Η φυγή για την Ικαρία
Ελένη Παπαδοπούλου
Ήταν Απρίλης 1940, όταν ο θείος μου Κωστής Ανταράκης, αδελφός της μητέρας μου από τον Εύδηλο Ικαρίας μας επισκέφθηκε στο σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη. […] Ήμουν τότε εννέα χρονώ και φοιτούσα στην Τρίτη τάξη του 22ου Δημοτικού Σχολείου Θεσσαλονίκης. Την ημέρα που θα έφευγε ο θείος μου είχα απόγευμα σχολείο κι έτσι τον αποχαιρέτησα πριν φύγω, γιατί το ίδιο απόγευμα θα ταξίδευε με το πλοίο για Πειραιά.
Όμως όταν είναι μοιραίο να γίνει κάτι, τότε συμβαίνουν απίθανες συμπτώσεις… Έτσι λοιπόν, την ώρα που επέστρεφα από το σχολείο με έναν συμμαθητή μου και γείτονά μου, ως εκ θαύματος είδα, ότι σε όχι μεγάλη απόσταση να βαδίζουν επί της οδού Αγίου Δημητρίου, το θείο μου με τη βαλίτσα του στο χέρι συνοδευόμενο από τον πατέρα μου και την μεγάλη μου αδελφή Νέλλη. Χωρίς να έχω κάτι προσχεδιάσει και εντελώς αυθόρμητα, συνέλαβα την ιδέα να τους ακολουθήσω, δίχως βέβαια οι ίδιοι να με αντιληφθούν. Έδωσα λοιπόν την τσάντα μου στον συμμαθητή μου με κάπως συνωμοτικό τρόπο για να την αφήσει στο σπίτι μας και τους ακολούθησα με μεγάλη προσοχή μέχρι το λιμάνι. Στην είσοδο του λιμανιού παρακολουθούσα από κάποια απόσταση, όπως ήταν φυσικό, τον αποχαιρετισμό τους και μόλις απομακρύνθηκαν ο πατέρας μου με την αδελφή μου, έτρεξα προσεκτικά προς το πλοίο. Όταν βεβαιώθηκα ότι ο θείος μου είχε επιβιβασθεί, τότε ανέβηκα κι εγώ και βέβαια θυμάμαι την έκπληξή του, όταν ξαφνικά βρέθηκα μπροστά του.
“Δημητράκι”, μου λέει, “πώς βρέθηκες εδώ;” “Θέλω να έρθω μαζί σου στην Ικαριά” του απάντησα. … Την άλλη μέρα στον πρώτο σταθμό μας στο λιμάνι του Βόλου πήγαμε στο Τηλεγραφείο και στείλαμε μήνυμα στον πατέρα μου ότι ταξίδευα μαζί του για την Νικαριά. Εκείνος, αν και το είχε υποψιαστεί, όταν διαπίστωσε ότι δεν βρισκόμουν μέχρι αργά το βράδυ στο σπίτι, ανησύχησε και ενημέρωσε αμέσως την αστυνομία.
[…]
Η Κατοχική Πείνα
Στους δύσκολους μήνες του χειμώνα οι προμήθειές μας σε όσπρια, πατάτες κ.α. δεν επαρκούσαν, όμως είχαμε για όλο το χρόνο λάδι, ελιές, σύκα, σταφίδες, αμύγδαλα που μας κράτησαν στη ζωή. Το λίγο αλεύρι που μας έδιναν οι Ιταλοί το φτιάχναμε κουρκούτα, φυσικά με μπόλικο λάδι. Σχεδόν καθημερινό μας φαγητό αυτούς τους μήνες ήταν τα χόρτα που πηγαίναμε και τα μαζεύαμε, πολλές φορές με πολύ κόπο! Όσοι είχαν λάδι, τα τρώγανε με μπόλικο λάδι, ορισμένοι όμως που δεν είχαν, ήταν αναγκασμένοι να τα τρώνε σκέτα, δηλαδή ανάλαδα κι αυτό ήταν καταστροφικό. Πολλοί άνθρωποι, κυρίως, νομίζω, από έλλειψη πρωτεΐνης, πρηζότανε, ειδικά στα πόδια και πέθαιναν μέσα σ’ ένα παραλήρημα. Στη μνήμη μου υπάρχει ακόμα μια συνταραχτική ιστορία με έναν ηλικιωμένο στον Εύδηλο, που σύμφωνα με την μαρτυρία της γυναίκας του, ενώ κείτονταν στο κρεβάτι του πρησμένος και ετοιμοθάνατος από την πείνα, ξαφνικά ανακάθισε στο κρεβάτι, πήρε το σκέπασμά του, το τύλιξε και κρατώντας το κάτω από την μασχάλη του είπε φωνάζοντας μέσα σ’ ένα παραλήρημα στη γυναίκα του “γυναίκα φέρε μου ένα μαχαίρι να κόψω το ψωμί!”
Η πρώτη επαφή μου με την καριώτικη Λύρα – Η μοιραία συνάντηση
Τα πρωινά πήγαινα στο σχολείο και τα απογεύματα πήγαινα συνήθως εγώ στα κτήματα και φρόντιζα τα ζώα μας. … Το 1941 λοιπόν -πρέπει να ήταν άνοιξη- ένα απόγευμα πηγαίνοντας στον Κάτω Γιαλό του Ευδήλου κάπου σε μια γειτονιά άκουσα να παίζει κάποιος λύρα. Μου κίνησε, όπως ήταν φυσικό, την περιέργεια και το ενδιαφέρον και πλησίασα κοντά. Έιδα ένα παιδί στην ηλικία μου καθισμένο σ’ ένα πεζούλι να παίζει έξοχα για την τότε εκτίμησή μου λύρα. Μαζεύτηκαν κι άλλα παιδιά… Ο καθένας μας, θυμάμαι, του ζητούσε να μας παίξει και κάτι διαφορετικό κι αυτός πρόθυμα μας έκανε το χατίρι. Το κέφι μας άρχισε σιγά σιγά να φουντώνει, ενώ τα καημένα τα ζώα μου με περίμεναν καρτερικά στα Δεκάκια να πάω να τα λύσω και να τα βοσκήσω, όπως συνήθως έκανα. Το συναρπαστικό παίξιμο της λύρας μας έκανε να ξεχάσουμε ακόμα και την πείνα… Άρχισα λοιπόν να ρωτώ τον συνομήλικό μου λυράρη διάφορες τεχνικές λεπτομέρειες για το παίξιμό της. Η επόμενη ερώτησή μου ήταν αν πουλούσε την συγκεκριμένη λύρα. … Τελικά ο Κωστής, επειδή δεν ήθελε να μου χαλάσει το χατίρι, μου ζύγισε θυμάμαι με το καντάρι δύο οκάδες σύκα και δύο οκάδες σταφίδες και μου τα έδωσε να τα ανταλλάξω με την λύρα. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη…
Έβαζα τη λύρα σ’ ένα ντουρβά που έπαιρνα πάντοτε μαζί μου στα χωράφια έχοντας μέσα και κάποια εργαλεία και βέβαια και σύκα και σταφίδες για να τρώω όταν πεινούσα. Όταν ύστερα από μια δυο εβδομάδες είχα μάθει να παίζω μερικούς σκοπούς, όπως και κάποια μορφή του Καριώτικου, αποφάσισα ένα βράδυ να παίξω και στο σπίτι στο φως του καντηλιού. Θυμάμαι που διάφοροι περαστικοί κοντοστέκονταν μπροστά από το σπίτι μας και άκουγαν κάτι που έσπαγε την απόλυτη σιωπή της νύχτας. Ο θείος μου βρισκότανε περίπου είκοσι μέτρα πιο κάτω, στο Καφενείο του ξαδέλφου του Χαράλαμπου Ανταράκη μαζί με άλλους Καριώτες και όπως συνήθιζαν, συζητούσαν, μάλιστα χωρίς φωτισμό, στο φως του Φεγγαριού όταν υπήρχε, ή των άστρων. Άκουγα που του φώναζαν οι περαστικοί: “Ε! Κωστή στο σπίτι σου παίζουν βιολιά κι εσύ κάθεσαι στο καφενείο ηντάχεις γλέντι;” Τότε ο Κωστής μαζί με την παρέα του ήρθαν στο σπίτι και έμειναν έκπληκτοι βλέποντάς με να παίζω λύρα, γιατί με άκουγαν, όπως ο θείος μου για πρώτη φορά να παίζω και δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα είχα μάθει να παίζω λύρα. Από εκείνη τη στιγμή ήμουν πια “το Δημητράκι με το λυράκι”, είχα ταυτιστεί με τη λύρα.
Στις 18.1.2016 έγινε στη Θεσσαλονίκη μια τιμητική εκδήλωση για τον μουσουργό Δημήτρη Θέμελη. Ο Αντώνης Μπουσμπούκης, ο Δημήτρης Γιάννου και η Κική Αλατζόγλου-Θέμελη παρουσίασαν τις εντυπώσεις τους από την αυτοβιογραφία του Δ. Θέμελη “Το μοιραίο ταξίδι στην Ικαρία και ο γυρισμός”. Πώς το ανήσυχο οκτάχρονο παιδί το έσκασε από το σπίτι του, παραμονές του πολέμου, για να πάει με το θείο του στην Ικαρία. Πώς εγκλωβίστηκε εκεί στην διάρκεια της Κατοχής, πώς απέκτησε την πρώτη του καριώτικη λύρα, πώς λαχταρούσε να αποκτήσει και το βιολί που κρεμόταν στο Κουρείο του Ζελεπού στον Εύδηλο. Πώς την Άνοιξη του 1944 -ως δεκατριάχρονο πλέον παιδί- ταξίδεψε με άκρως περιπετειώδη τρόπο για την Αθήνα. Με μια βάρκα που την οδηγούσαν πανί και κουπιά, πέρασε από το τρομερό Ικάριο πέλαγος, από του “Πάπα το μπουγάζι” (μεταξύ των Καθολικών νησιών Τήνου, Σύρου και Μυκόνου) κι έφτασε σώος, μαζί με μερικά ακόμη άτομα στο Λαύριο, καθώς ο Καπετάν Γιάννης Δουρής ήξερε καλά να τιμονεύει τα κύματα, αποφεύγοντας τα πιο επικίνδυνα, που τα ξεχώριζε ακόμα και με το φώς των αστεριών της νύχτας. Πώς από την Αθήνα ξεκίνησε ένα ακόμα επικίνδυνο ταξίδι με τρένο για τη Θεσσαλονίκη. Πώς φτάνοντας, κοιμήθηκε στο σταθμό όρθιος, μέχρι να ξημερώσει, επειδή η κυκλοφορία απαγορευόταν το βράδυ. Πώς το πρωί αναζήτησε τους δικούς του, που είχαν στο μεταξύ μετακομίσει, στο Φαρμακείο του Νίκου Πεντζίκη. Πώς περίμενε στο απέναντι καφενείο, μέχρι να ανοίξει το Φαρμακείο και πώς εκεί η ματιά του συναντήθηκε με μια επίμονη ματιά ενός κυρίου που έπινε τον καφέ του. Ο κύριος εκείνος ήταν ο πατέρας του.
Στη Θεσσαλονίκη, το παιδί που είχε αποκτήσει την λύρα του χάρη στα σύκα και τις σταφίδες του θείου του, μπόρεσε να αποκτήσει και το βιολί που λαχταρούσε και δεν μπορούσε να έχει στην Ικαρία, καθώς εκείνη η ανταλλαγή απαιτούσε ένα δοχείο λάδι. Έτσι ο ριψοκίνδυνος Δημητράκης, ο γιος του ποιητή Γιώργου Θέμελη, έγινε σιγά σιγά ο Δημήτρης Θέμελης (1), που σπούδασε μουσική και μουσικολογία, έγινε βιολιστής, συνθέτης, θεωρητικός, διευθυντής του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, καθηγητής και πρόεδρος στο πρώτο ελληνικό Πανεπιστημιακό Τμήμα Μουσικής Επιστήμης, αυτό του Α.Π.Θ.
Στην τιμητική εκδήλωση παρουσιάστηκαν δυο χορωδιακά τραγούδια του Δ. Θέμελη από την χορωδία “Αρμονία”, υπό την διεύθυνση του Νίκου Κυριακού. Το “Καράβι μου στερνό” και το “Θάλασσα και ψυχή” σε ποίηση του Γιώργου Θέμελη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου