Όλγα Μαύρου
Στα χρόνια που η Ελλάδα ήταν σπουδαία, δηλαδή στην αρχαιότητα, οι πυρκαγιές που την κατέστρεφαν ήταν κυρίως από εμφύλιους πολέμους, ή σπανίως από τους Πέρσες και πάντως όχι λόγω φυσικών αιτίων ή ανθρωπογενους δραστηριότητας.
Δεν μνημονεύονται
μεγάλες φυσικές πυρκαγιές και αυτό δείχνει μάλλον ότι πρέπει να ήταν λιγοστές.
Όταν ξεσπούσαν, από κεραυνούς ή άλλα φυσικά αίτια, μαίνονταν μέρες πολλές, όμως
δεν έχουμε αναφορές γι’ αυτές.
Τούτο μπορεί να
οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, αλλά και στο ότι τα δάση –με εξαίρεση τα ιερά
άλση– ήταν τότε αναλώσιμα, απλά πάροχοι υλικών προς επιβίωση: καράβια, “χαρτιά”, καυσόξυλα, όπλα,
κουτάλια, ξόανα, τροχοί, κάρα, ξυλοδεσία στα σπίτια, σκάλες, εξώστες κ.λπ, όλα
από ξύλο, που πρόσφεραν δωρεάν τα δάση. Με την υπερχρήση του ξύλου και την
αποψίλωση των κοντινών δασών οι πρόγονοι μας δημιουργούσαν έτσι,
παρεμπιπτόντως, και αντιπυρικές ζώνες τριγύρω τους, τόσο για τυχαίες πυρκαγιές
όσο και για τις πολύ συχνότερες, όταν δηλαδή επιτίθετο εχθρός.
Ήταν συνήθης πρακτική η
πυρπόληση της πολιορκούμενης πόλης. Οι μεγαλύτερες φωτιές που μνημονεύονται,
οφείλονταν σε πολέμους και ο Θουκυδίδης αναφέρεται μόνον μια φορά, εν τάχει, σε
φυσικές πυρκαγιές. Γράφει συγκεκριμένα για την προσπάθεια των Σπαρτιατών να
γονατίσουν τις Πλαταιές χωρίς να ξοδέψουν πολύ χρόνο:
«Έφεραν
δεμάτια κλαδιά και τα στοίβαζαν στο κενό που ήταν ανάμεσα στο ανάχωμα και στο
τείχος της πολιτείας. Και όταν το κενό αυτό γέμισε γρήγορα, (δούλευαν πολλά
χέρια) άρχισαν να ρίχνουν δεμάτια απ᾽ το ύψος του αναχώματος, όσο μακριά
μπορούσαν και σ᾽ άλλα μέρη του τείχους. Άναψαν φωτιά με θειάφι και πίσσα, κι
έγινε μια πυρκαγιά τέτοια που ποτέ, ώς τότε, δεν είχε δει κανείς αναμμένη από
ανθρώπου χέρι. Στα βουνά, βέβαια, όταν με τον άνεμο τρίβονται ξερόκλαδα στα
δάση, πολλές φορές πιάνει φωτιά και γίνονται πυρκαγιές [2.77.5]. Οι φλόγες ήσαν
τεράστιες κι αν είχε φυσήξει άνεμος, όπως είχαν ελπίσει οι εχθροί, οι Πλαταιείς
δεν θα είχαν γλιτώσει». Και έτσι προσπερνά το θέμα που μας
απασχολεί.
Έμμεσα συμπεραίνεται ότι
οι πυρκαγιές από φυσικά αίτια πρέπει να ήταν τρομερές, γιατί ήταν αδάμαστες.
Πιθανόν η μη αναφορά σε αυτές να οφείλεται στη νοοτροπία των συγγραφέων της
εποχής: τις έβλεπαν ως μοιραία φυσικά γεγονότα, στα οποία ο άνθρωπος δεν είχε
να αντιτάξει άμυνες, κι άπαξ και οι πολίτες γλίτωναν τη ζωή τους και τα ζώα
τους, αυτό θεωρείτο αρκετό. Ουδέν αξιομνημόνευτο δηλαδή, αφού η φύση βασίλευε
ακαταμάχητη, οπότε ο πολίτης ήταν τυχερός που είχε επιβιώσει.
Το
κλίμα
Όπως δείχνουν τα γραφτά
που μας έχουν απομείνει, οι Έλληνες τότε και οι Ρωμαίοι αργότερα (κυρίως οι
Ρωμαίοι πρέπει να πούμε) έβλεπαν χρηστικά τη φύση και αντιμετώπισαν σοβαρό
πρόβλημα κάποια στιγμή με τις αποψιλώσεις. Αν σήμερα οι πόλεμοι γίνονται για
πολύτιμες γαίες, τότε ήταν πολύτιμα τα δάση ως πρώτη ύλη. Όμως η αιτία για την
πιθανή απουσία μεγάλων πυρκαγιών δεν συνδέεται μόνο με την αποψίλωση. Έπαιξε
μήπως ρόλο το ότι ίσως έχει αλλάξει σημαντικά το κλίμα τα τελευταία 2.500
χρόνια; Οι ειδικοί θεωρούν ότι το κλίμα δεν έγινε χειρότερο από μόνο του και
εκτιμούν ότι όλες οι αρνητικές αλλαγές (πλημμύρες, πυρκαγιές, καύσωνες)
οφείλονται στην άμετρη δόμηση και εν γένει σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες.
Η αρχαία Ελλάδα δεν
ξέρουμε αν είχε ποτέ καύσωνες, που κι αυτοί με την παρατεταμένη ξηρασία
προκαλούν φωτιές. Οι καύσωνες δεν αναφέρονται ως κάτι αξιοσημείωτο στην
αρχαιότητα. Η παρατεταμένη ζέστη ήταν θέμα που αφορούσε όπως φαίνεται άλλους
λαούς, όπως τους Αιθίοπες, όχι τους Έλληνες. Πιθανόν, βέβαια, να ήταν και αυτό
αποτέλεσμα της ρεαλιστικής αντιμετώπισης των συγγραφέων και των πολιτών εν
γένει. Δεν θεωρούσαν τη ζέστη ως κάτι τρομερό, αλλά είχαν αποδεχθεί ότι ήταν
μια φυσιολογική δυσχέρεια, στην οποία δεν μπορούσαν να βρουν τεχνολογικές
λύσεις, πέραν από κατάλληλους τρόπους οικοδόμησης των κατοικιών και φύλαξης των
τροφίμων.
Τα επίπεδα ανοχής των
ανθρώπων στη ζέστη εξάλλου, άλλαξαν σχετικά πρόσφατα με την καθιέρωση των
κλιματιστικών. Πριν από 2.000-3.000 χρόνια στρατιώτες και ζώα άντεχαν σε
τρομερές πορείες, κουβαλώντας μάλιστα και οπλισμό σε άνυδρες περιοχές της
Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής. Η μεγάλη ζέστη παρέμενε ζήτημα για τις
μακρινές εκστρατείες και οι Έλληνες, όπως και οι Ρωμαίοι μάλλον άντεχαν.
Πιθανόν λοιπόν να υπήρχαν και τότε καύσωνες, αλλά οι άνθρωποι τους άντεχαν και
δεν τους θεωρούσαν κάτι αξιοσημείωτο.
Ο Ξενοφώντας πάντως δεν
στέκεται σε καύσωνες στα κείμενά του και μόνον για την απειλή φωτιάς που έβαλαν
εχθροί μιλά σε κάποιο σημείο της μεγάλης του περιπέτειας. Οι άνδρες του είχαν
περάσει τα πάνδεινα και πολλοί νομίζουν ότι μόλις είδαν από μακριά τον Εύξεινο
Πόντο ανέκραξαν οι δόλιοι το “Θάλαττα, Θάλαττα” όλο λαχτάρα, λόγω της ζέστης που
τους είχε τσακίσει.
Όμως στα βουνά και στα
οροπέδια της μακράς πορείας και στις μάχες που έδωσαν (από τις οποίες επέζησαν
οι μισοί), όπως προκύπτει από την Κύρου Ανάβαση και την Κάθοδο των Μυρίων, οι
Έλληνες είχαν αντιμετωπίσει κυρίως χειμώνα στα δύσβατα αυτά μέρη, χιόνια παρά
καύσωνες. Από λαχτάρα και νόστο για τον θαλασσινό τόπο τους ανέκραξαν “Θάλαττα”
περιχαρείς και όχι από δίψα ή από την έκθεση σε πολλή ζέστη. Δεν έχουμε κατά
συνέπεια γραφτά που να υποδηλώνουν καύσωνες τότε, ούτε όμως και γραφτά περί του
αντιθέτου, τα δε σύγχρονα κλιματολογικά μοντέλα αναφέρονται ασαφώς σε σχεδόν
ίδιο κλίμα με το σημερινό όσον αφορά στην αρχαία Ελλάδα.
Μετακινήσεις
και πληθυσμός
Άλλος ένας λόγος που οι
πυρκαγιές λογικά ήταν μάλλον σπάνιες, ήταν οι λιγοστές μετακινήσεις. Οι
άνθρωποι δεν περιδιάβαιναν στα δάση μέρα νύχτα, χωρίς σοβαρό λόγο. Τα μέσα
μεταφοράς ήταν λίγα και πολύτιμα. Οι δε πληθυσμοί ήταν μικροί. Σε όλα τα
μεσογειακά κράτη, περιλαμβανομένης της Γαλλίας και της Βρετανίας και των
Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής στα ενδότερα (δηλαδή όλα τα κράτη στα οποία
είχε επεκταθεί ο ρωμαϊκός ιμπεριαλισμός) ήταν όλος κι όλος 60 εκατομμύρια.
Ο δε πληθυσμός της
Ελλάδας μαζί με τις αποικίες της στη Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο προ
Ρωμαίων και συγκεκριμένα γύρω στο 400 π.Χ. εκτιμάται ότι ήταν το πολύ δέκα
εκατομμύρια, ενώ κατά τον 8ο αι. π.Χ. οι Έλληνες υπολογίζεται ότι ήταν το πολύ
ένα εκατομμύριο όλοι κι όλοι. Την εποχή που οι Έλληνες ήταν θεωρητικά μόλις ένα
εκατομμύριο, ο πληθυσμός όλης της γης εκτιμάται ότι ήταν 110 εκατομμύρια.
Ακόμα και η Αθήνα κατά
τον 4ο αι. π.Χ. είχε 60.000 πολίτες και μαζί με τους ξένους και τους δούλους
έφθανε ίσως τις 300.000. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζούσαν τότε για λόγους
ασφαλείας σε οικισμούς όπως και σήμερα. Η δε Σπάρτη είχε ακόμη μικρότερο
πληθυσμό, αφού οι “καθαρόαιμοι” πολίτες της υπολογίζονταν μαζί με τις γυναίκες
τους, στους 20.000 περίπου την ίδια περίοδο.
Απλώς, σε αντίθεση με
τους εμπόρους Αθηναίους, οι Σπαρτιάτες ήταν επαγγελματίες πολεμιστές και έτσι
παρότι λιγότεροι, ακόμα και με την “ευρεία επιρροή” στην περιοχή τους, ήταν
εξίσου υπολογίσιμοι με τους πολυπληθέστερους Αθηναίους στις μάχες. Όπως και να
έχει, με ένα εκατομμύριο κατοίκους σε όλη την Ελλάδα όλους κι όλους, ήταν
δυσκολότερο να προκληθεί από ανθρωπογενή δραστηριότητα πυρκαγιά στα δάση.
Επιπλέον, η χρήση γης
για κτηνοτροφία και αγροτοκαλλιέργειες δεν ήταν συμβατή με δάση. Ακόμα και ο
Πεισίστρατος είχε αποψιλώσει την Αττική για να δοθεί γη στους αγρότες και στους
κτηνοτρόφους, με αποτέλεσμα οι δασικές πυρκαγιές να σπανίζουν ή να μην απειλούν
πάντως την Αθήνα. Στο βιβλίο του καθηγητή Δασολογίας Γεωργίου Τσουμή “Δάση και
Περιβάλλον στην Αρχαία Ελλάδα” αναφέρονται μεταξύ άλλων και οι πολλοί νόμοι που
προστάτευαν τα ιερά άλση, κάτι που δείχνει ότι ακόμα κι αυτά ήταν υπό σταθερή
απειλή για λόγους ξύλευσης.
Στους Νόμους του Πλάτωνα
διαβάζουμε ότι όσοι παραβίαζαν το νόμο για τα ιερά άλση και τις ιερές κρήνες,
αν ήταν δούλοι μαστιγώνονταν ή αν ήταν πολίτες χρεώνονταν με πολύ υψηλά
πρόστιμα (764b). Ενδιαφέρουσα είναι και μια μελέτη για το φυσικό περιβάλλον
στην αρχαία Ελλάδα. Εκεί αναφέρεται η πρόταση του Πλάτωνα οι ιδιοκτήτες γης να
πληρώνουν πρόστιμο αν φωτιά από τη δική τους ιδιοκτησία μεταδιδόταν σε ξυλεία
που υπήρχε σε γειτονικές εκτάσεις. Αυτό όμως δεν στόχευε τόσο στην προστασία
του δάσους από φωτιές, όσο στην προστασία της πολύτιμης ξυλείας, αφού η
κατασκευή μιας τριήρους απαιτούσε πάνω από 200 δέντρα και μάλιστα από
διαφορετικά είδη. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Οδυσσέας για το σχετικά μικρό δικό
του καράβι είχε κόψει 20 δέντρα.
Ο πρώτος νόμος για την
προστασία των δασών στην Ελλάδα ψηφίστηκε το 1861 και μάθημα για τις δασικές
πυρκαγιές διδάχτηκε σε ελληνικό πανεπιστήμιο για πρώτη φορά το 1963. Οι πολλές
πυρκαγιές, πέραν της κλιματικής αλλαγής, άρχισαν μετά το 1960 στην ουσία, λόγω
των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων, όπως η κτηνοτροφία, αλλά και του τουρισμού και
της ανάπτυξης θερέτρων. Αρνητικό ρόλο έπαιξε και η εγκατάλειψη της περιφέρειας,
διότι αυξήθηκε κάθετα η διαθέσιμη βιομάζα. Δραματικό αποτέλεσμα είχε και η
δημιουργία οικισμών σε επαφή ή και μέσα στα δάση.
https://slpress.gr/istorimata/eichan-katastrofikes-pyrkagies-stin-archaia-ellada/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου