Μανώλης Καρακώστας,
MSc Διοίκησης Επιχειρήσεων,
Επαγγελματίας Υγείας – Ερευνητής
Μέσα στα πλαίσια της γενικότερης αμφισβήτησης της ελληνικής ιστορίας, ένα
καίριο θέμα που θίγεται συχνά είναι η βυζαντινή περίοδος, ότι δήθεν δεν
αποτελεί μέρος της ευρύτερης ιστορίας των Ελλήνων, και ένα σημείο το οποίο
υπερτονίζεται είναι η καταγωγή των Αυτοκρατόρων, αφού διατυπώνεται η άποψη ότι
κανείς ή σχεδόν κανείς από αυτούς δεν ήταν Έλληνας. Η παρούσα έρευνα έχει σκοπό
να δείξει την καταγωγή των Αυτοκρατόρων, μέσα από τα ιστορικά στοιχεία και τις
πηγές, και να ανασκευάσει αυτές τις θεωρίες, έτσι ώστε να φανεί η αλήθεια για
το εν λόγω κομμάτι της ελληνικής ιστορίας.
Στην ιστορική περίοδο που εξετάζεται βασίλευσαν 5 Βασιλικοί Οίκοι και 9
μεμονωμένοι Αυτοκράτορες. Οι Οίκοι αυτοί είναι των Κομνηνών (1057 – 1185), των
Δουκών (1059 – 1078 και 1204), των Αγγέλων (1185 – 1204), των Λασκαριδών (1204
– 1261) και των Παλαιολόγων (1259 – 1453), και οι Αυτοκράτορες εκτός δυναστείας
οι Ρωμανός Γ’ Αργυρός (1028 – 1034), Μιχαήλ Δ’ Παφλαγών (1034 – 1041), Μιχαήλ
Ε’ Καλαφάτης (1041 – 1042), Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος (1042 – 1055), Μιχαήλ ΣΤ’
Βρίγγας (1056 – 1057), Ρωμανός Δ’ Διογένης (1068 – 1071), Νικηφόρος Γ’
Βοτανειάτης (1078 – 1081), Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης (1222 – 1254) και Ιωάννης
ΣΤ’ Καντακουζηνός (1347 – 1354).
Ξεκινάμε με τους Κομνηνούς, οι οποίοι σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό
κατάγονταν από την Κόμνη της Θράκης,[1] μια κώμη κοντά στην Ανδριανούπολη,1 απ’
όπου λέγεται πως έλαβαν και το επώνυμό τους.[2, 3] Με την άποψη αυτή συνηγορούν
οι Άμαντος, Madler, Schlumberger, Chalandon, Kazdan [4] και Βάρζος.[5] Όμως,
υπάρχει και η άποψη πως οι Κομνηνοί κατάγονταν από την Παφλαγονία, αλλά σύμφωνα
με τους παραπάνω ιστορικούς αυτό ερμηνεύεται με το ότι από την Θράκη μετοίκησαν
στην Παφλαγονία, όπου απέκτησαν και την περιουσία τους.[5, 6] Ειδικότερα, ο
Kazdan αναφέρει ότι ο Μανουήλ Ερωτικός, το πρώτο μέλος της δυναστείας, απέκτησε
τα κτήματά του στην Παφλαγονία,[7] με τον Runciman να προσθέτει ότι αυτό ήταν η
ανταμοιβή του Βασιλείου Β’ προς αυτόν, για την αφοσίωσή του στον αγώνα κατά του
Βάρδα Σκληρού.[8] Αλλά, υπάρχει και η αντίθετη γνώμη, ότι δηλαδή η μετοικεσία
έγινε αντιστρόφως, από την Παφλαγονία στην Θράκη.[9, 10] Αυτό γιατί ο Νικηφόρος
Βρυέννιος δεν ονομάζει Κομνηνό τον Μανουήλ Ερωτικό, και η άποψη αυτή ενισχύεται
με την μαρτυρία του Ιωάννη Σκυλιτζή, αλλά ακόμα περισσότερο από την Άννα
Κομνηνή, που μιλά για την πόλη του παππού του Αλέξιου Α’, η οποία είναι η
Κασταμονή της Παφλαγονίας.[10] Με αυτήν την άποψη τάσσονται οι σύγχρονοι
ιστορικοί Καραγιαννόπουλος, Λάσκαρης και Κατσαρός, αλλά και ο εθνικός μας
ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, κρατώντας πάντως επιφυλάξεις, κατά τους
ιστορικούς που υποστηρίζουν την αντίθετη θέση.[10]
Αξίζει να σημειωθεί πως λέγεται ότι οι Βυζαντινοί από την εποχή του
Ισαακίου Κομνηνού θεωρούσαν την προέλευση της οικογένειας ανατολική και όχι δυτική,
διότι στην συνείδηση του κόσμου οι αριστοκράτες της ανατολής ήταν ανώτεροι από
εκείνους της δύσης.[11] Όποια από τις δύο εκδοχές κι αν ισχύει πάντως, αυτό δεν
επηρεάζει το θέμα της εθνικότητας των Κομνηνών, αφού σύμφωνα με τον Βάρζο και
τον μεγάλο βυζαντινολόγο A. Vasiliev, η δυναστεία είναι χωρίς αμφιβολία
ελληνικής καταγωγής,[11, 12] με τον Παπαρρηγόπουλο να συνυπογράφει σε αυτό.[13]
Είχε πιθανολογηθεί και η άποψη ότι είναι βλαχικής καταγωγής [14] ή
εξελληνισμένοι Βλάχοι,[15] κάτι όμως το οποίο δεν έχει καμία απολύτως ισχύ.[16]
Ο επόμενος Οίκος και συγγενής προς αυτόν των Κομνηνών είναι εκείνος των
Δουκών, οι οποίοι λέγεται ότι ήταν αυτόχθονες ελληνόφωνοι και κατάγονταν κι
αυτοί από την Παφλαγονία, όπου είχαν την περιουσία τους.[17, 18] Έχουν ακουστεί
απόψεις και περί αρμενικής καταγωγής, οι οποίες όμως είναι αβάσιμες και δεν
στηρίζονται στις ιστορικές πηγές.[18] Μετά τις δυναστείες των Κομνηνών και των
Δουκών τα ηνία της Αυτοκρατορίας ανέλαβε ο Οίκος των Αγγέλων, οι οποίοι σύμφωνα
με τον σύγχρονο ιστορικό της εποχής Νικήτα Χωνιάτη, κατάγονταν από την
Φιλαδέλφεια της Μ. Ασίας, και δεν άνηκαν στους ευγενείς του Κράτους.[19, 20] Ο
Οίκος που διαδέχτηκε τους Αγγέλους ήταν αυτός των Λασκαριδών, οι οποίοι
βασίλευσαν στην Νίκαια, κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας, και σύμφωνα με τον
Αλέξη Σαββίδη, στο έργο του «Μελέτες Βυζαντινής Ιστορίας», ήταν καππαδοκικής
καταγωγής.[21]
Οι γενεαλογικές καταβολές των Βυζαντινών
Αυτοκρατόρων
Η τελευταία δυναστεία της Αυτοκρατορίας είναι αυτή των Παλαιολόγων, η
οποία φαίνεται να έχει τις απαρχές της στο θέμα Ανατολικό της Μ. Ασίας.[22]
Υπάρχει όμως και η πεποίθηση ότι καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, αφού το
όνομα αυτό θεωρείται φαναριώτικο, χωρίς όμως να υπάρχουν περαιτέρω στοιχεία για
να υποστηριχθεί η άποψη αυτή.[23, 24] Τέλος, σύμφωνα με τον Vasiliev η
δυναστεία ήταν ελληνικής καταγωγής, αφού «άνηκε σε μία πολύ γνωστή ελληνική
οικογένεια, η οποία αρχίζοντας από τους πρώτους Κομνηνούς, έδωσε στο Βυζάντιο
πολλούς δραστήριους και ικανούς ανθρώπους, κυρίως δε στρατιωτικούς, οι οποίοι
με την πάροδο του χρόνου, συγγένεψαν με τις Αυτοκρατορικές οικογένειες των
Κομνηνών, Δουκών και Αγγέλων».[25]
Αφού είδαμε την καταγωγή των Αυτοκρατορικών Οίκων της Ρωμανίας, περνάμε
στους Αυτοκράτορες, οι οποίοι δεν άνηκαν σε κάποια δυναστεία, αλλά βασίλευσαν
διότι ήρθαν σε συγγενικούς δεσμούς με τους παραπάνω οίκους, κυρίως μέσω του
γάμου. Πρώτος χρονολογικά είναι ο Ρωμανός Γ΄ Αργυρός, από γνωστή αριστοκρατική
οικογένεια, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η’, Ζωή,
και καταγόταν από το θέμα Χαρσιανόν, το οποίο βρισκόταν στην κεντρική Μ. Ασία,
ανατολικά του θέματος της Καππαδοκίας.[26, 27] Τον Ρωμανό διαδέχτηκε ο Μιχαήλ
Δ’ ο οποίος ήταν και ο επόμενος σύζυγος της Ζωής, που καταγόταν από την Παφλαγονία,
εξ ου και το προσωνύμιο Παφλαγών.[28] Ο Μιχαήλ Δ’ ήταν θείος του επόμενου
Αυτοκράτορα, Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτη, από την μεριά της μητέρας του. Οι πληροφορίες
δεν αναφέρουν περισσότερα γι’ αυτόν, αλλά κατά πάσα πιθανότητα γεννήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη, και το προσωνύμιο το έλαβε χάριν του επαγγέλματος του πατέρα
του.[29] Ο Κωνσταντίνος Θ’ Μονομάχος ήταν εκείνος που τον διαδέχτηκε στον
θρόνο, ο οποίος κατά τον Μιχαήλ Ψελλό ήταν γεννημένος στην Αντιόχεια,[30] αν
και υπάρχει και η άποψη ότι καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της
Βασιλεύουσας.[31] Ο Μιχαήλ ΣΤ’ Βρίγγας είναι ο τελευταίος Αυτοκράτορας ο οποίος
είχε σχέση με την Μακεδονική Δυναστεία, γι’ αυτό και η βασιλεία του θεωρείται ο
επίλογος της μεγάλης αυτής εποχής της Αυτοκρατορίας. Ήταν παφλαγονικής
καταγωγής, και αυτό γνωστοποιείται μέσω μιας αναφοράς του Λέοντα του Διακόνου
για τον Ιωσήφ Βρίγγα, συγγενή του Μιχαήλ, που αναφέρει πως καταγόταν από την
Παφλαγονία.[32]
Όσοι Αυτοκράτορες αναφέρθηκαν μέχρι στιγμής είχαν σχέση με την
Μακεδονική Δυναστεία, οι επακόλουθοι συνέδεσαν την βασιλεία τους με τις
δυναστείες των Κομνηνών, Δουκών, Λασκαριδών και Παλαιολόγων. Ο πρώτος από
αυτούς είναι ο Ρωμανός Δ’ Διογένης, που σύμφωνα με τις πηγές είχε καταγωγή από
την Καππαδοκία,[33, 34] και συνδέεται με τις περισσότερες από τις
αριστοκρατικές οικογένειες στην Μ. Ασία.[35] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού,
αποτελεί το ότι η μητέρα του ήταν κόρη του Βασιλείου Αργυρού, αδελφού του
Αυτοκράτορα Ρωμανού Γ’.[36] Μετά την πτώση του Διογένη, ο θρόνος περιήλθε στον
Νικηφόρο Γ’, γόνο στρατιωτικής οικογένειας, που είχε αναδείξει μεγάλους
στρατηγούς στους πολέμους του Βασιλείου Β’ κατά των Βουλγάρων, και λέγεται πως
είχε τις ρίζες της στον Οίκο των Φωκάδων,[37, 38] οι οποίοι κατάγονταν από την
Καππαδοκία.[39] Επίσης, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, ο Νικηφόρος ήταν ένας
τυπικός αντιπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας της Μ. Ασίας.[40] Ο
επόμενος Αυτοκράτορας είναι ο Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης, ο οποίος τιμάται ως
Άγιος από την Ορθόδοξο Εκκλησία. Είναι από τους πιο γνωστούς και αγαπητούς
Αυτοκράτορες, λόγω του φιλανθρωπικού κοινωνικού έργου του και των αγώνων που
έκανε κατά των Λατίνων σε πολιτικό και εκκλησιαστικό επίπεδο. Άνηκε σε
οικογένεια που μέλη της είχαν διακριθεί σε ανώτατα αξιώματα του κράτους, και η
καταγωγή του ήταν από την Θράκη,[41, 42] εκ της πόλεως του Διδυμοτείχου,
σύμφωνα με τον Γεώργιο Ακροπολίτη [43] ή της Ανδριανούπολης.[44] Ο τελευταίος
Αυτοκράτορας που εξετάζεται στο παρόν άρθρο είναι ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός,
γιος του Μιχαήλ Καντακουζηνού, διοικητή του Μορέα. Άνηκε σε πλούσια οικογένεια
και είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη.[45]
Μ. Ασία: τόπος καταγωγής των περισσότερων
Βυζαντινών Αυτοκρατόρων
Παρουσιάστηκαν όλα τα στοιχεία για τους Αυτοκράτορες της Ρωμανίας, σε
ό,τι έχει να κάνει με τους τόπους καταγωγής τους. Φαίνεται λοιπόν, ότι οι
περιοχές ή οι πόλεις απ’ όπου κατάγονταν είναι η Παφλαγονία, η Φιλαδέλφεια,, η
Καππαδοκία, το Ανατολικόν και το Χαρσιανόν, από την μεριά της Μ. Ασίας, από την
Κωνσταντινούπολη και την Θράκη από το δυτικό μέρος της Αυτοκρατορίας, και από
την Αντιόχεια. Αφού παρατέθηκαν οι τόποι καταγωγής, ας δούμε τώρα τι
εθνικότητας ήταν οι κάτοικοι αυτών των περιοχών, επομένως και οι Αυτοκράτορες
που γεννήθηκαν σε αυτές. Για την Πρωτεύουσα και την Θράκη δεν νομίζω να
χρειάζεται να ειπωθούν πολλά, αφού την Κωνσταντινούπολη «την κατοικούσαν
ανέκαθεν ελληνογενείς, ελληνόφωνοι και ελληνοπαίδευτοι κάτοικοι»,[46] ενώ η
Θράκη είχε αρχίσει να εξελληνίζεται πριν ακόμη την κλασική περίοδο,[47, 48] με
τις πρώτες ελληνικές αποικίες να συναντώνται τον 8ο αι. π.Χ.[48, 49] Το ίδιο
συμβαίνει και με την Αντιόχεια, αφού την έχτισε ο Σέλευκος Α’ Νικάτωρ, και της
προσέδωσε το όνομα αυτό προς τιμή του πατέρα του Αντίοχου. Οι πρώτοι κάτοικοί
της ήταν Αθηναίοι και Μακεδόνες, τους οποίους ο ιδρυτής της είχε μεταφέρει από
την γειτονική Αντιγόνεια, χτισμένη έξι χρόνια πριν.[50] Σαφώς οι πληθυσμοί
εξακολούθησαν να είναι ελληνικοί κατά το πέρασμα των χρόνων,[51, 52] μέχρι και
στις μέρες μας, που οι Ορθόδοξοι κάτοικοι της Αντιόχειας και της Συρίας
γενικότερα, αυτοχαρακτηρίζονται ως Ρωμιοί.
Περνάμε τώρα στην περιοχή της Μ. Ασίας, απ’ όπου κατάγονταν οι
περισσότεροι Αυτοκράτορες. Ξεκινάμε από την Φιλαδέλφεια, η οποία χτίστηκε από
τον Ευμένη Β’ της Περγάμου το 189 π.Χ. και την αφιέρωσε στον αδελφό του Άτταλο
Β’ τον Φιλάδελφο. Όταν το 17 μ.Χ. καταστράφηκε από σεισμό, ξαναχτίστηκε με
σημαντικά κτήρια και της έδωσαν το όνομα «Μικραί Αθήναι».[53] Κατόπιν, όσον
αφορά την Παφλαγονία γνωρίζουμε ότι «η παράκτια περιοχή της εξελληνίστηκε κατά
την αρχαιότητα ως συνέπεια της εγκαθίδρυσης των αποικιών των ελληνικών πόλεων
στην περιοχή».[54] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού αποτελεί ο Διογένης ο
Κυνικός, ο οποίος καταγόταν από την Σινώπη,[55] και με τον τρόπο αυτό
αποδεικνύεται το ελληνικό στοιχείο στην Παφλαγονία, ακόμα και πριν την
ελληνιστική περίοδο. Κλείνουμε τις αναφορές στις περιοχές της Μ. Ασίας με τα
θέματα του Ανατολικού, Καππαδοκίας και Χαρσιανού. Πιο συγκεκριμένα, σχετικά με
την Καππαδοκία, είναι γνωστό πως ο εξελληνισμός της ήταν μια μακραίωνη
διαδικασία, η οποία επισπεύστηκε χάριν της ταχύτατης διάδοσης του
Χριστιανισμού, που εν τέλει θα εξελληνιστεί πλήρως μετά την πλήρη επικράτησή
του,[56] δηλαδή τον 4ο αι. μ.Χ. Επίσης, από τον 5ο αι. μ.Χ. οι τελευταίες
τοπικές διάλεκτοι έπαψαν να ομιλούνται και αντικαταστάθηκαν από την κοινή
ελληνιστική.[57] Από την εποχή των ελληνιστικών βασιλείων είναι γνωστό ότι
υπήρχαν Έλληνες εκεί, όπως ο τελευταίος βασιλιάς της Καππαδοκίας, Αρχέλαος, ο
οποίος κατά πάσα πιθανότητα ήταν μακεδονικής καταγωγής,[58] ο Αρεταίος ο
Καππαδόκης, ο οποίος ήταν ιατρός, και οι μεγάλοι Άγιοι της Ορθοδοξίας Μέγας
Βασίλειος, Γρηγόριος ο Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης κ.α.
Γενικότερα, κάτι το οποίο θα πρέπει να διευκρινιστεί γενικά για όλη την
έκταση της Μ. Ασίας είναι πως το ελληνικό στοιχείο υπήρχε σε αυτήν πριν την
εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, και μετά την εποχή του, ο ελληνισμός
εγκαθιδρύθηκε εκεί καθολικά. Βέβαια, υπήρχαν και μερικές εξαιρέσεις, κάποιες
περιοχές οι οποίες ίσως να μην είχαν εξελληνιστεί πλήρως, κάτι όμως που συνέβη
τελικά με το πέρασμα των ετών, όπως είδαμε παραπάνω και στην περίπτωση της
Καππαδοκίας. Όλα αυτά που αναφέρονται δεν είναι αυθαίρετες απόψεις, αλλά
γεγονότα που στηρίζονται στις ιστορικές πηγές. Βλέπουμε λοιπόν, τον Benjamin
Isaac, να τονίζει πως οι ελληνιστικοί Έλληνες της Μ. Ασίας ήταν
συνειδητοποιημένοι για τις προγονικές τους καταβολές, λέγοντας πως «προφανώς η
καλύτερη και πιο ευχάριστη φιλοφρόνηση που θα μπορούσε να κάνει κάποιος σε μια
Ελληνιστική πόλη στη Μικρά Ασία ήταν να επιμένει για την προγονική της
καταβολή: δεν ήταν μια πόλη ακαθόριστων μεταναστών, αλλά γνήσιοι αίματος
Έλληνες και Μακεδόνες. Και πάλι, βλέπουμε ότι τέτοιες απόψεις ήταν πολύ
συνηθισμένες, αλλά υπήρχαν και κριτικές».[59] Την ύπαρξη του ελληνισμού στην Μ.
Ασία και τον εξελληνισμό της κατά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου επισημαίνει και ο
Κ. Παπαρρηγόπουλος, στο έργο του «Τα διδακτικώτερα πορίσματα της Ιστορίας του
Ελληνικού Έθνους», λέγοντας ότι «ο εξελληνισμός της μικράς Ασίας ήτο ευχερής.
Άπασα η παραλία αυτής ήτο προ πολλού ελληνική, ώστε άμα καταλαβόντος του
μεγάλου Αλεξάνδρου και την μεσογαίαν φυσικώ τω λόγω ο Ελληνισμός επεκράτησε
καθ’ όλην την ευρείαν εκείνην χερσόνησον».[60] Και στην συνέχεια αναφέρει ότι μετά
τον θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου η κυριαρχία έμεινε στους Έλληνες, και περιγράφει
τον εξελληνισμό κάθε περιοχής της χερσονήσου, όπως και τις επιμιξίες που
έγιναν, χωρίς να χαθεί το ελληνικό στοιχείο, αλλά αντιθέτως να επικρατήσει και
να ανθίσει, αφού επί παραδείγματι όπως λεγόταν οι Ευμενείς και Άτταλοι
ανέδειξαν μία Νέα Ελλάδα.[60]
Αυτοκράτορες της Ρωμανίας: ελληνικής
καταγωγής και με ελληνική εθνική συνείδηση
Δείξαμε λοιπόν, πως οι περιοχές της Μ. Ασίας από τις οποίες κατάγονταν οι
Αυτοκράτορες ήταν ελληνικές, προ πολλών αιώνων, και εξακολουθούσαν να είναι
κατά την ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, οπότε ο ελληνισμός σε αυτές δεν χάθηκε,
παρ’ όλες τις μορφολογικές αλλαγές που υπήρχαν ανά μέσω των αιώνων, αφού όσοι
λαοί πέρασαν από την Μ. Ασία εξελληνίστηκαν και αφομοιώθηκαν πλήρως, όπως οι
Γαλάτες και οι Γότθοι.[61] Παρ’ όλες τις εγκαταστάσεις άλλων λαών, ο αριθμός
τους δεν ήταν τέτοιος ώστε να αλλοιωθεί ο ιθαγενής πληθυσμός, και γενικά η Μ.
Ασία ήταν ελληνική όσο η Κάτω Ιταλία και η Σικελία,[61] επομένως και οι
κάτοικοι της εποχής που εξετάζουμε ήταν Έλληνες, όπως και οι Βασιλείς. Το
πρόβλημα όμως που δημιουργείται στην βυζαντινή εποχή είναι η εγκατάσταση άλλων
λαών σε αυτήν, κυρίως Αρμενίων, καθ’ όλη την ιστορική διάρκεια της
Αυτοκρατορίας, αλλά ειδικότερα τον 10ο αιώνα στην Καππαδοκία.[62, 63] Οι
μετακινήσεις πληθυσμών ήταν κάτι σύνηθες στην Αυτοκρατορία, αφού ήταν μια
πολιτική για την φύλαξη των συνόρων, και γινόταν σε πάρα πολλές περιοχές, όπως
Θράκη, Μακεδονία, Ιλλυρία, Μ. Ασία.[64] Όμως, παρά την ύπαρξη κι άλλων λαών,
υφίστατο διάκριση μεταξύ των πληθυσμών, όπως φαίνεται από τις εντάσεις που
είχαν δημιουργηθεί μεταξύ Ελλήνων Καππαδοκών και Αρμενίων,[65] αλλά και με την
γενικότερη δυσπιστία και προκατάληψη των Βυζαντινών έναντι των Αρμενίων, και
αυτό μπορεί να φανεί από το ότι οι Βυζαντινοί συγγραφείς σε αναφορές τους
φρόντιζαν να αναφέρουν αν ένα πρόσωπο είναι Αρμένιος ή αρμενικής καταγωγής.[66]
Με αφορμή την επισήμανση αυτή, μπορούμε να κάνουμε άλλη μια διαπίστωση
για την καταγωγή των Αυτοκρατόρων, ότι δηλαδή σε καμία ιστορική αναφορά, είτε
από παλιούς είτε από νεώτερους ιστορικούς δεν αναφέρεται κανείς ως Αρμένιος,
όπως συμβαίνει με άλλους Αυτοκράτορες. Οπότε, αυτή η αποσιώπηση, μπορεί να
θεωρηθεί ως μια έμμεση μαρτυρία, που αυτόματα μας παραπέμπει στην ελληνική
καταγωγή αυτών. Εξ άλλου, τον 11ο αι. η αρμενική αριστοκρατία άρχισε να
εγκαθιδρύεται στην Κιλικία, όπου και δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο βασίλειο της
Αρμενίας, οπότε κι απ’ αυτό το περιστατικό φαίνεται η διαφοροποίηση μεταξύ των
δύο λαών. Αυτός ήταν ο λόγος άλλωστε, που κατά την περίοδο των Κομνηνών οι
Αρμένιοι ευγενείς είναι πολύ λιγότεροι απ’ ό,τι στο παρελθόν.[66] Τέλος, για να
φανεί η εθνογραφία της Μ. Ασίας την βυζαντινή εποχή, παραθέτουμε την αναφορά
του σπουδαίου βυζαντινολόγου Ch. Dielh που λέει, ότι «εντούτοις η εξ ολοκλήρου
ελληνική Μικρά Ασία παρέμεινε συνδεδεμένη με την αυτοκρατορία και γι’ αυτό
παρέμεινε για πολύ καιρό η μεγάλη δύναμη της μοναρχίας»,[67] συμπληρώνοντας πως
από τον Άλυ ποταμό (αρχίζει κοντά στην Σεβάστεια, περνάει από την κεντρική Μ.
Ασία και εκβάλλεται ανατολικά της Σινώπης) και δυτικά ήταν αμιγώς ελληνική.[67]
Αφού αποδείξαμε την ελληνική καταγωγή των Αυτοκρατόρων, ας δούμε τώρα
και την εθνική συνείδηση που είχαν. Παραπέμπουμε λοιπόν, σε μια αναφορά της
Άννας Κομνηνής, στην «Αλεξιάδα», που κάνει λόγο για το εκπαιδευτήριο ορφανών
που είχε ιδρύσει ο πατέρας της, λέγοντας ότι «και έστιν ιδείν και Λατίνον
ενταύθα παιδοτριβούμενον και Σκύθην ελληνίζοντα και Ρωμαίον τα των Ελλήνων
συγγράμματα μεταχειριζόμενον και τον αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα.», η
οποία σε άλλο σημείο καυχιέται ότι είχε σπουδάσει «ες άκρον το ελληνίζειν».
Επίσης, ο Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει ότι ο Ρωμανός Γ’ είναι αναθρεμμένος «λόγοις
ελληνικοίς».[68] Γενικότερα στην διάρκεια της Αυτοκρατορίας, η στοιχειώδης
εκπαίδευση αποτελούταν εκτός από το Ψαλτήρι και την Βίβλο, κυρίως με την
διδασκαλία αρχαίων ελληνικών κειμένων ρητορικής, ιστορίας και φιλοσοφίας.[69]
Από τα χωρία και τις αναφορές αυτές ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί ότι η
παιδεία που δινόταν την εποχή εκείνη ήταν ελληνική, πράγμα διόλου ασήμαντο,
αφού η παιδεία είναι αυτή που διαμορφώνει την συνείδηση του κόσμου, και πολλές
φορές είναι πιο σημαντική από την φυλετική καταγωγή. Αυτό ισχύει ακόμη
περισσότερο με την εκμάθηση του μαθήματος της ιστορίας, αφού αποτελεί καταλύτη
για την διαμόρφωση εθνικής συνείδησης, και η ιστορία που διδάσκονταν οι
Βυζαντινοί ήταν η ελληνική, δηλαδή αυτή των προγόνων τους.
Κλείνουμε με μία αναφορά ακόμα, την επιστολή του Ιωάννη Βατάτζη στον
πάπα Γρηγόριο Θ’ (1227 – 1241), που δείχνει την ελληνική συνείδηση την δική
του, του κόσμου και των προγόνων του. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως «στο δικό μας
γένος των Ελλήνων βασιλεύει η σοφία», και αλλού πως «οι ιδρυτές της δυναστείας
μου, αυτοί από το γένος των Δουκών και των Κομνηνών, για μην αναφέρω και τους
άλλους, οι οποίοι κατάγονται από γένη ελληνικά». [70] Μάλιστα, από αυτήν την
δεύτερη αναφορά μπορεί να εξακριβωθεί πως η καταγωγή των Κομνηνών, των Δουκών
και των άλλων Αυτοκρατόρων ήταν ελληνική, όπως ξεκάθαρα αναφέρει ο Βασιλιάς
Ιωάννης.
Στο παρόν άρθρο, εξετάστηκε η καταγωγή των Αυτοκρατόρων της Ρωμανίας,
από το 1028 μέχρι και το τέλος της Αυτοκρατορίας, μέσα από αναφορές σύγχρονων
ιστορικών του κράτους, όπως και νεώτερων. Επιπροσθέτως, ερευνήθηκαν οι τόποι
καταγωγής των Αυτοκρατόρων, για να διαπιστωθεί η εθνικότητά τους, καθώς επίσης και
η εθνική τους συνείδηση. Από την όλη πορεία της έρευνας λοιπόν, και από τα
ευρήματα που προέκυψαν από αυτήν, φαίνεται πως όλοι οι Αυτοκράτορες τουλάχιστον
των τελευταίων τεσσάρων και πλέον αιώνων, 425 ετών για την ακρίβεια, ήταν
ελληνικής καταγωγής και είχαν ελληνική εθνική συνείδηση.
Βιβλιογραφία
1. Κατσαρός Β. (1983), Το “πρόβλημα της
καταγωγής” των Κομνηνών, Βυζαντιακά 3, τόμος Γ’, σελ. 113
2. Kazhdan Alexander
(1991), The Oxford Dictionary of Byzantium, σελ.
1143, Oxford University Press
3. Βάρζος Κ. (1984), Η Γενεαλογία των
Κομνηνών, τόμος Α’, σελ. 25-26, Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 20α, Κέντρον
Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη
4. Κατσαρός Β. (1983), σελ. 113
5. Βάρζος Κ. (1984), σελ. 25-26
6. Κατσαρός Β. (1983), σελ. 113
7. Kazhdan Alexander (1991), σελ. 1143-1144
8. Runciman Steven
(1951), A History of the Crusades, Vol. I: The First Crusade, σελ. 54, Cambridge University Press
9. Ηλίας Λάσκαρης (1995), Βυζαντινοί
Αυτοκράτορες, τόμος Β’, σελ. 88, έκδοση Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα
10. Κατσαρός Β. (1983), σελ. 113-114, 119
11. Βάρζος Κ. (1984), σελ. 25-26
12. A.A. Vasiliev (1954), Ιστορία της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, σελ. 583, Α’ έκδοση 1925, μετάφραση
Δημοσθένης Σαβράμης, εκδόσεις Μπεργάδη
13. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1932),
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930,
προσθήκες, σημειώσεις και βελτιώσεις υπό Παύλου Καρολίδου, τόμος 4, μέρος Α’,
σελ. 5, εκδόσεις Ελευθερουδάκης, Αθήνα
14. Βάρζος Κ.
(1984), σελ.
25-26
15. Runciman Steven
(1951), σελ.
54-55
16. Βάρζος Κ. (1984), σελ. 25-26
18. Δ.Ι.
Πολέμης (1968), The Doukai:
A Contribution to Byzantine Prosopography, σελ.
8, University of London Historical Studies 22, London
19. Βάρζος Κ. (1984), σελ. 260
21. Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 204
22.
Vannier, J.-F. (1986), Les premiers Paléologues. Étude généalogique et
prosopographique, in J.-C. Cheynet’s Études prosopographiques, σελ. 129, ff. (Paris)
23.
Mihail Dimitri Sturdza (1983), Grandes familles de Grèce, d’Albanie et de
Constantinople, dictionnaire historique et généalogique, σελ. 374-375, Paris, chez l’auteur
24. Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 158
25. A.A. Vasiliev (1954), Ιστορία της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453, σελ. 722, Α’ έκδοση 1925, μετάφραση
Δημοσθένης Σαβράμης, εκδόσεις Μπεργάδη
26.
Cheynet, J.-C., Vannier, J.-F. (2003), Les Argyroi, σελ. 57-90, Zbornik Radova Vizantološkog Instituta
(in French), 40
27.
Kazhdan, Alexander (1991), σελ.
165
28.
George Finlay (1853), History of the Byzantine Empire from 716 – 1057, σελ. 477, William Blackwood & Sons
30. G. T. Dennis
(1994), Psellos, Orationes panegyricæ, σελ.
40, Stuutgart-Leipzig
31. Ηλίας Λάσκαρης
(1995), σελ.
78
32. Talbot,
Alice-Mary, Sullivan, Dennis F. (2005), The History of Leo the Deacon:
Byzantine Military Expansion in the Tenth Century, σελ. 30, Washington, DC: Dumbarton Oaks
33. Norwich John
Julius (1993), Byzantium: The Apogee, σελ.
344, Penguin
34. Ηλίας Λάσκαρης
(1995), σελ.
201
35. Finlay George
(1854), History of the Byzantine and Greek Empires from 1057–1453, σελ. 30, 2, William Blackwood & Sons
36. Cheynet, J.C.,
Vannier, J.F. (2003), Les Argyroi, σελ.
57-90, Zbornik Radova Vizantološkog Instituta (in French), 40
37. Kazhdan Alexander
(1991), σελ.
1479
38. Ηλίας Λάσκαρης
(1995), σελ.
100
39. Kazhdan Alexander
(1991), σελ.
1665
40. Βάρζος Κ.
(1984), σελ.
89
41. Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 148
44. Μέγας Συναξαριστής, http://www.synaxarion.gr/gr/sid/1092/sxsaintinfo.aspx
45.
Baynes, T.S., ed. (1878), «Johannes Cantacuzenus», Encyclopædia Britannica, 5
(9th ed.), σελ.
27, New York: Charles Scribner’s Sons
46. National geographic (2011), Οι Πατρίδες
του Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη, τόμος 1, σελ. 12, εκδόσεις 4π
47. Σαράντος Καργάκος, «Η αρχαία Θράκη»,
Οικονομικός, http://sarantoskargakos.gr
49.
Simon Hornblower, Antony Spawforth (1996), The Oxford Classical Dictionary, σελ. 1515, Oxford University Press
50. Εγκυκλοπαίδεια Νέα δομή, Τεγόπουλος –
Μανιατέας (1996), τόμος 4, σελ. 190
51. Παύλος Καρολίδης (1909), Περί της εθνικής
καταγωγής των ορθοδόξων χριστιανών Συρίας και Παλαιστίνης, σελ. 36-38, Τύποις
Π.Δ. Σακελλαρίου, Αθήνα
52.
Krijna Nelly Ciggaar, Herman G. B. Teule (2003), East and West in the Crusader
States: Context, Contacts, Confrontations : Acta of the Congress Held at Hernen
Castle in September 2000, σελ.
3, A.A. Bredius Foundation, Peeters
53. Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή, Τεγόπουλος –
Μανιατέας (1996), τομ. 34, σελ. 220
55. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων, Βιβλίο
ΣΤ’, Διογένης, στίχος 20
57.
Swain Simon, Adams J. Maxwell, Janse Mark (2002), Bilingualism in Ancient
Society: Language Contact and the Written Word, σελ.
246-266, Oxford [Oxfordshire]: Oxford University Press
58.
Walter Eder, Johannes Renger, Wouter Henkelman (2007), Brill’s Chronologies of
the Ancient World New Pauly Names, Dates and Dynasties, σελ. 111, Brill
59.
Isaac Η. Benjamin (2004),
The Invention of Racism in Classical Antiquity, σελ.
144, Princeton, New Jersey: Princeton University Press
60. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (2006), Τα
διδακτικώτερα πορίσματα της ιστορίας του ελληνικού έθνους, σελ. 17, 17-21, Α’
έκδοση 1899, εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα
61. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1932),
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1930,
προσθήκες, σημειώσεις και βελτιώσεις υπό Παύλου Καρολίδου, τόμος 4, μέρος Β’,
σελ. 300-302, εκδόσεις Ελευθερουδάκης, Αθήνα
63.
Hovannisian Richard G. (2004), The Armenian People From Ancient to Modern
Times, Volume I: The Dynastic Periods: From Antiquity to the Fourteenth
Century, σελ.
243 Palgrave Macmillan
64. «Οι μετακινήσεις πληθυσμών στην Βυζαντινή
Αυτοκρατορία», http://www.hellenicarmors.gr/media/pdf/articles/01/oi-metakinhseis-plhthysmwn-sthn-byzantinh-aytokratoria.pdf
65.
Hovannisian Richard G. (2004), The Armenian People From Ancient to Modern
Times, Volume I: The Dynastic Periods: From Antiquity to the Fourteenth
Century, σελ.
243, Palgrave Macmillan
67. Charles Diehl (2002), Ιστορία της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμος Γ’, σελ. 368, 367, εκδόσεις Ηλιάδη, Α’ έκδοση
1920
68. Παν. Κ. Χρήστου (1993), «Αναβίωσις του
ονόματος «Έλληνες»», Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Α’ έκδοση
1960, εκδόσεις Κυρομάνος,
http://pheidias.antibaro.gr/Hellas_names/Christou2.html
69. Σπύρος Παναγόπουλος, Η Ανώτατη Εκπαίδευση
στο Βυζάντιο, http://www.eriande.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio4/praktika1/panagopoulos.htm
Πηγή:
Συγχαρητήρια στον συγγραφέα και σε σένα Γεράσιμε που αναδημοσιεύεις την μελέτη και προβάλλεις το θέμα σωστά, όπως πάντα !
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα αγαπητή Αθηνά!
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια και που είσαι φίλη του ιστολογίου!