Το
μινωικό κυκλικό μνημείο στον λόφο Παπούρα στην Κρήτη αναδείχθηκε από το
Archaeology ως ένα από τα δέκα σημαντικότερα ευρήματα του 2025, μαζί με άλλες
μεγάλες ανακαλύψεις από όλον τον κόσμο.
Γράφει η Μαρία Θερμού
Η συγκλονιστική
ανακάλυψη της μνημειώδους κατασκευής στην Κρήτη, μοναδική για την μινωική
αρχαιολογία βρίσκεται ανάμεσα στα δέκα σημαντικότερα ευρήματα του 2025, σύμφωνα
με την επιλογή του έγκριτου περιοδικού «Archaeology» του Αμερικανικού
Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.
Το κυκλικό μνημείο της
Εποχής του Χαλκού στον λόφο Παπούρα στο Καστέλι, που ήρθε στο φως κατά τις
ανασκαφικές έρευνες στο πλαίσιο του νέου αεροδρομίου Ηρακλείου συγκεντρώνει
διεθνώς τον θαυμασμό για την ιδιαιτερότητα της κατασκευής του παραπέμποντας
στην ευφυή σύλληψη των εμπνευστών του και παράλληλα όμως, αυξάνοντας διαρκώς το
μυστήριο της χρήσης του.
Στην υπόλοιπη δεκάδα
βρίσκουμε σημαντικές επίσης ανακαλύψεις από όλο τον κόσμο και από διάφορες
εποχές: Από την Πομπηία και την Αίγυπτο ως την Βαβυλώνα, από την Μαύρη Θάλασσα
και την Ανατολία ως το Βιετνάμ, από το Περού και από τους Μάγια ως τη Μέση
Ανατολή ένα εκπληκτικό ταξίδι στα επιτεύγματα του ανθρώπου σε βάθος χιλιετιών
ξετυλίγεται για μία ακόμη φορά.
Το
κυκλικό κτίσμα της Κρήτης
Στην κορυφή του όρους
Παπούρα στην κεντρική Κρήτη, σε υψόμεντρο 494 μέτρων οι αρχαιολόγοι συνεχίζουν
να ερευνούν αυτήν την εξαιρετικά ασυνήθιστη κυκλική κατασκευή, που
χρονολογείται στην Εποχή του Χαλκού (περίπου 3000–1100 π.Χ.) και θεωρείται το
παλαιότερο μνημειώδες συγκρότημα, που έχει ανακαλυφθεί στο νησί.
Με διάμετρο περίπου 48μ. και καλύπτοντας επιφάνεια περίπου 1800 τ.μ. το συγκρότημα κατασκευάστηκε σε κεκλιμένο έδαφος και αποτελείται από οκτώ ομόκεντρους, πέτρινους τοίχους, μερικοί από τους οποίους διατηρούνται σε ύψος μεγαλύτερο από δύο μέτρα. Οι εξωτερικοί δακτύλιοι σχηματίζουν δωμάτια περίπου ίσου μεγέθους, που συνδέονται με μικρές πόρτες. Στο κέντρο της κατασκευής, μία ομάδα με επικεφαλής την αρχαιολόγο Δανάη Κοντοπόδη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηρακλείου αποκάλυψε ένα θολωτό κτίσμα χωρισμένο σε τέσσερα τμήματα, των οποίων οι τοίχοι με κονιάματα διατηρούν ίχνη χρώματος.
Όπως πιστεύεται το
συγκρότημα είχε κοινοτικό χαρακτήρα, κτισμένο σε ικανό ύψος ώστε να είναι ορατό
από όλους τους κατοίκους της πεδιάδας και γενικότερα της γύρω περιοχής,
επιβάλλοντας την παρουσία του. Τελετουργικές δράσεις, εξάλλου, θεωρείται ότι
συγκέντρωναν πλήθη, όπως αποδεικνύεται και από την κεραμική, που έχει έρθει στο
φως. Όσο για την εγκατάλειψή του, υπεύθυνη πιθανολογείται η άνοδος των
ανακτόρων. Η κύρια περίοδος χρήσης του άλλωστε, φαίνεται πως ήταν μεταξύ του
2000 και 1800 π.Χ.
Η
γλώσσα των πρώτων Ινδοευρωπαίων
Από την εποχή που οι
μελετητές του 18ου αιώνα αναγνώρισαν, ότι τα Ελληνικά, τα Λατινικά και τα
Σανσκριτικά προήλθαν από μια κοινή γλώσσα, οι έρευνες έχουν στραφεί στον
προσδιορισμό εκείνων, που την μίλησαν πρώτοι. Γνωστή ως Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή αυτή
η γλώσσα είναι ο κοινός πρόγονος όλων όσες ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική
οικογένεια, η οποία περιλαμβάνει από τα αγγλικά ως τα χίντι, τα περσικά και
εκατοντάδες άλλες. Σήμερα άλλωστε, σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού του πλανήτη
μιλάει μία από αυτές τις γλώσσες.
Μια πρώιμη μορφή
Πρωτοϊνδοευρωπαϊκής συνέβαλε επίσης στην διαμόρφωση της γλώσσας, που τελικά
έγινε η χεττιτική, η οποία ομιλούνταν στην Ανατολία κατά την Εποχή του Χαλκού
(περίπου 3000-1200 π.Χ.) και ήταν η πρώτη γλώσσα της οικογένειας που απέκτησε
γραπτή μορφή. Αρχαιολογικά, γλωσσολογικά και γενετικά στοιχεία υποδηλώνουν, ότι
ένας νομαδικός πολιτισμός της Εποχής του Χαλκού, που ονομαζόταν Γιαμνάγια, μέλη
του οποίου έχτισαν τεράστιους τάφους γνωστούς ως κουργκάν στη στέπα βόρεια της
Μαύρης Θάλασσας, μιλούσαν μια μορφή Πρωτοϊνδοευρωπαϊκής.
Ξεκινώντας γύρω στο 3100
π.Χ., οι Γιαμνάγια μετανάστευσαν μέχρι τη Βουλγαρία και τη δυτική Σιβηρία,
φέρνοντας μαζί τους τη γλώσσα τους. Αλλά οι δεσμοί τους με τους αντίστοιχους
Χεττίτες της Ανατολίας παρέμεναν μυστηριώδεις, ειδικά καθώς προηγούμενες
γενετικές μελέτες δεν είχαν διαπιστώσει καμία σχέση μεταξύ των δύο πολιτισμών.
Μία νέα μελέτη DNA ωστόσο, σε περισσότερους από 400 αρχαίους ανθρώπους από την
ανατολική Ουκρανία και τη νότια Ρωσία δείχνει, ότι τόσο οι Γιαμνάγια όσο και οι
προγονικοί Χεττίτες κατάγονταν από έναν εκλεκτικό πληθυσμό νομάδων της στέπας
και αγροτών, μια μικρή φυλή ίσως 2000 ανθρώπων από τον βόρειο Καύκασο, που
χρονολογείται από την Πρώιμη Νεολιθική Εποχή (περίπου 4500-3300 π.Χ.).
Ήταν άνθρωποι που
παντρεύονταν και έθαβαν τους νεκρούς τους σε μικρούς τύμβους που θυμίζουν τα
μεταγενέστερα κουργκάν των Γιαμνάγια σε μια περιοχή γύρω από τους ποταμούς
Βόλγα και Ντον από περίπου το 4400 έως το 3300 π.Χ.
Διαβάστε
την συνέχεια στην πηγή



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου