ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016

Ο Γιάννης Τσαρούχης στην πιο πλήρη αφιερωματική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη

Από την ΚΑΤΕΡΙΝΑ Ι. ΑΝΕΣΤΗ
Αδημοσίευτα ντοκουμέντα και έργα του μεγάλου Έλληνα ζωγράφου σε μία εντυπωσιακή έκθεση που ξεκινά σε λίγες μέρες

 «Είμαι ο μεγαλύτερος Έλληνας ηθοποιός, έπαιξα τόσο καλά τον ρόλο του ζωγράφου, που ούτε κι εγώ ξέρω πια αν είναι αλήθεια ή ψέματα». Ε ναι, ο Γιάννης Τσαρούχης δεν μπορούσε ποτέ να λειτουργήσει σε ένα πλαίσιο συστημικό που δεν θα του επέτρεπε να παίζει εξαντλητικά με την ταυτότητά του, σε σχέση και με τον τρόπο που τον προσλαμβάνει ο συνήθως αποσβολωμένος θεατής του έργου του. Ή ο εκστατικός αναγνώστης της ζωής του και των ντοκουμέντων και των προσώπων που τη συγκροτούν.
 

Από έκθεση στο Λονδίνο, με τον Ανδρέα Νομικό, 1951

Η φράση αυτή που είπε στον Διονύση Φωτόπουλο (από το βιβλίο της Μαρίας Καραβία «Ο στοχαστής του Μαρουσιού – Μνήμες και συνομιλίες με τον Γιάννη Τσαρούχη») θα μπορούσε να είναι ο οδηγός για τη νέα μεγάλη έκθεση για τον δημιουργό που θα παρουσιάσει το Μουσείο Μπενάκη στο Κτήριο της οδού Πειραιώς από τις 15 Δεκεμβρίου. Η «Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Δεύτερο Μέρος (1940-1989)» έρχεται να συνεχίσει την έκθεση που αφορούσε τη διαδρομή του από τη γέννησή του έως το 1940,η οποία παρουσιάστηκε το 2013 στο μουσείο. Η λογική είναι και πάλι η ίδια: έργα του Τσαρούχη, ανάμεσα σε ντοκουμέντα της προσωπικής του ζωής. Φωτογραφίες του (και αυτές σκηνοθετημένες, σαν έργα τέχνης), σημειώσεις, επιστολές, κείμενα από το αρχείο του, πιάνουν την αφήγηση από το αλβανικό μέτωπο, όπου υπηρέτησε ο Πειραιώτης δημιουργός, ως τον θάνατό του, στις 20 Ιουλίου του 1989.  

Ο Τσαρούχης, παραγωγικότατος σε έργα, αμετανόητος και ακομπλεξάριστος στις συνεντεύξεις και στις εμφανίσεις του, δεν ήταν από τους καλλιτέχνες που κράτησαν τον εαυτό τους ερμητικό. Δόθηκε, μίλησε, φωτογραφήθηκε, έγραψε, έγραψε, έγραψε, σπαταλήθηκε, αποκάλυψε, πλάνεψε, αυτοδιαψεύστηκε, υποδύθηκε και αφέθηκε μπροστά σε τηλεοπτικούς φακούς και δημοσιογραφικά κασετόφωνα. Έτσι, όλο αυτό το υλικό που ορίζει το ποιος ήταν ο Τσαρούχης όπως ο ίδιος ήθελε (και ας αναρωτιέται και ο ίδιος τι είναι πραγματικά αλήθεια και τι ψέματα), έρχεται σχεδόν αδιαμεσολάβητα να μιλήσει με το κοινό στη νέα έκθεση που επιμελείται η ανιψιά του και διευθύντρια του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη, Νίκη Γρυπάρη και σχεδίασε η σπουδαία Λίλη Πεζανού.  

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι στην έκθεση θα δούμε για πρώτη φορά κάποια έργα του Τσαρούχη, μερικά εξ αυτών ακόμη και αδημοσίευτα.  

Φοίνικας και κτίριο νεοκλασικό (μετά το ηλιοβασίλεμα), 1965. Νερομπογιά σε χαρτί, 24,5 x 31,0 εκ. ©Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Κάτι παραπάνω από καλλιτέχνης

Ανασυνθέτοντας το υλικό που ο ίδιος δημόσια εξέθεσε, δεν μπορείς να μην αναλογιστείς πως ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν ένας πρωτοπόρος της performance με θέμα τον ίδιο του τον εαυτό, τη ζωή του, τον Κόντογλου και τον Θεόφιλο, τον Τσιτσάνη, τη Σαπφώ Νοταρά, τη Μαρία Κάλλας και τον Μάνο Χατζιδάκι, τους ναύτες, τους μαγεμένους φοιτητές της ΑΣΚΤ. Ο δημιουργός με τη συναίσθηση της ιδιότητας του πολίτη (έστω και κάπως εκκεντρικά ώρες-ώρες), που έλεγε στον Διονύση Φωτόπουλο, «αλλά το όνειρό μου είναι να είμαι κάτι άλλο. Παραπάνω από καλλιτέχνης. Κι αυτό είναι δύσκολο».

Η νέα έκθεση, σύμφωνα με τους διοργανωτές, αφηγείται την ιστορία της ζωγραφικής του Γιάννη Τσαρούχη μέσα από χρονολογικές ενότητες αναπλάθοντας το περιβάλλον όπου έζησε και τις επιρροές που δέχτηκε από αυτό σε όλη του την καλλιτεχνική πορεία. Ο επισκέπτης, ξεκινώντας από τα χρόνια της κήρυξης του πολέμου, το 1940, ακολουθεί τον Γιάννη Τσαρούχη στο αλβανικό μέτωπο, στην Αθήνα της Κατοχής και στις δύσκολες μέρες του Εμφυλίου. Θα συναντήσει πρόσωπα όπως ο Ιόλας, ο Αλέξης Μινωτής, η Μαρία Κάλλας, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Lila de Nobili και πολλούς άλλους σε μια περιήγηση με ξεναγό τον ίδιο τον ζωγράφο, μέσα από αποσπάσματα κειμένων και συμπληρωματικό φωτογραφικό υλικό.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει όμως το γεγονός ότι στην έκθεση θα δούμε για πρώτη φορά κάποια έργα του Τσαρούχη, μερικά εξ αυτών ακόμη και αδημοσίευτα. Έργα του που βρέθηκαν στα άδυτα ιδιωτικών συλλογών. Τα δημιούργησε κυρίως στο διάστημα 1953-1957, οπότε με βάση το συμβόλαιο που είχε με τον Ιόλα έδινε στην γκαλερί του ό,τι ζωγράφιζε (ήταν η εποχή που έφτιαξε έργα όπως το «Καφενείο ΝΕΟΝ», η «Ξεχασμένη Φρουρά» κ.ά.). Η έκθεση ουσιαστικά περιλαμβάνει την εποχή που διαμορφώθηκε ο κυρίαρχος μύθος για τον Τσαρούχη και έγιναν περιστατικά που ακόμη και σήμερα συναρπάζουν.  

Αυτοπροσωπογραφία στο μέτωπο της Αλβανίας, 1941. 
Μολύβι σε χαρτί, 16,8 x 11,6 εκ. © Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Ο Τσαρούχης με τη θαυματουργή εικόνα που ζωγράφισε στο Αλβανικό μέτωπο, 1940-41


H θαυματουργή εικόνα με την Αρβανίτισσα Παναγιά

Η «Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας» εκκινεί από το αλβανικό μέτωπο. Το 1939 πήγε στρατιώτης και στον πόλεμο βρέθηκε να υπηρετεί στο Κούτσι, στην Αλβανία, έχοντας συντροφιά του το βιβλίο του Ανατόλ Φρανς «Θαΐς». Εργάζεται για τη δημιουργία καμουφλάζ στρατιωτικών εγκαταστάσεων και στολών για τους φαντάρους που έπαιρναν μέρος στις εφόδους. Ζωγραφίζει πορτρέτα στρατιωτών και γίνεται δημοφιλής, δέχεται μάλιστα παραγγελίες.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον από αυτή την εποχή έχει η ακόλουθη ιστορία, που έχει πάρει διαστάσεις θρύλου: Μια μέρα, προς το τέλος της θητείας του, ενώ περιμένει στην ουρά για το συσσίτιο, ακούει πως ένας φαντάρος είδε μπροστά του όραμα την Παναγία. Στην αρχή νόμιζε ότι είναι κάποια Αλβανή και ύψωσε το όπλο του, όμως αυτή του είπε «θέλω να σου πω κάτι: τη Λαμπρή θα είσαστε σπίτι σας».  

Αποφασίστηκε από τον διοικητή να χτιστεί μια εκκλησία για την Παναγιά και του ζήτησαν να φτιάξει τις τοιχογραφίες. Ο Τσαρούχης φοβόταν όμως, γιατί το σημείο όπου βρισκόταν το κτίριο που θα μετέτρεπαν σε εκκλησία ήταν στόχαστρο των Ιταλών. Βρήκε τέσσερις σανίδες και σκέφτηκε να φτιάξει τέσσερις εικόνες ως τέμπλο. Αφηγείται ο ίδιος («Μαρτυρίες '40-'41», Κ. Χατζηπατέρας - Μ. Φαφαλιού): «Εκεί πάνω ζωγράφισα την "Παναγία της Νίκης", έχοντας ως πρότυπο μια κακοζωγραφισμένη Παναγία που κυκλοφορούσε σε δελτάρια. Όταν τελείωσε, την εθαύμασαν όλοι οι στρατιώτες, και ένας λοχαγός με παζάρευε να του κάνω μια ίδια για την Κέρκυρα. Ο διοικητής του τάγματος έμενε μακριά από τα σπίτια που μέναμε εμείς, σε μια σκηνή καμουφλαρισμένη με κούμαρα. Ήταν μακριά η σκηνή του και έστειλε έναν μοτοσυκλετιστή, εξαιρετικά ωραίο και πολύ μάγκα, για να με κουβαλήσει εκεί που έμενε. Επήρα την εικόνα μαζί μου και καβάλησα τα καπούλια της μοτοσυκλέτας.  

»Καθώς πηγαίναμε στον διοικητή, έφραξαν σχεδόν τον δρόμο στρατιώτες από την Άρτα, που είχαν στρατοπεδεύσει εκεί και είχαν πληροφορηθεί για την ύπαρξη της εικόνας. Ήδη το ταπεινό μου έργο, που δεν είχε στεγνώσει ακόμα, είχε αποκτήσει φήμη θαυματουργής εικόνας. Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός. Δηλαδή ένας στρατιώτης με μια σάλπιγγα τυλιγμένη σε ιμάντες από γκέτες από χακί ύφασμα εσάλπισε. Εγώ και ο μοτοσυκλετιστής πέσαμε μπρούμυτα, σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός δεν έκανε το ίδιο. "Βρε συνάδελφε", μου είπε ένας, "βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι;" "Όχι, φίλε", του απάντησα, "αλλά είμαι στρατιώτης και υπακούω στις διαταγές των ανωτέρων"».  

Εσωτερικό του σπιτιού του Teriade στη Μυτιλήνη, 1963. Νερομπογιά σε χαρτί, 26,0 x 34,5 εκ. ©Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Ο Τσαρούχης-Βιολέτα που σβήνει από τον ασθματικό έρωτα

Σταθμός της έκθεσης είναι και τα χρόνια της Κατοχής, που βρήκαν τον Τσαρούχη στην Αθήνα. Αγαπούσε τότε να μεταμφιέζεται και να υποδύεται στα πάρτι της εποχής ηρωίδες της όπερας. Τα περισσότερα από αυτά οργανώνονταν στο σπίτι της Μαρίκας Κοτοπούλη, ή της Ελένης Θεοχάρη-Περάκη. Μιλώντας γι' αυτή την εμπειρία ο ίδιος ο Τσαρούχης στον Διονύση Φωτόπουλο έλεγε: «Η "Αΐντα" ήταν καμωμένη από πουκάμισο της γιαγιάς μου, ένα ψαριανό μεταξωτό κοστούμι το οποίο θαύμαζε πολύ η Μαρίκα Κοτοπούλη... Σαν τις φιγούρες του Καραγκιόζη, στις ρεκλάμες, η Αΐντα ήταν βαμμένη γκρίζα για να μην είναι μαύρη και εξαφανίζεται. Η "Εύθυμος χήρα" ήταν με παραδείσια μαύρα φτερά και καπέλο με φιόγκο μεγάλο. Η "Τραβιάτα" ήταν με τη φουστανέλα του παππού μου, κάτω κάτω, να σούρνεται, και μια φανέλα αθλητική για ντεκολτέ, χάρτινα λουλούδια από λαμπάδα και γάντια άσπρα μακριά. Στη μέση ήταν ντραπαρισμένο ένα σεντόνι ριγωτό άσπρο, από αυτά τα υφαντά... »

Η πρώτη παράσταση δόθηκε στο σπίτι της Δανάης. Αλλά ήταν διάσημο το κοινό το οποίο παρακολουθούσε, όπως ο Βεάκης, η Κοτοπούλη, η Παπαδάκη, ο πρεσβευτής Αλέξανδρος Μάτσας. Η Μαρίκα Κοτοπούλη εκτιμούσε πολύ αυτές τις παραστάσεις και απαγόρευε στον κόσμο να γελάει, ενώ ήταν κωμικές, διότι έλεγε "προσέχτε την τεχνική του". Αρχικώς ήταν υπέρ της αντιστάσεως αυτές οι παραστάσεις. Μετά τις έκανα υπέρ του... ταμείου μου. Γίνονταν στον κύκλο του θεάτρου όπου κάναμε διάφορες παραστάσεις και μαζεύανε λεφτά για τους αντάρτες, αλλά μετά τις έκανα κατά πρόσκληση. Έλεγαν "θέλουμε την παράσταση αυτή". Η τελευταία παράσταση δόθηκε στο Θέατρο Κατερίνας, όπου παίχτηκαν όλα τα νούμερα. Αυτή η τελευταία παράσταση έγινε στην απελευθέρωση...» (απόσπασμα από το βιβλίο της Μαρίας Καραβία για τον Τσαρούχη).  

Το μνημόσυνο, μακέτα τοιχογραφίας για το ύπαιθρο, 1947. Χρωστικές σκόνες με ζωική κόλλα σε πανί, 28,3 x 37,8 εκ. ©Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Η Κάλλας-Γκρέκο με το πέτσινο μπλουζάκι

Οι φωτογραφίες του με τον Κουν, τον Χατζιδάκι, τον Φωτόπουλο (κάποιες από αυτές ζωγραφισμένες από πάνω, στολισμένες από τον ίδιο τον ζωγράφο) αποτελούν ενθυμήματα μιας φιλίας και δημιουργικής σχέσης που και αυτή σήμερα έχει πάρει διαστάσεις μύθου. Η σχέση λατρείας που είχε με τον Χατζιδάκι –ο Μάνος κοιτούσε τον Τσαρούχη σχεδόν με στοργή και τρυφερότητα σπάνια–, ο τρόπος που ο ένας επηρέασε τον άλλο στην πρόσληψη και «νομιμοποίηση» του ρεμπέτικου, είναι γνωστά.

Είναι πολλές οι σχέσεις αυτού του τύπου που οι διοργανωτές της έκθεσης υπόσχονται πως θα ανακαλύψουμε και θα αποκωδικοποιήσουμε μέσα από τα ντοκουμέντα που θα παρουσιάσουν στο Μουσείο Μπενάκη. Από τις πιο γοητευτικές είναι η σχέση του με τη Μαρία Κάλλας. Τρεις γυναίκες λάτρεψε στη ζωή του: τη Σαπφώ Νοταρά (της είχε κάνει και πρόταση γάμου), την Κοτοπούλη (σχεδόν έτρεμε από το δέος όταν την έβλεπε) και την κορυφαία λυρική τραγουδίστρια (ήταν κάπως θαμπωμένος από αυτήν).

Έλεγε ότι είναι «μεγάλη σαν τον Γκρέκο» – νομίζω, το είχε γράψει σε μια επιστολή του προς τον Γιάννη Μόραλη. Τη συνάντησε πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1957, στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να συζητήσουν για τα κοστούμια που θα ετοίμαζε για τη «Μήδεια». Έφτασε στον χώρο της συνάντησης, στο ξενοδοχείο Waldorf Astoria, μαζί με βιβλία, σκίτσα, σημειώσεις για κάθε πιθανή αναφορά στη «Μήδεια» από την αρχαιότητα ως τις μέρες του και με τέσσερα τόπια ύφασμα. «Ασφαλώς θα με ρωτήσετε ποια ήταν η πρώτη εντύπωση της γνωριμίας μου με την Κάλλας» αφηγήθηκε ο ίδιος. «Με υποδέχτηκε στο πολυτελές διαμέρισμα του ξενοδοχείου μ' ένα πέτσινο μπλουζάκι. Ήταν σεμνή και αθώα σαν κοριτσάκι 18 χρονών. Βρισκόμουν μπροστά σε μια γυναίκα που γνώριζε την κλασική εποχή και σε μια καλλιτέχνιδα με καταπληκτική διεισδυτικότητα και ένστικτο. Την παρακολούθησα να ξανασχεδιάζει μαζί μου και να προσαρμόζει έναν μεγάλο ρόλο της σ' ένα καινούργιο πνεύμα σκηνοθεσίας. Η διαίσθησή της δεν την αφήνει να κάνει λάθος. Ξέρει ποιο είναι το σωστό για την κάθε στιγμή. Ενθουσιάζεται με κάθε σωστή ιδέα».  
 

Σπουδή για τις «Τέσσερις εποχές πάνω στα σύννεφα», 1967. Λάδι καπλαμάς, 27,5 x 49,5 εκ. ©Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη,

Ο ίδιος έλεγε ότι ο Ωνάσης τον είχε προσεγγίσει ρωτώντας τον «κύριε Τσαρούχη, ήθελα εσείς, που είστε μόδιστρος, να μου πείτε τη γνώμη σας για τη μίνι φούστα». Η Κάλλας έσπευσε εμβρόντητη να παρέμβει «Αρίστο, ο κύριος Τσαρούχης δεν είναι μόδιστρος, είναι πιτόρος», για να απαντήσει ο Ωνάσης «μα, τι μου λέει η Μαρία, το 'ριξες τώρα και στη ζωγραφική;».

Το ταξίδι στη Νέα Υόρκη για τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι με την Κάλλας σε σκηνοθεσία Μινωτή και αργότερα για τη «Θαΐδα» σε σκηνοθεσία Τζεφιρέλι, τα χρόνια στο Παρίσι στη δεκαετία του '50 –εκεί όπου είχε κι ένα μποστάνι που πολύ αγαπούσε, η σχέση του με τη γη και την καλλιέργεια τον ανατροφοδοτούσε–, περιλαμβάνονται στην περίοδο που εξετάζει η έκθεση.

Όμως η Αθήνα και τα σπίτια-σταθμοί στη ζωή του από το 1940 αποτελούν, σύμφωνα με τους διοργανωτές, μια ιδιαίτερη πτυχή. Η σχέση του με την αρχιτεκτονική ήταν δυνατή, ιδιότυπη, πληγωμένη. «Η Αθήνα δεν υπήρξε ποτέ ωραία. Είναι ένα κακό σκηνικό φωτισμένο θαυμάσια απ' τον ήλιο. Από την αρχαιότητα προσπαθεί να φτάσει σε μια αρμονία που η ομορφιά της έχει και δεν έχει σχέση με το μπαρόκ. Η Ακρόπολη, που τόσο θαυμάζουν όλοι οι άνθρωποι και οι μοντέρνοι τη χαρακτηρίζουν ως οργανική αρχιτεκτονική, είναι πέρα ως πέρα μπαρόκ, αν κρίνουμε βαθύτερα».  
 

Ο Alain ως «Καλοκαίρι», 1976. Λάδι σε χαρτί, 116,0 x 81,0 εκ. ©Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Μικρή πλαζ, 1962. Νερομπογιά σε χαρτί, 22,5 x 30.5 ©Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη

Είχε γνωριστεί με τον Λε Κορμπιζιέ και από τις αφηγήσεις του μετά είναι προφανές ότι ένιωσε μεγάλη πνευματική συγγένεια μαζί του, κυρίως ως προς τον στόχο για το τελικό αποτέλεσμα, τον πόθο του δημιουργού. Οι περισσότεροι Έλληνες αρχιτέκτονες του προκαλούσαν κυρίως εκνευρισμό. Θαύμαζε τον Πικιώνη. Είναι ίσως ακριβέστερο να πούμε ότι έβλεπε σε αυτόν ποιότητες και δημιουργικές ιδιορρυθμίες που έφερε και ο ίδιος ο Τσαρούχης. Έλεγε πως είναι ο πρώτος αρχιτέκτονας στην Ελλάδα που είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι η αρχιτεκτονική είναι τέχνη και ποίηση και έτσι «είναι ένα πρόσωπο που ταυτόχρονα με τη δημιουργία του ασκεί την αντιπολίτευση στην κατάσταση που δημιούργησαν οι διάφοροι θετικοί αρχιτέκτονες που βάζουν το confort και την οργανικότητα πάνω απ' όσα είναι απαραίτητα».

Περιμένοντας να ανοίξει για το κοινό η έκθεση «Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Δεύτερο Μέρος (1940-1989)» η αγωνία είναι μεγάλη για την οργάνωση του υλικού, για την παρουσίαση στοιχείων που πρώτη φορά βγαίνουν από αρχεία και συλλογές. Κυρίως, για να διαπιστώσουμε πως βιωματικά πλέον θα προσεγγίζουμε αυτά τα 49 χρόνια της εκρηκτικής ζωής και τέχνης του Γιάννη Τσαρούχη.  
 

Φιγούρες με παλιές φορεσιές στο Hyde Park, 1951. Νερομπογιά σε χαρτί, 23,5 x 33,9 εκ. ©Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, Δωρεά Θεοδώρας Βλαστού-Δραγούμη

Γιάννης Τσαρούχης Εικονογράφηση μιας αυτοβιογραφίας. Δεύτερο Μέρος (1940-1989) Εγκαίνια: 15/12/2016, ώρα 20:00 Διάρκεια: 16/12/2016 - 26/02/2017 Μουσείο Μπενάκη - Πειραιώς 138.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...