Η Γέννηση
του Χριστού: Τοιχογραφία στην εκκλησία του Σταυρού του Αγιασμάτι στο χωριό
Πλατανιστάσα, 1494
|
Μετά από προσεκτική επιτόπια έρευνα και μακρόχρονη εξέταση
που πραγματοποίησα σε εκατοντάδες παλαιότερες και νεότερες τοιχογραφίες και
φορητές εικόνες στον ευρύτερο ελληνικό χώρο, τις όμορες χώρες Βουλγαρία, Σερβία
και Τουρκία και ακόμη στη Ρωσία και την Παλαιστίνη και αφού μελέτησα με προσοχή
τόσο το πνεύμα όσο και τις κυριότερες εκφράσεις και οραματισμούς της σύγχρονης
εικονογραφίας, διέκρινα τέσσερις κατευθύνσεις των εικονογράφων, στις όποιες
σύγχρονοι και παλαιότεροι καλλιτέχνες έχουν ενσαρκώσει την τέχνη τους και έχουν
σηματοδοτήσει τούς οραματισμούς τους.
Η πρώτη
χρονολογικά είναι η παλαιότερη και χαρακτηρίζεται για την αντιγραφή κατευθείαν
δυτικών προτύπων τα όποια πολλές φορές απλοποίησαν ή παραποίησαν οι
εικονογράφοι με αποτέλεσμα η τέχνη τους αυτή να είναι ανθρωποκεντρική τέχνη που
επικράτησε, όπως είναι γνωστό, στη Δύση με την Αναγέννηση και την κυριαρχία τού
Αριστοτέλη και των ανθρωπιστικών σπουδών (humanismus). Έτσι εικόνες του Χριστού,
της Θεοτόκου, του Ευαγγελισμού, της Γεννήσεως τού Χριστού, της Μεταμορφώσεως,
της Προσευχής στη Γεσθημανή, του Νυμφίου, της Σταυρώσεως, της Αποκαθηλώσεως,
του Μυστικού Δείπνου, της Αναστάσεως, της Πορείας προς Εμμαούς, της Αναλήψεως
κ.α. ανακαλούν στη σκέψη μας έργα των Ραφαήλ, Bοtticeli, Τισιάνου, Leonardo ba
Vinci, Credi, Lippi, Ribera, Cigoli, Donatello, Greco, Corn, Cort, Rembrandt,
Bellini, και άλλες, πού είναι από πλευράς τέχνης έργα σημαντικά, είναι όμως
ξένα και άσχετα προς το ύφος, το πνεύμα και το βαθύ νόημα της Ορθοδοξίας.
Η δεύτερη
κατεύθυνση χαρακτηρίζεται από μια προσπάθεια επιδιόρθωσης τάχα των παλαιών
προτύπων της βυζαντινής εικονογραφίας ή δημιουργίας νέων βάσει των μεθόδων της
ευρωπαϊκής τέχνης. Γνήσια δηλ. αγιογραφικά έργα μεταποιούνται από το φυσικότερο
(ωραιομορφία, ανατομή, σχέδιο, προοπτική κ.α.), για να ικανοποιηθούν απλά και
μόνο οι αισθητικές αντιλήψεις των συγχρόνων. Τέτοια συνήθως «διορθωμένα» έργα
είναι φορητές εικόνες τέμπλου, η Πλατυτέρα, ο Παντοκράτορας του τρούλου, οι
τέσσερις Ευαγγελιστές, το Δωδεκάορτο, εικόνες εορταζομένων αγίων κ.ά.
Κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της κατεύθυνσης είναι ο L Thirsch,, που
πραγματοποίησε τις τοιχογραφίες της Ρωσικής Εκκλησίας στην Αθήνα, ο L. Seit,
που ζωγράφισε τις εικόνες του τέμπλου της Μητροπόλεως Αθηνών, ο Σ.
Χατζηγιαννόπουλος, που εργάστηκε στο ναό της Αγίας Ειρήνης της
Χρυσοσπηλιώτισσας, ο Κ. Φανέλλης, που επιχείρησε να διακοσμήσει το ναό της
Μητροπόλεως, τον Άγιο Ελευθέριο κ.α.
Η τρίτη κατεύθυνση
χαρακτηρίζεται από την επάνοδο στις μέρες μας στα πρόσωπα της Ορθόδοξης
εικονογραφικής Παράδοσης, γεγονός που οφείλεται στη μελέτη και σπουδή της
βυζαντινής εικονογραφίας, σε ημεδαπά και διεθνή βυζαντινολογικά συνέδρια, τα
οποία μελετούν, παρουσιάζουν και εκθέτουν την αξία και τη σημασία της,
προβάλλοντας συγχρόνως τα προβλήματά της. Παράλληλα πραγματοποιούνται όχι μόνο
ειδικές εκθέσεις βυζαντινών φορητών εικόνων και τοιχογραφιών στον ευρύτερο
ελληνικό χώρο και σε χώρες τού εξωτερικού, αλλά γίνονται και ειδικές έρευνες
συντήρησης και αποκατάστασης μνημείων και συνόλων, γεγονός που αποσπά το
θαυμασμό των αναπτυγμένων θεολογικών και καλλιτεχνικών κύκλων σ’ ολόκληρο τον
κόσμο. Πολλοί εξάλλου συντηρητές έργων τέχνης και αρχαιοτήτων ειδικεύτηκαν στην
εικόνα και την τοιχογραφία, καθάρισαν, στερέωσαν και συντήρησαν χιλιάδες
φορητές κυρίως εικόνες και τοιχογραφίες και αποκάλυψαν τον πλούτο κυρίως της
βυζαντινής και μεταβυζαντινής αγιογραφίας και τέχνης.
Έτσι φωτισμένοι
εικονογράφοι πού κατανόησαν τη σημασία της Παράδοσης στράφηκαν με ζήλο και
σεβασμό στα γνήσια βυζαντινά ορθόδοξα ζωγραφικά πρότυπα, δημιουργώντας
θαυμαστά πράγματι έργα με βάση τα παλαιότερα πρότυπα της ορθόδοξης ζωγραφικής
τέχνης. Ως παράδειγμα αυτής της μεταστροφής και της αναζήτησης θα μπορούσα να
αναφέρω αρχικά τον Αγιορείτη Μοναχό Μελέτιο Συκιώτη, που δημιούργησε εξαίρετα
πιστά αντίγραφα από το ναό τού Πρωτάτου των Καρυών του Αγίου Όρους (Μακεδονική
Σχολή), τον Φώτη Κόντογλου, που δίδαξε και έγραψε για τη βυζαντινή έκφραση της
εικόνας, τούς αδελφούς Ιωασαφαίους, Δανιλαίους και Παχωμαίους, που δημιούργησαν
και δημιουργούν στο Άγιον Όρος χιλιάδες πιστά αντίγραφα τόσο της Κρητικής όσο
και της Μακεδονικής Σχολής, όπως και δεκάδες άλλοι στη συνέχεια και εκατοντάδες
αγιογράφοι μεταγενέστερα, που κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες δημιουργίας πιστών
αντιγράφων της βυζαντινής εικόνας. Ταυτόχρονα αναπτυγμένοι κύκλοι μετακαλούν
Έλληνες εικονογράφους στην Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία, την Αφρική, την
Παλαιστίνη κ.α. για την εικονογράφηση ιερών ναών, ενώ χιλιάδες φορητές εικόνες
εξαιρετικής βυζαντινής τέχνης πού δημιουργούνται καλύπτουν τις παρουσιαζόμενες
ανάγκες.
Η τέταρτη
κατεύθυνση της σύγχρονης εικονογραφίας εστιάζεται στην ελαφρά τροποποίηση
παλαιών προτύπων και συγχρόνως στη με βήμα αργό αλλά σταθερό ανανέωση και
οπωσδήποτε διεύρυνση των εκφράσεων και των προσανατολισμών της, όπου έγκειται
ακριβώς ο πλούτος, το πνεύμα και το μεγαλείο της. Και η προσπάθεια αυτής της
έκφρασης προϋποθέτει συνεχή καλλιτεχνική ορμή για εξωτερίκευση και επομένως
ζώντα οργανισμό πού εκδηλώνεται αδιάκοπα και δεν επαναπαύεται σ’ εκείνο που
πέτυχε. Σ’ αυτό ακριβώς το στοιχείο οφείλονται και οι γνωστές κατά περιόδους
«αναγεννήσεις» και ο διαρκής πλουτισμός της βυζαντινής εικονογραφικής τέχνης
στα χρόνια του Ιουστινιανού, των Μακεδόνων και Κομνηνών, των Παλαιολόγων και
του 16ου αιώνα, που έδρασε η περίφημη Κρητική Σχολή αγιογραφίας με πρωτουργό
τον Θεοφάνη τον Κρήτα. Και ναι μεν σήμερα οι προτιμήσεις των εικονογράφων
στρέφονται στον παλαιολόγεια τέχνη και τα έργα της κρητικής αγιογραφίας, όμως
δεν είναι αρκετές για μια πραγματική ανανέωση της βυζαντινής εικονογραφίας.
Η Δέηση στον νάρθηκα του παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου (επιζωγράφηση του 1791) |
Γιατί αυτή
η αναγέννηση δεν επιτυγχάνεται με τη μίμηση και δημιουργία των καλύτερων έστω
παλαιολόγειων, λοιπών βυζαντινών και μεταβυζαντινών έργων της βυζαντινής
ζωγραφικής, ούτε βέβαια με τα δύσκαμπτα σώματα της λαϊκοποιημένης
εικονογραφίας της Τουρκοκρατίας, αλλά κυρίως με τη διεύρυνση, επέκταση και
ακόμη τροποποίηση συνθέσεων στα πλαίσια του αληθινού νοήματος της βυζαντινής
καθόλου αγιογραφίας και τέχνης. Η βυζαντινή δηλ. αγιογραφία παρέμεινε και είναι
μία και μοναδική και κατά την ουσία και κατά το πνευματικό της περιεχόμενο, η
μορφή της όμως δέχτηκε εξέλιξη. Άλλη ήταν ή μορφή της τέχνης των κατακομβών,
άλλη επί Ιουστινιανού, άλλη επί Μακεδόνων, άλλη επί Παλαιολόγων και άλλη των
μεταβυζαντινών χρόνων, επειδή ακριβώς η τέχνη αυτή δεν επιτρέπεται να αγνοεί το
όλο πνευματικό κλίμα τού σύγχρονου ανθρώπου, όπως εξάλλου δεν αγνοεί τούτο και
η ιθύνουσα Εκκλησία, η οποία συγχρονίζει το κήρυγμά της στις ανάγκες των χρόνων
μας. Παραμένει όμως στην ουσία του το κήρυγμα χριστοκεντρικό, εμπλουτισμένο
όμως με επιστημονικά και ψυχολογικά δεδομένα.
Από τα
παραπάνω νομίζουμε έγινε φανερό πως η Βυζαντινή Τέχνη εκφράζει τον
«σαρκωθέντα», τον «μεταμορφωθέντα», τον «ταπεινωθέντα», αλλά και τον θριαμβευτή
Χριστό. Μέσα της κλείνει ένα μήνυμα πού είναι αποκλειστικά δικό της. Φυσικά δεν
το καταλαβαίνουμε, αν δεν γνωρίσουμε τη σιωπηλή της γλώσσα, δηλ. τις γραμμές,
τούς όγκους, τα χρώματα πού εκφράζουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα ανθρώπων
πού ανήκουν πια σ’ ένα μακρινό παρελθόν. Σε μας, πέρα από την άμεση ευχαρίστηση
πού μας προσφέρει η θέα των αριστουργημάτων, μπορούμε να ανακαλύψουμε μέσα εκεί
πολλούς θησαυρούς αρκετά πνευματικούς, με κορύφωμα τον πνευματικό της
χαρακτήρα, που είναι ο χαράκτης της πορείας της με μοναδικό σκοπό να «φέρει
χαμηλότερον» τον Θεό και να «ανεβάσει υψηλότερον» τον άνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου