ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

«ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821» - Ο Κεφαλλονίτης Συνταγματάρχης ΒΟΥΡΒΑΧΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, (1787 - 1827)

Πινακοθήκη ηρωικών μορφών
(69)

Επιμέλεια Γ.Γ.Γ
====================
Ο Διονύσιος Βούρβαχης ( γαλ: Constantin Denis Bourbaki ) ήταν Έλληνας αξιωματικός του γαλλικού στρατού και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Σκοτώθηκε την 27η Ιανουαρίου στη μάχη του Καματερού. Ήταν γυναικαδελφός (κουνιάδος) του πολιτικού Ανδρέα Μεταξά.
 Ο Βούρβαχης γεννήθηκε το 1787 στην Κεφαλονιά. Ο πατέρας του Σωτήριος Βούρβαχης υπήρξε πιστός φίλος του Ναπολέοντα, προσφέροντάς του σημαντικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της εγκατάστασης της οικογένειας στη Μασσαλία.

Όταν ο Σ. Βούρβαχης πέθανε (1806), ο Ναπολέων, προστατεύοντας τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, εισήγαγε στη στρατιωτική σχολή του Φοντενεμπλό το νεαρό Διονύσιο. Ο τελευταίος, ανατραφείς πλήρως στη Γαλλία, ακολούθησε σημαντική στρατιωτική καριέρα συμμετέχοντας με τον γαλλικό στρατό το διάστημα 1805 – 1815 σε πολεμικές επιχειρήσεις σε Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία στα πλαίσια των ναπολεόντιων πολέμων. Ο ίδιος προσέφερε σημαντική βοήθεια στο Ναπολέοντα, όπως και ο πατέρας του, ενημερώνοντάς τον κατά τη διάρκεια της εξορίας στη νήσο Έλβα ότι οι σύμμαχοι σκόπευαν να τον εκτοπίσουν σε άλλο, πιο απομακρυσμένο νησί κι έτσι ο έκπτωτος αυτοκράτορας κινήθηκε αστραπιαία ανακτώντας το θρόνο του. Μετά την ήττα στο Βατερλό, ο Δ. Βούρβαχης όπως και οι υπόλοιποι πιστοί στο Ναπολέοντα αξιωματικοί του Γαλλικού στρατού, διέφυγε στο εξωτερικό (Ισπανία) αλλά αργότερα γύρισε στη Γαλλία και αποσύρθηκε σε μια μικρή πόλη του νότου. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη ιππικού. Εγκατέλειψε την Γαλλία ένεκα μιας μονομαχίας ενώ αργότερα απελάθηκε από την Ισπανία εξαιτίας των αντιμοναρχικών του απόψεων.

Στα τέλη του 1826 έφτασε στην εξεγερμένη Ελλάδα και με την άδεια της κυβέρνησης συγκρότησε, με δικά του χρήματα αλλά και με ποσό που είχε προσφερθεί από φιλελληνικούς συλλόγους της Ευρώπης, τάγμα δύναμης 800 – 1000 ανδρών. Έπειτα, κατά τις τελευταίες μέρες του 1826 αποβιβάστηκε στο Λουτράκι με στόχο την ενίσχυση του Καραϊσκάκη μετά όμως από εντολές της κυβέρνησης κινήθηκε προς την Ελευσίνα όπου βρισκόταν ο Βάσος Μαυροβουνιώτης. Εκεί, προσήλθε λίγες μέρες αργότερα και ο Παναγιώτης Νοταράς. Από την Ελευσίνα, ο Βούρβαχης και οι άλλοι δύο οπλαρχηγοί, με ενωμένες τις δυνάμεις τους κινήθηκαν προς το Μενίδι όπου στις 22 Ιανουαρίου επικράτησαν σε μάχη εναντίον των Οθωμανών.

Στις 25 Ιανουαρίου, ο Βούρβαχης μαζί με τους Μαυροβουνιώτη, Νοταρά καθώς και με τους 3500 περίπου άνδρες τους κινήθηκαν προς το Καματερό. Εκεί, δύο μέρες μετά δέχτηκαν επίθεση από 2600 Οθωμανούς. Το απόσπασμα του Βούρβαχη, ευρισκόμενο στην πεδιάδα δέχτηκε μεγάλη πίεση με αποτέλεσμα να υποκύψει ενώ οι δυνάμεις των Μαυροβουνιώτη και Νοταρά που βάλλονταν από το εχθρικό πυροβολικό τράπηκαν σε φυγή. Από ελληνικής πλευράς σκοτώθηκαν πάνω από 300 άνδρες, μεταξύ των οποίων και ο Βούρβαχης, ο οποίος αποκεφαλίστηκε. Μάλιστα, το κεφάλι του στάλθηκε από τον Κιουταχή μαζί με άλλα λάφυρα ως τρόπαιο στον σουλτάνο Μαχμούτ Β΄.

Συναντάμε τον Μπουρμπακί ως Μπούρμπαχη, στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη:

«… Ο Μεταξάς, ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης κι’ άλλοι είχαν κάμη δική τους κομπανία. Είχε έρθη κι ένας αξιωματικός από την Γαλλία, γενναίος άντρας και καλός άνθρωπος, τον έλεγαν Μπούρμπαχη, ήταν Κεφαλλωνίτης και συγγενής του Μεταξά• ήταν κολονέλος είς την Γαλλία. Αφού άκουσε την λευτεριά της πατρίδας του, ήρθε ν’ αγωνισθεί απαθής πατριωτικώς πήγε να’ βρη τους συγγενείς και τους πατριώτες του• ηύρε και τον κόντε Μεταξά και τους συντρόφους τους.

Τον οδηγούν και πλερώνει εξ ιδίων του και συνάζει χίλιους ανθρώπους, σκυλιά του χασαπιού, ανθρώπους του Αναπλιού, των μπιλλιάρδων, της φατρίας τους κωλόπανα.

Αφού τον συβούλεψαν αυτείνοι τον αθώον πατριώτη, τον οδηγούν να πάγη εις τον Καραϊσκάκη, όπου ήταν οι περισσότεροι ξυπόλυτοι εις το ορδί τους τα χασάπικα σκυλιά, οπού πολεμούσαν οι περισσότεροι από αυτούς μέσα τ’ Ανάπλι με τις άτιμες γυναίκες, και ύστερα αυτείνοι να πάνε εις τους γυμνούς και νηστικούς, να παίρνουν ταχτικώς το ταΐνι τους, τα μακαρόνια τους κι’ άλλο τους φαγί και τον μιστόν τους, κ’ εκείνοι οπού αγωνίζονταν εις τα χιόνια νηστικοί να λέπουν τα χασάπικα σκυλιά του Αναπλιού να τρώνε και να πλερώνονται – ήθα σκοτώσουν αυτούς, ή ήθα γένη μια φατρία να διαλυθούν.
Αυτά ο αγαθός Μπούρμπαχης δεν τα ‘ξερε (…)

Ο Μπούρμπαχης με τους στρατιώτες του βγήκε εις το Λουτράκι της Κόρθος. Μ’ έστειλε η Διοίκηση και πήγα και του μίλησα όλα αυτά. Και τότε κατάλαβε ο αθώος πατριώτης και πήγε εις τα Μέγαρα, οπού πήγαν και οι άλλοι (…)

Τότε κάνομεν ένα σκέδιον να βγούμεν συνχρόνως εις τα πόστα της Αθήνας αναντίον των Τούρκων• ο Βάσιος, ο Παναγιώτης Νοταράς, ο Μπούρμπαχης και οι Ντερβενοχωρίτες να πάνε να πιάσουνε από βραδύς την Χασιά, να ταμπουρωθούν – είναι η θέση γερή – να πάγη οχτρός εκεί να τον πολεμήσουν. (Ήταν ως τρεις χιλιάδες ασκέρι). Το ταχτικό, ο Νοταράς ο Γιάννης κ’ εγώ ως χιλιοχτακόσιοι άνθρωποι να βγούμεν εις τον Πειραιά τα μεσάνυχτα.

Πήγαμεν• με διορίζει ο Γκόρδον με το σώμα μου να πρωτοβγώ ομπρός εγώ στη θέση του Φαληρέως. Ράξαμεν εις το Πασιά – Λιμάνι. Πρωτοβγήκα με δυο φελούκες• το είχαν πιασμένο οι Τούρκοι. Πολεμήσαμεν μ’ εκείνους καλά• λαβώθηκαν από ‘μας καμπόσοι. Ήρθαν κι’ άλλες δυο φελούκες μ’ ανθρώπους μου και τότε πολεμήσαμεν γενναίως τους Τούρκους, μας πολέμησαν κι’ αυτείνοι παληκαρίσια, και τους τζκίσαμεν και τους πήγαμεν κυνηγώντα ως το μοναστήρι εις τον Άγιον Σπυρίδωνα, εις τον Δράκον. Τότε γυρίσαμε οπίσου• βήκαν κι’ από τ’ άλλα σώματα• βγάλαμεν εκέινη την νύχτα ως δεκαπέντε κανόνια, μικρά μεγάλα, και γρανέτες και φκειάσαμεν και τα ταμπούρια δια νυχτός και τις θέσες των κανονιών• κι’ όσο να φέξη ευρέθηκαν όλα έτοιμα. Μεθάγαμεν δουλεύοντας. Όσοι έρχονταν δεν έλπιζαν ότι εμείς να φκειάσουμεν όλα αυτά εκείνη τη νύχτα.

Την αυγή μας βλέπουν οι Τούρκοι έτοιμους και χαζίρικους. Ο Βάσιος και οι άλλοι όλοι δεν πήγαν εις την Χασιά καθώς είχαμεν ομιλίαν, αλλά σηκώθηκαν του κεφαλιού τους και πήγαν σ’ ένα χωριόν, Καματερόν το λένε, μιαν ώρα από την Αθήνα. Πήγαν και πιάσαν μια θέση αδύνατη• κι’ αυτό το λάθος το ‘καμεν ο Βάσιος• ότι αυτός γνώριζε τον τόπον της Αθήνας, αγωνίζονταν τόσον καιρόν σε αυτά τα μέρη. Πριν πιάσουν θέσες και να ταμπουρωθούν καλά – κάμαν ένα ταμπούρι τυφλό – τους πέσαν οι Τούρκοι απάνου τους και τους χάλασαν• και σκότωσαν περίτου από τρακόσιους πενήντα Έλληνες• και τους ρίξαν εις φυγή.
Και σκοτώθη κι’ ο αγαθός Μπούρμπαχης κι άλλοι δυο συνάδελφοί του φιλέλληνες.

‘Ολοι διαλύθηκαν κακώς-κακού. Ο Βάσιος έμεινε εις την Ελεψίνα, ότι οι περισσότεροί του άνθρωποι ήταν Ντερβενοχωρίτες. Τότε πήρε τα κεφάλια αυτεινών ο Κιτάγιας και τα πήγε εις την Αθήνα και τα ‘δειξε των πολιορκημένων και τους είπε να προσκυνήσουνε δια-να σωθούνε αυτείνοι και να μην πάρουν κ’ εμάς εις τον λαιμό τους, οπού ήμαστε εις τον Φαληρέα….»


Η φονική μάχη του Καματερού (27 Ιανουαρίου 1827)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...