1. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Γεράσιμου Γ.
Γερολυμάτου
1.1 Η καταγωγή της τέχνης: Το συμπέρασμα με το οποίο συμφωνούν σχεδόν όλοι, είναι πως η τέχνη ήταν μέσο και όχι σκοπός. Η διαφωνία που υπάρχει εστιάζεται στο ζήτημα της αρχής: αν η τέχνη είναι μέσο, τότε ποιας αιτίας είναι δημιούργημα και κατά συνέπεια ποιο σκοπό υπηρετεί; Οι ιδέες που υπάρχουν, συνοψίζονται γενικά σε δυο βασικές απόψεις.
Κάποιοι θεωρούν πως η τέχνη έχει μαγική προέλευση και χαρακτήρα, ενώ άλλοι πως πρόκειται για μια από τις μορφές της κοινωνικής συνείδησης [1] που μπορεί να ερμηνευθεί με όρους υλιστικούς. Για τους πρώτους, σκοπός της τέχνης ήταν η επαφή με την υπερβατική δύναμη και η επίτευξη της επιβίωσης, ενώ για τους δεύτερους ο φωτισμός των κοινωνικών σχέσεων και της διαφώτισης του ανθρώπου. Δεν είναι απαραίτητο η διαφορά να είναι αποκλειστικά άσπρο ή μαύρο. Ίσως, να μπορέσουμε να διακρίνουμε την αιτία που δημιούργησε την τέχνη, αν κατανοήσουμε το σκοπό της, αφού ανάμεσα στο σκοπό και στην αιτία υπάρχει μια σχέση ετεροπροσδιορισμού.
Η αιτιοκρατική λογική θέτει το ζήτημα ως εξής: δεν είναι πιθανόν, ότι πριν την εμφάνιση μιας αιτίας-ανάγκης, όπως αυτή που δημιούργησε η αυτοσυνειδησία, που ήταν ακόμη άγνωστη, θα είχε εφευρεθεί το μέσο που θα κάλυπτε αυτή την ανάγκη. Αντίθετα, κάθε αιτία που προκαλεί την εκδήλωση μιας ανάγκης, προηγείται πάντοτε του μέσου της εκπλήρωσής της. Όπως η δίψα προηγείται της ανάγκης για νερό, το κρύο της ανάγκης για θερμότητα, ο φόβος της ανάγκης για προστασία, η ασθένεια της ανάγκης για ίαση, ο θαυμασμός της ανάγκης για έκφραση, έτσι και η ανάγκη της έκφρασης προηγήθηκε της δημιουργίας της τέχνης και όχι το αντίθετο.
Ακόμη, επειδή κάθε ανάγκη προϋποθέτει συγκεκριμένη βούληση και την πράξη που θα πραγματοποιήσει το σκοπό της, συμπεραίνουμε πως και η τέχνη ήταν το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού και δεν ήταν η ίδια σκοπός του εαυτού της. Επειδή ισχύει για την τέχνη ό,τι και για τα εργαλεία, που είναι απίθανο να χρησιμοποιήθηκαν ή να κατασκευάστηκαν, πριν υπάρξει η ανάγκη για αυτό. Επιπλέον, πριν ακόμη από τη συνειδητή κατασκευή του πρώτου εργαλείου, θα πρέπει οπωσδήποτε, να σχηματίστηκε στο νου του ανθρώπου η ιδέα του με νοητή μορφή. Κυρίως όμως υπήρχε ο σκοπός της χρήσης του και η βούληση να εκπληρωθεί η αιτία για την οποία κατασκευάστηκε, δηλαδή η ανάγκη της κάθε περίστασης.
Στην περίπτωση της τέχνης, η μαγική αντίληψη ήταν αυτή που έδωσε στην τέχνη το πνευματικό υλικό των ιδεών και τον τρόπο να τις μετατρέψει σε συμβολικές μορφές κατευθυνόμενης ψυχικής ενέργειας. Φαίνεται πολύ λογικό, πως η βασική αιτία που οδήγησε στην γέννηση της τέχνης, ήταν η ανάγκη έκφρασης του προϊστορικού θρησκευτικού συναισθήματος, χωρίς να παραβλέπεται και ο ρόλος των κοινωνικών παραγόντων. Έτσι το διάγραμμα της εξέλιξης αυτής σε ότι αφορά τα εργαλεία και την τέχνη, ακολουθεί την εξής σειρά.
Υλική ανάγκη (αιτία) > εργαλείο (μέσον εργασίας) >
εκπλήρωση ανάγκης-τροφή (σκοπός)
Πνευματική ανάγκη-Θρησκευτικό συναίσθημα (αιτία) > τέχνη (μέσον έκφρασης) > εκπλήρωση ανάγκης-έκφραση (σκοπός)
Αυτό εξηγεί, πως η θρησκευτική συνείδηση και η τέχνη, ήταν συνέπειες μιας ταυτόσημης αιτίας. Της πνευματικής, δηλαδή, αντίληψης του κόσμου. Δημιουργήθηκαν από την ίδια αρχική αιτία, ξεπηδώντας με διαδοχική σειρά, το ένα μέσα από το άλλο, καθώς το θρησκευτικό συναίσθημα ήταν μια διαισθητική αντίληψη των εξωτερικών εντυπώσεων και η τέχνη το μέσο έκφρασής του. Ακόμη όμως και αν υποτεθεί, ότι η τέχνη προϋπήρχε ως μια ανεξάρτητη μορφή της κοινωνικής συνείδησης, είναι αναμφισβήτητο γεγονός, πως μόνο μέσα από την μαγική αντίληψη απέκτησε την πλήρη και ουσιαστική έκφρασή της.
Τμήμα
βραχογραφίας από το σπήλαιο του Λασκώ.
1.2 Τι είναι Τέχνη: Είναι όμως αναγκαίο, να αναζητήσουμε τον ορισμό της τέχνης, μέσα από μια πλειάδα διαφορετικών απόψεων, καθόσον το ζήτημα είναι αισθητικό, δηλαδή φιλοσοφικό. Η ίδια πάντα θεωρητική διαμάχη των δυο βασικών φιλοσοφικών ρευμάτων, μεταφέρεται και στο χώρο της αισθητικής, με μια ποικιλία ενδιάμεσων αισθητικών διδασκαλιών που προσπαθούν να εξηγήσουν τι είναι η τέχνη. Για τον Veron,[2] ο ορισμός της τέχνης είναι η με πολλούς συνδυασμούς, εκδήλωση και μεταβίβαση έντονων αισθημάτων. Αυτός ο εμπειρικός ορισμός, όπως και του Sally, προσπαθεί να ξεφύγει εντελώς από την έννοια του κάλλους και της τέρψης, που προτείνουν ως σκοπό της τέχνης με κάποιες διαφοροποιήσεις, οι ιδεαλιστές αισθητικοί του 18ου αι, όπως ο Wincelmann, ο Baumgarden, ο Schiller, ο Lessing κ.α. Και αυτό πολύ σωστά, αφού σε αυτή τουλάχιστον την αρχική φάση, θα ήταν απίθανο να είχε συγκροτηθεί η έννοια του κάλλους στο νου του προϊστορικού ανθρώπου. Η τοποθέτηση όμως του H. Read[3] σχετικά με την θεωρία των αισθητικών του 18ου αι., για τη σύμπτωση κάλλους και τέχνης και για την ιδιότητα της τέρψης που την χαρακτηρίζει είναι κατηγορηματική: «Αν και αυτή η θεωρία (ότι η τέχνη είναι κάλλος και τέρψη) εύκολα μπορεί να αναχθεί σε παραλογισμό, μια ολόκληρη αισθητική σχολή θεμελιώνεται πάνω της, και μέχρι πρόσφατα αυτή η σχολή ήταν η πλέον κυριαρχούσα. Σήμερα έχει ανατραπεί πλήρως απ΄τον Benedetto Croce, και αν οι απόψεις του Croce, έχουν συναντήσει έναν όγκο κριτικής, η γενική του ιδέα ότι η τέχνη ορίζεται τέλεια όταν ορισθεί απλώς σαν διαίσθηση, έχει αποδειχτεί πολύ πιο διαφωτιστική από κάθε προηγούμενη θεωρία».
Σύμφωνα με τον H. Read,[4] σε κάθε ακριβή ψυχολογία της δημιουργικής διαδικασίας είναι βασικό στοιχείο η αντίληψη ότι: η τέχνη είναι η έκφραση, μέσω των αισθήσεων, διαφόρων εντυπώσεων ή συναισθημάτων που προσιδιάζουν στο άτομο». Από μια ιδεαλιστική σκοπιά της τέχνης, πρόκειται για μια αντανακλαστική σχέση του νοητού αληθινού κόσμου (των Ιδεών για τον Πλάτωνα[5]) στον κόσμο των φαινομένων και των αισθήσεων. Η αντανάκλαση αυτή, που συλλαμβάνεται από την αισθητική αντίληψη του ανθρώπου και διαμορφώνεται από την ψυχική-νοητική λειτουργία, μετατρέπει τα ερεθίσματα σε αισθήματα, τα οποία στη συνέχεια μεταβιβάζονται μέσα από την τέχνη, ως υποκειμενικές αντανακλάσεις (είδωλα) των πραγμάτων. Εδώ, απουσιάζει από την τέχνη η έννοια του κάλλους ως σκοπού, ωστόσο δεν απουσιάζει η συναίσθηση της θεότητας που υποκρύπτεται στη δράση του κόσμου, χωρίς όμως και να έχει συνδεθεί ακόμη η θεότητα με την έννοια του κάλλους, όπως συνέβη πολύ αργότερα με τους ανθρωπόμορφους ελληνικούς θεούς.
Ίσως καταλαβαίναμε καλύτερα την εσωτερική λειτουργία της τέχνης, αν επιχειρούσαμε ένα τολμηρό και ίσως ανορθόδοξο συλλογισμό. Η τέχνη και η μαγειρική συνδέονται η κάθε μια ξεχωριστά με την μαγεία και τη μαγική τελετή. Υπάρχει όμως κάποια νομοτέλεια που να συνδέει αυτές μεταξύ τους; Η κατάληξη –ική, δηλώνει τη συστηματική άσκηση μιας τέχνης ή μιας δραστηριότητας, όπως στις λέξεις: ζωγραφική, γλυπτική, μουσική, ιατρική κ.α. Η τέχνη, παρά την διαφορετική της φύση, έχει κοινά σημεία με τη μαγειρική που θεωρείται η τέχνη της γεύσης. Ένα πρώτο κοινό χαρακτηριστικό, είναι, ότι αποτελούν και οι δυο συνθετικά μέρη του περιγράμματος της τελετής. Ένα δεύτερο, είναι ότι χρησιμοποιούν μια αναλογική σύνθεση διαφορετικών στοιχείων για να φτάσουν η κάθε μια στο αποτέλεσμά της. Η σύνθεση, ακόμη και με την πιο απλή της μορφή, είναι βασική λειτουργία της τέχνης. Αυτή η λειτουργία της σύνθεσης φέρνει απρόσμενα την τέχνη πολύ κοντά στη μαγειρική. Η μαγειρική εννοείτο ως μια μαγική πρακτική, που σκοπό είχε να ενώσει με τη χρήση της φωτιάς, ετερόκλητα υλικά με ιδιαίτερες γεύσεις και μαγικές ιδιότητες σε μια και μοναδική μορφή και ουσία. Ένα τρίτο σημείο, που έχει σχεδόν αποδειχθεί, είναι, ότι με ψυχολογικούς όρους οι γεύσεις ξινό, γλυκό πικρό, αλμυρό κ.λπ, έχουν αντιστοιχία με την αίσθηση ορισμένων χρωμάτων, όπως έχουν και οι μουσικές νότες (Kandinsky). Αυτό σημαίνει, πως αν αντικαταστήσουμε τα φαινόμενα των αναλογίων με την ίδια την λειτουργία της αναλογίας, τότε τα πάντα, όσο διαφορετικά και αν είναι, υποτάσσονται σε αυτήν. Στην τέχνη, όπως και στη μαγειρική, χρειάζεται εμπειρία και προσοχή, σε ότι αφορά τις φάσεις της κατασκευής, τις αναλογίες και την επιλογή του είδους των μορφών που θα χρησιμοποιηθούν. Το αποτέλεσμα εξαρτάται από μια λεπτή ισορροπία αναλογιών που είναι πάντα έτοιμη να διαταραχθεί. Λίγο περισσότερο αλάτι, μια χρωματική ασυμφωνία, μια ασύμβατη τονικότητα και το αποτέλεσμα είναι να χαθεί η αίσθηση της μαγείας που διαχέει η αρμονία των τέλειων αναλογιών των μερών. Η αναλογία της σύνθεσης, είναι, λοιπόν, η νομοτέλεια που συνδέει την τέχνη με την φαινομενικά άσχετη μαγειρική και αυτές τις δύο με την μαγική τελετή, που αποτελεί και το ύψιστο σημείο έκφρασή της.
Αρχική εικόνα:
Παλαιολιθική βραχογραφία στον Δήμο Φιλίππων
(Το κείμενο
αποτελεί μέρος της μελέτης μου με τον
τίτλο:
«ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ
ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ «Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του πολιτισμού».
Α΄ Μέρος: ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ, Κεφ. 1. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, παρ. 1.1-1.2)
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1.Μ. ΡΟΖΕΝΤΑΛ-Π. ΓΙΟΥΝΤΙΝ: Φιλοσοφικό Λεξικό, Αθήνα 1877, σ.181
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου