Ο Ευάγγελος Φαεινός και η άλλη πλευρά της ιστορίας της τέχνης
Μάνος
Στεφανίδης
Ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Η ιστορία της τέχνης, όπως εξάλλου και κάθε ιστορία, είναι εκείνη η αφήγηση που πρέπει σταθερά να ξαναγράφεται, αφού κάθε εποχή αφενός εφευρίσκει τον εαυτό της και αφετέρου επανεφευρίσκει το παρελθόν αξιοποιώντας το, δηλαδή ερμηνεύοντας το με το δικό της, ιδιαίτερο βλέμμα. Θα συμπλήρωνα εδώ, με κίνδυνο η αφοριστική προσέγγιση να θεωρηθεί πονηρά απλουστευτική, πως καμία ερμηνεία δεν είναι αθώα.
Έτσι,
επανατοποθετούμενος σήμερα, μετά από 40 ολόκληρα χρόνια, απέναντι στην
ζωγραφική του Βαγγέλη Φαεινού, αλλά και γενικότερα στην αισθητική της εποχής
που εκπροσωπεί, έχω να παρατηρήσω – αποτιμώντας κυρίως τα δικά μου κριτήρια,
τότε και τώρα, αλλά και το βάρος που δίνει τα πράγματα η απόσταση του
χρόνου– γενικά τα εξής: Στην ιστορία της
τέχνης, υποστηρίζουν σχεδόν όλοι οι θεωρητικοί, έχουν σημασία τόσο οι μεγάλοι
δημιουργοί, αυτοί που τους αποκαλούμε grande maîtres, όσο και οι μινόρες επειδή είναι
διαλεκτικά απαραίτητοι για να δημιουργηθεί ο χαρακτήρας αλλά και το αισθητικό
ήθος της κάθε εποχής.
Το ζήτημα βέβαια είναι
πως επιλέγουμε τους πραγματικά μεγάλους και ποιοί θα παραμείνουν στο τέλος
μινόρες όταν σβήσουν τα φώτα της δημοσιότητας κι όταν πάψουν οι δημιουργοί να
είναι ενεργοί επηρεάζοντας με κάθε τρόπο αυτό που ονομάζουμε “σύστημα τέχνης”.
Κι όταν, τέλος, ένα πιο ήρεμο βλέμμα και μια πιο νηφάλια, μια “ολιστική”
προσέγγιση του πολιτιστικού φαινομένου προσπαθήσουν να αποδώσουν δικαιοσύνη και
να αποκαταστήσουν ό,τι περιγράψαμε παραπάνω ως “ιστορική αλήθεια”. Όσο αυτό
γίνεται.
Να αποδώσει δηλαδή –η ιστορία της τέχνης – την πλέον επισφαλή έννοια από όσες αφηρημένες διαθέτει το φιλοσοφικό λεξιλόγιο και ο ανθρώπινος πολιτισμός εν γένει. Εκείνη της δικαιοσύνης. Μιλώντας πάντως για ιστορία και κριτική της τέχνης έχω πάντα κατά νου το πάθημα του P. Restany, πατέρα και νονού του κινήματος Nouveau Réalisme το οποίο ήθελε να είναι ο ευρωπαϊκός αντίλογος στην αμερικανική Ποπ ο οποίος προλογίζοντας, το 1962, στη Sidney Janis Gallery της Νέας Υόρκης μια έκθεση Νέων Ρεαλιστών δήλωνε πως σε δύο χρόνια κανείς δεν θα μιλάει για τον Warhol ή τον Lichtenstein.
Βλέποντας σήμερα τη
ζωγραφική του αείμνηστου Βαγγέλη που με τίμησε με την φιλία του – εγώ, τότε,
νέος επιμελητής στην Εθνική Πινακοθήκη γύρω στα τριάντα με τον ενθουσιασμό αλλά
και την ελαφρότητα της ηλικίας κι εκείνος, ώριμος 60άρης καλλιτέχνης με μεγάλη
αποδοχή κυρίως από τον χώρο της αριστεράς και έχοντας στο πλευρό του ως
συμπαραστάτη και υποστηρικτή έναν τεχνοκριτικό του κύρους του Τώνη Σπητέρη –
δεν μπορώ παρά να δω πολλά, καινούργια πράγματα που τότε δεν είχα εντοπίσει.
Είτε από βιασύνη, είτε από άγνοια είτε απλά– το υπαινίχθηκα ήδη – από την
υπεροψία της ηλικίας.
Την παρέα συμπλήρωναν η
γλύπτρια Ιωάννα Σπητέρη-Βερρόπουλου και οι ζωγράφοι Μπέμπα Αγγεληνού και
Γιώργος Βογιατζής. Ο Φαεινός, ένας μικροκαμωμένος άντρας με αεικίνητο, έντονο
βλέμμα, ήταν ήδη ένας μικρός μύθος στην μικρή, εικαστική κοινωνία μας τότε που
εξέθετε με μεγάλη επιτυχία, θερμές κριτικές, καλλιτεχνική αποδοχή και τα συναφή
στην ” Ώρα” του Μπαχαριάν αλλά και τον “Ζυγό” του Φραντζή Φραντζεσκάκη . Στην
πιο διάσημη δηλαδή “αριστερή” και την ανάλογη “δεξιά” γκαλερί της Αθήνας. Είχα
προσέξει τότε την ιδεολογική σχέση που είχαν οι άνθρωποι – μηχανές του Φαεινού
με τους εργάτες, τους χτίστες και αργότερα τους γερανούς και τις μηχανές του Διαμαντή
Διαμαντόπουλου (γύρω στα 1980).
Για
τη συνέχεια εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου