Του
Στέφανου Μίλεση
Θεόσπιτα
συναντάμε σε αρκετά σημεία του ελλαδικού χώρου, κυρίως όπου υπήρχαν λατομεία ή
ανθρώπινες δραστηριότητες για την εξόρυξη πέτρας. Πρόκειται για οικήματα
λαξευμένα με τέτοιο εντυπωσιακό τρόπο ώστε οι άνθρωποι μεταγενέστερα τα
αποκάλεσαν «Θεόσπιτα», δηλαδή φτιαγμένα από χέρια Θεού ή αλλιώς σπηλιές του
Δράκου!
Κατ΄ άλλη εκδοχή
οφείλουν την ονομασία τους στην πίστη ότι αποτελούσαν δείγματα μεγαλοψυχίας
Θεϊκής Πρόνοιας. Κυνηγημένος ο άνθρωπος στην ιστορική του πορεία από τα
στοιχεία της φύσης, έβρισκε καταφύγιο σε αυτές τις κατασκευές που εμφανίζονταν
σχεδόν με θεϊκό τρόπο εκεί όπου κάθε ελπίδα είχε χαθεί. Η σωτήρια εμφάνιση
αυτών των κατασκευών λέγεται πως προσδιόρισε και την ονομασία τους σε
«Θεόσπιτα», δηλαδή σε σπίτια σταλμένα από τον Θεό. Οι κατασκευές αυτές είναι
σαφώς προϊστορικές και όσοι ερευνητές ασχολήθηκαν δεν κατάφεραν να δώσουν μια
εξήγηση για τη χρήση τους ή την κατασκευή τους. Κάποιες μεμονωμένες κατασκευές
θεωρήθηκαν ότι ήταν τόποι λατρείας Θεών, άλλες όμως που σχημάτιζαν αριθμό ίδιων
στη σειρά οικημάτων χαρακτηρίστηκαν ως καταφύγια ή ως πρόχειρα καταλύματα.
Επιχωματωμένα λαξευμένα
στον βράχο ορύγματα (Θεόσπιτα). Βλέπουμε την ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή που
έχουν υποστεί συγκριτικά με την πρώτη φωτογραφία της ανάρτησης που τραβήχτηκε
την δεκαετία του 1980.
Στην Πειραϊκή χερσόνησο
τα συναντούσαμε στη βόρεια πλευρά της και ειδικά στη θέση «Σταυρός» γύρω από τη
σημερινή οδό Κρυστάλλη, πάνω από την Πλατεία Σερφιώτου, ονομασία που έλαβε από
έναν τεράστιο ξύλινο ιστό Σηματωρείου που υπήρχε εκεί αρχικά, ενώ αργότερα στην
εποχή των τηλεπικοινωνιών ο ξύλινος ιστός αντικαταστάθηκε από μια μεταλλική
κεραία ύψους 35 μέτρων, που από μακριά συνέχιζε να φαντάζει ως σταυρός
ονοματίζοντας όλη τη γύρω περιοχή. Θεόσπιτα επίσης βρέθηκαν και στον λόφο της
Μουνιχίας (σημερινό Προφήτη Ηλία) λαξευμένα εντός βράχων και θεωρούνται παλιές
πρόχειρες κατοικίες που ανάγονται ακόμα στην εποχή της προϊστορίας.
Τα Θεόσπιτα ήταν
εναρμονισμένα πλήρως με το περιβάλλον, αφού για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν
αποκλειστικά είτε υλικά της περιοχής είτε όπως συνέβη στον Πειραιά επρόκειτο
για λαξεύσεις σε βραχώδεις όγκους. Φυσικά περισσότερο εντυπωσιακά είναι τα
Δρακόσπιτα σε διάφορα σημεία της Ελλάδας για τα οποία θα μπορούσαν να γραφτούν
πολλά περισσότερα. Διότι αυτά δεν επρόκειτο για λαξεύματα εντός βράχων αλλά για
τεχνητές εξ ολοκλήρου κατασκευές. Η τοιχοποιία των Δρακόσπιτων χαρακτηρίζεται
από την έλλειψη συνδετικού υλικού, γεγονός που τα κατατάσσει στην κυκλώπεια
αρχιτεκτονική (Μυκήνες, Τίρυνθα κλπ). Όσα Δρακόσπιτα είναι κατασκευασμένα έχουν
ως χαρακτηριστικό γνώρισμα την είσοδό τους που αποτελείται από τρεις λίθινους
όγκους. Οι δύο από αυτούς είναι τοποθετημένοι κάθετα (παραστάτες) ενώ το τρίτος
που σκεπάζει (γεφυρώνει) του δύο παραστάτες εκτείνεται προς το εσωτερικό της
κατασκευής, που καλείται από τους αρχαιολόγους «κυκλώπειος πρόβολος». Οι δύο
κάθετοι παραστάτες με τον τρίτο οριζόντιο (κυκλώπειο πρόβολο) είναι
εντυπωσιακοί σε μέγεθος. Άλλα Δρακόσπιτα ήταν κατασκευασμένα με ορθογώνια σκεπή
ενώ άλλα στρογγυλή με τρούλο! Ο περίτεχνος τρόπος λάξευσης των τεράστιων λίθων,
η τοποθέτησή τους ώστε να σχηματίζουν μια πανίσχυρη τοιχοποιία περιμετρικά, η
θαυμαστή δόμηση της σκεπής τους, η έλλειψη συνδετικού υλικού, το μέγεθος των
δομικών υλικών είναι στοιχεία που σπάνε κάθε λογική εξήγηση ή απόπειρα
χρονολόγησης, όταν για την ίδια ακριβώς περίοδο ο άνθρωπος θεωρείται ότι
κινείται στα πρώιμα στάδια του πολιτισμού! Το πιο διάσημο Δρακόσπιτο στον
Ελλαδικό χώρο βρίσκεται στο όρος Όχη στη Νότια Εύβοια (σε υψόμετρο 1480 μέτρα),
που θεωρείται η τελειότερη και εντυπωσιακότερη κατασκευή όλων. Η στέγη του
συγκεκριμένου Δρακόσπιτου είναι κλιμακωτή (εκφορική), δηλαδή η μια στρώση
πλακών, πατάει πάνω στην προηγούμενη και εξέχει προς τα μέσα σε τέτοιο τρόπο
ώστε σταδιακά να στεγάζει όλο το οικοδόμημα.
Για να επιστρέψουμε όμως
στα πειραϊκά Θεόσπιστα, τα μέρη όπου βρέθηκαν κατά τον Ιωάννη Μελά
προσδιορίζουν και τα μοναδικά σημεία κατοίκησης του Πειραιά σε μια πρώιμη
ιστορική περίοδο. Γράφει ο Ιωάννης Μελάς («Ιστορία της πόλεως Πειραιώς. Από
τους προϊστορικούς καιρούς έως τους δικούς μας χρόνους», Τόμος Α’, Προϊστορία
και Πρωτοϊστορία,1976), ότι ο Πειραιάς κατά την προϊστορική περίοδο παρουσίαζε
κατοικήσιμους χώρους μόνο προς το λόφο της Μουνυχίας με τον μικρό ομώνυμο
λιμένα και στην Πειραϊκή στη θέση «Σταυρός». Συμπληρώνει ότι οι κατασκευές
αυτές παρουσιάζουν ομοιότητες με εκείνες που βρέθηκαν στην Πνύκα, στην Ακρόπολη
και αλλού και θα πρέπει να σχετιστούν με προηγούμενες εποχές ίσως από την
εμφάνιση των Μινυών.
Προσωρινοί οικιστές κατέφευγαν
τα φυσικά ή τεχνητά άντρα και σε σπήλαια του λόφου ή των ακτών για μικρό
χρονικό διάστημα καθώς και δεν κατοικούσαν μόνιμα αφού η περιοχή ήταν βραχώδης
και άγονος και δεν προσφερόταν για συντήρηση.
Ο Απόστολος
Αρβανιτόπουλος στην εγκυκλοπαίδεια «Ελευθερουδάκης» στη λέξη «Αθήναι»,
καταγράφει ότι τα κοιλώματα του πειραϊκού τόπου, που ο λαός σε πολύ κατοπινούς
καιρούς, τα αποκάλεσε «Θεόσπιτα», ευρισκόμενος (λαός) φυσικά σε ιστορική
άγνοια, πρέπει να χρησίμευσαν για την ομαδική κατοίκηση κάτω όμως από
συγκεκριμένες περιστάσεις καθώς οι άνθρωποι τότε επεδίωκαν να ζουν στα παράλια.
Ενώ σε ταραγμένους καιρούς, πολλά από αυτά, ιδίως τα φυσικά, πρέπει να
χρησιμοποιήθηκαν ως στέγαστρα διαφόρων σποραδικών οικιστών ή και ως κρησφύγετα
κακοποιών και πειρατών. Αν υποθέσουμε ότι κατασκευάστηκαν στην Παλαιολιθική ή
στη Νεολιθική περίοδο πιθανότατα να χρησίμευαν για να προσφέρουν στους
ανθρώπους προστασία σε περιπτώσεις νεροποντής ή όταν η θυμωμένη φύση στρεφόταν
επικίνδυνα κατά του ανθρώπου. Τα Θεόσπιτα λαξευμένα εντός βράχων αποτελούσαν
μοναδικά καταφύγια για τους ανθρώπους εκείνων των εποχών. Η αλήθεια είναι ότι
ελάχιστα αποδεικτικά παλαιολιθικού βίου στον Πειραιά διαθέτουμε, υπάρχουν όμως
σε αφθονία ευρήματα νεολιθικής εποχής που αποδεικνύουν σαφέστατα ότι υπήρχε
οργανωμένη κατοίκηση στον Πειραιά.
Άλλη εκδοχή κατά τον Κ.
Ζουμπουλίδη (Σχεδίασμα ιστορίας τους Πειραιώς – Ο Πειραιεύς και οι λιμένες του
κατά την αρχαιότητα», δημοσιευμένο στο Δελτίο του ΟΛΠ τεύχος 2ο, σελ. 27) για
τα «Θεόσπιτα» είναι ότι αποτελούσαν κατασκευές παλαιολιθικής ακόμα εποχής που
προορίζονταν για προσωρινή στέγαση ανθρώπων που κατέφευγαν σε αυτά για
προστασία έχοντας τα οικοδομήσει σε δυσπρόσιτα σημεία για ασφάλεια. Οι
προσωρινοί οικιστές τους κατέφευγαν τα φυσικά ή τεχνητά άντρα και σε σπήλαια
του λόφου ή των ακτών για μικρό χρονικό διάστημα καθώς και δεν κατοικούσαν
μόνιμα αφού η περιοχή ήταν βραχώδης και άγονος και δεν προσφερόταν για
συντήρηση.
Ο Χρήστος Πανάγος (στο
έργο «Ο Πειραιεύς», έκδοση ΕΒΕΠ, 1995), καταγράφει ότι πλήθος από βραχώδη
ορύγματα δέσποζαν κάποτε στο λόφο της Καστέλλας άλλα φυσικά κι άλλα τεχνητά,
χρονολογημένα στην προϊστορική εποχή του Πειραιά. Επίσης επιβεβαιώνει κι αυτός
ότι στην Πειραϊκή χερσόνησο, στη παλαιά θέση «Σταυρός» βρέθηκαν όμοια με το
λόφο της Καστέλλας λαξευμένα εντός βράχου «Θεόσπιτα» που αποδεικνύουν την
ύπαρξη οικιστών πριν ακόμα από την έλευση των Μινυών. Ειδικά τα τεχνητώς
κατασκευασμένα κοιλώματα της Μουνιχίας και του «Σταυρού» θεωρούνται από πολλούς
ως δημιουργήματα των Μινυών χωρίς να αποκλείεται όμως να είναι προγενέστερα.
Κεντρική φωτογραφία: Απομεινάρια από «Θεόσπιτα» την δεκαετία του 1980.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου