Όλοι τους
ήξεραν στο χωριό. Μα και στα γύρω χωριά είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση. Συνήθιζαν
να τους φωνάζουν ο «βλαμμένος» και ο θείος. Ο «βλαμμένος» έχασε τους γονιούς του
στον πόλεμο κι έμεινε αμόρφωτος. Δούλευε από τα δέκα του κι είχε φάει καρπαζιές
με τη σέσουλα. Ο θείος που ανέλαβε την κηδεμονία του ήταν ένας πλούσιος εργένης
που ασχολούταν με το εμπόριο. Ένα πρωινό του Ιούνη έφτασε στο χωριό το
περιβόητο τσίρκο. Το περίμεναν πιο νωρίς αλλά κάτι έκτακτο είχε συμβεί στο
επιτελείο του.
Αυτή τη
λέξη μόνο ο δάσκαλος ήξερε να την εξηγήσει στο χωριό. Το επιτελείο του τσίρκου:
ο θηριοδαμαστής και γενικός μάνατζερ, ένας σαραντάρης γεροδεμένος και
μελαχρινός που τον έλεγαν Αρτέμη. Ο κλόουν, ένας μικρόσωμος κι αδύνατος που το
όνομά του δεν είχαν μάθει ακόμα κι η γυναίκα λάστιχο, ψηλή, κοκκινομάλλα, παλιά
καλλονή! Το όνομά της ήταν Δέσποινα. Ο «βλαμμένος» ξέπλυνε το πρόσωπό του από
την κάψα του μεσημεριού κι έπειτα κίνησε για τ’ ακρωτήρι με κείνο το περίεργο
βάδισμά του.
Κείνο το
δείλι ψυχή δε φαινόταν στην ακροθαλασσιά. Κλαρί δεν κουνιόταν. Έφερε στο νου
του τη Λενιώ. Θα ‘χε πάει κι εκείνη να δει το τσίρκο. Όποτε σκεφτόταν τη Λενιώ,
ένιωθε ευτυχισμένος σα μικρό παιδάκι. Η πέτρα τον βρήκε στο αριστερό μπράτσο.
Ήταν μυτερή και τον πλήγωσε. Γύρισε το κεφάλι του ξαφνιασμένος.
«Τι έγινε
ρε φίλε, σ’ αρέσει το μπανιστήρι;» ακούστηκε μι’ άγνωστη αντρική φωνή.
«Τράβα στο
τσίρκο, ο θείος σου θα σου πάρει και μαλλί της γριάς!»
Ο άγνωστος
ετοιμάστηκε να του χιμήξει όμως η μισόγυμνη γυναίκα που κρυβόταν πίσω του δεν
τον άφησε.
«Έλα,
πάμε!» του ψιθύρισε και τον έπιασε απ’ το μπράτσο.
Χάθηκαν κι
οι δυο μες στο σκοτάδι.
Η Λενιώ κι
ο ξένος!
Το τσίρκο θα
διανυκτέρευε στο χωριό για την αυριανή παράσταση και το γλέντι που είχε στηθεί
στον καφενέ μ’ αρνιά, κρασί και τσίπουρο. Οι καλλιτέχνες υποκλίθηκαν τρεις
φορές και τραβήχτηκαν με φούρια στα καμαρίνια τους. Ο κόσμος άρχισε να
διαλύεται, κάνοντας θόρυβο. Ο θείος του «βλαμμένου» τράβηξε για τα καμαρίνια
των καλλιτεχνών. Η Δέσποινα έκλαιγε με λυγμούς κι ο Αρτέμης φώναζε σαν τρελός. Ο
θείος, θέλοντας και μη άκουσε όλον τον καυγά τους. Τα χρέη τους έπνιγαν κι ο
Αρτέμης έριχνε τα βάρη σ’ εκείνη που είχε χάσει την υγειά της και δεν πρόσφερε
πια πολλά στο θίασο. Καλύτερα να έφευγε!
Την
πονούσε η αχαριστία του! Την είχε κοντά του από μικρό κορίτσι και την είχε
βγάλει στο επάγγελμα και τη ζωή!
«Αν δε βρω
μέχρι αύριο τις δέκα χιλιάδες, είμαστε χαμένοι!» φώναξε ξανά ο Αρτέμης.
Ο θείος
σκούπισε τον ιδρώτα του και μπήκε μέσα στο καμαρίνι. Τον κοίταξαν με
περιέργεια.
«Είμαι ο
κύριος Λάμπρου, θα έχετε ακούσει για μένα!» είπε αγέρωχα.
«Τι
θέλετε;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα ο Αρτέμης.
«Αν
μπορούσε η κυρία να μου κρατήσει λίγη συντροφιά… αύριο, μετά το τέλος της
παράστασης».
Η Δέσποινα
έσκυψε το κεφάλι από την ντροπή της.
«Δέκα
χιλιάδες!» είπε αμέσως ο Αρτέμης κι οι δύο άντρες έδωσαν τα χέρια.
Ο
«βλαμμένος» ήταν ακόμα στην παραλία. Άκουσε βήματα πίσω του και γύρισε να
κοιτάξει. Ήταν σκοτεινά αλλά διέκρινε μια γυναικεία φιγούρα.
«Λενιώ;»
ψιθύρισε με λαχτάρα.
Η
κοκκινομάλλα κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με περιέργεια.
«Δεν είμαι
η Λενιώ!» είπε.
Ο
«βλαμμένος» διέκρινε τώρα καθαρά το πρόσωπό της.
«Α! είσαι
η γυναίκα λάστιχο» είπε.
Η Δέσποινα
γέλασε πικρά και κλώτσησε την άμμο. Πόσο ήθελε να ‘πεφτε στη θάλασσα και να
πνιγόταν!
Ο
«βλαμμένος» της άπλωσε το χέρι του.
«Με λένε
Τάσο…» είπε.
Ακόμα και
στα δικά του αυτιά ο ήχος του ονόματός του ακούστηκε ξένος. Κανείς δεν τον
φώναζε πια με τ’ όνομά του.
Η Δέσποινα
του χαμογέλασε και κάθισε δίπλα του στην άμμο.
«Εδώ τη
βγάζεις;» τον ρώτησε.
«Μ’ αρέσει
να κοιτάζω τη θάλασσα και να ξεχνώ τη μοναξιά μου» της απάντησε.
«Κι αυτή η
Λενιώ γιατί δεν είναι μαζί σου;»
Ο
«βλαμμένος» έσκυψε το κεφάλι.
«Δεν
καταδέχεται την παρέα μου!» είπε με θλίψη κι εκείνη άπλωσε το χέρι της και του
χάιδεψε τα μαλλιά.
Έμειναν
όλη νύχτα στην παραλία, ανοίγοντας ο ένας την καρδιά του στον άλλο.
Την άλλη
μέρα ο θίασος αποχαιρέτησε το πλήθος κι εκείνο χειροκρότησε μ’ ενθουσιασμό. Ο
Αρτέμης, ο κλόουν κι η Δέσποινα στάθηκαν απάνω στην εξέδρα μέχρι να τελειώσει
την ομιλία του ο πρόεδρος του χωριού. Πρώτη τον είδε η Λενιώ. Κείνη τη νύχτα
είχε πάει κι αυτή στην παράσταση. Ο λεγάμενος την είχε παρατήσει για να
δοκιμάσει την τύχη του σ’ άλλο χωριό.
«Ο
βλαμμένος!» είπε και τον έδειξε.
Σιγά, σιγά
άρχισε ν’ ακούγεται σαν ψίθυρος απ’ ολονών τα στόματα. Ο πρόεδρος διέκοψε το
λόγο του ενοχλημένος. Ο «βλαμμένος» όμως δεν έδωσε σημασία στο πλήθος, μόνο
πήγε κατευθείαν μπροστά στη Δέσποινα.
Έσκυψε
κοντά της και της είπε στ’ αυτί.
«Πάρ’ τα
λεφτά που ‘χεις ανάγκη. Τα μαζεύω για να μπαρκάρω, μα χαλάλι σου!»
Ο Αρτέμης
σάστισε. Ο κλόουν ξεχάστηκε κι έβγαλε για πρώτη φορά στη ζωή του τη μάσκα,
μπροστά στον κόσμο.
Το
γεροντίστικο και σκυθρωπό πρόσωπό του έκανε τα παιδιά να βάλουν τα κλάματα. Η Δέσποινα
άρπαξε το μικρόφωνο από τα χέρια του αγανακτισμένου προέδρου.
«Έχετε
κοντά σας έναν από τους ωραιότερους ανθρώπους που συνάντησα ποτέ στη ζωή μου!
Αγαπήστε τον» έψαξε μέσα στο πλήθος.
«Και
ιδιαίτερα εσύ, Λενιώ…» είπε.
Ο
«βλαμμένος» ντράπηκε και γύρισε να φύγει.
Όλοι
μέριασαν μεμιάς λες κι είχε κάποια κολλητική αρρώστια.
Κανείς δεν
ήξερε πως ο «βλαμμένος» είχε κι αυτός καρδιά κι ότι για πρώτη φορά τούτη η
καρδιά αιμορραγούσε! Γιατί η πρόκα που της είχαν καρφώσει εδώ και χρόνια οι συνάνθρωποί του λασκάρισε από τα
χέρια της Δέσποινας…
«Τάσο!»
φώναξε η Δέσποινα με δάκρυα στα μάτια.
Ένας από
το πλήθος ρώτησε φωναχτά κι ακολούθησαν κι οι άλλοι.
«Για ποιον
μιλάει τούτη δω;»
«Ποιος
είναι ο όμορφος και ο καλός;»
«Ποιον
άνθρωπο παινεύει;»
«Ποιος
είναι ο Τάσος επιτέλους;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου