του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου
3.1 Οι απαρχές του θρησκευτικού συναισθήματος: Ο άνθρωπος αντιλήφθηκε την ατομικότητα της ενσυνείδητης ύπαρξής του, ως μέρος ενός ενιαίου, αν και πολύμορφου συνόλου, που όμως το διέπει ένας καθολικός νόμος. Αυτό, που σύμφωνα με την αριστοτέλεια διατύπωση περί του μερικού και του γενικού στο συλλογισμό, είναι το ένα που αντιστοιχεί στα πολλά, αυτό που συγχρόνως ως ένα είναι σε όλα. Το μέρος από το όλο.
Αυτό είχε ως συνέπεια την επαγωγή από το μερικό στο γενικό και το αντίστροφο (απαγωγή). Οδηγήθηκε δηλαδή στη σύλληψη της απόλυτης ιδέας, μιας ανεξάρτητης δύναμης, που ταυτιζόταν με το όλο, που κυβερνούσε τον κόσμο και η οποία καθόριζε τη ζωή και το πεπρωμένο του. Η διαισθητική σύλληψη της ανώτερης δύναμης επαληθευόταν, μέχρι ενός βαθμού, από την συνειδητή επεξεργασία των αντικειμενικών εμπειριών και του στοχασμού του.
Η πίστη στην ύπαρξη του θεού, αποτέλεσε συμπέρασμα συνδυασμένων διαισθητικών και λογικών λειτουργιών που, βεβαίως, περισσότερο μπορούν να υποτεθούν παρά να αποδειχθούν. Επίσης, εξαιτίας της φυσικής τους αιτιότητας, μετά τη γέννησή τους η θρησκευτική συνείδηση και η τέχνη, που δεν είναι στατικές, ακολούθησαν κι αυτές τους φυσικούς νόμους της εξέλιξης, μεταβαλλόμενες σταδιακά, όπως τα εργαλεία και ο,τιδήποτε άλλο, προς αυτό που αποτελεί για τον άνθρωπο την ενότητα και την πληρότητα του εσωτερικού του προορισμού. Η διαισθητική σύλληψη του θείου, αποτέλεσε, λοιπόν, προϋπόθεση τόσο για την εξέλιξη του θρησκευτικού συναισθήματος, όσο και της τέχνης, ενώ παραπέρα έθεσε και την βάση του μύθου ως τρόπο εξήγησης των άγνωστων πτυχών του κόσμου, αλλά και την αρχή της κοσμολογικής αναζήτησης, που παραπέμπει στο «θαυμάζειν» [1] του Πλάτωνα ως αρχή και αιτία της φιλοσοφίας, ή σύμφωνα με την ρήση του Αριστοτέλη, «Δια γαρ το θαυμάζειν οι άνθρωποι ήρξαντο φιλοσοφείν». Το θρησκευτικό συναίσθημα εμφανίστηκε, λοιπόν, όχι τυχαία, παρά μόνο, όταν η αυτοσυνειδησία του ανθρώπου το επέτρεψε, ως μιας λογικής, σύμφυτης προς τη φύση της συμβατότητας. Όχι όμως ως μια αυθύπαρκτη έννοια, όπως ισχυρίζονται οι ιδεαλιστές, αφού η θρησκευτική συνείδηση δεν μπορούσε να υπάρχει πριν τη σύλληψη της, παρά μόνο, ως μια εν δυνάμει δυνατότητα της διαισθητικής του φύσης.
Είναι βέβαιο πως τα όνειρα έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο. Ο πρωτόγονος άνθρωπος κοιμόταν την νύχτα κοντά στη φωτιά του, ονειρευόταν και έβλεπε οράματα. Φαινόταν σαν να αποχωριζόταν το πνεύμα απ΄το σώμα του, συναντιόταν με παλιούς πεθαμένους φίλους, πήγαινε μαζί τους στο κυνήγι και έκανε άλλα θαυμάσια πράγματα, όπως συμβαίνει στα όνειρα όλων. Όταν ξυπνούσε διηγιόταν στους φίλους του τις περιπέτειές του. Ο καθένας είχε να θυμηθεί και να πει ανάλογες ιστορίες, πράγμα που τις έκανε και πιο αξιόπιστες. Ένας εφιάλτης θα είχε προκαλέσει και τον ανάλογο τρόμο και την πίστη σ΄έναν κάτω κόσμο κακών πνευμάτων. Έτσι έφτασε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε θάνατος, αλλά το πνεύμα πήγαινε σ΄ένα θαυμάσιο κόσμο. Σταδιακά άρχισε να εδραιώνεται η πίστη, πως όταν ο άνθρωπος, η ένα ζώο πεθαίνει, αυτό που ήταν όσο ζούσε, αποσχηματοποιεί τη μερική, φυσική του μορφή, χωρίς να χάνεται, για να επιστρέψει μέσα στην άπειρη γενικότητα του κόσμου. Το αντίθετο συνέβαινε, όταν ο άνθρωπος γεννιόταν, καθώς ερχόμενος από την άπειρη, ασχημάτιστη ουσία του κόσμου προσλάμβανε τη μερική μορφή με την οποία θα ζούσε και η οποία θα εξελισσόταν, όπως και η ψυχή, κατά τη διάρκεια της ζωής του, μέχρι να επιστρέψει ξανά στους αιώνιους κόλπους της θεϊκής ύπαρξης. Στην αντίληψη αυτή μπορούμε να διαπιστώσουμε την αιτία της ταφικής πρακτικής και την αρχή για τη λατρεία των προγόνων που τη συναντούμε σε όλες σχεδόν τις αρχαίες θρησκείες.
Το
κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ
ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του πολιτισμού», Α΄ Μέρος:
ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΑ, Κεφ. 3. Η Προϊστορική
Θρησκεία, παρ. 3.1- Οι απαρχές του
θρησκευτικού συναισθήματος, 3.2 –Τα χαρακτηριστικά της προϊστορικής
Θρησκείας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου