του
Κωνσταντίνου Καρατζά
Η γυναίκα, ψηλή, μελαχρινή με δύο μεγάλα καστανά μάτια, μπήκε στο χωλ του
ξενοδοχείου. Τα μαγουλά της άναψαν από τη ζέστα της μεγάλης κάμαρας, που
μερικοί παλιοί ξεφτισμένοι πια απ’ την πολυκαιρία καναπέδες αποτελείωναν την
επίπλωση. Στον τοίχο μια παλιά λιθογραφία του Κάιζερ και της βασίλισσας Βικτορίας
ήταν τα μόνα που το στόλιζαν. Μύριζε λαδομπογιά και μάντευες, πως η κουζίνα δεν
θα΄ταν μακριά, από την τσίκνα των φαγητών που έρχονταν ως εκεί. Η γυναίκα
προχώρησε. Είχε αλαφριά περπατησιά ζαρκαδιού και ήταν πολύ νέα. Πολύ νέα. Το
δειλό της περπάτημα, το ερευνητικό, έδειχνε πως βέβαια θα΄ταν η πρώτη φορά που
ερχόταν στο ξενοδοχείο...
Γύρισε αργά το κεφάλι
της και τότε τα μάτια της φωτίστηκαν περίφημα από κάποιο δικό τους εσωτερικό
φως. Είχαν κάτι τα μάτια αυτά από τον κυματισμό μιας μακρινής θάλασσας, απαλής
και ήρεμης... Κάθισε αργά- αργά στο βαθύ καναπέ στην απλόχωρη αυτή σάλα και
περίμενε. Ένα μεγάλο κανελί σκυλί που μισοκοιμόταν σε μιαν άκρη, την κοίταζε
φιλικά... Τότε για πρώτη φορά η γυναίκα αργόφερε τα μάτια της τριγύρω και
κοίταξε ένα-ένα το κάθε τι στην μεγάλη κάμαρα.
Από τη μισάνοιχτη
πόρτα του διπλανού δωματίου έφταναν οι φωνές και τ’ αστεία των μεθυσμένων, των
ανθρώπων της «μπάρας». Απ’ εκεί άκουγες και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών και
όλα, κάθε φορά δυνατά, περίεργα... Και σε κάθε άνοιγμα της πόρτας, σου έρχονταν
οι μυρουδιές του κρασιού, των ποτών, ανάκατα με το βαρύ καπνό της πίπας και του
φτηνού τσιγάρου...
Ήρθε γρήγορα εκείνος,
ψηλός, δεμένος, με γερμανικό πρόσωπο, αντιπαθητικό, σκληρό, με γαλαζοπράσινα
μάτια. Πρόσφυγας, άλλοτε αξιωματικός, εξόριστος; Τι;... Της φίλησε αργά το χέρι
και την κοίταξε ψυχρά, όπως συνήθως κοιτάζουν τα ζώα οι αγοραστές τους. Απόφυγε
εκείνη το βλέμμα του το ψυχρό, το σκληρό. Είχε απαλό αυτή το βλέμμα, γεμάτο
πάθος και φλόγα.
Κάθισε αυτός δίπλα της
και έφερε τα κίτρινα κρύα δάκτυλά του στα μαλλιά της. Ρίγησε εκείνη, θυμήθηκε
το χάδι το όμοιο ενός νέου φοιτητή μια φορά... Ήταν εκείνος γεμάτος όνειρα τότε
και μονάχα της φιλούσε τα μαλλιά. Ήταν τα χρόνια της σπουδής τότε, που όλοι
πασχίζουμε να τα γεμίσουμε όσο μπορούμε, που μας φαίνονται άδεια και που ωστόσο
είναι τόσο γεμάτα και δημιουργικά.
Ανέβηκαν τις παλιές
ξύλινες σκάλες, που έτριζαν, μία- μία. Απαλά και απλά της είπε εκείνος: «Πάμε»;
Πειθήνια τον ακολούθησε σαν ένα σκυλί τον αφέντη του. Αργά πήραν έπειτα ένα
μακρύ διάδρομο και σταμάτησαν στον αριθμό 20. Το δωμάτιο, μικρό, καθαρό, όμως
έβλεπε μια θάλασσα από το παράθυρο, από στέγες, καμινάδες και κομμάτια γαλάζιου
ουρανού. Άσπρα σύννεφα τον έσκιζαν και βάζαν τις σκιές του μελανά σημάδια στις
κόκκινες στέγες από τσίγκο. Άκουγες ως εκεί πάνω το βουητό του κόσμου, της
δουλειάς, του μόχθου. Τράβηξε εκείνος τις πράσινες κουρτίνες απαλά και το
πράσινο χρώμα κυριάρχησε στο μικρό δωμάτιο.
Άναψε ένα τσιγάρο και
κάθισε εκείνος σε μια βαθιά πολυθρόνα. Δεν βιάζονταν. Το θύμα του ήταν κοντά
του δειλό, απροετοίμαστο, άβουλο. Είχε το σαδισμό της τευτονικής του ράτσας και
το βασανιστήριο στο αίμα του, ίσως- ίσως και τους καπνούς του αρωματικού
τσιγάρου του. Την ξαναείδε αυτήν την, ως
τα χθες, άγνωστή του γυναίκα. Την συνάντησε κάπου κοινωνικά βέβαια για πρώτη
φορά και τον τράβηξε, χορεύοντάς της, η ζέστα του κορμιού της, η παράξενη ζέστα
της, η μυρωδιά του νεανικού κορμιού της και κύρια τα μάτια της, υγρά, μεγάλα
αισθαντικά. Βέβαια ποτέ δεν ήταν ρομαντικός, ούτε ποτέ είχε σκεφθεί γυναίκα έξω
από τον προορισμό της, όπως του άρεσε να λέει, δηλαδή το κρεβάτι της. Και όμως τώρα που του φάνηκε αυτή πάλι μπροστά
του, σαν θύμα έτοιμο στη σφαγή, θέλησε να την δει διαφορετικά λίγο, έστω και
για μια στιγμή δηλαδή, σαν μια ζωγραφιά που ποτέ δεν θα θελήσουμε να την
χαλάσουμε, να την λερώσουμε όσο και ανίδεοι της τέχνης να΄ μαστε. Δεν αρνείται
κανείς ότι αν καταλαβαίνει ίσως-ίσως σιωπηρά μάλιστα τα δέχεται.
Και οι καπνοί του
τσιγάρου να τον έφεραν τόσο στην μακρινή του πατρίδα και πολλά μάτια απαλά
βρέθηκαν ολόγυρα του, όχι ονόματα, όχι πατρίδες, όχι πρόσωπα, ορισμένα
παιδιάστικα μάτια γεμάτα φως και ψυχή και άλλα γεμάτα στοργή και πόνο και
δάκρυα... Μα τα δικά της μάτια δε θυμόταν να τα είχε δει πουθενά έτσι μεγάλα,
υγρά, εκφραστικά μάτια που έκλειναν μέσα τους και την θάλασσα με την
απεραντοσύνη της και τους μακρινούς τόπους, ποιας πατρίδας της κάθε μακρινής
πατρίδας που γεμάτη νοσταλγία κανείς την δέχεται σαν βιάζεται στην φαντασία
του...
Αυτή την ξένη ως τα
χθες, ως τα προχθές, ολότελα γυναίκα την έφερε κοντά του της προσμονής της
όποιας προσμονής ή θύμησης και της προσδοκίας η αγωνία... Δεν θα΄ βρισκε μαζί
της, το΄ νιωσε από την πρώτη στιγμή που την ακούμπησε στο στήθος του ζεστή,
απλή, τρυφερή ως ιδέα δικιά του ολότελα την θεώρησε αυτή την άγνωστη γυναίκα,
πως ο χορός τους έφερε ενωμένους. Ανάπνεε την πνοή της και τα μεγάλα της μάτια
υγρά θύμιζαν τ΄ απογέματα, όχι τα χινοπωριάτικα, μα τ΄ ανοιξιάτικα του τόπου
του, που ξάφνου σκοτείνιαζαν κι΄ από χαρά θεού που ήταν, γέμιζαν ολόκληρα από
συννεφιά και βροντές, άκουες και κεραυνούς και γέμιζε η πλάση, λες φως, της
βροχής το ανακάτεμα. Τότε που μύριζε βροχή και τα πουλιά έφευγαν τρομαγμένα από
τις φωλιές τους, που έτρεχαν οι πρώτες στάλες, τότε που αυτός αργόπαιρνε το
μονοπάτι για το σπίτι του...Αλλά γιατί να φτάνει τόσο μακριά; Αρκετά...
Το φως ήταν εκεί,
δίπλα του, κοντά του, ζεστό, η γυναίκα ήταν εκεί, μαζί του... Έκλεισε τα μάτια
κι΄ έμεινε αναποφάσιστος. Δεν τ΄ άρεσε
να γδύνει τότε ο ίδιος τις γυναίκες. Έβρισκε μια ξέχωρη ηδονή στο γδύσιμό τους.
Του άρεσαν οι αργές κινήσεις τους που φανέρωναν όλο τον εσωτερικό τους κόσμο,
το είναι τους...
Από το γδύσιμο, τον
τρόπο που μια γυναίκα, γδύνεται, θα ιδείς, θα μάθεις τον χαρακτήρα της!...Τον
άντρα τότε μεθάει η γυναίκα όταν γδύνεται μπροστά του. Τι καλύτερο!...Αυτή σαν
να μάντεψε την επιθυμία ενός μικρού ζώου, άρχισε με κινήσεις απλές να πετάει τα
φορέματά της. Αφήκε μόνο τα δαχτυλίδια της και έπεσε στο κρεβάτι κοιτάζοντάς
τον απαλά.
Δεν θυμάμαι πόση ώρα
βρέθηκε ο ένας στον άλλο κοντά, πόση ώρα ήσαν δεμένοι σ΄ένα κορμί σ΄ένα ταξίδι
οι δυο τους...
Μίκρυνε ο κόσμος για
εκείνη, έγινε ολότελα μικρός και ασήμαντος, μια βούλα και ένα άσπρο χαρτί...Και
ύστερα και η ίδια μίκρυνε πολύ, ένα ασήμαντο φτερό χωρίς ύλη...κι΄ έχυσε τόσα
δάκρυα, τόσα δάκρυα σαν τα δάκρυα της αποψινής βροχής...
(Το διήγημα
του Κωνσταντίνου Καρατζά πήρε το 2ο Βραβείο Διηγήματος, στον 3ο
Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Δυτικής Αθήνας-2005, που διοργάνωσαν ο ΑΣΔΑ και το
περιοδικό Πολιτισμού «ΕΝΝΕΑΔΑ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου