«H αγαπημένη της
γιαγιάς», 1893
Λάδι σε μουσαμά (Εθνική
Πινακοθήκη)
|
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης
γεννήθηκε το 1852 στα Χύδηρα της Λέσβου. Σε ηλικία 13 ετών πήγε στην Σμύρνη,
για να ζήσει με τον θείο του, πρακτικό αρχιτέκτονα, και να φοιτήσει στην
Ευαγγελική Σχολή, ενώ παράλληλα εργάζονταν. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την
τέχνη και κυρίως για την ξυλογλυπτική. Το 1868 ακολούθησε το θείο του στη
Μαινεμένη για δύο έτη και το 1870 με την προτροπή και την οικονομική βοήθεια
του Μιχαήλ Χατζηλουκά, ξυλέμπορου, συνεργάτη του θείου του, αποφάσισε να
σπουδάσει γλυπτική στην Αθήνα.
Το 1870, εγγράφηκε στο
Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας (την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών).
Δάσκαλοί του στην Αθήνα ήταν ο ζωγράφος Νικηφόρος Λύτρας και ο γλύπτης Λεωνίδας
Δρόσης. Από το Σχολείο των Τεχνών αποφοίτησε με άριστα τον Μάρτιο του 1877, ενώ
είχε ήδη αρχίσει να διακρίνεται για το ζωγραφικό του ταλέντο. Τον Νοέμβριο του
1877 έλαβε υποτροφία από το ελληνικό κράτος και αναχώρησε για το Μόναχο με σκοπό
να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης. Δάσκαλοί του
εκεί ήταν ο Λούντβιχ φον Λοφτς (Ludwig νοn Löfftz), ο Βίλχελμ φον Λίντενσμιτ
(Wilhelm νοn Lindenschmidt) και ο Γκαμπριέλ φον Μαξ (Gabriel νοn Max).
Το 1883 αποφοίτησε από
την Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου, αλλά για τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια
συνέχισε να εργάζεται στην ίδια πόλη. Το 1878 δημιούργησε στο Μόναχο δικό του
εργαστήριο και σχολή ζωγραφικής θηλέων που λειτούργησε μέχρι το 1898. Με το
ταλέντο και την εργατικότητά του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αγαπητός.
Γεώργιος Ιακωβίδης |
Οι διακρίσεις άρχισαν
να διαδέχονται η μία την άλλη: «Χρυσούν μετάλλιον» στην Αθήνα το 1888,
ιδιαίτερο βραβείο των Παρισίων 1889, «βραβείο τιμής» στην Βρέμη το 1890, χρυσό
μετάλλιο στο Μόναχο το 1893, Βρέμης το 1891, Μονάχου 1893, το «Οικονόμειον
βραβείον» στην Τεργέστη το 1895, Βαρκελώνης το 1898 και το χρυσό μετάλλιο στο
Παρίσι το 1900.
Το 1889, πέθανε η
σύζυγός του, Άγλα. Το γεγονός αυτό σημάδεψε την ζωή του και λέγεται πως κατόπιν
σταμάτησε να ζωγραφίζει χαρούμενα παιδικά θέματα.
Το 1900, δημιουργήθηκε
η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας και ο Ιακωβίδης ανέλαβε πρώτος της διευθυντής.
Μετά τον θάνατο του δασκάλου του Νικηφόρου Λύτρα, ανέλαβε αμισθί την θέση του
καθηγητή ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Για την προσφορά του αυτή, του
απονεμήθηκε ο «Χρυσούς Σταυρός των Ιπποτών». Κατά την ίδια περίοδο, ο
Ιακωβίδης, ως ο αγαπημένος προσωπογράφος της βασιλικής οικογένειας (υπήρξε
προσωπικός φίλος του φιλότεχνου πρίγκηπα Nικολάου) και της υψηλής αθηναϊκής
κοινωνίας, ήταν ήδη ένας από τους λίγους ευκατάστατους έλληνες ζωγράφους. Το
1910, με τον διαχωρισμό της Σχολής Καλών Τεχνών από το Εθνικό Μετσόβιο
Πολυτεχνείο, με βασιλικό διάταγμα τού ανατέθηκε η διεύθυνση του Σχολείου Καλών
Τεχνών.
Το 1918 την θέση του
στην διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης ανέλαβε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Οκτώ
χρόνια αργότερα, το 1926, ορίσθηκε ως ένα από τα τριάντα οκτώ αριστίνδην μέλη
της νεοσυσταθείσας Ακαδημίας Αθηνών. Το 1930, αποχώρησε από την Σχολή Καλών
Τεχνών, με τον τίτλο του «επιτίμου διευθυντού». Πέθανε το 1932, λίγο καιρό πριν
κλείσει τα ογδόντα του. Η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική
έκθεση τον Νοέμβριο του 2005.
Το έργο του
Η σύζυγος και ο γιος του ζωγράφου, 1895 |
Ο Ιακωβίδης υπηρέτησε
πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου».
Τα θέματά του, παρότι ζωντανά και γεμάτα ελληνικό φως, διακατέχονται από την
θεατρικότητα και την αυστηρότητα που επέβαλε ο ακαδημαϊσμός. Η στάση του απέναντι
στον γαλλόφερτο ιμπρεσιονισμό ήταν ιδιαιτέρως επικριτική. Γι' αυτό κατηγορήθηκε
ότι έβαλε τροχοπέδη στην εισαγωγή νεωτεριστικών καλλιτεχνικών ρευμάτων στην
Ελλάδα. Εντούτοις, νεότεροι τεχνοκριτικοί βρίσκουν ότι ο συντηρητικός Iακωβίδης
δεν στάθηκε εμπόδιο σε νεωτεριστές μαθητές του, έστω κι αν δεν συμμεριζόταν
τους δρόμους που ακολουθούσαν. Στα χρόνια της παραμονής του στην Γερμανία, τα
θέματα του ήταν κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής, ιδίως συνθέσεις με παιδιά,
εσωτερικά σπιτιών, νεκρές φύσεις, λουλούδια και άλλα.
Με την επιστροφή του
στην Ελλάδα στράφηκε προς την δημιουργία πορτραίτων και υπήρξε ένας από τους
πιο σπουδαίους Έλληνες προσωπογράφους. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης έχει αφήσει μεγάλο
ζωγραφικό έργο, περί τους 200 ελαιογραφικούς πίνακες που σώζονται στα
μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης και Αμερικής, στη Πινακοθήκη Αθηνών και σε
διάφορες ιδιωτικές συλλογές. Διακρίθηκε ως ζωγράφος παιδικών σκηνών,
προσωπογραφίας και ανθογραφίας.
Από τα έργα του τα
πλέον γνωστά είναι: η «Παιδική συναυλία» (Πινακοθήκη Αθηνών), ο «Παιδικός
καυγάς», ο «κακός εγγονός», το «Σκουλαρίκι», ο «Πάππος και εγγονός», τα «Πρώτα
βήματα», η «Μητρική στοργή», το «Κτένισμα της εγγονής», η «Κρέουσα» κ.ά. Οι
παιδικές σκηνές των έργων του χαρακτηρίστηκαν δείγματα νατουραλιστικής ειλικρίνειας.
Το προσωπικό ημερολόγιο του καλλιτέχνη, όπου αναγράφονται τα έργα του
χρονολογικά από το 1878 έως το 1919, δωρήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη από τον
γιο του ζωγράφου τον γνωστό ηθοποιό Μιχάλη Ιακωβίδη το 1951.
Ο ζωγράφος της
παιδικής ηλικίας
της Μαρίνας
Λαμπράκη-Πλάκα, καθηγήτριας Ιστορίας της Τέχνης, διευθύντριας της Εθνικής
Πινακοθήκης.
Μητρική στοργή, 1889 |
Έχει πατρίδα η παιδική
ηλικία; Έχει πατρίδα η αθωότητα; Είναι γερμανάκια ή ελληνόπουλα τα παιδιά που
ζωγραφίζει ο Γεώργιος Ιακωβίδης με τόση τρυφερότητα, με τόση αγάπη και με τόσο
βαθιά κατανόηση της ψυχολογίας τους και της συμπεριφοράς τους; Είναι αλήθεια
ότι οι περισσότεροι πίνακές του με θέματα αντλημένα από την παιδική ηλικία
ζωγραφίστηκαν στο Μόναχο. Και αυτό γιατί το αστικό περιβάλλον της βαυαρικής
πρωτεύουσας και η εθνικιστική ιδεολογία της αγίας τριάδας «πατρίς, θρησκεία,
οικογένεια» που ευδοκιμούσε αυτά τα χρόνια στη Γερμανία ευνοούσαν ανάλογα
θέματα. Ετσι αυτή η ιδιαίτερη κλίση του Ιακωβίδη, που είχε ήδη εκδηλωθεί δειλά
στα χρόνια της αθηναϊκής μαθητείας του, θα βρει τον βιότοπό της στο Μόναχο, θα
ανθήσει και θα καρποφορήσει.
H νηπιακή και παιδική
ανθρωπότητα που παρελαύνει από τους πίνακες του Ιακωβίδη έχει ορισμένα
αρχετυπικά χαρακτηριστικά: πλούσια ή φτωχή, ντυμένη με ακριβά ρούχα ή με ράκη,
είναι υγιής, εύρωστη, αμέριμνη και ευτυχισμένη. Αυτό και μόνο το χαρακτηριστικό
διακρίνει τη ζωγραφική του Ιακωβίδη από το κοινωνικό κήρυγμα των ρεαλιστών ή
από το νοσηρό κλίμα των ρομαντικών και των συμβολιστών, που αγγίζει κάπου-
κάπου και τον μεγάλο Γύζη όταν ζωγραφίζει ανάλογα θέματα.
Οι σκηνές από την
παιδική ηλικία ανήκουν ασφαλώς στην ανώδυνη ηθογραφική ζωγραφική αλλά ο
Ιακωβίδης ερμηνεύει το θέμα του με τη φιλαλήθεια ενός ρεαλιστή. Σπάνια μπορείς
να δεις νήπια ζωγραφισμένα με τόση ακρίβεια, γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι
πρόκειται για ένα από τα δυσκολότερα σχεδιαστικά γυμνάσματα. Με τέλειο τρόπο αποδίδονται
τα άπλαστα ακόμη μέλη, οι αδέξιες κινήσεις, οι εκφράσεις, ακόμη και η ασκήμια
τους, ιδιαίτερα όταν κλαίνε. Και τα παιδιά του Ιακωβίδη θυμώνουν, επαναστατούν
και κλαίνε γοερά. Όχι όμως από πείνα και δυστυχία. Αλλά γιατί υπομένουν με
δυσκολία τα μικρά βάσανα που τους επιβάλλουν οι μεγαλύτεροι, κυρίως οι
γιαγιάδες και οι παππούδες. Γιατί ο Ιακωβίδης αγαπά να απεικονίζει αυτές τις
δύο ακραίες ηλικίες και την ξεχωριστή σχέση που αναπτύσσουν.
Ο άτακτος εγγονός, 1884 |
H αντίθεση ανάμεσα
στους γέροντες και στα παιδιά γοητεύει τον ζωγράφο· αντίθεση πολλαπλή, στη
μορφή, στην έκφραση, στην κίνηση αλλά κυρίως στην ψυχολογία. H τρυφερή,
στίλβουσα και σφύζουσα από ζωική ορμή ρόδινη σάρκα των παιδιών λάμπει
φωτίζοντας αντιστικτικά και ανελέητα τα γερασμένα πρόσωπα, τα χαρακωμένα από τον
χρόνο και τα βάσανα της ζωής. Οι καλοκάγαθοι γέροντες του Ιακωβίδη, γαλήνιοι
και υπομονετικοί, εκφράζουν τη στοχαστική ενατένιση της ζωής, της δικής τους
ζωής που δύει, της ζωής των νέων βλαστών που ανατέλλει. Με οξυδέρκεια ψυχολόγου
ο Ιακωβίδης παρατηρεί τα τυπικά χαρακτηριστικά κάθε ηλικίας: ιδιαίτερα τονίζει
την προπετή απληστία των παιδιών, την ασίγαστη, την ακάματη ενεργητικότητά
τους, τον αξόδευτο δυναμισμό τους, την ανυπομονησία τους να κατακτήσουν τον
ζωτικό τους χώρο, που εκφράζεται με τα διαρκώς απλωμένα χεράκια τους.
Τα παιδιά
υπερασπίζονται με μαχητικότητα τον πρώιμο πόθο τους για ανεξαρτησία και οι
γέροντες υπομένουν με χαμογελαστή συγκατάβαση την επαναστατική επιθετικότητά
τους. Σιωπή τυλίγει τους γέροντες, ενώ τα ξεφωνητά και τα γέλια των παιδιών
φτάνουν εκκωφαντικά ως τ' αυτιά μας. Ποτέ ζωγράφος δεν έπλεξε ανάλογο ύμνο στην
ξεχωριστή αυτή σχέση που γεφυρώνει το χάσμα των γενεών. Γιατί στις παραδοσιακές
κοινωνίες προσφιλείς και αναντικατάστατοι παιδαγωγοί των παιδιών ήταν οι
παππούδες και οι γιαγιάδες. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής τούς εξόρισε στους οίκους
ευγηρίας, δημιουργώντας ένα ανεπούλωτο τραύμα στην αρμονική ανάπτυξη και αγωγή
των παιδιών μέσα στη θαλπωρή της οικογένειας. Μέσα απ' αυτή τη σχέση, σχέση
αγάπης, πολλές αξίες μεταβιβάζονταν στη νέα γενιά αβίαστα. Και πάνω απ' όλα ο
σεβασμός των γερόντων. Μια παλιά λαϊκή παροιμία, ακατανόητη σήμερα, προέτρεπε:
«Αν δεν έχεις γέρο, ν' αγοράσεις». Ο πλούτος της παραδοσιακής γλώσσας, η πείρα,
η σοφία της ζωής είναι μερικές μόνο από τις αξίες που ναυάγησαν μαζί με την
ακυρωμένη σχέση των δύο γενεών.
Σπουδαίος τεχνίτης,
απαράμιλλος σχεδιαστής
Παιδική συναυλία, 1900 |
H θεματολογία με
παιδιά επιβάλλεται στη ζωγραφική του Ιακωβίδη μετά το 1882, πάντα στο Μόναχο,
όπου θα παραμείνει ως το 1900, γνωρίζοντας την επαγγελματική καθιέρωση. Οι
παιδογραφίες του έλληνα ζωγράφου βρίσκουν θερμή ανταπόκριση τόσο στην κριτική
τους υποδοχή όσο και στο αγοραστικό κοινό της βαυαρικής πρωτεύουσας. Το θέμα
αυτό θα κυριαρχήσει στη δημιουργία του ως το 1900. Μετά την επάνοδό του στην
Ελλάδα οι ιεραρχίες ανατρέπονται καθώς ο ορίζοντας προσδοκίας του κοινού
αλλάζει. Ο Ιακωβίδης κατακλύζεται από παραγγελίες. Από τον βασιλικό οίκο ως
τους εκπροσώπους της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου, όλοι φιλοδοξούν
να διαιωνιστούν από τον διάσημο ζωγράφο· και πράγματι ο Ιακωβίδης μάς άφησε μια
συναρπαστική πινακοθήκη από προσωπογραφίες που ζωντανεύουν μια ολόκληρη εποχή.
Κού-κου!, 1895 |
Τα πρώτα του έργα με
παιδιά έχουν έντονο ηθογραφικό χαρακτήρα με πρωταγωνιστές νεαρούς βιοπαλαιστές.
Ανάμεσά τους ξεχωρίζει για τη φευγαλέα έκφραση και την ελεύθερη πινελιά του το
Ιταλόπαιδο που γελάει, που παραπέμπει σε παλιότερους δασκάλους του είδους, όπως
ο Βελάσκεθ, ο Μουρίγιο και ο Φραντς Χαλς. Από το 1883, με τα Μικρά βάσανα και
τον Κακό εγγονό, αρχίζει να κυριαρχεί στη θεματογραφία του Ιακωβίδη ο διάλογος
ανάμεσα στις δύο ακραίες ηλικίες της ζωής που περιγράψαμε πιο πάνω. Ο ζωγράφος
φαίνεται να προετοιμάζει τις συνθέσεις του με γρήγορα σκίτσα, είτε με μολύβι
είτε με λάδι, όπου προσπαθεί να συλλάβει τη φευγαλέα έκφραση και τη στιγμιαία κίνηση.
Τα τελειωμένα έργα, με το προσεκτικό σχέδιο και τη σφιχτή φόρμα, δεν
παρουσιάζουν την ίδια ανταπόκριση ανάμεσα στη «γραφή» και στη ροή του χρόνου
που διαθέτουν τα προσχέδια. Ως το τέλος της δεκαετίας του '80 οι σκηνές
διαδραματίζονται σε εσωτερικούς χώρους και προβάλλονται σ' ένα σχετικά σκοτεινό
φόντο, ενώ η τονικότητα που κυριαρχεί είναι το καφετί και τα γαιώδη της
ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Ο φωτισμός είναι διάχυτος με απροσδιόριστη πηγή. Οι
γέροντες είναι ντυμένοι συνήθως με σκούρα ρούχα που χαρίζουν περισσότερη λάμψη
στα χαρούμενα λευκά ή ανθηρά χρώματα των παιδικών ενδυμάτων.
Τα πρώτα βήματα, 1889 |
Οπως παρατηρεί εύστοχα
η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης κυρία Ολγα Μεντζαφού, που αφιέρωσε στον
Ιακωβίδη μια λαμπρή διατριβή, από το τέλος της δεκαετίας του 1880 η διάθεση, η
χρωματολογία και ο φωτισμός αλλάζουν στους πίνακες του ζωγράφου, που διανύει
μια ευτυχισμένη περίοδο στη ζωή του, ύστερα από τον γάμο του και τη γέννηση του
μοναχογιού του. Οι μορφές προβάλλονται τώρα πάνω σ' ένα φωτεινό φόντο και τα
χρώματα ζωηρεύουν. Ενα δυνατό κόκκινο, που τοποθετείται στον πίνακα ανόθευτο,
καθαρό πάνω σ' ένα φρούτο, στα καλτσάκια ενός παιδιού, στο κουβάρι της γιαγιάς
που πλέκει, ζωντανεύει τον πίνακα. Ακόμη και στα σκούρα ρούχα της γιαγιάς
κυκλοφορούν υπέροχες συγχορδίες χρωμάτων: πράσινα, βυσσινιά, μαβιά, ρόδινα
φώτα.
H λειτουργία του φωτός
αλλάζει επίσης. H πηγή του προσδιορίζεται τώρα μέσα στον πίνακα. Το φως έρχεται
από ένα ανοιχτό παράθυρο, που τοποθετείται πάντα αριστερά, όπως το είχαν
καθιερώσει οι ολλανδοί ηθογράφοι του 17ου αιώνα, με προεξάρχοντα τον Βερμέερ.
Το φως λούζει τις μορφές και παίρνει σχεδόν συμβολικές προεκτάσεις
μεταμορφώνοντας τις εικόνες των παιδιών σε καθημερινές θεοφάνιες. Ενα
χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρουν τα Πρώτα βήματα (1892), με το μωρό που βηματίζει
χαρούμενο προς την ανοιχτή αγκαλιά της αδελφής του και στον κόσμο, να
μεταμορφώνεται το ίδιο σε λευκόξανθη πηγή φωτός.
Κορίτσι που διαβάζει, 1882 |
Οσο ο 19ος αιώνας
πλησιάζει προς το τέλος του ο Ιακωβίδης γίνεται πιο τολμηρός. Ζητάει από την
ώριμη τέχνη του να λύσει πιο περίπλοκα προβλήματα. Τοποθετεί την πηγή φωτός
πίσω από τη σκηνή που απεικονίζει και τη φωτίζει εναντιόδρομα. Ετσι οι μορφές
μεταβάλλονται σε σκοτεινές σιλουέτες, ενώ τα περιγράμματά τους «παίρνουν
φωτιά». Εδώ αισθανόμαστε την επίδραση του υπαιθρισμού και του ιμπρεσιονισμού.
Τα χρώματα του Ιακωβίδη μαρτυρούν εντονότερα αυτή την ανομολόγητη οφειλή. Στη
χρωματολογία του κυριαρχούν τώρα τα προσφιλή στους ιμπρεσιονιστές ζεύγη των
συμπληρωματικών (πορτοκαλί με γαλάζιο, κίτρινο με μωβ, πράσινο με κόκκινο). Τη
θριαμβευτική κορύφωσή της θα γνωρίσει αυτή η τάση στην ξακουστή Παιδική
συναυλία (1899-1900).
Οι μορφές στο ύπαιθρο,
μέσα στο φυσικό φως που ζωντανεύει τα χρώματα και διαλύει τη φόρμα, αποδίδονται
τώρα με γρήγορες ελεύθερες πινελιές και αποκαλύπτουν έναν Ιακωβίδη που φαίνεται
να έχει γνωρίσει και αφομοιώσει το δίδαγμα του γαλλικού υπαιθρισμού. Αλλωστε το
μήνυμα της νέας τέχνης είχε αρχίσει να μεταμορφώνει και τη ζωγραφική των
γερμανών ομοτέχνων του. Ηδη από το 1892 ένα έργο σαν την Αντιστροφή των ρόλων
έχει ζωγραφιστεί με τόση ελευθερία και αίσθηση υπαίθρου που θα μπορούσε να
σταθεί δίπλα στα έργα του Μανέ. H Προσωπογραφία της γυναίκας του καλλιτέχνη με
τον γιο της (1895) μεταδίδει την ίδια δονούμενη αίσθηση υπαίθρου, με το φως του
σύδενδρου που έρχεται από το βάθος να χαϊδεύει το μάγουλο της γυναίκας και τα
μαλλιά του παιδιού.
Το χτένισμα της εγγονής, 1886 |
Ο Ιακωβίδης οδήγησε τη
ζωγραφική της Σχολής του Μονάχου στα ακραία της όρια. Δεν ήταν ασφαλώς
επαναστάτης. Υπήρξε όμως σπουδαίος τεχνίτης, απαράμιλλος σχεδιαστής. Κυρίως
όμως μας αποκάλυψε με την τέχνη του έναν κόσμο βαθιά ανθρώπινο, πλούσιο σε
αισθήματα και συγκινήσεις. H ζεστασιά, η ανθρωπιά που αποπνέουν τα έργα του
είναι αρχετυπική και άμεσα μεταδοτική. Ίσως αυτό εξηγεί γιατί οι πίνακες του
Ιακωβίδη, ιδιαίτερα αυτοί που αφιέρωσε στα παιδιά, είναι τόσο δημοφιλείς.
Το Ψηφιακό Μουσείο του
Γεωργίου Ιακωβίδη στην Λέσβο: http://www.jakobides-digital-museum.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου