ΠΡΟΣΩΠΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΤΥΜΒΟΥ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΓΕΡ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΑ-ΔΟΚΙΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ. ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 12ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ-ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 13ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 14ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ-ΜΕΛΕΤΗ- Γ. Γ. ΓΕΡΟΛΥΜΑΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΡΟΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΜΥΘΟΙ & ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΑ ΤΑΞΗ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟ 1821 ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ-ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΗΡΩΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥ 1821 ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΕΧΝΕΣ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗς ΑΦΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΕΧΝΗ-ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΤΕΧΝΗ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΠΩ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΤΕΧΝΗ-ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΦΩΤΟΘΗΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Μεγάλοι διηγηματογράφοι και διηγήματα σταθμοί: Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Το «Καθαρό και καλοφωτισμένο μέρος» είναι ένα από τα πιο περίφημα λογοτεχνικά έργα του Χέμινγουεϊ, ένα εξαιρετικό δείγμα αφηγηματικού μινιμαλισμού που αναφέρεται στο καίριο υπαρξιακό αδιέξοδο που στιγμάτισε την εποχή

Κείμενο: Κωστής Καλογρούλης

Ας ξεκινήσουμε με το εξής αξίωμα: Ο Χέμινγουεϊ είναι ο σημαντικότερος διηγηματογράφος του εικοστού αιώνα. Τουλάχιστον από πλευράς επιρροής, η θέση που κατέχει ο Χέμινγουεϊ στο διήγημα του εικοστού αιώνα συγκρίνεται μονάχα με εκείνη του Τσέχοφ για τον δέκατο ένατο. Αν και τα μυθιστορήματά του ευθύνονται για την τεράστια φήμη του και έχουν μεταφερθεί επανειλημμένα στον κινηματογράφο, εντούτοις είναι διαδεδομένη η αντίληψη μεταξύ των μελετητών του έργου του καθώς και των πιο φανατικών αναγνωστών του ότι ο Χέμινγουεϊ αρίστευσε κυρίως στη φόρμα του διηγήματος. Κι αυτό διότι το ιδιαίτερο ύφος του ταιριάζει καλύτερα στην σύντομη αφήγηση παρά στο μυθιστόρημα.

Οι υφολογικές και θεματικές καινοτομίες του Χέμινγουεϊ στον χώρο της πεζογραφίας είναι πια γνωστές. Η γραφή του χαρακτηρίζεται ως λακωνική, οικονομική, μέχρι και μινιμαλιστική. Ο Χέμινγουεϊ επηρεάστηκε τόσο από τον Σέργουντ Άντερσον, ο οποίος είχε γυρίσει την πλάτη του στην εξεζητημένη και πλούσια λεξιλογικά γλώσσα των «λόγιων» πεζογράφων της εποχής και είχε στραφεί προς την απλή, καθημερινή γλώσσα των ανθρώπων, όσο και από τη Γερτρούδη Στάιν, η οποία τον είχε συμβουλέψει να αφήνει στην άκρη οτιδήποτε περιττό, οτιδήποτε δεν ταιριάζει με την απλότητα και την αμεσότητα μιας καθαρής πρότασης. Έτσι, ο Χέμινγουεϊ αφαίρεσε από τα κείμενά του κάθε διακοσμητικό στοιχείο, κάθε έντεχνη παρομοίωση, επιθετικούς προσδιορισμούς, επιδεικτικό λεξιλόγιο, μελοδραματική διαχυτικότητα, κάθε στόμφο και διάθεση γλωσσικής επίδειξης προκειμένου να καταλήξει σε μια απλή γλώσσα που όμως εκφράζει με απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια το πνεύμα της εποχής. Και η εποχή χαρακτηριζόταν από έναν συναισθηματικό ευνουχισμό, ένα νοηματικό και υπαρξιακό αδιέξοδο που ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης των ιδανικών που μέχρι τον περασμένο αιώνα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι του κώδικα αξιών.

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος διέλυσε τις ψευδαισθήσεις περί αφηρημένων εννοιών όπως «τιμή» και «δόξα». Μια νέα γενιά προσέγγιζε τουλάχιστον με διστακτικότητα αν όχι με πλήρη αποστροφή τις κενές πια από περιεχόμενο παραδοσιακές αξίες. Η περίοδος του μεσοπολέμου ήταν μια εποχή αμφισβήτησης, στροφής προς τον ηδονισμό (εξ’ ου και η περίφημη εποχή της τζαζ), νέων ανθρώπων που κινούνταν χωρίς πυξίδα, χωρίς πιστεύω και αξίες. Ο Χέμινγουεϊ μέσα από την εσκεμμένη απουσία διαχύσεων και λεπτομερών ψυχογραφημάτων, θέλησε να αποτυπώσει το κενό που ένιωθε αυτή η γενιά. Παράλληλα, το ύφος του αντανακλούσε τη μοναδική διαχρονική αξία που ο ίδιος πίστευε ότι μπορούσε ακόμη να παραδειγματίσει: την φύση.

Τα διηγήματα του Χέμινγουεϊ είναι ποικίλα τόσο θεματολογικά όσο και από πλευράς έκτασης. Η υφολογική του προσέγγιση όμως ήταν κατά βάση παρόμοια. Ο Χέμινγουεϊ υποστήριζε ότι σημασία δεν έχει απλώς το τι θα συμπεριλάβεις σε ένα διήγημα, αλλά κυρίως το τι θα επιλέξεις να αφήσεις απ’ έξω. Και μάλιστα πρόσθετε ότι πρέπει να αφήσεις έξω κάτι που γνωρίζεις και όχι κάτι που δεν γνωρίζεις, καθώς το δεύτερο θα φανεί σαν τρύπα στην ιστορία, εννοώντας ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει να είναι αφηρημένα αινιγματικός και να δημιουργεί άσκοπα κενά στην αφήγησή του, αλλά πρέπει να γνωρίζει ακριβώς τον λόγο και τα σημεία όπου επιλέγει να αφαιρέσει κάτι. Αυτή είναι ουσιαστικά και η περίφημη θεωρία του παγόβουνου, όπου το ορατό τμήμα του παγόβουνου είναι ένα μικρό μονάχα ποσοστό του συνόλου, με το υπόλοιπο να κρύβεται κάτω από το νερό.

Πράγματι, στα περισσότερα διηγήματά του ο Χέμινγουεϊ δεν αποσαφήνιζε το θέμα που έθιγε, αλλά αναφερόταν σε αυτό έμμεσα, μέσα από νύξεις. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα αφ’ ενός να δυσκολεύει την αντίληψη του αναγνώστη, καθώς έπρεπε ο ίδιος να καλύψει τα κενά που άφηνε ο συγγραφέας, αφ’ ετέρου όμως αυτό ακριβώς ήταν που εξηγούσε τη διαχρονικότητα των διηγημάτων του. Κάθε ανάγνωση οδηγεί και σε μια διαφορετική ερμηνεία, καθώς το κείμενο παραμένει «ανοιχτό» και διατηρεί τον αινιγματικό νοηματικό του πυρήνα ανέπαφο. Ο Χέμινγουεϊ δεν εξηγεί, δεν δίνει μασημένη τροφή στους αναγνώστες. Αντίθετα, τους δίνει συγκεκριμένα σημεία κι εκείνοι καλούνται να τα ενώσουν με όποιο τρόπο θέλουν, δημιουργώντας έτσι το δικό τους τελικό σχέδιο. Ο Χέμινγουεϊ παραπονιόταν ότι στα δύο πιο μακροσκελή του διηγήματα (Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο, Η Σύντομη κι Ευτυχισμένη Ζωή του Φράνσις Μακόμπερ) δεν εφήρμοσε αυστηρά το σύστημά του, με αποτέλεσμα να συμπεριλάβει σχεδόν τα πάντα στο διήγημα. Βεβαίως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι και τα δύο αυτά διηγήματα είναι εξαιρετικά και μεταξύ των πιο αγαπημένων έργων του μεγάλου Αμερικανού συγγραφέα. Όμως εγώ έχω επιλέξει ένα διήγημα που είναι πιο χαρακτηριστικό του σύντομου, σφιχτοδεμένου και αινιγματικού χεμινγουεϊκού διηγήματος.

Το «Καθαρό και καλοφωτισμένο μέρος» είναι ένα από τα πιο περίφημα λογοτεχνικά έργα του Χέμινγουεϊ για ποικίλους λόγους: Είναι ένα εξαιρετικό δείγμα αφηγηματικού μινιμαλισμού, αναφέρεται στο καίριο υπαρξιακό αδιέξοδο που στιγμάτισε την εποχή, και τέλος, είναι το διήγημα στο οποίο συναντάμε το περίφημο χεμινγουεϊκό nada, την αποκρυστάλλωση του νοηματικού κενού που ένιωσε μια ολόκληρη γενιά. Η πλοκή είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Δύο σερβιτόροι σε ένα ωραίο ισπανικό καφέ συζητάνε για έναν ηλικιωμένο άντρα που κάθεται μόνος του μέχρι πολύ αργά στο καφέ, με αποτέλεσμα να μην τους αφήνει να κλείσουν και να πάνε σπίτια τους. Ο νεότερος από τους δύο σερβιτόρος γκρινιάζει γιατί είναι κουρασμένος και θέλει να φύγει και να πάει στη γυναίκα του. Ο άλλος όμως, που είναι και πιο μεγάλος στην ηλικία, καταλαβαίνει την ανάγκη του γέρου να μείνει σε αυτό το «καθαρό και καλοφωτισμένο» καφέ όσο πιο πολύ μπορεί πίνοντας, επειδή κι ο ίδιος νιώθει το ίδιο. Το διήγημα ουσιαστικά έχει να κάνει με τη μοναξιά και την αποξένωση σε ένα κόσμο που επικρατεί ο τρόμος του παραλόγου, όπου δηλαδή τίποτα δεν έχει ουσιαστικό νόημα και απουσιάζει η αίσθηση του Θεού. Ο γηραιότερος σερβιτόρος αισθάνεται όπως και ο ηλικιωμένος το σκοτάδι της νύχτας σαν ένα σύμβολο για το σκοτάδι της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο νεαρός σερβιτόρος έχει την οικογένειά του, είναι πιο νέος και δεν κάνει τέτοιες σκοτεινές σκέψεις. Ο άλλος σερβιτόρος όμως καταλαβαίνει ότι ο λόγος που ο γέρος ξεμοναχιάζεται στο καφέ είναι επειδή αποτελεί ένα καταφύγιο από την ανελέητη μαυρίλα της νύχτας, άρα από την επίπονη ενατένιση του ίδιου του εαυτού, το αντίκρισμα της σκοτεινής αβύσσου της ανθρώπινης ψυχής. Τελικά ο σερβιτόρος κλείνει το μαγαζί, αλλά πριν γυρίσει σπίτι του περνάει από ένα μπαρ, μιμούμενος έτσι τον γέρο που ήθελε να αναβάλλει την επιστροφή στη μοναξιά του. Εκεί ξεσπάει στο περίφημο Πάτερ Ημών με την χρήση της λέξης nada, που έχει γίνει διάσημο σαν την έκφραση μιας ολόκληρης γενιάς.

Ο Χέμινγουεϊ τελειώνει την ιστορία δίνοντας στον σερβιτόρο αξιοπρέπεια. Όπως κι ο σερβιτόρος είχε αναγνωρίσει στον γέρο μια λεβεντιά και αξιοπρέπεια παρατηρώντας ότι είναι καθαρός και δεν χύνει το ποτό του παρά το ότι είναι μεθυσμένος, έτσι κι ο ίδιος αρνείται να υποκύψει στην απόγνωση, αντιστέκεται στους φόβους του ρίχνοντας την ευθύνη της υπαρξιακής του αγωνίας και του φόβου της νύχτας στην αϋπνία. Με αυτό τον τρόπο αποδέχεται τον ρόλο του στο θέατρο της ζωής και της κοινωνίας, υποδυόμενος ότι τα πάντα είναι μια χαρά.

Ο Χέμινγουεϊ θίγει όλα τα παραπάνω σε ελάχιστες σελίδες, χωρίς ουσιαστικά να αναφερθεί σε τίποτα απολύτως συγκεκριμένα. Η σκηνή δύο σερβιτόρων σε ένα καφέ είναι απλούστατη και καθημερινή, σχεδόν ρουτίνα. Η συζήτηση μεταξύ των δύο σερβιτόρων είναι εξ’ ίσου απλή και δεν αποκτάει φιλοσοφικές προεκτάσεις ή χαρακτηρίζεται από μεγάλα λόγια. Κι όμως, ο Χέμινγουεϊ καταφέρνει να επηρεάσει πολύ πιο έντονα τον αναγνώστη μέσα από αυτή την καθημερινή και απολύτως συνηθισμένη σκηνή απ’ ότι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο ή ένα μελοδραματικό μυθιστόρημα, και ο λόγος έγκειται στην αμεσότητα και την αληθοφάνεια.

https://elculture.gr/megaloi-diigimatografoi-kai-diigimata-stathmoi-ernest-chemingouei/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...