴν ὁρμητικότητά τους - καὶ δὲν θὰ γινόταν κι ἀλλοιῶς βέβαια, ἐφόσον βρίσκονταν ἐπί τῆς ἥβης ( =νεότητος) τους καὶ <<βράζει τὸ αἷμα τους>> -, ἔγιναν συνώνυμον τῶν μαχίμων ἀνδρῶν, τῶν ΕΠΙΚΟΥΡΩΝ ( <<οἱ τοῖς πολεμουμένοις βοηθοῦντες>>, ΠΕΡΙ ΟΜΟΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΛΕΞΕΩΝ, ΑΜΜΩΝΙΟΣ), οἱ ὁποῖοι σπεύδουν νὰ φροντίσουν ( βλ. κορέω), τρέχουν ( βλ. λατιν. curro) νὰ βοηθήσουν, νὰ συν-δράμουν τοὺς - ἡλικιακῶς- ἄνδρες στὴν ὑπεράσπισιν καὶ στὴν προστασία τῆς πόλεώς τους, τοῦ οἶκου τους, τῆς πατρίδος τους κλπ.
Ἀπ’αὐτὸ τὸ ῥῆμα προέρχεται καὶ τὸ ΚΟΡΟΪΔΟ (< κείρω +γίδι), τὸ γνωστὸν στοὺς Κρητικοὺς ὡς ΚΟΥΡΑΔΙ. Κουρόγιδα/κουράδια λέγονται τὰ πρόβατα καθῶς τὰ κουρεύουμε γιὰ νὰ πάρουμε τὸ μαλλί τους [ καὶ ὄχι μόνον βλ. carne ( =κρέας), chair ( =σάρκα), ὅλα ἀπὸ τὸ λατιν. caro κι αὐτὸ ἀπὸ τὸ δικό μας <<κείρω>> ].
Καὶ βέβαια ἀπὸ τὴν πώλησι τῶν κεκαρμένων ἐρίων (=κουρεμένων μαλλιῶν) τους, οἱ αἰγοτρόφοι βγάζουν ΚΕΡΔΟΣ [> κείρω +ἔρδω ( =πράττω, ῥέζω, ποιῶ ἔργον), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸ ἀγοράζουν θὰ βγάλουν κέρδος, καθ’ὅτι θὰ τὸ επεξεργαστοῦν καὶ θὰ φτιάξουν χίλια δυὸ πράγματα γιὰ νὰ καλύψουν τὶς ἀνάγκες τους. Τὸ κορόιδο κυριολεκτικῶς λοιπὸν εἶναι τὸ γίδι ποὺ προορίζεται γιὰ κούρεμα, ὥστε νὰ μᾶς δώσῃ κέρδος. Γι’αυτὸ καὶ εἶναι ὑποτιμητικὸν νὰ πιάνεται κάποιος κορόιδο καὶ γι’αυτὸ καὶ ὅταν ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΙΣ κάποιον, ἐπὶ τῆς οὐσίας τὸν περιπαίζεις, τὸν ἐμπαίζεις καὶ τὸν ἐξαπατᾶς γιὰ νὰ σοῦ παράγῇ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΟ κέρδος. Βεβαίως καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, τὸ ῥῆμα κοροϊδεύω ἀπέκτησε καὶ τὴν ἔννοια τοῦ χλευασμοῦ καὶ τῆς εἰρωνικῆς συμπεριφοράς.
Καὶ μιᾶς καὶ ἀναφέρθηκε ἡ λέξις <<ξεκούραστος>>, πρέπει νὰ εἰπωθῇ πὼς καὶ ἡ ΚΟΥΡΑΣΗ ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ <<κείρω>> καὶ συνδέεται ἐννοιολογικῶς πρωτίστως μὲ τὴν τιμωρία ( ἡ τιμωρία τῶν παραβατῶν καὶ μοιχαλίδων στὰ βυζαντινὰ χρόνια ἦταν ἡ διαπόμπευσις, ποὺ ὡς πρώτη ἐνέργεια περιελάμβανε τὸ κούρεμα. Φυσικά, εἶναι εὔκολο νὰ γίνει κατανοητὸ πὼς γιὰ τὸν διασυρόμενο ὅλος αὐτὸς ὁ δημόσιος ἐξευτελισμός, τοῦ προκαλοῦσε καὶ σοβαρὸ ψυχικὸ κάματο καὶ ἄλγος). Στὶς μέρες μας ἡ <<κούραση>> πέρασε κυρίως ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς σωματικῆς κοπώσεως, παρὰ τῆς ψυχικῆς. Εἶναι δὲ ἄξιον ἀναφοράς πὼς ἡ λαϊκή σοφία μέσω ἐκφράσεων ὅπως << μοῦ φαίνεσαι κομμένος ( =κουρασμένος)>>, <<ἄσ’τὸν νὰ κουρεύεται ( =ἐξευτελίζεται) , ἄντε κουρέψου >> κλπ ἔχει κατανοήσει αὐτὴν τὴν βαθειὰ σύνδεσιν μεταξὺ τῶν ἐτύμων!
[ Ὁ Φείδων τοῦ Ἄργους. Τὸ πρῶτο ἑλληνικὸ νόμισμα-κέρμα, τὸ ὁποῖο ἀντικατέστησε ἐπισήμως τὸν ἀντιπραγματισμὸ στὰ πλαίσια ἑνὸς νέου σταθμικοῦ συστήματος ( γνωστὸν ὡς Φειδώνιον), τὸ ἔκοψε ὁ Φείδων τοῦ Ἄργους τὸν 8ο αι. π.Χ. στὴν Αἴγινα ( πανάρχαιον ἐμπορικόν κέντρον), στὴν ὁποία ἦταν κυρίαρχος. Τὸ πρῶτο αὐτὸ κέρμα ἀπεικόνιζε μία θαλάσσια χελώνα καὶ κυριάρχησε στὴν διακίνησιν τοῦ ἐμπορίου μέχρι νὰ ἐκτοπιστῇ ἀπὸ τὴν δραχμή. ]
Κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖον ἐπειδὴ ἀκριβῶς κόβεται, ἔχει πάρει τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ <<κείρω>>, εἶναι τὸ ΚΕΡΜΑ. Κέρμα εἶναι τὸ τεμάχιον, τὸ κομματάκι δηλαδὴ ἑνὸς μεγαλυτέρου σὲ ὄγκον -συνήθως ὄχι μεγάλης ἀξίας- μετάλλου, ποὺ χρησιμεύει ὡς νόμισμα ( φέρει νενομισμένη/καθιερωμένη ἀξία) γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι ἀγοραπωλήσεων. Καὶ ἀπ’αὐτὸ γεννήθηκαν ἀμέτρητες ἄλλες λέξεις, ὅπως τὸ ῥῆμα ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΖΩ, τὸ ὁποῖον δεικνύει λεπτομερῶς τὴν συντριβή, τὸ σπάσιμο σὲ πολλὰ μικρά-μικρὰ κομματάκια. Γι’αὐτὸ καὶ χρησιμοποιεῖται καὶ μεταφορικῶς γιὰ νὰ ὑποδηλώσῃ τὴν ὁλική καταστροφή, τὴν ἐξολόθρευσιν τινός, τὸν ΚΕΡΑΪΣΜΟΝ του.
Ὁ Ἀπόλλων τοῦ Kassel. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ παρατσούκλια τοῦ Ἀπόλλωνος εἶναι ΑΚΕΡΣΟΚΟΜΗΣ, διότι δὲν κείρει τὴν κόμην του ( <<ἀπενθὴς γὰρ ὁ θεός>>, Μ.Ε. κι αὐτὸ διότι συνηθίζετο νὰ κόβουν τὰ μαλλιά τους κοντὰ ὡς ἔνδειξιν πένθους. Ὁ Ἀπόλλων ὡς θεός τοῦ φωτὸς ἀπεχθάνεται τὸ σκότος τοῦ θανάτου καὶ εἶναι πάντα νηπενθής ). Τὸ ὄνομά του ὀφείλεται στὴν πόλιν Kassel τῆς Γερμανίας, ὅπου βρίσκεται τὸ πληρέστερα σωζόμενο ἀντίγραφο. Εἶναι προφανές ὅτι τὸ ἄγαλμα εἰκονίζει τὸν θεὸν Ἀπόλλωνα, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὰ νεανικά του χαρακτηριστικὰ καὶ τὰ μακριὰ μαλλιά του. Ἡ φαρέτρα, τὴν ὁποία ὁ ἀντιγραφεὺς ἀπεικόνισε στὸ ἀναγκαῖο στήριγμα τοῦ μαρμάρινου ἀντιγράφου, ἐπιτρέπει καὶ αὐτὴ νὰ ταυτίσουμε τὸν τοξότη θεό. Στὸ δεξιὸν χέρι ὁ Ἀπόλλων εἶχε τόξο καὶ βέλος· τί κρατοῦσε στὸ ἀριστερὸ δὲν γνωρίζουμε μὲ βεβαιότητα, εἶναι ὅμως πιθανὸν ἀπὸ τὴν θέσιν τῶν δαχτύλων ὅτι ἦταν ἕνα μικρὸ ἔντομο, μιὰ ἀκρίδα. Ἄν εἶναι ἔτσι τὸ ἄγαλμα εἰκονίζει τὸν Ἀπόλλωνα Παρνόπιο [ ἐπίθετο ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξι πάρνοψ ( = ἕνα εἶδος ἀκρίδος)], ἔργο τοῦ μεγάλου Ἀθηναίου γλύπτη Φειδία, ποὺ εἶδε στὴν Ἀκρόπολι ὁ περιηγητὴς Παυσανίας (Ἑλλάδος περιήγησις 1.24.8):«Ἀντίκρυ ἀπὸ τὸν ναό ( τὸν Παρθενῶνα) ὑπάρχει χάλκινο άγαλμα τοῦ Ἀπόλλωνος ποὺ λένε πὼς εἶναι ἔργο τοῦ Φειδία· τὸν ὀνομάζουν Παρνόπιο, γιατὶ ὅταν κάποτε ὁ τόπος μαστιζόταν ἀπὸ ἀκρίδες ( πάρνοπες) ὁ θεὸς εἶπε πὼς θὰ τὶς ἀποτρέψει ἀπὸ τὴν Ἀττικὴ καὶ εἶναι γνωστὸ πὼς τὶς ἀπέτρεψε, δὲν σώζεται ὅμως παράδοσις κατὰ κάποιον τρόπο.» }
Ἀκόμη, ἡ λέξις ΧΡΟΝΟΣ γιὰ κάποιους παλαιοὺς σχολιαστὲς ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ ἴδιο ῥῆμα καὶ ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ὁ μῦθος τοῦ Κρόνου, ὁ ὁποῖος <<ἔτρωγε>> τὰ παιδιά του ( <<Ἐν δὲ τῶι χρόνῳ πάντα γίνεται καὶ φθείρονται>>, Ι. Φιλόπονος). Καὶ τὸ μικρότερον τμῆμα χρόνου, λέγεται ΚΑΙΡΟΣ, καθ’ὅτι εἶναι ἕνα ἀποκεκομμένο μέρος τοῦ χρόνου ( << Καιρὸς μὲν ἐστὶ μέρος χρόνου, χρόνος δὲ καιρῶν πολλῶν σύλληψις>>, Ἀμμώνιος).
ΑΚΑΡΗΣ ἀπ’τὴν ἄλλην εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν δύναται νὰ καρῇ ( =νὰ κοπῇ) σὲ μικρότερα κομμάτια, ἐξ οὗ καὶ ὁ ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ σημαίνει τὸν στιγμιαῖον. Ἀπ΄αυτὸ καὶ τὰ ΑΚΑΡΕΑ, τὰ ὁποῖα ἐλέχθησαν ἔτσι διότι πρῶτον εἶναι ἀπειροελάχιστα σὲ μέγεθος καὶ ἔπειτα διότι δὲν ἔχουν ἐντομὲς ποὺ νὰ χωρίζουν τὸ κεφαλοθώρακα ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπον σῶμα, ἀλλὰ δείχνουν συμπαγή. Ἄλλος ἕνας ποὺ δὲν δύναται νὰ κοπῇ, νὰ καταστραφῇ εἶναι καὶ ὁ ΑΚΕΡΑΙΟΣ. Γι’αὐτὸ καὶ σημαίνει τὸν ἄθικτο, τὸν σῶο, τὸν ἀπείραχτο καὶ γι’αὐτό καὶ στὰ μαθηματικὰ ὀνομάζονται ἔτσι οἱ ἀριθμοί ποὺ εἶναι ὁλόκληροι (0,±1,±2,±3 κλπ) καὶ γι’αὐτὸν τὸν λόγο ἀπορρίπτουν ὁποιαδήποτε ὑποδιαστολὴ δίπλα τους. Καὶ ἀπ’αὐτὸν κάποιος ποὺ φαίνεται ἀπαραβίαστος, ἀνόθευτος καὶ ἀμιγής λέγεται ΑΚΡΑΙΦΝΗΣ ( > ἀκεραιοφανής > ἀκέραιος +φαίνομαι).
Ἐπιπλέον, μία ἀκόμη λέξις, ἡ ὁποία γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ῥῆμα εἶναι καὶ ἡ λέξις ΚΗΡ [ > κήρ ( =θάνατος), σὲ ἀντιδιαστολή μὲ τὸ κέαρ-κῆρ ( =καρδιά) ]. ΚΗΡΕΣ ἐλέγοντο οἱ θεότητες τῆς καταστροφῆς καὶ τοῦ ὀλέθρου. Ἐξ οὗ καὶ ἡ ΑΚΗΡΑΤΟΣ νόσος, ἡ ὁποία νόσος δὲν μπορεῖ νὰ ἐξολοθρευτῇ, εἶναι ἀνίατος, ἀλλὰ καὶ ἡ ΚΗΡΑ ( =η φθορά), ποὺ ἔδωσε στοὺς ἀλλοθρόους λέξεις γιὰ νὰ ἐκφράζουν τὸν ἀναθεματισμό τους, τὴν κατάρα τους, ὅπως ἀγγλ. curse, φινλ. kirous, καζακστ. қарғыс κλπ.
Ἔπειτα, μιᾶ λέξις μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον εἶναι καὶ ὁ ΚΟΡΜΟΣ. Κορμὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ κόπτεται ἀπὸ ἕνα δένδρο μὲ σκοπὸ νὰ χρησιμοποιηθῇ καὶ νὰ καλύψῃ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ τὸ κύριον στέλεχος τοῦ δένδρου ἀποκεκομμένων τῶν κλάδων. Ὑπὸ αὐτήν του τὴν ἔννοια κατέληξε νὰ σημάνει καὶ τὸ κύριο μέρος τοῦ σώματος, τὸν κορμό, αὐτὸ ποὺ λέμε ΚΟΡΜΙ. Αὐτή του ἡ ἔννοια ἔμελλε νὰ γονιμοποιήσει καὶ τὸν παγκόσμιον λόγον (μέσω τοῦ κορσὸς ἀντὶ κορμός), ποὺ τὸ ἀπεκάλεσε λατινιστὶ corpus, ἰσπαν. cuerpo, γαλλ. corps, γερμ. Körper, ἰταλ. corpo, ἀγγλ. corpus, νορβ./σουηδ. Kropp κοκ. Καὶ αὐτὸ ἔδωσε σὲ ἑμᾶς πίσω ἀντιδάνειο μέσω τῆς ἐγγονῆς τῆς γλώσσης μας, ἰσπανικῆς, τὸν ΚΟΡΣΕ ( ισπαν. corsé, γαλλ. corset, corsage, ιταλ. corsetto κλπ), ὁ ὁποῖος ἔρχεται καὶ ἐπαφίεται στὸ κορμὶ μας καὶ τὸ σφίγγει, << κόβοντάς>> μας λίγα κιλά.
Τέλος, ἀξίζει ὡς ἐπίλογος νὰ σημειωθεῖ πὼς καὶ ἡ ἔκφρασις << κόβει τὸ μάτι του>> δὲν εἶναι σύγχρονη ἐφεύρεσις τῶν Ἑλλήνων. Καὶ αὐτὸ ἀποδεικνύεται περίτρανα ἀπὸ τὴν λέξιν ΚΕΡΣΟΒΛΕΠΤΗΣ ( > κείρω +βλέπω) ποὺ χρησιμοποιοῦσαν συχνὰ γιὰ νὰ ὑποδείξουν τὸν εὔστροφο, τὸ σαΐνι ποὺ λέμε σήμερα, αὐτὸν ποὺ κόβει τὸ μάτι του.
Οἱ πληροφορίες ἀντλήθηκαν ἀπὸ τὰ βιβλῖα: << Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ>>, ΑΝΝΑ ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ, <<ΠΕΡΙ ΟΜΟΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΛΕΞΕΩΝ>>, ΑΜΜΩΝΙΟΣ, <<ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ>> ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ, ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ <<LIDDELL- SCOTT>> καὶ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΣΕΛΙΔΑ <<Η ΠΥΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ>
Αρχική
Φ: Ατρέας Δούμουρας /www.facebook.com/
https://ellinondiktyo.blogspot.com/2020/09/blog-post_93.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου