ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Μύθοι και θρύλοι για την Άλωση της Πόλης

«Πάψετε το Χερουβικό, κι ας χαμηλώσουν τ’ Άγια γιατί είναι θέλημα Θεού, η Πόλη να τουρκέψη». «Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες». «Σώπασε, κυρά Δέσποινα, μην κλαις και μη δακρύζεις, πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι».

29 Μαΐου 1453: Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ! Η χιλιόχρονη αυτοκρατορία έπεσε. Ο θρύλος λέει ότι «ήτανε θέλημα Θεού». Από τότε το φρόνημα των Ελλήνων το κρατάνε ζωντανό ακριβώς αυτοί οι θρύλοι για την επανάκτησή της. «Κάποτε η Αγιά Σοφιά θα λειτουργηθεί ξανά από τους χριστιανούς» λέει η παράδοση και ο μαρμαρωμένος βασιλιάς θα ξυπνήσει... «Πάλι με χρόνια με καιρούς...»


Μύθοι και θρύλοι από την Άλωση της Πόλης. Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του έθνους επί αιώνες. «Πάλι με Χρόνους και καιρούς».
Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Οθωμανούς, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Πόντου για την Άλωση της Πόλης.
Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλληκάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο «Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία».

Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε.

«Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι».




Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς

Ο λαοφιλέστερος θρύλος έχει να κάνει με το τελευταίο αυτοκράτορα που μαρμάρωσε μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση πέρασε από στόμα σε στόμα αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Όταν η Πόλη πέρασε στα χέρια των Οθωμανών , ο λαός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένα τέτοιο κτίσμα έχει περιέλθει σε μουσουλμανικά χέρια. Διέδωσαν λοιπόν ότι ο βασιλιάς κρύφτηκε πίσω από μία κολόνα του ναού της Αγίας Σοφίας, χάθηκε μέσα στους διαδρόμους και παρέμεινε κρυμμένος εκεί.
Οι ώρες αναμονής τον “μαρμάρωσαν”. Είναι γεγονός ότι κανείς δεν βρήκε το πτώμα του τελευταίου υπερασπιστή, του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου. Χάθηκε και πίστεψαν ότι Άγγελος Κυρίου το έκρυψε και το μαρμάρωσε.
Κάποτε θα έρθει η ώρα που πνοή Θεού θα του δώσει δύναμη και ζωή ξανά και όλα θα ξαναγίνουν από την αρχή. Η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη.



Ο παπάς της Αγίας Σοφίας

Ένας άλλος θρύλος ιδιαίτερα αγαπητός είναι ο θρύλος του παπά της Αγίας Σοφίας. Η παράδοση λέει ότι την ώρα που οι Οθωμανοί έμπαιναν στην εκκλησία, ο παπάς διέκοψε τη λειτουργία και κρύφτηκε πίσω από το ιερό.

Σε εκείνο το σημείο που κρύφτηκε ενώ υπήρχε μία πόρτα, “ως δια μαγείας” η πόρτα έγινε τοίχος τον οποίο κανείς και ποτέ δεν κατάφερε να σπάσει από τότε. Ούτε οι Οθωμανοί , ούτε οι Έλληνες μάστορες τους οποίους έφερναν για αυτό το σκοπό δεν μπόρεσαν να γκρεμίσουν τον τοίχο.

Ο θρύλος καταλήγει ότι όταν η Αγία Σοφία ξαναγίνει ελληνική εκκλησία, τότε ο παπάς θα βγει από το ιερό και θα ολοκληρώσει την ημιτελή λειτουργία του.




Η κρύπτη της Αγίας Σοφίας

Ένα «μυστικό» δωμάτιο στην Aγία Σοφία της Kωνσταντινούπολης αποκαλύπτεται τώρα ως «θυρανοίξια» του κρυφού ιερού όπου είχε καταφύγει στις 29 Mαΐου 1453 ο βυζαντινός ιερέας για να συνεχίσει τη θεία λειτουργία που είχε διακοπεί στον κύριο Nαό της Aγίας Σοφίας.

H ανακάλυψη οφείλεται στον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Bιέννης Πολυχρόνη Eνεπεκίδη . Tο ξεχασμένο δωμάτιο εντοπίστηκε όταν η νέα διευθύντρια του Mουσείου της Aγίας Σοφίας Zαλέ Nτεντέογλου ρώτησε αν υπάρχει χώρος που να μην έχει ανοιχτεί και διέταξε να παραβιάσουν την κλειδαριά του συγκεκριμένου χώρου, αφού δεν υπήρχε κλειδί της πόρτας.

Αποκαλύφθηκε τότε πως το δωμάτιο που δεν είχε ανοιχτεί από το 1968, υπήρξε εργαστήρι του Γκάσπαρο Φοσάτι (1809 – 1883), ο οποίος ακολουθώντας την εντολή του Σουλτάνου, αναστήλωσε πλήρως το μνημείο στη διάρκεια της περιόδου 1847 – 1849.

H έρευνα του καθηγητή Πολυχρόνη Eνεπεκίδη καταδεικνύει ότι ο Φοσάτι είχε απλώς μετατρέψει επιδέξια σε γραφείο του την κρύπτη που του είχαν υποδείξει οι Έλληνες φίλοι του στην Πόλη.

H κρύπτη, μία από τις πολλές του μεγάλου ναού, ήταν το κρυφό εκείνο ιερό όπου συνεχίστηκε από τον ιερέα η διακοπείσα ιεροτελεστία, και όταν τελείωσε έκλεισε η πόρτα της κρύπτης και θα άνοιγε, κατά την παράδοση, όταν και πάλι Έλληνες θα ήταν οι ιερείς και το εκκλησίασμα.



Η Αγία Τράπεζα

Η Αγία Τράπεζα ήταν κατασκευασμένη από χρυσό. Από πάνω της κρέμονταν 30 στέμματα των αυτοκρατόρων, ανάμεσα τους και αυτό του Μ. Κωνσταντίνου. Και λέγεται ότι αυτό γινόταν για να θυμίζουν στους χριστιανούς την προδοσία του Ιούδα. Τα τριάκοντα αργύρια.

Σύμφωνα με την παράδοση πριν ο Μωάμεθ ο Β΄ καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Κων/νος διέταξε να μεταφέρουν την αγία τράπεζα και όλα τα κειμήλια της Αγίας Σοφίας μακριά από την πόλη για να μην πέσουν στα χέρια των Οθωμανών.

Τρία καράβια Ενετικά λοιπόν ξεκίνησαν από την πόλη γεμάτα με όλα αυτά τα κειμήλια, όπως λέει και ο θρύλος, αλλά το τρίτο από αυτά που μετέφερε την αγία τράπεζα βυθίστηκε στα νερά του Βοσπόρου στην περιοχή του Μαρμαρά.



Η περιοχή του Μαρμαρά

Από τότε μέχρι σήμερα στο σημείο εκείνο που είναι βυθισμένη η αγία τράπεζα τα νερά της θάλασσας είναι πάντοτε ήρεμα και γαλήνια, ασχέτως με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην γύρω περιοχή.

Το φαινόμενο μαρτυρούν και σύγχρονοι Τούρκοι επιστήμονες, που έχουν κάνει κατά καιρούς απόπειρες να ανακαλύψουν που οφείλεται αυτό το περίεργο φαινόμενο, αλλά λόγω της λασπώδους σύστασης του βυθού, επέστησαν άκαρπες.

Στο βιβλίο του Δωροθέου Μονεμβασίας με τίτλο «Βίβλος Χρονική» (1781) διαβάζουμε:

«Οι Ενετοί την υπερθαύμαστον και εξάκουστον Αγίαν Τράπεζαν της Αγίας Σοφίας, την πολύτιμον και ωραιότατην, έβγαλαν από τον Ναό και έβαλαν εις το καράβι, και καθώς έκαναν άρμενα και επήγαιναν προς Βενετία, ω, του θαύματος!




Πλησίον της νήσου του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και έπεσεν εις την θάλασσαν η Αγία Τράπεζα και εβούλησε και είναι εκεί ως σήμερον, και τούτο είναι φανερόν και το μαρτυρούν οι πάντες, διότι όλον το μέρος εκείνο, όταν κάμνει φουρτούνα, η θάλασσα όλη κάμνει κύματα φοβερά, εις δε τον τόπο όπου είναι η Αγία Τράπεζα είναι γαλήνη και δεν ταράσσεται η θάλασσα.
Και υπαγαίνουν τινές εκεί με περάματα, και λαμβάνουν από την θάλασσαν εκείνην, όπου είναι η Αγία Τράπεζα, και μυρίζει θαυμασιώματα μυρωδίαν, από το άγιον μύρον όπου έχει και των άλλων αρωμάτων».

Ο πατέρας της Ελληνικής λαογραφίας, Νικόλαος Πολίτης, γράφει για το περιστατικό:

«Την ημέρα που πάρθηκεν η Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στην θάλασσα του Μαρμαρά, άνοιξε το καράβι και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο.
Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας».


«Τρία καρά – κρουσταλλένια μου, τρία καρά – τρία καράβια φεύγουνι,

που μέσα που την Πόλι, κλαίει καρδιά μας, κλαίει κι αναστενάζει.

το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου

του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας,

μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν

Η Παναγιά αναστέναξι, κι δάκρυσαν οι ‘κόνις…»

Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας αναπαύεται στο βυθό της θάλασσας, πάνω στην άμμο και στα κοχύλια. Το σημείο όπου βούλιαξε το καράβι το ξέρουν καλά οι ναυτικοί και εύκολα το βρίσκουν. Πραγματικά, ακόμα κι όταν η πιο άγρια τρικυμία, φουσκώνει ολόγυρα τα κύματα και κάνει τη θάλασσα να μουγκρίζει, εκεί είναι γαλήνη και ησυχία.
Από τη λεία και λαμπρή επιφάνεια του νερού ανεβαίνουν γλυκές ευωδιές και αντίλαλος από αγγελικές ψαλμωδίες. Πολλοί άξιοι δύτες που μαζεύουν κοράλλια ή ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν να κατέβουν και να δουν το ναυαγισμένο καράβι.




Κανείς δεν τα κατάφερε. Η θάλασσα, πολύ βαθιά σ αυτό το μέρος, φυλάει την Αγία Τράπεζα και τα λείψανα των Αγίων από κάθε βέβηλο μάτι.
Όταν όμως θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η Αγία Τράπεζα, που μένει στην άμμο του βυθού, θ ανέβει στην επιφάνεια όπως ανεβαίνει ο δύτης. Θ αρμενίσει μόνη της κατά το Βυζάντιο και θα την πάρουμε από κει που θ αράξει. Θα την ξαναφέρουμε στην Αγία Σοφία και με χαρούμενους ύμνους, θα την αφιερώσουμε πάλι στη Σοφία του Θεού.
Τότε, μέσα στη Βασιλική που έχτισε ο μεγάλος Ιουστινιανός, θα λάμψουν πάλι τα μωσαϊκά, οι εικόνες των Αγίων, τα λόγια του Ευαγγελίου, και ο σταυρός θα ξαναφανεί πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι που ξέπλυναν τα κύματα.



«Το ποτάμι που σταμάτησε να κυλάει»

Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Οθωμανούς και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες.
Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μια αντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι.
Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος…

«Τα ψάρια του καλόγερου»

Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς .
Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.


«Ο Πύργος της Βασιλοπούλας»

Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται “πύργος της βασιλοπούλας”. Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του.
Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Οθωμανοί είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: “αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη”.
Οι Οθωμανοί όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.



«Οι Κρητικοί Πολεμιστές»

Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών).
Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Οθωμανοί δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους.




Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους.




Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες.
Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.




«Στην πόρτα της Αγια-Σοφιάς, που σφράγισε / ενός αγγέλου χέρι, / διπλοσφαγμένος έπεσ' ο Δικέφαλος / απ' τ' άπιστο μαχαίρι».




 Μόν᾿ στελτε λόγο στ Φραγκιά, ν ρθον τρία καράβια,

τό να ν πάρει τ σταυρ κα τ᾿ λλο τ βαγγέλιο,

τ τρίτο τ καλύτερο, τν για Τράπεζά μας,

μ μς τν πάρουν τ σκυλι κα μς τ μαγαρίσουν».

Δέσποινα ταράχτηκε κα δάκρυσαν ο εκόνες. «Σώπασε κυρ Δέσποινα, κα μ πολυδακρύζς, πάλι μ χρόνους, μ καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι».


Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου…Εκδοχές!



Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος νεκρός, μικρογραφία (16ος αιώνας), από τους «Χρησμούς του Λέοντος του Σοφού», βιβλιοθήκη Στοκχόλμης


Ο τρόπος με τον οποίο πέθανε ο αυτοκράτορας δεν έγινε ποτέ γνωστός με σαφήνεια. Οι συγγραφείς της Άλωσης που ήταν παρόντες στις τραγικές εκείνες στιγμές, διηγούνται διαφορετικές ιστορίες. Ο Φρατζής, επιστήθιος φίλος του Κωνσταντίνου, που προσπάθησε να εξακριβώσει το θάνατό του, έγραψε ότι ο σουλτάνος έστειλε να ψάξουν για το σώμα, πλύθηκε ένας αριθμός από σώματα και κεφάλια, για να μπορέσουν να τον αναγνωρίσουν. Τελικά βρέθηκε ένα σώμα με κεντημένο στις κάλτσες του τον αετό, και θεωρήθηκε ότι αυτός ήταν ο αυτοκράτορας. Ο σουλτάνος έδωσε το μεγάλο νεκρό στους Έλληνες, για να τον θάψουν. Ο Φρατζής δεν ήταν βέβαιος και προσπάθησε πολύ να βρει αυτόν τον τάφο. Αργότερα κάποιοι περιηγητής ανέφεραν την ύπαρξη ενός τάφου στη συνοικία Βεφά, χωρίς όμως ποτέ να αποδειχτεί επίσημα κάτι.

Ο Δούκας αναφέρει ότι, όταν οι Γενίτσαροι ή οι Σερβοι πήγαν ένα κεφάλι στον Μωάμεθ, ο Λουκάς Νοταράς, που ήταν στη σκηνή του, επιβεβαίωσε ότι ανήκε πράγματι στον αυτοκράτορα. Το κεφάλι αυτό, ή ένα κεφάλι τοποθετήθηκε στη στήλη του Ιουστινιανού, ως πειστήριο του θανάτου του αυτοκράτορα. Αργότερα, το περιέφεραν θριαμβικά στις μεγαλύτερες πόλεις του μουσουλμανικού κόσμου, ως απόδειξη της δύναμης του σουλτάνου αλλά και της μεγάλης σημασίας της κατάκτησης της Πόλης.

Στην εκδοχή του Χαλκοκονδύλη « ο αυτοκράτορας στράφηκε στη φρουρά του και τους είπε: ¨Aς επιτεθούμε, άνδρες μου, εναντίον αυτών των βαρβάρων¨. Ο αυτοκράτορας αγωνίστηκε σκληρά, καταδιώχτηκε ανελέητα και τελικά σκοτώθηκε».

Οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν στη μάχη μέχρις εσχάτων που έδωσε στη πύλη του Αγίου Ρωμανού, μέσα σε ένα σωρό από πτώματα. Ο ιταλός Μπάρμπορο που ήταν στην πολιορκία, γράφει ότι «μερικοί ισχυρίζονταν ότι είδαν το νεκρό σώμα αλλά και ότι άλλοι έλεγαν ότι δε βρέθηκε ποτέ». Ο Τετάλντι έγραψε ότι « ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης σκοτώθηκε. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι αποκεφαλίστηκε, άλλοι ότι πέθανε, όταν το πλήθος τον συνέθλιψε στην πύλη από την οποία προσπαθούσαν να φύγουν οι περισσότεροι». « Σκοτώθηκε και το κεφάλι του παρουσιάστηκε στον αρχηγό των Τούρκων καρφωμένο σε ένα κοντάρι», γράφει ο Μπενβενούτο, πρόξενος της Ανκόνα στην Πόλη.

Κάποιοι Τούρκοι ιστορικοί, πολύ αργότερα από την Άλωση, γράφουν ότι ο Παλαιολόγος, όταν φάνηκε ότι η μάχη είχε χαθεί, προσπαθώντας να βρει με τους συντρόφους του τρόπους διαφυγής, έπεσε σε μια ομάδα γενιτσάρων, οι οποίοι τους περικύκλωσαν και τους σκότωσαν. Γράφουν μάλιστα ότι πήραν και τα χρήματα και τα πολύτιμα πετράδια που είχε στην κατοχή της η συνοδεία του αυτοκράτορα.

Ο Εβλιγιάν Τζελεμπή,Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα, γράφει ότι «το νεκρό σώμα του αυτοκράτορα δε βρέθηκε ποτέ και ότι το πήραν οι άπιστοι και το έθαψαν στο Σολού Μοναστήρ (Μονή Περιβλέπτου). Και ως τώρα οι Ρωμιοί διηγούνται πολλά και θαυμαστά γι΄αυτόν». Περισσότερο δίκαιος και αμερόληπτος ο Τούρκος ιστορικός Ορούχ, γράφει ότι ο «κυβερνήτης της (Κωνσταντινούπολης )Ιστανμπούλ ήταν γενναίος και δε ζήτησε έλεος».

Στην πιθανότερη εκδοχή και λαμβάνοντας υπόψη ότι το σώμα του Κωνσταντίνου δεν αναγνωρίστηκε, μπορούμε να υποθέσουμε ότι στην τελευταία επίθεση ο αυτοκράτορας έβγαλε τα διακριτικά του και αγωνίστηκε ως απλός στρατιώτης. Σε όλη του τη ζωή πορεύτηκε το δρόμο της ευθύνης και του χρέους. Από το δρόμο αυτό, δεν θέλησε να παρεκκλίνει, αν και μπορούσε και του έγιναν προτάσεις, να διαφύγει. Ο ηρωικός θάνατος του τραγικού αυτοκράτορα γέννησε μια σειρά από θρύλους που αποθεώνουν τον Έλληνα βασιλιά που έγινε σύμβολο αιώνιο του ελληνισμού. Η πιο παραστατική περιγραφή του θανάτου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου γράφτηκε από την πένα του Φώτη Κόντογλου.

«Κείνη τν ρα βγαινε λιος. Ο Τορκοι μπαίνανε σν ποτάμι φρισμένο π τ κάστρα κι᾿ π τν πόρτα. Ο Χριστιανο πελπισμένοι πέφτανε μ σφαλιχτ μάτια πάνω τους, κ᾿ γινε τέτοιος σκοτωμός, πο τ αμα τρεχε ν κολυμπήσ δαμάλι. βασιλέας, παραμιλώντας π᾿ τν πελπισιά του, χύμηξε στν πόρτα μ τ παλληκάρια του κ᾿ πεσε μέσα στ πι πηχτ τουρκομάνι, βαρώντας μ τ σπαθί του. Δν Φραγκίσκος Τολεδάνος, πλαχε ννε στ δεξί του χέρι, χασε τ σπαθί του κα χύθηκε κα ξέσκιζε τος Τούρκους μ τ νύχια κα μ τ δόντια. Θεόφιλος Παλαιολόγος, βλέποντας ματωμένο τ βασιλέα, βαλε μι φων κ᾿ κραξε κλαίγοντας: «Θέλω ν᾿ ποθάνω κι᾿ χι ν ζήσω!» Γιάννης Δαλμάτης κι᾿ λλοι πολλο κε βουλιάξανε κα χαθήκανε. βασιλις βλέποντας πς πόμεινε μονάχος ζωντανός, φώναξε: «Δν πάρχει Χριστιανς ν κόψ τ κεφάλι μου!» Τν δια τν στιγμή τν βαρέσανε δυ Τορκοι, νας στ πρόσωπο κι᾿ λλος στν μο. Τ κορμί του κύλησε κι᾿ νακατεύτηκε μέσα στ σωρ πφραξε τν πόρτα».



Κωνσταντίνος εν Χριστώ τω Θεώ πιστός Βασιλεύς Αυτοκράτωρ Ρωμαίων Παλαιολόγος-Πολεμικό Μουσείο

Πηγή;





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...