Μια μικρή ιστορία περί ρατσισμού
του Γεράσιμου Γ.
Γερολυμάτου
Λένε, πως στη ζωή ενός
ενθρώπου, είναι οι εμπειρίες που καθορίζουν την αντίληψη του και διαμορφώνουν
τη θεώρηση του για τα πράγματα. Αυτό είναι απόλυτα σωστό, καθώς αποτελούν
πρωτογενές, βιωματικό υλικό, που συνδυαζόμενο με την εξωτερική γνώση, καθιστούν
τον άνθρωπο ικανό να κρίνει, να διαχωρίζει και να στοχάζεται πάνω στα φαινόμενα
του κόσμου. Η μικρή ιστορία που θα σας διηγηθώ, στάθηκε η αιτία για να
αντιληφθώ κάποτε μια άλλη όψη, που φώτισε καλύτερα το ζήτημα του ρατσισμού.
Ελπίζω, πως θα δώσει το ερέθισμα για σκέψεις γύρω από ένα ζήτημα που απασχολεί
την επικαιρότητα.
Πριν πολλά χρόνια στην
Φλωρεντία, όπου βρισκόμουν για καλλιτεχνικές σπουδές, ζούσα στο ιστορικό κέντρο,
σε ένα παλαιό σπίτι του 19ου αι.*, που τα δωμάτια του μοιραζόμουν με
έναν ακόμη Έλληνα συνάδελφο και μια Αγγλίδα καθηγήτρια. Λόγω της σχολής και
εξαιτίας της φιλελεύθερης φύσης των καλλιτεχνικών κύκλων, το κοινωνικό
περιβάλλον όπου βρισκόμουν ήταν πολυπολιτισμικό. Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, η
όλη ατμόσφαιρα για έναν νέο, ήταν άκρως ενθουσιαστική και ενδιαφέρουσα.
Άλλωστε, δεν ήμουν και εγώ, παρά ένας ξένος Γκρέκο, μαζί με άλλους ξένους στην
Ιταλία.
Μια από εκείνες τις
όμορφες ημέρες, όπου μαζευόμασταν αρκετά άτομα σε μια συγκεκριμένη γωνία της
ιστορικής πλατείας του Palazzo Vecchio, γνωρίσαμε τον Τζεφ, έναν περιπλανωμένο μαύρο σαξοφωνίστα από την
Τζαμάϊκα, γύρω στα 50. Θεός ο Τζεφ, στα μάτια μας, με σκούφο ράστα, με
πλεγμένες κοτσίδες και να ο Μπόμπ Μάρλευ, και να η τζαζ, έγινε καρντάσης. Μας
έπαιξε και ένα σόλο live, κέρδισε τις εντυπώσεις. «Που μένεις Τζέφ;», «Δε μένω πουθενά, γιατί
αναζητώ το άπειρο». Έπεσε λοιπόν η ιδέα, να φιλοξενήσουμε τον άνθρωπο για ένα
βράδυ, να μην κοιμηθεί έξω, δε χάθηκε ο κόσμος!
Palazzo Vecchio |
Πράγματι, το ίδιο
κιόλας βράδυ ο Τζέφ ήρθε στο σπίτι μας. Δεν είχε και πολλά να μεταφέρει, εκτός
από τη θήκη του σαξόφωνου και ένα σακίδιο. Τον βάλαμε να κοιμηθεί στον άνετο
καναπέ του κοινόχρηστου χωλ. Το ένα βράδυ, έγινε και δεύτερο, καθώς, που να
πάει ο άνθρωπος, ας μείνει και λίγες μέρες ακόμη, τον καναπέ θα μας φάει; Και
όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στην αρχή με τους απατεώνες, είναι γλυκύτατοι,
χιουμορίστες, κοινωνικοί, με μια σχεδόν εντυπωσιακή άνεση στη συμπεριφορά.
Τόσο, που δεν αρκεί,
να τρώνε κάθε βράδυ στο τραπέζι σου, να πίνουν το κρασί σου, χωρίς να
προσφέρουν, έστω μια βοήθεια στο πλύσιμο των πιάτων. Αλλά να μη τολμά να κάτσει
και θηλυκό στο τραπέζι, χωρίς να το φλερτάρει εξώφθαλμα, συμπεριλαμβανομένων
και των σχέσεων μας. Του τη χαρίζαμε, όμως,
γιατί όπως έγραψα, ήταν χαρισματικός γαλίφης.
Ωστόσο, εντύπωση μου
έκανε, ότι πέρα από εκείνη την πρώτη φορά, δεν μας είχε παίξει κάτι άλλο με το
σαξόφωνο, παρά το ότι επανειλλημένα του το ζητούσαμε στις βραδυνές μας
συνάξεις. Ήταν πάντα κουρασμένος, έπαιζε μας έλεγε όλη μέρα στους δρόμους,
οπότε, μια άλλη φορά. Συνολικά ο Τζεφ, θα πρέπει να έμεινε στο σπίτι για σχεδόν
δύο επεισοδιακές εβδομάδες. Και λέω επεισοδιακές, διότι έγιναν πολλά, πριν αποφασίσω
να τον πετάξω στο δρόμο.
Κατά αρχήν, διότι η
κατάσταση είχε γίνει πια κουραστική και δυσάρεστη και οι τρείς συγκάτοικοι
συμφωνήσαμε, παρότι τον λυπόμαστε, ότι δε μπορούσε να μείνει άλλο. Δεύτερον, ο
Τζεφ ήταν αλκοολικός και παρόλο που μια φοβερή νύχτα γυρίσαμε οι δυο μας
τρεκλίζοντας και τραγουδώντας χαράματα στο σπίτι, αυτό που για εμένα ήταν μια
εξαίρεση, για εκείνον ήταν κανόνας.
Επέστρεφε στο σπίτι
μεθυσμένος, πολύ συχνά στις 3 και 4 το πρωί. Χτύπαγε τα κουδούνια, μερικές
φορές λάθος. Έτρεχα εγώ με την τσίμπλα στο μάτι να του ανοίξω την πόρτα, για να
μη ξυπνήσει όλο τον κόσμο. Ήταν παλιό το κτίριο, τρεις όροφοι με ξύλινες σκάλες
που ψιλότριζαν. Το δικό μας διαμέρισμα ήταν στον 3ο και τελευταίο όροφο.
Από κάτω έμεναν ήσυχες ιταλικές οικογένειες με τις οποίες είχαμε εξαιρετική
σχέση. Ένα βράδυ γύρισε τελείως κομμάτια, τον υποβάστηξα για να ανέβει στις
σκάλες, φροντίζοντας να του κλείνω και το στόμα για να μη φωνάζει. Ο κόμπος είχε
αρχίσει να φτάνει στο χτένι.
Ένα από τα επόμενα
πρωϊνά, όπως συνήθιζα, κατέβηκα στην latteria, που ήταν κάτω από το σπίτι, κάτι
σαν τη δική μας παλιά ΕΒΓΑ. Ευχήθηκα «Buongiorno signore!», αλλά αντί για το συνήθως χαμογελαστό πρόσωπο αντιμετώπισα ένα
σκυθρωπό. Μου έκαναν παράπονα για τη φασαρία. Τους υποσχέθηκα, ότι θα λυθεί το
ζήτημα άμεσα. Όντως, το βράδυ που θα
γύριζε, θα του έλεγα ωμά πλέον, ότι θα έπρεπε να φύγει. Πως γίνεται όμως, όταν
ωριμάζει κάποια στιγμή, να εμφανίζονται ταυτόχρονα πολλές αιτίες που συνηγορούν
στην απόφαση σου και την ενισχύουν; Κάπως έτσι, έγινε και τότε.
Πριν ακόμη
μεσημεριάσει, ακούστηκε έντονα ο χτύπος του κουδουνιού. Κοίταξα κάτω από το
παράθυρο και είδα ένα γνωστό Γερμανό. Μια ηλίθια φάτσα, που εδώ και μέρες έκανε
παρέα με τον Τζεφ. Θαύμαζε το σαξόφωνο! Τον ρώτησα τι συμβαίνει. Ήθελε τον
Τζεφ. Του είπα ότι δεν ήταν στο σπίτι. Φωνές ο Γερμανός, δεν καταλάβαινα τι
έλεγε. Αφού δε μπορούσαμε να συνεννοηθούμε αλλιώς, του άνοιξα για να ανέβει.
H Via Ghibellina, όπου έμενα |
«Που είναι ο Τζεφ;;»
κραύγαζε, ανεβαίνοντας με ορμή στις σκάλες. Τον άκουγα απορημένος. Προφανώς
νόμιζε ότι του έλεγα ψέμματα. Τα μάτια του Γερμανού πέταγαν σπίθες, καθώς σχεδόν
εισέβαλε μέσα. Αφού βεβαιώθηκε πως ο Τζεφ δεν ήταν στο σπίτι, ηρέμησε και μου
είπε την ιστορία. Ο Τζαμαϊκανός του είχε κλέψει την ακριβή του κάμερα. Όμως ο
κλέφτης δεν τα είχε υπολογίσει καλά. Διότι στο μεταξύ, δεν είχε προλάβει να
έρθει για να πάρει τα λιγοστά του πράγματα, μαζί με το σαξόφωνο, που μάλλον από θεία
συνέργεια, είχε αφήσει κατ΄εξαίρεση εκείνη την ημέρα πάνω στον καναπέ και ο
Γερμανός γνώριζε το σπίτι.
Μόλις τα μάτια του
είδαν το σαξόφωνο πάνω στον καναπέ έλαμψαν! Αναπήδησε κραυγάζοντας χαρούμενα:
«Το σαξόφωνο!!!» και όρμησε να το αρπάξει. Ήρθα σε δύσκολη θέση. Ο Γερμανός
κρατώντας σφιχτά το ανέλπιστο λάφυρο του, μου έδωσε πριν φύγει ένα μήνυμα για
τον Τζεφ. «Κάμερα για σαξόφωνο». Φυσικά, πήρα το μέρος του Γερμανού. Μου
αποκάλυψε ακόμη, ότι ο Τζεφ ήταν μούφα σαξοφωνίστας, δεν ήξερε να παίζει τίποτα
άλλο, εκτός από εκείνο το ένα κομμάτι, που έπαιζε σε όλους.
Λίγο αργότερα
εμφανίστηκε και ο Τζεφ. Του άνοιξα και σχεδόν αμέσως του είπα, ότι θα πρέπει να
φύγει. Κοίταξε και είδε ότι το σαξόφωνο έλειπε. Του είπα, ότι το πήρε ο
Γερμανός για ανταλλαγή με την κάμερα που του έκλεψε. Άρχισε να φωνάζει σε
εμένα, επειδή τον άφησα και το πήρε. Αγρίεψα, του είπα να τα μαζέψει και να
φύγει την ίδια στιγμή. Αντέδρασε απειλητικά με απρέπεια και αγνωμοσύνη. Πήρα το
σακίδιο του και το πέταξα στη σκάλα, ενώ ταυτόχρονα έσπρωχνα και αυτόν που
αντιστεκόταν. Τον έβγαλα έξω και έκλεισα την πόρτα. Για τα επόμενα λεπτά, έβριζε χυδαία και
κλωτσούσε την πόρτα για να τη σπάσει. Μέχρι και στις σκάλες που κατέβαινε,
μέχρι που βγήκε στο δρόμο με έβριζε. Από
όλα όσα έλεγε, η μόνη λέξη που μου εντυπώθηκε στο νου, ήταν η λέξη «racist!», που μου φώναζε έξω από την πόρτα. Αυτή η λέξη, για εμένα, απέκτησε από
τότε άλλο νόημα, και άλλο περιεχόμενο.
ΥΓ: Μια από τις επόμενες
ημέρες, ανοίγοντας το ημερολόγιο μου, που ήταν πάνω στο γραφείο, είδα στο περιθώριο
της τελευταίας γραμμένης σελίδας, το όνομα JEFF γραμμένο με μολύβι. Μου
έκανε περισσότερη εντύπωση η σκέψη του, να αφήσει το όνομα του στο προσωπικό
μου ημερολόγιο, για να τον θυμάμαι, από το γεγονός ότι προφανώς είχε μπει στο
δωμάτιο μου κάποια στιγμή που απουσίαζα.
*(άσχετη λεπτομέρεια,
αλλά για την περιγραφή της ιστορίας, το σπίτι μου ήταν ακριβώς 50 μετρημένα βήματα
από το σπίτι του Μιχαήλ Αγγέλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου