Ο
καταξιωμένος Ινδός γλωσσολόγος και ερευνητής J.K. Chatterji γράφει στο βιβλίο
του «History and Culture of the Indian People, Race, movements and pre-historic
Culture» οτι: η κοιτίδα των Δραβιδών, είναι τα νησιά του Αιγαίου, και
πιθανότερα η Κρήτη, απ΄ όπου οι πρόγονοί τους ξεκίνησαν πριν από πολλές
χιλιετίες για να καταλήξουν στην Μεσοποταμία όπου ανέπτυξαν τον Σουμεριακό
πολιτισμό, και στη συνέχεια απλώθηκαν στην Κεντρική και νότια Ινδία.
Το
Μοχέντζο-ντάρο (Ελληνικά: Λόφος των νεκρών) ήταν πόλη του πολιτισμού της
κοιλάδας του Ινδού κτισμένη περί του 2600 π.Χ.-Π.Κ.Ε.-Π.Κ.Χ. και βρίσκεται στην
Επαρχία Σιντχ του Πακιστάν. Είναι η μεγαλύτερη αρχαία πόλη της κοιλάδας του
Ινδού και αναγνωρίζεται ευρέως ως μία από τις σημαντικότερες και πρωιμότερες
πόλεις της Ν. Ασίας και του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού. Ενίοτε
αναφέρεται ως «αρχαία μητρόπολη της κοιλάδας του Ινδού».
Το
Μοχέντζο-ντάρο, η Χαράππα και ο πολιτισμός τους εξαφανίστηκαν δίχως ίχνη
έως την ανακάλυψή τους το 1920. Η συγκεκριμένη αρχαιολογική θέση ανασκάφθηκε
εκτεταμένα επί σειρά ετών, ενώ σε ορισμένα σημεία οι ανασκαφές συνεχίζονται με
νέες τεχνικές επιφανειακής επιθεώρησης, συντήρησης και προστασίας από φυσικές
και ανθρωπογενείς καταστροφές.
Το
Μοχέντζο-ντάρο κτίστηκε περί το 2600 π.Χ. και εγκαταλείφθηκε κατά το 1700 π.Χ.
Την ύπαρξή του ανακάλυψε το 1920 ο Τζον Μάρσαλ και οι αρχαιολόγοι του. Το
αυτοκίνητό του βρίσκεται ακόμη στο Μουσείο Μοχέντζο-ντάρο, ως ένδειξη της
παρουσίας και της αφοσίωσής του σε αυτόν τον αρχαιολογικό τόπο.
Περαιτέρω
ανασκαφές έγιναν το 1945 από τον Αχμάντ Χασάν Ντανί και τον Μόρτιμερ Γουήλερ.
Πιθανώς το Μοχέντζο-ντάρο υπήρξε διοικητικό κέντρο του αρχαίου πολιτισμού της
κοιλάδας του Ινδού, αν και κάθε πόλη ήταν αυτόνομη, ως η Ελληνική κοσμόπολη.
Όπως υποδεικνύει ο σχεδιασμός και οι κατασκευές της, ήταν η πλέον ανεπτυγμένη
και εξελιγμένη πόλη στη Ν. Ασία στην περίοδο της ακμής της.
Ο
Πολιτισμός της κοιλάδας του Ινδού (περί το 3300–1700 π. Χ.- ακμή περί το
2600–1900 π. Χ.), ήταν αρχαίος ποτάμιος πολιτισμός που άκμασε στην κοιλάδα του
Ινδού ποταμού στο Πακιστάν και τη βορειοδυτική Ινδία. Εναλλακτική συμβατική
ονομασία για τον ίδιο πολιτισμό είναι «Χαράππειος πολιτισμός».
Σύμφωνα με
ενδείξεις (τυπολογία εγκαταστάσεων) ήταν εξαπλωμένος νότια έως τις ακτές της
Ινδίας προς την Αραβική Θάλασσα και δυτικά έως τα ιρανικά σύνορα. Βόρεια
επεκτεινόταν έως την οροσειρά των Ιμαλαΐων. Εκτός από τη Χαράππα και το
Μοχέντζο-ντάρο στις μείζονες αστικές εγκαταστάσεις περιλαμβάνεται και η πόλη
Λοθάλ.
Σύμφωνα με
τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων στο Μοχέντζο-ντάρο και τις άλλες πόλεις αυτού
του διακριτού πολιτισμού στην περίοδο της ακμής του ζούσαν τουλάχιστον 5
εκατομμύρια κάτοικοι. Έως σήμερα έχουν ανακαλυφθεί περί τα 1.400 οικιστικά
σύνολα και άλλου είδους εγκαταστάσεις κυρίως στην κοιλάδα του Ινδού στο
Πακιστάν και τη βορειοδυτική Ινδία. Η γλώσσα του συγκεκριμένου πολιτισμού (εάν
είναι γλώσσα ) δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί και το πραγματικό όνομα της
πόλης είναι άγνωστο.
Οι Δραβίδες
Οι
Δραβίδες ή Υδραυείδαι ,είναι φυλές των οποίων η γλωσσική οικογένεια αποτελείται
από 23 γλώσσες. αντιστοιχεί στην Ινδία και το Πακιστάν σε 200 και πλέον
εκατομμύρια ανθρώπους .
Σχετικά με
την Ινδική ομάδα φυλών των Δραβίδων, ο Ινδός ερευνητής T.R.Sesha Iyengar,
παρατηρεί επίσης στο βιβλίο του ‘Dravidian India’, (είναι έκδοση της πόλης του
Madras, του 1925 που επανεκδόθηκε πρόσφατα, ένα από τα σημαντικότερα κλασσικά
της Δραυιδικής λογοτεχνίας), ότι οι Σουμέριοι και οι Δραβίδες είχαν
αξιοσημείωτες ομοιότητες.
Συμφωνεί
και αυτός στο ότι μια από τις σημαντικότερες θεωρίες σχετικά με την καταγωγή
τους, φέρει τους Δραβίδες να είναι μια Μεσογειακή φυλή προερχόμενη από την
Κρήτη, η οποία ο ίδιος θεωρεί ότι απετέλεσε το φυλετικό υπόστρωμα των Πελασγών.
Ο Sesha
Iyengar, αναφέρει τις παρατηρήσεις του Ινδού αρχαιολόγου R.D.Banerji, βοηθού
του αρχαιολόγου John Marshall που ανακάλυψαν μεταξύ του 1922 και 1927, τις
πρώτες δύο μεγάλες πόλεις της κοιλάδας του ποταμού Ινδού Harappa και Mohenjo
Daro προσθέτει ότι ο πολιτισμός αυτός, συνδέεται άμεσα με τον Αιγαικό πολιτισμό
της ανατολικής Μεσογείου, εκτός άλλων και από το γεγονός ότι διάφορες σχέσεις
ανιχνεύονται μεταξύ των Μινωικών αρχαιοτήτων και αυτών του Mohenjo Daro και
ειδικά σε χρωματισμένα κεραμικά σκεύη.
Παρατηρεί
επίσης ότι η ιερογλυφική γραφή που βρέθηκε στην Harappa, υπό μορφή χιλιάδων
σφραγίδων και πινακίδων (4.000 περίπου), δείχνει ένα υψηλό επίπεδο εξέλιξης.
Είναι γεγονός ότι η γραφή αυτή δεν εμφανίζει κανενός είδους ομοιότητα με κανένα
από τα γνωστά Ινδικά αλφάβητα, ενώ αντίθετα σχετίζεται με αυτά της Μυκηναϊκής
εποχής.
Υπάρχουν
όμως πολλοί παραπάνω λόγοι πέρα από την μαρτυρία των σημαντικών αυτών ανθρώπων,
που μας βεβαιώνουν ότι η φυλή αυτή ήταν πρωτο-ελληνική Πελασγική, η οποία αφού
εγκατέστησε αποικίες στην Μεσοποταμία και συνέβαλλε καθοριστικά στην δημιουργία
του Σουμεριακού πολιτισμού, συνέχισε την αποικιακή της δράση, και επεκτάθηκε
στην κοιλάδα του Ινδού όπου εκεί επίσης απετέλεσε την βάση για την δημιουργία
του ομώνυμου πολιτισμού, όπως βλέπουμε από τα ερείπια των δύο πόλεων Mohenjo
Daro και Harappa αρχής γενομένης της 4ης π.Χ. χιλιετίας στις όχθες του Ινδού
ποταμού, (σημερινό νότιο Πακιστάν).
Αυτά τα
ερείπια αποτελούν σήμερα τον αρχαιότερο γνωστό, ανεπτυγμένο πολιτισμό στην
Ινδική χερσόνησο, και φανερώνουν ένα υψηλό τεχνικό επίπεδο με εκτεταμένο
πολεοδομικό αποχετευτικό και υδροδοτικό σχεδιασμό (ρυμοτομία με κανονικά
οικοδομικά τετράγωνα, πολυώροφα κτίρια από ψημένα τούβλα, δημόσια θερμαινόμενα
λουτρά και δημόσιες κεντρικές αποθήκες σιτηρών ).
Ο
πληθυσμός της πόλης Mohenjo Daro υπολογίζεται ότι κυμαινόταν στις 20 με 50
χιλιάδες άτομα, και είναι αξιοσημείωτο ότι δεν έχει πιστοποιηθεί από κανένα
στοιχείο η φυσιολογική σταδιακή ανάπτυξη της, όπως επίσης και των άλλων 1.400
πόλεων της περιοχής του Ινδού ποταμού που ανακαλύφθηκαν αργότερα και
χαρακτηρίζονται από τα ίδια πολιτισμικά στοιχεία.απλώθηκαν στην Κεντρική και
νότια Ινδία.
ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ
ΣΥΓΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ.
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ
ΦΑΝΤΑΣΤΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΧΩΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΤΟΠΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ,ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ
ΣΗΜΕΡΙΝΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ,ΤΕΡΑΣΤΙΑ.
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου