Παλιά
τα Πατήσια τα αποκαλούσαν «Παραδείσια» λόγω των ωραίων κήπων με τους πολλούς
κυπαρισσώνες. Νερά, πράσινο, ξακουστή παραγωγή ντομάτας στα αμέτρητα περιβόλια
-αργότερα και πατάτας∙ ιδεώδης τόπος να μένει κανείς.
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ
ήταν και η έδρα του Σουλτάνου, του πολυχρονεμένου Πατισάχ, στις λίγες του
επισκέψεις στην Αθήνα. Πες-πες οι πρόγονοί μας το «στου Πατισάχ», τους έφυγε
κάποια στιγμή το «χ» και έμεινε παραφθαρμένο, όπως τόσες ονομασίες εκείνη την
εποχή, το «Πατήσια».
Σε αντίθεση με τα παραδείσια
Πατήσια, η οδός που οδηγούσε σ’αυτά, η συνέχεια της οδού του Αιόλου, η
Πατησίων, δεν παρουσίαζε και κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν έπαυε όμως να
είναι αγαπημένος, κυριακάτικος κυρίως, προορισμός για τους εποχούμενους
τυχερούς των Οθωνικών χρόνων. Ο περιηγητής Edmont About, που τόσα κείμενα μας
άφησε για την Αθήνα του 1854, γράφει:
«Όταν έχεις διασχίσει
όλη την οδόν Αιόλου έχοντας πίσω σου την Ακρόπολη και τους Αέρηδες, βλέπεις
μπροστά σου έναν σκονισμένο δρόμο μήκους ενός χιλιομέτρου, που καταλήγει σε ένα
μικρό χωριό. Αυτό το χωριό ήταν στην Τουρκοκρατία η έδρα του πασά. Το όνομα
πασάς ή πατισάχ τού έχει μείνει, κάπως παρεφθαρμένο είναι αλήθεια. Οι Αθηναίοι
το ονομάζουν Πατήσια. Ο δρόμος των Πατησίων είναι ο αθηναϊκός ιππόδρομος.
»Αν έλεγα ότι είναι ένας
τόπος ψυχαγωγίας, θα έλεγα ψέματα… Ο δρόμος είναι κακοσυντηρημένος και άσχημα
θα κρατούσε τη θέση του ανάμεσα στους δικούς μας κοινοτικούς δρόμους. Τα δέντρα
με τα οποία επεχείρησαν να τον πλαισιώσουν ξεράθηκαν ή ξεραίνονται. Οι τέσσερες
ή πέντε ταβέρνες που υψώνονται δεξιά και αριστερά, δεν είναι Παρθενώνες. Τα
κριθαροχώραφα ή οι ακαλλιέργητες εκτάσεις που περνά ο δρόμος δεν κάνουν έναν
επίγειο παράδεισο.
»Ωστόσο οι περιπατητές
που μαζεύονται σ’ αυτό το δρόμο μπορούν να βλέπουν, όταν το επιτρέπει η σκόνη,
ένα από τα ωραία πανοράματα του κόσμου. Έχουν μπροστά τους την Πάρνηθα, κομμένη
από μια χαίνουσα χαράδρα. Πίσω τους η Αθήνα και η Ακρόπολη. Δεξιά ο Λυκαβηττός.
Αριστερά η θάλασσα, τα νησιά και τα βουνά του Μοριά.
»Ο κομψός κόσμος της
Αθήνας έχει για κυριώτερη ψυχαγωγία του, χειμώνα-καλοκαίρι, τον περίπατο στην
οδό Πατησίων. Φθάνουν εκεί με τα πόδια, με αμάξι και κυρίως με άλογο. Κάθε
Έλληνας που βρίσκει να δανεισθεί τριακόσιες δραχμές, βιάζεται να αγοράσει ένα
άλογο. Κάθε Έλληνας που έχει τρεις δραχμές τις διαθέτει νοικιάζοντας ένα
άλογο».
Στην Πατησίων, κοντά στο
σημερινό Πολυτεχνείο, λειτουργούσε από το 1839 το δεύτερο στέκι των Βαυαρών που
ζούσαν στην Αθήνα: το «Pausilypum» («Παυσίλυπο»). Η μπυραρία αυτή εξυπηρετούσε
κυρίως Βαυαρούς στρατιώτες και κινούνταν πάντα στη σκιά του «Πράσινου δένδρου»∙
ένα είδος στρατιωτικής λέσχης στη περιοχή του Κεραμεικού.
Έτσι ή περίπου έτσι,
έμειναν τα «Πατήσια» και ο δρόμος που οδηγούσε σ’αυτά.
Το
πανηγύρι της Πρωτομαγιάς
Ιδιαίτερα την ρομαντική
περίοδο (1862-1880) η λέξη «Πατήσια» και η λέξη «Πρωτομαγιά» ήταν ταυτόσημες.
Όπως ήδη είπαμε, τα Πατήσια ήταν γεμάτα περιβόλια, τα νερά ήταν άφθονα.
Διαμορφωνόταν έτσι ένα ιδεώδες περιβάλλον για τη γιορτή της Άνοιξης, για γλέντι
μέσα στη φύση. Οι παλιοί Αθηναίοι λάτρευαν τα λουλούδια. Έτσι η γιορτή των
λουλουδιών ήταν γι’αυτούς αφορμή για ένα από τα μεγαλύτερα πανηγύρια της
χρονιάς. Πανηγύρι που μόνο τα Κούλουμα το ξεπερνούσαν κάπως!
Παραμονή κι ανήμερα της
Πρωτομαγιάς όλη η περιοχή γέμιζε κόσμο. Άλλοι με άμαξες, οι πιο πολλοί με τα
πόδια, έτρωγαν κι έπιναν και κατά την καθιερωμένη έκφραση: «έπιαναν τον Μάη».
Στου Λεβίδη, στο ύψος του Αγίου Λουκά, οι Αθηναίοι αγόραζαν στεφάνια με
λουλούδια: τριαντάφυλλα και πασχαλιές. Πενήντα λεπτά ο «Μάης». Άλλοι τον
κρεμούσαν στο φανάρι της άμαξας, άλλοι τον μετέφεραν γεμάτοι ενθουσιασμό,
επιδεικνύοντάς τον. Το βράδυ όλα τα σπίτια θα είχαν το στεφάνι τους στην
εξώπορτα, το μπαλκόνι ή το παράθυρο.
Οι εορταστές με το
απαραίτητο τριαντάφυλλο στ’αυτί χόρευαν, τραγουδούσαν, έλεγαν αστεία. Το
ρετσινάτο της Κούλουρης, σωστό κεχριμπάρι, έρεε άφθονο. Αρνί ψητό, αυγά,
σκορδαλιά, ντολμαδάκια με κληματόφυλλα, γιαούρτι σακουλίσιο ήταν τα αγαπημένα
φαγητά, με τα οποία φρόντιζαν όλοι να έχουν εφοδιαστεί απ’το σπίτι. Άλλοι πιο
οργανωμένοι έψηναν αρνιά στη σούβλα. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κάθονταν στα
εξοχικά κέντρα και τις μπυραρίες. Πραγματικό αδιαχώρητο…
Τα ζευγαράκια των
ερωτευμένων είχαν την τιμητική τους. Παντού άκουγες:
Δρέψατε πάλιν ερασταί
ευδαίμονες ναρκίσσους
Εις του Μαΐου τους
φαιδρούς κ’ ευώδεις παραδείσους.
Η εικόνα των Αθηναίων να
επιστρέφουν το βράδυ στα σπίτια τους, πρέπει να ήταν ιδιαίτερα γραφική. Σε όλο
το μήκος της Πατησίων είχαν ανάψει «ρετσίνες» σαν λαμπαδηφορία. Τα κάρα
πήγαιναν αργά, στολισμένα με λουλούδια. Λουλούδια και στα κεφάλια των αλόγων. Οι
άνδρες μισομεθυσμένοι, οι γυναίκες χαχανητά και τραγούδια, τα παιδιά να
ξεφωνίζουν γεμάτα ένταση. Φοβερές εικόνες…
Η
Πατησίων αναβαθμίζεται
Η όψη της Πατησίων
αλλάζει στις περιόδους της Belle Époque (1880-1910) και ιδιαίτερα σε εκείνη του
Μεσοπολέμου που ακολούθησε (1910-1940). Πατήσια και Πατησίων αναβαθμίζονται,
γεμίζουν ταβέρνες, μπυραρίες, κέντρα αναψυχής και κινηματογράφους, ενώ
εξωραϊσμοί και πλατείες συμμαζεύουν το προηγούμενο αδιάφορο τοπίο του δρόμου.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε
και το τραμ (γραμμή 3) που έφτανε μέχρι το τέρμα της Πατησίων. Εκεί συναντούσε
κανείς και το «Θηρίο» που ανέβαινε αγκομαχώντας προς Κηφισιά. Ο δρόμος τότε
έκλεινε με μια χονδρή αλυσίδα που έκανε αρκετή εντύπωση στους ευφάνταστους
προγόνους μας, ώστε να ονομάσουν το μέρος «Αλυσίδα»! Η δημιουργία, τέλος, άλλου
ενός πράσινου πάρκου, εναλλακτικά προς τον Βασιλικό Κήπο, από τα μέσα της
δεκαετίας του ’30, του πάρκου του Πεδίου του Άρεως, έφερε ακόμη περισσότερο
κόσμο στην περιοχή.
Μια διαφορετική και
σίγουρα ωραία εικόνα έδινε η οδός Πατησίων κάθε Πέμπτη και Κυριακή, κατά την
περίοδο της Belle Époque. Εδώ συναντούσε κανείς ρομαντικούς περιπατητές, κυρίες
με φέσια και άλλες, ντυμένες με ευρωπαϊκά φορέματα περιπάτου, ηδυπαθείς
δανδήδες και ποιητές ντυμένους σε στιλ λόρδος Βύρων! Όλοι πήγαιναν στις
παραστάσεις της μπάντας του στρατού που δινόντουσαν επάνω σε μια πολυγωνική
εξέδρα κοντά στη περιοχή όπου αργότερα θα δημιουργηθεί το Πεδίο του Άρεως. Από
εκεί πήρε μάλιστα τ’όνομά του ο γειτονικός οικισμός: «Πολύγωνο». Η εικόνα των
περιπατητών ήταν ιδιαίτερα σουρεαλιστική, αφού οι προτιμήσεις τους, για το ποια
μεριά πεζοδρομίου θα διάλεγαν, γινόταν με καθαρά ταξικά κριτήρια! Η
αριστοκρατία πήγαινε δεξιά ενώ φαντάροι, νταντάδες, υπηρέτες και λοιπός
λαουτζίκος πήγαιναν αριστερά.
Θα κλείσουμε το σημείωμά
μας με μία έκπληξη: ένα αποκαλυπτικό ρεπορτάζ του «ΕΥ» για το «Έθνος».
Βρισκόμαστε στο 1938: Η Αθήνα είναι πλέον μια μοντέρνα, «αγνώριστη» για τους
Παλιούς Αθηναίους πόλις!
Κυρίες, κύριοι, Patission by night!
«Συνεχίζοντας τις…
“ανταποκρίσεις” απ’ την περιοδεία μας ανά το Άστυ, φτάνουμε απόψε στη
μεγαλύτερη αθηναϊκή “πόλι”, που είνε, χωρίς άλλο, η “συμπρωτεύουσα” της Αθήνας,
μαζί με το Ζάππειο! Τη σκίζει στη μέση η φαρδειά, ασφάλτινη κορδέλλα της οδού
Πατησίων. Αρχίζει απ’ το Μουσείο και ξαπλώνει γύρω της σ’ εκτάσεις ατέρμονες,
γεμάτες απ’ τ’ ασύμμετρα “ορθογώνια” και “παραλληλεπίπεδα” της ρυμοτομίας, το
άφθονο μπετόν-αρμέ της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, το φορμαρισμένο σε ψηλούς,
μονοκόμματους συνοικισμούς πολυτελείας, με κυβικούς εξώστες και κομψές
πέργκολες.
»Είνε μια πραγματικά
ενδιαφέρουσα “πόλις”! Κι’ ασφαλώς ανήκει στην αριστοκρατία των μεγάλων
“καρτιέ”. Αμιλλάται με το Κολωνάκι και με τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Μπορεί
να μην έχει την αρχοντική τους επιβλητικότητα, ούτε και τη βαρειά αίγλη και τον
αυστηρό γαλαζοαιματισμό τους, μα έχει τη μοντέρνα χάρι και το σύγχρονο γούστο∙
τη φρεσκάδα και τη γοητεία της εξελιγμένης αισθητικής. Εκπροσωπεί την εποχή
μας! Είνε πλημμυρισμένη απ’ τις πολύχρωμες, φωτεινές δέσμες σωληνωτών
επιγραφών. Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπενζίνα.
»Βραδάκι. Φώτα, θόρυβος,
κίνησις, κλάξον. Εδώ δε γίνεται περίπατος στο δρόμο. Πού να γίνη; Οι πεζοί
έχουν περιορισθή αναγκαστικώς στα πέτρινα περιθώρια της ασφάλτου. Το κόρτε
γίνεται μεταξύ κομψών τροχοφόρων. Μια κούρσα παίρνει από πίσω την άλλη. Τη…
διπλαρώνει. Κάποτε την προσπερνά. Συνήθως φθάνουν και οι δύο στο ίδιο τέρμα.
Κατεβαίνει εκείνος, κατεβαίνει εκείνη, κι’ αφού γνωρίστηκαν οι κούρσες τους,
γνωρίζονται κι’ αυτοί. Φλερτ ραφιναρισμένο! Αλλά καμμιά φορά γίνεται και
σύγκρουσις. Αυτό συμβαίνει όταν μπη και τρίτη κούρσα στη μέση. Συγκρούονται… τ’
αντίζηλα αυτοκίνητα, ενώ το πολυτελές τετράτροχο με το κομψό του έμψυχο φορτίο,
που είνε η αιτία της συγκρούσεως, φεύγει μ’ εκατόν εξήντα χιλιόμετρα την ώρα!
»Τώρα, όσοι δεν έχουν
την κοινή πολυτέλεια τεσσάρων ιδιοκτήτων τροχών, αναγκάζονται να φλερτάρουν
στις “πατισερί” του “μπουλβάρ”. Τέσσερα ή πέντε “Ζοννάρ” διακοσμούν το δεξί
πεζοδρόμιο του κομματιού που αρχίζει απ’ του Λεβίδη και τελειώνει στη πλατεία
Αγάμων (σ.σ. πιο γνωστή σήμερα ως Πλατεία Αμερικής).
»Κάθε βράδυ, τα
πεζοδρόμια κατάσχονται απ’ τον κομψό θηλυκόκοσμο της συνοικίας και γίνονται
σωστή βιτρίνα περιποιημένων θελγήτρων. Άφθονες ταβέρνες. Μοντέρνες, υπαίθριες,
περιποιημένες, με όλα τα κομφόρ που απαιτεί η εμφάνισι της πρόχειρης εμπορικής
πολυτέλειας, με σκηνοθετημένη γραφικότητα που έχει κατασκευάση το “δαιμόνιο
πνεύμα” του επιχειρηματίου, τοποθετώντας μπλε και κόκκινα φώτα μέσα στα δέντρα.
Με τον απαραίτητον ντιζέρ (σ.σ. μια από τις καινούριες λέξεις που προστέθηκαν
στο λεξιλόγιο του Αθηναίου, ένα κράμα τραγουδιστή-παρουσιαστή-περφόρμερ), και
την περιοδεύουσαν, εις τα τραπεζάκια, ορχήστραν, πουλάνε παγωμένο κρασί,
κακομαγειρεμένο φαΐ και άφθονον, μελωδικόν ρωμαντισμόν… Οι ταβέρνες αυτές είνε
“σικ” κέ- ντρα και με ανεγνωρισμένο, νομίμως, τον τίτλο της πολυτελείας.
»Αυτό δεν εμποδίζει ως
τόσο νάρθουν κάποτε και θαμώνες ανεπιθύμητοι. Μέσα στις άψογες βοστρυχωτές
κομμώσεις και τα παρφουμαρισμένα εμπριμέ, εμφανίζεται άξαφνα ένας ιδιόρρυθμος
δανδής με κασκέτο, κόκκινο πουκάμισο και λαδωμένη αφέλεια. Συνοδεύει το
“κορίτσι”: Πλούσιες στρογγυλότητες… αδέξιο μπογιάτισμα με φτηνά καλλυντικά,
ίχνη αποτυχημένου μπιγκουντί στο κεφάλι, ντόπιο άρωμα που θυμίζει κουρείο,
πρόστυχο βερνίκι στα νύχια, το “κορίτσι” προσωποποιεί τον ονειρώδη έρωτα του
νταήδικου δανδισμού. Ο καβαλλιέρος κρατάει διαρκώς τα χέρια του μετέωρα, κοντά
της. Είν’ εύθραυστη και φοβάται μην πέση και σπάση!… Το βλέμμα του καρφώνει
μαχαίρια τριγύρω της!
»Κάθονται, παραγγέλλουν.
Κι’ έρχεται ο ντιζέρ. Αβρός, μελισταγής, γλυκανάλατος, σκύβει κατά τη συνήθεια
κοντά σ’ εκείνην και της ψιθυρίζει λιγωμένος στ’ αυτί το ρεφραίν:
«Κάποιο μυστικό έχω να σου
πω
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’
αγαπώ…»
– Τι λες, ρε; εκρήγνυται
άξαφνα ο καβαλλιέρος τραβώντας μια μαχαίρα σαν γιαταγάνι.
»Τα παρφουμαρισμένα
εμπριμέ τσιρίζουνε απεγνωσμένα. Ο ατσαλάκωτος καθωσπρεπισμός το βάζει στα
πόδια. Κερώνει ο ντιζέρ. Παγώνει ο μαιτρ. Μαρμαρώνει το γκαρσόνι. Έρχεται ο
διευθυντής:
– Παρεξήγησις, κύριε…
– Τι παρεξήγησις; Αφού
της έσκασε το παραμύθι μπρος στα μάτια μας! Για μπακλαβάδες μας περνάς; Άντρες
με μουστάκια είμαστε!
»Ζητεί τότε συγγνώμην ο
διευθυντής, υβρίζεται ο ντιζέρ, έρχεται μια μπουκάλα κρασί, “δίνει τόπο της
οργής” ο θιγείς θαμών και το επεισόδιον λήγει.
»Άφθονα θεάματα η
συνοικία: “Έσπερος”, “Αθηνά”, “Ρουαγιάλ”, “Παρκ”, “Λίντο”, “Γκλόρια”,
“Κυβέλεια” κλπ. Σινεμά-βαριετέ τα δύο πρώτα, κινηματογράφοι τα υπόλοιπα,
συγκεντρώνουν όλο τον κόσμο το βράδυ.
»Ο νεαρός θηλυκόκοσμος
απολαμβάνει οπτικώς τη γοητεία του Γκάρυ Κούπερ… Ολίγον Φοξ-Μούβιτον, “όλα τα
νέα επίκαιρα” κατά τον πλεονασμόν της προβολής, ολίγη Γκρέτα Γκάρμπο…, ολίγη
λεμονάδα και ολίγη αθώα παρεκτροπή των βλεμμάτων προς τα θεωρεία, όπου γίνεται
η συνήθης παράταξις γυμνών γαμπών και η βραδυά επέρασε. Ένα παγωτό στο
ζαχαροπλαστείο της πλατείας, λίγη συζήτησις χωρίς ενδιαφέρον, τέσσερα
χασμουρητά και “Καληνύχτα σας…”».
Στην
Παλιά Αθήνα. Πίσω στα παλιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου