Γράφει ο
Σωτήρης Μητραλέξης
Οταν προκύπτουν στον δημόσιο λόγο οι σχέσεις Εκκλησίας –
Κράτους ή το ενδεχόμενο χωρισμού τους, σπάνια τίθενται ως ορθολογικό αιτούμενο
επαναπλαισίωσής τους. Αντ’ αυτού, εγείρονται ως θορυβώδης μάχη σημαιών,
συμβόλων, αρένας για πολέμους αξιών. Σε μια τέτοια αντιπαλότητα, το τελευταίο
που μετράει είναι τα πραγματολογικά στοιχεία, το πώς έχει όντως η κατάσταση:
συναίσθημα να υπάρχει – και, κυρίως, φωνές…
Πρώτα
πρώτα, είναι εμφανής η σύγχυση μεταξύ «χωρισμού Εκκλησίας – Κράτους» και
«χωρισμού Εκκλησίας – κοινωνίας». Πολλοί νομίζουν ότι ο θεσμικός χωρισμός θα
οδηγήσει σε περιθωριοποίηση και ιδιώτευση της Εκκλησίας, ώστε λ.χ. «να μην
πολιτικολογεί ο παπάς από άμβωνος». Πρόκειται για λογικό σφάλμα, που θα
επιφέρει αντίθετο αποτέλεσμα: πρωτόγνωρη για την Εκκλησία ελευθερία κινήσεων
στον δημόσιο χώρο και κατάργηση του υφισταμένου κρατικού ελέγχου, λογοδοσίας,
διαφάνειας. Αν το αναθεωρητικό ζητούμενο είναι η πολιτική αποδυνάμωση της
Εκκλησίας, επ’ ουδενί δεν κατασφαλίζεται με ένα θεσμικό διαζύγιο από το κράτος.
Πολλές
περιπτώσεις «σχέσεων Εκκλησίας – Κράτους» δεν ερείδονται σε νόμους, ώστε να
υπόκεινται σε θεσμικό/νομοθετικό «χωρισμό», αλλά είναι εθιμικές. Από τις
εικόνες σε δημόσια κτίρια μέχρι την παρουσία ιερωμένων σε εθνικές εορτές,
τίποτε από αυτά δεν συναρτάται με κάποια υποθετική βαθιά θεσμική τομή. Εξ ου
και δεν απαιτήθηκε νομοθετική μεταβολή για να μην ορκιστεί εκκλησιαστικά η
τρέχουσα κυβέρνηση.
Τα σχολικά
θρησκευτικά στην Ελλάδα δεν συναρτώνται με τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους: τα
σχεδιάζει το κράτος υποχρεούμενο σχετικώς κατά το Σύνταγμα. (Η δε Εκκλησία εκ
των πραγμάτων θα μπορεί να πιέσει πολιτικά/κοινωνικά για οτιδήποτε, κατά τον
λόγο του αντικρίσματός της στην κοινωνία – όπως κάθε ομάδα.) Σε άλλες
ευρωπαϊκές χώρες δεν συμβαίνει αυτό, αλλά η εκεί θρησκευτική κοινότητα επιλέγει
τον διδάσκοντα του μαθήματος και συνδιαμορφώνει το περιεχόμενό του, έστω και αν
το μάθημα προσφέρεται κατ’ επιλογήν, ενώ τον εκπαιδευτικό μισθοδοτεί το κράτος
– όπως στην Ιταλία. Πολλές φορές στην Ευρώπη έχουμε, δηλαδή, πολύ μεγαλύτερη
ανάμειξη των θρησκευτικών κοινοτήτων στην παιδεία. Αλλού, μικρότερη. (Γενικά,
όταν ο αναγνώστης ακούει «αυτό δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στην Ευρώπη»,
συνήθως συμβαίνει στη μισή Ευρώπη. Αρκετοί συγχέουν τη Γαλλία, όπου σπούδασαν,
με τη ριζικά διαφορετική υπόλοιπη Ευρώπη.)
Στην
Ελλάδα «η Εκκλησία» δεν υφίσταται ως κάτι το ενιαίο: πρόκειται για περίπου
6.700 ΝΠΔΔ, με αυτοτελή διοίκηση και περιουσία (αυθαίρετα αθροιζόμενη ως
«εκκλησιαστική περιουσία»), καθώς και για πέντε εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες. Η
δε συζητούμενη συνταγματική προσθήκη περί «θρησκευτικά ουδέτερου κράτους» θα
αποτελούσε φλύαρο πλεονασμό, αφού προκύπτει από τα άρθρα 4, 13 Συντάγματος, 9,
11, 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και τη νομολογία του
Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου – ενώ το άρθρο 3 του Συντάγματος καθορίζει κατά τρόπο
αναγκαίο τις σχέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Φορολογία:
Τα εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ φορολογούνται όπως κάθε ΝΠΔΔ (και ακόμα περισσότερο, σε
κάποιες πτυχές), με μόνο τον συνολικό ΕΝΦΙΑ να υπερβαίνει πέρυσι τα 10 εκατ. Το
Άγιον Όρος έχει ιδιαίτερο καθεστώς, για το οποίο δεν έχουν αρμοδιότητα ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και η Σύνοδος, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να συζητηθεί το
ζήτημα με «την Εκκλησία». Η δε μισθοδοσία του κλήρου δεν δίδεται εν κενώ, ως
δώρο του κράτους στην Εκκλησία, αλλά συναρτάται με πληθώρα περιουσιακών
ζητημάτων που απαιτούν σοβαρότητα, προσοχή και γνώση της ιστορίας τους.
Από την
άλλη, η θεσμοθετημένη εμπλοκή του κράτους στα εσωτερικά της Εκκλησίας είναι
τόσο έντονη που προκαλεί θυμηδία: η εκλογή Αρχιεπισκόπου Αθηνών είναι έγκυρη
εφόσον έχει προσκληθεί ο υπουργός Παιδείας από τη Σύνοδο. Ο παριστάμενος κατά
την εκλογή υπουργός Παιδείας εκδικάζει τις ενστάσεις των εκλογέων μητροπολιτών
περί του κύρους της εκλογής, δηλαδή κατά νόμον ο υπουργός επιλύει
ενδοεκκλησιαστικές διαφωνίες… Η Εκκλησία δεν έχει δικαίωμα ίδρυσης δικών της
νεκροταφείων: μόνο οι δήμοι έχουν αρμοδιότητα βάσει του δικτατορικού νόμου
582/1968 (και καρπώνονται βέβαια όλα τα έσοδα των νεκροταφείων, κάτι εν πολλοίς
άγνωστο). Ο υπουργός Παιδείας αναμειγνύεται στη διαδικασία διαπίστωσης της
ανικανότητας μητροπολίτη και απαλλαγής από τα καθήκοντά του. Απονομή χάριτος σε
κληρικό, τιμωρημένο από την Εκκλησία, γίνεται με διάταγμα του ΠτΔ. Οι νέοι
μητροπολίτες δίνουν «διαβεβαίωση» στον ΠτΔ ότι θα τηρούν τους ιερούς κανόνες!
Αν κάτι χρειάζεται, αυτό είναι περισσότερο μια απελευθέρωση της Εκκλησίας από
το κράτος.
Σε κάθε
περίπτωση, το σύνθημα «χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους» από μόνο του δεν σημαίνει
τίποτα (ακριβώς διότι μπορεί να σημαίνει τα πάντα), εάν δε συνοδεύεται από τις
πολύ συγκεκριμένες αλλαγές που εννοεί ο εισηγητής του. Η γνωστοποίησή τους
εκκρεμεί.
Τα
παραπάνω ενδεικτικά δεδομένα δεν αποτελούν τοποθέτηση «υπέρ» ή «κατά» ενός
χωρισμού Εκκλησίας – Κράτους, αλλά προσπαθούν να σκιαγραφήσουν το πλαίσιο.
Φαίνεται όμως πως αυτό είναι το τελευταίο που ενδιαφέρει στη σχετική
συνθηματολογική συζήτηση.
Ο Σωτήρης Μητραλέξης είναι επίκουρος καθηγητής
Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πόλεως, Κωνσταντινούπολη (Istanbul Sehir Univ.)
και ερευνητικός εταίρος στο Πανεπιστήμιο του Winchester. Έχει επιμεληθεί την
έκδοση «Απελευθέρωση της Εκκλησίας από το Κράτος» (Αθήνα, εκδ. Manifesto, 2015).
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
“Καθημερινή” της Κυριακής 6 Νοεμβρίου.
Το είδα εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου