Ο Ανδρούτσος στη Μάχη της Γραβιάς |
«Για χάν' μ' είχαν χτίσει
μα ο γιος τ' Αντρούτσου
μ' έκανε της δόξας ρημοκκλήσι»
του Αλκιβιάδη Παπαμίχου
Μετά την άτυχη έκβαση
της μάχης στην Αλαμάνα, στις 23 Απριλίου 1821, οι Έλληνες υποχώρησαν μπροστά
στον τεράστιο όγκο των Τουρκαλβανών και «φοβισμένοι σκόρπισαν στους λόγκους»
όπως λέει ο ποιητής. Οι επαναστάτες με την απώλεια και τη μαρτυρική θυσία του
αρχηγού τους, Θανάση Διάκου, βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Ο Δυοβουνιώτης και ο
Πανουργιάς με τους άντρες τους συγκεντρώθηκαν στο στενό της Γραβιάς, που
σχηματίζεται από τον Παρνασσό και την Γκιώνα, σαν έμαθαν ότι οι Τούρκοι θα
περνούσαν από κει για τα Σάλωνα-Άμφισσα- κι από τη Σκάλα -σημερινή Ιτέα- θα
διαπεραιώνονταν με καράβια στον Μοριά. Από κατασκόπους έμαθαν πως ο Ομέρ
Βρυώνης θα καθάριζε το πέρασμα για τα Σάλωνα, ενώ ο Κιοσέ Μεχμέτ
(Σπανο-Μεμέτης), θα έμενε στη Λοκρίδα για λίγο για να φυλάξει τις πλάτες του
Βρυώνη. Έτσι αποφάσισαν να χτυπήσουν την κολόνα του Ομέρ Βρυώνη που θα πήγαινε
στα Σάλωνα. Διάλεξαν το στενό της Γραβιάς γιατί από εκεί περνά ο μοναδικός
δρόμος για τα Σάλωνα. Η Γραβιά τότε δεν ήταν χτισμένη. Υπήρχε μονάχα ένα χάνι
για να διανυκτερεύουν οι στρατοκόποι και οι αγωγιάτες που πήγαιναν για τα
Σάλωνα, ή από τα Σάλωνα για Υπάτη - Πατρατζίκι τότε.
Το χάνι ήταν χτισμένο
με πλίθες και είχε γύρω μια μεγάλη μάντρα. Το μεγαλύτερο μέρος ήταν ισόγειο και
μόνο από τη μια μεριά είχε δεύτερο όροφο. Είχε δυο αυλόπορτες; η μια έβλεπε
κατά τη ρεματιά και η άλλη κατά τη δημοσιά. Υπήρχαν ακόμα δυο ξωκλήσια, του Άι
Θανάση κοντά στο Χάνι και πιο πέρα του Άι Δημήτρη και μερικές καλύβες που είχαν
οι κάτοικοι της Βάριανης (κοντινό χωριό), για να μένουν τον καιρό που
καλλιεργούσαν τα χτήματά τους. Εκεί τους αντάμωσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στις 3
Μαΐου ερχόμενος από τον Βάλτο που είχε πάει να ξεσηκώσει τον Βαρνακιώτη, τον
Τσόγκα και τον Ίσκο. Σαν ξεπάστρεψε στη γέφυρα της Τατάρνας τον Χασάν μπέη με
εξήντα Αρβανίτες, έφτασε στη Γραβιά. Ο ερχομός του Ανδρούτσου εμψύχωσε τους
συναγμένους στη Γραβιά. Έδωσε όμως και κουράγιο στη γύρω περιοχή. «Σαν από Θεία
Πρόνοια» ήταν ο ερχομός του γράφουν οι Σαλωνίτες στους Υδραίους και τους
Σπετσιώτες.
Ο Ανδρούτσος, μόλις
έφτασε στη Γραβιά, δεν κάθισε ήσυχος αλλά δραστηριοποιήθηκε από την πρώτη μέρα.
Έγραψε στο παλιό του παλικάρι και πρωτοπαλίκαρο του Θανάση Διάκου, τον Βασίλη
Μπούσγο, που ήταν τώρα αρχηγός του σώματος της Λιβαδειάς. Του έλεγε τα εξής: «Eυθύς
ως λάβης το παρόν να μάσης τους συντρόφους όσους κι αν είναι, ένας να μη λειψει
και αύριον αυγή κίνα κι έλα εδώ ν' ανταμωθούμε». Συγχρόνως ειδοποίησε παντού
γύρω για μπαρουτόβολα. Έγραψε επίσης στους Αρβανίτες που βρίσκονταν στο Ζητούνι
-Λαμία- και τους έλεγε ότι έπρεπε να φύγουν για να μη χαλαστούν. Τους έδινε,
μάλιστα, προθεσμία τρεις μέρες. Δεν κατάφερε όμως τίποτε, γιατί ο τουρκικός
στρατός ξεκίνησε. Την είδηση την έφερε ο Ηλίας Μανανάς από τη Βάριανη.
Οδυσσέας Ανδρούτσος |
Τώρα το μυαλό του
δούλευε ασταμάτητα πού και πώς θα μπορούσε να χτυπήσει τη μεγάλη δύναμη του
εχθρού. Ο Δυοβουνιώτης και ο Πανουργιάς πίστευαν πως το καλύτερο μέρος να
ταμπουρωθούν ήταν το γεφύρι της Χαϊνίτσας -ποτάμι της Γραβιάς- απ' το οποίο θα
περνούσε ο τουρκικός στρατός. Του Ανδρούτσου όμως δεν του άρεσε, γιατί ούτε
ταμπούρια είχε δυνατά, ούτε θα μπορούσαν να κρατήσουν τις θέσεις όταν τους
έκανε επίθεση το ιππικό. Στις 7 Μαΐου 1821, ο στρατός του Ομέρ Βρυώνη βρισκόταν
στις Θερμοπύλες βαδίζοντας για τη Γραβιά. Αποτελούνταν από εφτά με οχτώ
χιλιάδες πεζούς και χίλιους καβαλάρηδες. Οι μισοί καβαλάρηδες ήταν Γκέκηδες με
αρχηγό τον Τελεχά Φέζον και οι άλλοι μισοί Τσάμηδες με αρχηγό τον Μουσταφά μπέη
Καφεζέζη. Η είδηση έφτασε στους επαναστάτες τα ξημερώματα της Κυριακής. Οι
καπεταναίοι, σαν το 'μαθαν, μαζεύτηκαν σε συμβούλιο για να καθορίσουν πού θα
χτυπήσουν τους Τούρκους. Συνάχτηκαν κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά που βρισκόταν
έξω απ' το χάνι. Η πρόταση για το γεφύρι της Χαϊνίτσας απορρίφθηκε από τους
υπόλοιπους καπεταναίους. Συζητούσαν τότε να πιάσουν τις γύρω πλαγιές βάζοντας
στη μέση τον εχθρό που θα περνούσε από κει.
Ο Ανδρούτσος,
καθισμένος κι αυτός με τους άλλους κάτω απ' τη βελανιδιά, παρακολουθούσε αμίλητος,
τάχα αδιάφορος, καπνίζοντας το τσιμπούκι του. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο
μπροστά. Μέσα στο μυαλό του δούλευε το παράτολμο σχέδιο που είχε συλλάβει. Το
πλιθόχτιστο αυτό χάνι που έβλεπε μπροστά του, λογάριαζε να το κάνει φοβερό
κάστρο που οι Τούρκοι θα 'σπαζαν τα μούτρα τους. Ενώ οι άλλοι συζητούσαν πού θα
πιάσει ο καθένας, τους έκοψε απότομα και κοιτάζοντας προς τους Δυοβουνιώτη και
Πανουργιά, τους λέει απότομα: Εδώ θα πολεμήσουμε μα πρέπει ένας από μας να
κλειστεί μέσα σε τούτη τη μάντρα. Και τους δείχνει το χάνι.
Τα λόγια του
ακολούθησε γενική βουβαμάρα. Όλα τα παλικάρια ρίχνουν απάνω του το βλέμμα τους
εξεταστικά. Τι είναι αυτά που τους λέει! Να κλειστούν μέσα σε μια πλιθόχτιστη
μάντρα; Μα, με τα χέρια να έπεφταν απάνω της εννιά χιλιάδες Τούρκοι θα την
έκαναν σκόνη. Ίσως σε πολλούς να πέρασε προς στιγμήν η ιδέα ότι ο Οδυσσέας
τρελάθηκε ή ήθελε ν' αυτοκτονήσει. Οι γεροαρματολοί δεν αντέκρουσαν την
πρόταση, αλλά, για να μη θεωρηθούν κιοτήδες, δικαιολογήθηκαν τάχα ότι τους
έλειπαν τα χρειαζούμενα πολεμοφόδια. Μετά τη σιωπηλή αυτή άρνηση, ο Ανδρούτσος
πετάγεται όρθιος και φωνάζει οργισμένος:
- Ορέ, δε βρίσκονται
μέσα εδώ εκατό παλικάρια ν' ακριβοπληρώσουμε το αίμα μας;
Δεν απόσωσε τον λόγο
του και μέσα απ' τους συναγμένους ακούστηκε μια βροντερή φωνή.
- Εγώ, καπετάνιε.
Ένα σεμνό παλικάρι
βρέθηκε πλάι του. Ήταν ο Θανάσης Σεφέρης. Με μιας ύστερα από τη φωνή του Σεφέρη
ακούστηκαν σαν ηχώ και οι φωνές άλλων παλικαριών.
-«Και εγώ, κι εγώ, κι
εγώ...».
Ο Οδυσσέας, δίνοντας
το αριστερό του χέρι στον Σεφέρη και γυρίζοντας στους συναγμένους, τους
φωνάζει:
- Ε, παιδιά, όποιος
θέλει να 'ρθει μαζί μου να πιαστεί στο χορό. Βγάζει τότε απ' το σελάχι του το
μαντίλι, το ανεμίζει με το δεξί του χέρι και σέρνει το χορό τραγουδώντας:
«Κάτου στου βάλτου τα
χωριά στα πέντε βιλαέτια...»
Ιωάννης Γκούρας |
Ένας ένας τα παλικάρια
με τη θέλησή τους άρχισαν να πιάνονται στο χορό. Ο Γοβγίνας, ο Γκούρας, ο
Μαμούρης και πολλοί άλλοι. Οι πέντε έγιναν δέκα, είκοσι, σαράντα, και σε λίγο
ξεπέρασαν τους εκατό. Ο ενθουσιασμός ήταν απερίγραπτος. Οι φωνές και τα
σφυρίγματα αντιβούιζαν στο φαράγγι της Γραβιάς. Ο Ανδρούτσος κατάφερε ν' ανάψει
φωτιά στα στήθια των πριν από λίγο κιοτεμένων παλικαριών. Χορεύοντας μπροστά,
φέρνει μια δυο γύρες τη βελανιδιά και σαν υπολογίζει πως είναι αρκετοί αυτοί
που τον ακολουθούν, συνεχίζει χορεύοντας κατά τον μαντρότοιχο του χανιού.
Στέκεται πλάι στην αυλόπορτα μέσα στη μάντρα, και μετράει όσους μπαίνουν.
Σε κάποια στιγμή
φωνάζει:
- Σταματήστε δε
χρειάζονται περισσότεροι. Μέτρησε εκατόν δέκα τέσσερις και τρεις ο χανιτζής με
τα δυο παιδιά του εκατόν δέκα εφτά κι αυτός εκατόν δέκα οχτώ. Ο χώρος είναι
περιορισμένος. Εκατόν δέκα οχτώ καριοφίλια τού είναι αρκετά. Πολλοί που έμειναν
απ' έξω φωνάζουν και διαμαρτύρονται. Την ώρα αυτή με τις φωνές ένας λαγός
πετάχτηκε από ένα θάμνο. Ο Ανδρούτσος τους φωνάζει να μην τον πυροβολήσει
κανείς. Τρέχει και πιάνει τον λαγό ζωντανό, θα είναι το τυχερό των κλεισμένων.
Από παλιά υπήρχε η πρόληψη ότι ο λαγός είναι κακό σημάδι. Ίσως γιατί είναι φοβητσιάρικο
ζώο.
Σαν μπήκαν μέσα στο
χάνι, η ώρα ήταν εννιά. Λογάριαζαν πως ο Ομέρ Βρυώνης θα 'φτανε πριν από το
μεσημέρι. Ο χρόνος δεν τους έπαιρνε και χωρίς αργοπορία άρχισαν να ετοιμάζονται
για την άμυνα. Πρώτη τους δουλειά ήταν να γυρίσουν το νερό απ' τη ρεματιά μέσα
στον περίβολο του χανιού για να έχουν να πίνουν. Μετά ο Μαστρογιάννης, που ήταν
χτίστης, άρχισε ν' ανοίγει «μασγάλια» -τουφεκίστρες- στον μαντρότοιχο και στο
χάνι. Και για να μη φαίνονται από μακριά, τις κάλυψαν με αγριόχορτα. Ασφάλισαν
επίσης τις πόρτες με μεγάλες πέτρες.
Σε λίγο φάνηκαν στον κάμπο
οι Τούρκοι. Δε θ' αργούσαν να φτάσουν στη Γραβιά. Κι ενώ οι κλεισμένοι στο χάνι
ετοιμάζονταν για την άμυνα, οι άλλοι που ήταν απ' έξω πήγαν να πάρουν τις
θέσεις τους. Ο Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά πιάσανε τα ριζά του Χλωμού
-παρακλάδι της Γκιώνας- την αριστερή ακροποταμιά. Ο Κοσμάς Σουλιώτης με τους
Σουλιώτες του, τους Κατσικογιανναίους και τους υπόλοιπους, πιάσανε τη δεξιά
ακροποταμιά της Πανάσαρης -παρακλάδι του Παρνασσού- κοντά στο κεφαλόβρυσο του
Σου Ντζίκα (από το σλάβικο σου = νερό - Σου-βάλα, Σου-Ντζίκα κ.λπ.).
η μάχη στη Γραβιά του Παν. Ζωγράφου |
Τους κλεισμένους όμως
τους βασάνιζε η έλλειψη από μπαρουτόβολα. Αυτόν που είχαν στείλει για εφοδιασμό
δεν είχε φανεί ακόμα και οι Τούρκοι είχαν φτάσει στο γεφύρι της Χαϊνίτσας.
Εκείνη τη στιγμή όμως έφτασε από τα Σάλωνα ο τροφοδότης του στρατοπέδου
Αναγνώστης Κεχαγιάς σέρνοντας δυο μουλάρια φορτωμένα με μπαρουτόβολα και
τρόφιμα μαζί με τον γαμπρό του Καραχάλιο. Αψηφώντας τον κίνδυνο, γιατί ο εχθρός
ζύγωνε, κίνησε για το χάνι. Μόλις πρόφτασε κι έκοψε τις τριχιές απ' τα σαμάρια
και πέταξε πάνω απ' τη μάντρα τα σακιά με τα μπαρουτόβολα και τα τρόφιμα στους
κλεισμένους. Οι Τούρκοι είχαν αρχίσει να ντουφεκάνε και θα πλήρωνε με τη ζωή
του, αν ο Καραπλής ή Πλάτανος -για τη σωματική του διάπλαση- που βρισκόταν εκεί
κοντά ταμπουρωμένος δεν άρχιζε στο ντουφέκι τους Τούρκους και του έδωσε καιρό
να φύγει. Άφησε όμως το ένα απ' τα δύο μουλάρια σκοτωμένο.
Με τη μικροσυμπλοκή
αυτή, ο έμπειρος Ομέρ Βρυώνης κατάλαβε ότι κάτι κρυβόταν στο χάνι. Αποφάσισε
τότε να ακολουθήσει την ίδια τακτική της Αλαμάνας. Πρώτα θέλησε να ξεμοναχιάσει
το χάνι απ' τους άλλους επαναστάτες. Μοίρασε τον στρατό σε τρεις κολόνες. Έριξε
τη μια κατά το Χλωμό και την άλλη κατά τη βρύση του Σου Ντζίκα. Στις δυο αυτές
κολόνες έστειλε και όλο το ιππικό του. Την τρίτη, που ήταν Αρβανίτες Γκέκηδες
και Τόσκηδες, την κράτησε για το χάνι. Η επίθεση στο Χλωμό και στου Σου Ντζίκα
ήταν τόσο ορμητική που έγινε ό,τι πριν από λίγες μέρες στον Γοργοπόταμο και τη
Χαλκωμάτα -στη μάχη της Αλαμάνας-. Ύστερα από μικρή αντίσταση, οι επαναστάτες
τραβήχτηκαν στα ψηλώματα. Σκοτώθηκε μονάχα ο Σουλιώτης Μπούχλας.
Ο Ανδρούτσος με τους
κλεισμένους στο χάνι καρτερούσαν τη σειρά τους. Φοβερά ψύχραιμος κι ατάραχος,
είπε στους συντρόφους του, μη ρίξει κανείς προτού αρχίσω εγώ. Αφήστε τους να
ζυγώσουν. Αυτοί τον υπάκουσαν. Εκείνος περίμενε την τρίτη κολόνα για να τους
επιτεθεί. Βλέπουν όμως απ' τις πολεμίστρες να ξεκόβει ένας καβαλάρης και να
έρχεται προς το χάνι. Όταν έφτασε, βλέπουν ότι ήταν ένας γέρος ντερβίσης. Ο
Χασάν ντερβίσης ήταν γνώριμος του Οδυσσέα από τα Γιάννενα και γι' αυτό ο Ομέρ
Βρυώνης τον έστειλε για να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί με τον Ανδρούτσο.
Γνώριζε ακόμα ότι ο Ανδρούτσος ήταν μπεκτασής και κατά τη γνώμη του θα σεβόταν
τον ιερωμένο.
Οι μπεκτασήδες ήταν
μωαμεθανοί μοναχοί, οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερο τάγμα με δογματικές
διαφορές από τους ομοθρήσκους τους. Δεν νήστευαν το Ραμαζάνι, αλλά δώδεκα μέρες
που συνέπιπταν με τη νηστεία της εορτής των Αγίων Αποστόλων. Φιλοξενούσαν στις
μονές τους -τεκέδες- Τούρκους και Χριστιανούς χωρίς εξαίρεση και είχαν στενή
επαφή με τους Γενιτσάρους που προέρχονταν από Χριστιανούς. Οι μπεκτασήδες δεν
έκαναν διάκριση θρησκείας και καταγωγής αλλά μόνον τιμίων και κακών ανθρώπων.
Είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη ανάλογη με τους Ιησουίτες. Οι τεκέδες τους
αποτελούσαν άσυλα και απολάμβαναν ανεξαρτησίας από το κράτος. Και ο Ανδρούτσος
είχε γίνει μυστικά μπεκτασής για να έχει καταφύγιο στους τεκέδες των
μπεκτασήδων στις πολεμικές του περιπέτειες. Είχε προβεί σε αυτή την κωμωδία
μόνο και μόνο για να βρίσκει άσυλο στις δύσκολες στιγμές.
Σαν σταμάτησε έξω απ'
το χάνι, ο Χασάν ντερβίσης σκόρπισε με το χέρι του δεξιά και αριστερά άμμο,
ψέλνοντας το «ντονά» -την προσευχή του- να διαλυθούν οι εχθροί του σαν την
άμμο. Ο Ανδρούτσος που παρακολουθούσε μέσα απ' την τουφεκίστρα τον χαιρέτισε
τουρκικά και αντιχαιρέτισε ο ντερβίσης. Μετά τον ρώτησε πάλι, στα τουρκικά –«Ντερεγιέ
γκιντερσίν;» (-πού πας;). Ο ντερβίσης απάντησε- «Σάλωνα για γκιντερίμ» (πάω στα
Σάλωνα). Ο Ανδρούτσος πάλι τον ρώτησε «τι πας να κάνεις ορέ Τούρκο στα Σάλωνα;»
Η απάντηση ήταν «να υποτάξω ή να σφάξω τους απίστους». Απαντώντας ο Οδυσσέας με
βρισιές καθώς τον σημάδευε με το καριοφίλι του, του έστειλε ένα βόλι που
χτύπησε τον ντερβίση στο μέτωπο κι έπεσε ξερός απ' τ' άλογό του. Βλέποντας
νεκρό τον ντερβίση τους, οι Τούρκοι σκυλιάσανε. Αυτό επεδίωκε και ο Ανδρούτσος.
Να τους εξοργίσει όσο μπορούσε πιο πολύ. Αμέσως τότε ορμάνε με ιερό φανατισμό
κατά το χάνι, να εκδικηθούν το αίμα του ντερβίση τους. Μα τα καριοφίλια των
κλεισμένων ξερνούν φωτιά και μολύβι. Ο Βρυώνης ξαφνιάζεται. Διατάζει δεύτερη
επίθεση και προστάζει τους άντρες του να καταλάβουν το χάνι. Μα το χάνι ξερνάει
κεραυνούς κι αστροπελέκια που θερίζουν τον εχθρό.
Μετά την αποτυχία και
της δεύτερης επίθεσης, ο Πασάς στέλνει καινούργιες δυνάμεις. Οι Τουρκαλβανοί με
το αριστερό χέρι στο μέτωπο για να μην βλέπουν αλλού, ορμάνε σαν τυφλοί.
Μερικοί κατορθώνουν να φτάσουν στη μάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν με τις
πλάτες τους. Άλλοι προσπαθούν με πέτρες να βουλώσουν τις τουφεκίστρες. Ένας
Τουρκαλβανός ζυγώνει με μια πέτρα και θέλει να φράξει μια πολεμίστρα. Από μέσα
βρίσκεται ο Μουσταφά Γκέκας, σωματοφύλακας και πιστός σύντροφος του Οδυσσέα.
Ενώ απ' έξω ο Γκέκας του Βρυώνη σπρώχνει την πέτρα προς τα μέσα, ο Μουσταφάς με
την μπούκα του καριοφιλιού τη σπρώχνει προς τα έξω. Στο τέλος ο φιλέλληνας
Μουσταφάς κατορθώνει να σπρώξει την πέτρα, αλλά μαζί βγήκε πολύ έξω και η κάννη
του καριοφιλιού. Ένας άλλος Τουρκαλβανός κατορθώνει λοξά ν' αρπάξει την κάνη
και την τραβούσε προς τα έξω. Ο Μουσταφά Γκέκας αγωνίζεται να την τραβήξει προς
τα μέσα. Ο Οδυσσέας βλέποντας τον αγώνα, πάει στη διπλανή πολεμίστρα, βάζει στο
τουφεκίδι τους Αρβανίτες κι ελευθερώνει τον σύντροφό του.
Ο Βρυώνης, με τον
χαλασμό που γίνεται στο ασκέρι του, αναστατώνεται, εξοργίζεται φοβερά. Πιο πέρα
απ' το χάνι βρισκόταν το ξωκλήσι του Άι Θανάση. Από κει μέσα ο Πασάς, που είχε
φρυάξει απ' το κακό του, παρακολουθούσε τα απανωτά γιουρούσια που κάνανε οι
δικοί του χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μετά το μεσημέρι συγκέντρωσε τους μπουλουξήδες
(διοικητές μπουλουκιού-μονάδας) κι αφού τους κατσάδιασε που δεν μπόρεσαν να
κάνουν τίποτε μέχρι τότε, απαίτησε μ' ένα καινούργιο γιουρούσι να δώσουν τέλος.
Έταξε δε και πεντακόσια πουγκιά στον μπουλουξή που θα πατούσε πρώτος το χάνι.
Η καινούργια επίθεση
αποφασίστηκε να γίνει το απομεσήμερο και θα 'ταν η τελευταία κατά τη γνώμη
τους. Θα έμπαινε μπροστά το ιππικό και πίσω θ' ακολουθούσαν οι πεζοί. Για να
τονώσει πιο πολύ το ηθικό των επιτιθεμένων, διέταξε τους μπαϊρακτάρηδες
-σημαιοφόρους- να πάνε με τα μπαϊράκια τους και να τα στήσουν στο χάνι. Στο
γιουρούσι αυτό πήρε μέρος και ο Χαλήλ μπέης, τοπικός άρχοντας της Λαμίας. Ήταν
εκείνος που πρωτοστάτησε στη θανάτωση του Διάκου.
Με ξεφωνητά και
κατάρες άρχισε η καινούργια επίθεση. Σε λίγο το χάνι είχε κυκλωθεί από παντού.
Τα καριοφίλια όμως των κλεισμένων σκορπίζουν τον θάνατο και κόβουν την ορμή,
σωριάζοντας καινούργιους νεκρούς και λαβωμένους. Το ιππικό, που πιο πολύ
εμπόδιο έφερνε παρά βοήθεια, αποσύρθηκε. Οι Τουρκαλβανοί Γκέκηδες και Τόσκηδες
ορμούν σα θηρία ανήμερα. Εκτός από την παλικαριά τους είναι και το υπερβολικό
ποσό που έχει τάξει ο Βρυώνης σ' όποιον πατήσει το χάνι. Χωρίς να λογαριάζουν
τον κίνδυνο, ζυγώνουν τη μάντρα και προσπαθούν να τη ρίξουν με τις πλάτες τους.
Άλλοι με τσεκούρια προσπαθούν να σπάσουν τις πόρτες αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Δυο
τρεις καταφέρνουν να καβαλήσουν τη μάντρα μα οι κλεισμένοι τους γκρεμίζουν
σκοτωμένους. Τον ένα αναφέρεται πως τον σκότωσε με τα χέρια του ο Γκούρας. Ένα
βόλι ρίχνει νεκρό τον Χαλήλ μπέη. Είναι η θεία Νέμεση για τον θάνατο του
Διάκου.
Οι μπαϊρακτάρηδες, για
να εμψυχώσουν τους επιδρομείς, προσπαθούν να στήσουν τα μπαϊράκια τους στον
μαντρότοιχο. Αλλά τους θερίζουν τα βόλια των κλεισμένων. Ένας μονάχα κατορθώνει
να φτάσει μπροστά στο χάνι και πέφτοντας ανάσκελα, για να μη δίνει στόχο,
βαστάει με τα χέρια του το κοντάρι της σημαίας. Οι Τουρκαλβανοί που βλέπουν το
μπαϊράκι τους ν' ανεμίζει, θαρρούν πως το χάνι πατήθηκε κι ορμούν από παντού. Ο
Γκούρας, κοντά στην πολεμίστρα του οποίου βρίσκεται το μπαϊράκι, προσπαθεί με
βρισιές να κάνει αυτόν που το κρατάει να σηκωθεί για να τον σκοτώσει. Ο
Τουρκαλβανός όμως προστατεύεται από τη γωνιά και το έδαφος. Τέλος ο Γκούρας
σημαδεύει το κοντάρι, πυροβολεί και το κόβει στα δύο. Η σημαία έπεσε. Γύρω απ'
το χάνι όμως έχουν συγκεντρωθεί μάζες Αλβανών. Ο Ανδρούτσος είναι η ψυχή της
άμυνας καθώς ακούραστος τρέχει παντού όπου υπάρχει ανάγκη εμψυχώνοντας τους
άντρες του. Ο Αγγελής Γοβγίνας, ο Γκούρας, ο Μουσταφάς, ο Μαμούρης, ο
Παπαντριάς είναι οι περισσότερο ακούραστοι. Κι αυτή η επίθεση πήγε χαμένη.
Τούτο το πλιθόχτιστο χάνι έχει γίνει κάστρο άπαρτο.
Τώρα όμως είχαν και οι
Έλληνες τα θύματά τους. Ένας Αρβανίτης κατάφερε ν' ανέβει απαρατήρητος στη
μεγάλη βελανιδιά που ήταν δίπλα στο χάνι. Κρυμμένος στην πυκνή φυλλωσιά του δέντρου,
βλέπει μέσα στο μικρό δωμάτιο που ήταν σα δεύτερος όροφος πάνω απ' το χάνι ν'
αστράφτουν κάθε τόσο δυο καριοφίλια. Ήταν οι δυο Θανάσηδες, ο Σεφέρης, το
παλικάρι που πιάστηκε πρώτο στον χορό, και ο Καπλάνης, ξακουστός για την
παλικαριά του. Από τα βόλια του Αρβανίτη πέφτουν και οι δυο νεκροί. Η παράδοση
αναφέρει ότι είχαν «μαγαρίσει με γυναίκες». Αυτό βασιζόταν στην πρόληψη πως το
κακό βόλι έβρισκε όποιον κλέφτη πήγαινε παραμονή της μάχης με γυναίκα.
Έξι γιουρούσια έχουν
τσακιστεί πάνω στο χάνι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πάνω από τριακόσιοι οι
σκοτωμένοι και οι λαβωμένοι διπλοί και τριπλοί. Τυφλωμένος απ' την οργή του ο
Πασάς, βουτάει το απελατίκι του (σιδερένιο ρόπαλο ακιδωτό στην άκρη) κι ορμάει
έξω απ' το ξωκλήσι έτοιμος να μπει ο ίδιος σε καινούργια επίθεση μπροστά, για
να χτυπήσει αποτελεσματικά. Πέφτουν απάνω του οι μπέηδες και οι μπουλουξήδες
και καταφέρνουν με δυσκολία να τον συγκρατήσουν, γιατί γνώριζαν τι τον
περίμενε. Στο διάστημα αυτό ο Ανδρούτσος βλέπει από την πολεμίστρα τον Βρυώνη
έξω από τον Άι Θανάση και φωνάζει στα παλικάρια του:
-Να ο πασάς ορέ. Είν'
αυτός με τα κόκκινα πουντούρια!
Ντουφεκάνε κατά κει μα η απόσταση είναι μεγάλη
και τα βόλια πέφτουν γύρω του κρύα, μονάχα ένα χτύπησε απάνω στην πιστόλα του.
Οι δικοί του καταφέρνουν και τον βάνουν μέσα στην εκκλησία για να προφυλαχτεί.
Του υπόσχονται σ' ένα καινούργιο γιουρούσι να πατήσουν το χάνι.
Η έφοδος ξαναρχίζει.
Τούτη τη φορά παίρνουν μέρος και τ' ανίψια του Βρυώνη. Είναι η έβδομη και
τελευταία επίθεση. Οι Τουρκαλβανοί ορμάνε με πάθος. Ζώνουν το χάνι απ' όλες τις
μεριές. Πρώτοι απ' όλους οι μπέηδες και οι μπουλουξήδες. Ανάμεσα στους άλλους
σκοτώθηκε κι ένας μπέης, ανιψιός του Ομέρ Βρυώνη. Κι αυτό το γιουρούσι πήγε
χαμένο.
Ο ήλιος βασιλεύει πίσω
απ' τα αντικρινά βουνά. Σε λίγο έρχεται το σούρουπο κι αποτέλεσμα κανένα.
Πλησιάζει τότε τον
πασά ο Χρήστος Παλάσκας που τον ακολουθούσε από τα Γιάννενα και του λέει:
- Πασά μου, μην χάνεις
άλλους ανθρώπους, αλλά στείλε να φέρεις κανόνια από το Ζητούνι κι αύριο τους
κάνεις σκόνη τους κλεισμένους.
Ο Βρυώνης υιοθετεί
αυτή τη συμβουλή και στέλνει «τάταρτη»-ταχυδρόμο- στο Ζητούνι για να του
στείλουν κανόνια. Σε λίγο ακούγεται μια φωνή απ' τον Άι Θανάση:
- Ορέ Αντρούτσο, καλά
σ' έχουμε κλεισμένο. Πού θα μας πάς; Αλίμονό σου, ταχιά μας έρχονται δυο
κανόνια απ' το Ζητούνι και θα σε κάνουμε στάχτη.
Και μήπως και δεν τον
άκουσαν, επανέλαβε τα λόγια του δυο και τρεις φορές. Ο Οδυσσέας γνώρισε τη φωνή
του Παλάσκα γιατί ήταν γνώριμός του απ' τα Γιάννενα και κατάλαβε πως του
'στελνε μήνυμα για τις προθέσεις του πασά. Ο Ανδρούτσος, βέβαια, ξύπνιος καθώς
ήταν, δεν είχε σκοπό να περιμένει άλλο στο χάνι, γιατί και τα μπαρουτόβολα
τελείωναν και η παραμονή τους θα ήταν σκέτη αυτοκτονία. Χάρηκε όμως για την
προειδοποίηση του Παλάσκα.
Έτσι, σαν άλλαξαν τα
καρούλια και καθίσανε να φάνε λίγο ψωμοτύρι και να ξαποστάσουν λίγο από το
συνεχή αγώνα, ο Ανδρούτσος τους λέει:
«Παιδιά, δεν πρέπει να
μείνουμε άλλο εδώ μέσα. Οι Τούρκοι ταχιά θα φέρουν κανόνια, όπως ακούσατε, και
θ' αρχίσουν να χτυπάνε από μακριά το χάνι και δε θα γλιτώσει κανείς. Πρέπει να
βγούμε από δω μέσα με το σπαθί στο χέρι μέσα απ' τους Τούρκους, γιατί χαμένοι
και χαμένοι είμαστε. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει». Κανένας δεν έφερε
αντίρρηση στα λόγια του. Παρέκει ανοίγουν δυο
λάκκους και θάβουν τους δυο Θανάσηδες Σεφέρη και Καπλάνη.
Η έξοδος
Τώρα τους λέει να
πλαγιάσουν λίγο να ξεκουραστούν μέχρι να 'ρθει η ώρα για να φύγουν. Τριγύρω οι
Τούρκοι κουρασμένοι από τον δρόμο και τα απανωτά γιουρούσια έχουν πέσει σε βαθύ
ύπνο. Περιμένουν ξένοιαστοι τα κανόνια που θα φτάσουν απ' το Ζητούνι, για να
τσακίσουν τους κλεισμένους στο χάνι. Το φεγγάρι ολόγιομο σ' έναν ξάστερο
ουρανό, φωτίζει το πεδίο της μάχης, τους κοιμισμένους που μοιάζουν σαν
πεθαμένοι απ' την κούραση της μέρας και τους ασάλευτους νεκρούς. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος,
καπνίζοντας συνέχεια το τσιμπούκι του, δούλευε στο μυαλό του σχέδια πώς θα
γλιτώσει ετούτους τους ανθρώπους. Δυο ώρες περίπου πριν ξημερώσει, ξύπνησε τους
συντρόφους του και τους ειδοποίησε να συναχτούν για την έξοδο.
Το χάνι είχε, όπως
είπαμε, δυο αυλόπορτες. Η μια κατά τη «δημοσιά» -τον δρόμο που πήγαινε για τα
Σάλωνα- και η άλλη κατά τον κάμπο. Ο Κομνάς Τράκας, που ήταν από κείνα τα μέρη
-απ' την Αγόριανη- και γνώριζε τα κατατόπια, τους είπε να φύγουν από την πόρτα
του κάμπου. Από κει θα περνάγανε μέσα απ' τα αθέριστα χωράφια που τα στάχυα
τους ήταν ψηλά και θα τους προστατεύανε από το φως του φεγγαριού. Όλοι
συμφώνησαν με τη γνώμη του. Άρχισαν τότε σιγά σιγά χωρίς θόρυβο να βγάζουν τις
πέτρες που ήταν πίσω απ' την αυλόπορτα και να τις τοποθετούν σε μια γωνιά. Σε
λίγο η πόρτα ελευθερώθηκε. Έπρεπε όμως να σιγουρευτούν ότι οι Τούρκοι
κοιμούνταν και δεν ξαγρυπνούσαν.
Ο Οδυσσέας πήρε μια
κάπα, της έβαλε μέσα μερικές πέτρες για να βαρύνει και την πέταξε πάνω απ' τον
μαντρότοιχο για να φανεί πως κάποιος πηδούσε για να φύγει. Η κάπα έπεσε και δεν
ακούστηκε τίποτε, ούτε ντουφεκιά ούτε φωνή. Για να σιγουρευτεί, έριξε δεύτερη
και τρίτη κάπα. Τίποτα, η ίδια ησυχία. Οι Τούρκοι είχαν πέσει σε βαθύ ύπνο.
Στην εμπροσθοφυλακή θα πήγαινε ο Παπαντρέας με τον Μαμούρη με σαράντα άντρες.
Το κέντρο θα κρατούσε ο Γκούρας με άλλους τόσους και την οπισθοφυλακή θα
κρατούσε ο ίδιος ο αρχηγός με τους υπόλοιπους. Ο Ανδρούτσος περίμενε ακόμα
κάτι. Μερικά σύννεφα είχαν φανεί πάνω απ' την Γκιώνα, καρτερούσε να κρυφτεί
λίγο το φεγγάρι στα σύννεφα για να μην τους προδώσει αμέσως. Πράγματι σε λίγο
τα σύννεφα τύλιξαν το φεγγάρι.
- Να η Παναγιά με την
Τσέργα της -μάλλινο σκέπασμα, βελέντζα- ακούστηκε κάποιος να λέει.
Το Χάνι της Γραβιάς όπως είναι σήμερα |
Η στιγμή ήταν
κατάλληλη. Ο αρχηγός δίνει το σύνθημα της εξόδου. Οι κλεισμένοι βγαίνουν απ'
την αυλόπορτα με τα γιαταγάνια στα χέρια πατώντας πάνω απ' τα κουφάρια των
Τούρκων και απομακρύνονται απ' το χάνι. Μπροστά για οδηγός μπαίνει ο
γιγαντόσωμος Αντρέας Καραπλής ή Πλάτανος. Σε μικρή απόσταση πέφτουν πάνω στους
Τουρκαλβανούς. Οι Τούρκοι ξαφνιάζονται. Ώσπου να συνέλθουν από τον βαθύ ύπνο,
οι επαναστάτες, σφάζοντας όσους βρέθηκαν μπροστά τους, χάνονται σα φαντάσματα
μέσα στα ψηλά στάχυα. Είναι τόσο μεγάλη η αναταραχή στο εχθρικό στρατόπεδο, που
ντουφεκάνε στα τυφλά χωρίς να ξέρουν ποιοι είναι δικοί τους και ποιοι Έλληνες.
Ο Οδυσσέας, τρέχει
φωνάζοντας αρβανίτικα σα να κυνηγάει αυτούς που φεύγουν «από δω ορέεε!» προς
την άλλη κατεύθυνση αριστερά, προς τη βρύση του Σου Ντζίκα. Έτσι οι
Τουρκαλβανοί παρασύρονται προς τα εκεί, ενώ οι Έλληνες φεύγουν δεξιά κατά το
Χλωμό. Ανεβαίνοντας στο βουνό, σε λίγο συναντάνε τον Παπακώστα Τζαμάλα και τον
Απόστολο Γουβέλη με μερικούς άλλους που είχαν τρέξει να τους συνδράμουν σ' ένα
οχυρό πέρασμα. Μετριούνται και βλέπουν ότι εκτός από τους δυο σκοτωμένους
Θανάσηδες έχουν και δυο τραυματίες, τον Κώστα Καπογιώργη και τον Κομνά Τράκα.
Το γλυκοχάραμα φτάσανε
στον Άι-Λια κι αντάμωσαν τα σώματα του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά. Οι
γεροαρματολοί έτριβαν τα μάτια τους. Δεν περίμεναν να τους ξαναδούν. Βούιξε ο
τόπος από το κατόρθωμα αυτό. Αναπτερώθηκε το ηθικό των καταπτοημένων στη
Ρούμελη, ύστερα απ' την Αλαμάνα. Ο Ανδρούτσος έγινε η κυρίαρχη μορφή του Αγώνα
στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ο Ομέρ Βρυώνης μπήκε το πρωί ο ίδιος στο χάνι και
κατσάδιασε τους στρατιώτες του που δεν μπόρεσαν να πιάσουν λίγους «ζορμάδες» -
κλέφτες. Στη συνέχεια διέταξε να θάψουν τους σκοτωμένους. Παρέμεινε δε οχτώ
μέρες στη Γραβιά χωρίς να τολμήσει να προχωρήσει για τα Σάλωνα και στράφηκε
προς τη Βοιωτία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου